15.11.23

Θεόφραστος ο Ερέσιος

 

Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.   

Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρισε τον Θεόφραστο ως τον αφανή ήρωα της Δυτικής Επιστήμης κι αυτό γιατί ο Θεόφραστος σαν μαθητής και συνεχιστής του Αριστοτέλη, αν και συνέγραψε πλήθος πραματειών και εξέτασε πλήθος διαφορετικών φιλοσοφικοεπιστημονικών ζητημάτων, δεν απέκτησε την φήμη που άρμοζε στο έργο του και δεν έμεινε στην ιστορία ως φιλόσοφος μεγάλου βεληνεκούς.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος, ο οποίος υπήρξε Βοτανολόγος, Φυσικός, Φιλόσοφος, Συγγραφέας, εκτιμάται ότι έγραψε περίπου 240 έργα , από τα οποία σήμερα λίγα σώζονται και κυρίως σε αποσπάσματα, ενώ σε πλήρη κείμενα έχουμε το Περί Φυτών Ιστορίαι (9 βιβλία), το Περί Φυτών Αιτιών (6 βιβλία) καθώς και το πιο γνωστό του έργο, οι Χαρακτήρες που ονομάστηκε και Χρυσή Βίβλος. Μερικά άλλα έργα του μεγάλου φιλόσοφου  ήταν Περί Αισθήσεων, Περί Φυτών, Περί Οσμών, Περί Λιποψυχίας …

Στα έργα του πραγματεύτηκε πολλές επιστήμες όπως Ηθική, Φιλοσοφία, Πολιτική, Ψυχολογία, Βοτανική, Ζωολογία, Ορυκτολογία, Ρητορική κ.α.

Το έργο του Θεόφραστου απείχε από τη μεταφυσική, γι' αυτό και ο ίδιος ήταν ένας καθαρά υλιστής φιλόσοφος.

Στην ψυχολογία έδινε έμφαση στην μεσότητα, όπως είχε πρωτοπεί ο Αριστοτέλης, δηλαδή στα προτερήματα της ψυχής σε αντιδιαστολή με τα ελαττώματα που βρίσκονται στα άκρα της. Παραδείγματος χάριν, ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία υπάρχει το θάρρος, που είναι προτέρημα!

Ωστόσο ο μεγάλος φιλόσοφος θεωρείται και ως ο πατέρας της ορυκτολογίας, καθώς στο έργο του «Περί λίθων» αναπτύσσει τις γνώσεις της εποχής γύρω από τα ορυκτά , τα πετρώματα και τους πολύτιμους λίθους, καθώς και την χρησιμότητα τους.

Αυτό το κείμενό του αποτελεί την αρχαιότερη ελληνική γραπτή μαρτυρία στο θέμα,

Οι γνώσεις που έχει ο σύγχρονος κόσμος σχετικά με τις χρωστικές που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα, οφείλονται κυρίως σε πληροφορίες από το έργο του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το 77 μ.Χ. ‘Φυσική Ιστορία’ , που ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Τίτο.

Ωστόσο ο ίδιος ο Πλίνιος αναφέρει πως έχει στηρίξει αυτό το έργο του στο ‘Περί Λίθων’ του φιλόσοφου Θεόφραστου και πρόκειται για το πρώτο γραπτό έργο που περιέγραψε με επιστημονικό τρόπο τα ορυκτά και τις χρήσεις τους.

Σε αυτό το έργο ο Θεόφραστος ενώ πραγματεύεται τα ορυκτά και τις γήινες ώχρες, δεν αναφέρεται καθόλου στα μέταλλα κι αυτό συμβαίνει γιατί υπήρχε ένα άλλο δικό του έργο ‘Περί Μεταλλευομένων’, το οποίο δυστυχώς δεν έφτασε στις μέρες μας.

Ο Θεόφραστος στο ‘Περί Λίθων’ αναφέρει πολλές πληροφορίες σχετικά με θέσεις μεταλλείων που παρήγαγαν πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό, ασήμι, χαλκό ή σίδηρο, όμως αυτό γίνεται απλά σαν αναφορά στον τόπο που υπήρχαν και επειδή είχαν σχέση με τις περιγραφές που έκανε για τα ορυκτά και τις γαίες.

Το 1495 έγινε η πρώτη δημοσίευση του έργου ‘Περί Λίθων’ στην Βενετία, η οποία περιέχεται στην έκδοση των Απάντων του φιλόσοφου Αριστοτέλη. Μια δεύτερη ανατύπωση έγινε το 1552 και μεταφρασμένο στα Λατινικά εκδόθηκε το 1572 στο Παρίσι. Αυτοτελές το Περί Λίθων εκδόθηκε το 1746 στο Λονδίνο από τον Σερ Τζον Χιλ (1714 –  1775)ο οποίος ήταν  Άγγλος συνθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας και βοτανολόγος. Η μετάφραση του Theophrastus History of Stones ήταν και η πρώτη του δημοσίευση και περιελάβανε το αρχαίο κείμενο, με σχόλια επάνω στην χημεία, την γεωλογία και την ορυκτολογία την εποχή του Θεόφραστου.

 Ο Διογένης ο Λαέρτιος πιθανολογείται πως έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, όμως για τη ζωή του, την καταγωγή του, τη μόρφωση του, το σύνολο του έργου του, την προσωπικότητα του, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Ωστόσο στο έργο του « Βίοι και απόψεις επιφανών φιλοσόφων» που γράφτηκαν περισσότερα από τετρακόσια χρόνια μετά την εποχή του Θεόφραστου μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τον μεγάλο φιλόσοφο.

Ο Θεόφραστος (372-287π.Χ.)  , με καταγωγή από την Ερεσό της Λέσβου ήταν σημαντικός φιλόσοφος του 4ου αιώνα π.Χ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τύρταμος, όμως το Θεόφραστος του δόθηκε από τον δάσκαλό του Αριστοτέλη για το «θείο ύφος έκφρασης».

Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε στην Λέσβο από τον σπουδαίο Έλληνα φιλόσοφο Λεύκιππο, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλος του Δημόκριτου και διατύπωσε πρώτος την υπόθεση ότι η ύλη αποτελείται από άτομα.  Η συνέχεια των σπουδών του ήταν επάνω στην Φιλοσοφία στην Ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Πλάτων το 347 π.Χ. ακολούθησε την διδασκαλία του Αριστοτέλη ο οποίος διακρίνοντας τη φιλομάθεια και την ευφυΐα του, τον επονόμασε αρχικά Εὔφραστο και αργότερα Θεόφραστο.

Το  323 π.Χ. μετά την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου όταν ο ιεροφάντης της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντας και η σχολή του Ισοκράτη με τον Δημόφιλο κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια, ο μεγάλος φιλόσοφος κατέφυγε στην Χαλκίδα, στο σπίτι που υπήρχε από την μητέρα του και ήταν τόση η αγάπη και η εμπιστοσύνη που έτρεφε για τον μαθητή του Θεόφραστο ώστε του εμπιστεύτηκε την διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής. Εκτός από αυτό του δώρισε και την μεγάλη βιβλιοθήκη της σχολής που ήταν τόσο καλά οργανωμένη από τον ίδιο ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Στα δεκατρία χρόνια που είχε μείνει ο Αριστοτέλης στην Αθήνα είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο έργο , μοναδικό σε όγκο και ποιοτική αξία.

Ο Θεόφραστος διηύθυνε τη Σχολή επί 25 χρόνια. Στην περίοδο αυτή οι μαθητές της σχολής ξεπέρασαν τις δύο χιλιάδες και σ' αυτούς περιλαμβάνονταν ο Μένανδρος, οι βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος καθώς και ο βασιλεύς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α'.  Ως γνήσιος οπαδός του Αριστοτέλη, ο οποίος δίδασκε πως «ο άνθρωπος φύσει του ειδέναι ορέγεται», ο Θεόφραστος έλεγε πως η μόνη ηδονή χρήσιμη για τον άνθρωπο είναι η έρευνα και η μάθηση. Ετάσσετο κατά του γάμου και θεωρούσε τον έρωτα ασθένεια ψυχής αέργου ενώ  οι λόγοι του ήταν σοφοί και προς το τέλος της ζωής του μελαγχολικοί καθώς πίστευε πλέον ότι ο σύντομος βίος δεν αφήνει τον άνθρωπο να χαρεί όσα διδάχτηκε και να προσθέσει και να μάθει κι άλλα.

Κατά την διάρκεια της ζωής του ο φιλόσοφος φρόντιζε την εξωτερική του εμφάνιση και οπωσδήποτε δεν του έλειπαν οι ισχυροί φίλοι που συχνά τον καλούσαν σε πλούσια γεύματα και ο ίδιος σαν πραγματικός οπαδός της ‘μεσότητος’ γνώριζε να συνδέει το τερπνό μετά του ωφέλιμου.  Αρκετά ηλικιωμένος πλέον εφέρετο με φορείο στο Λύκειο για να διδάξει κι ένοιωθε λύπη γιατί όπως έλεγε , θα πέθαινε κατά την στιγμή που είχε αρχίσει να κατανοεί την φύση για την αδικία της.

Πέθανε περί το 287 π.Χ. και μέχρι το τέλος της ζωής του δίδασκε και εργαζόταν.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του στα παιδιά του αδερφού του Λέοντος, ζήτησε να στηθεί ανδριάντας του διδασκάλου του Αριστοτέλη στο Λύκειο και να μοιραστούν τα οικήματα και ο κήπος στους μαθητές του. Ζήτησε ακόμα να αφεθούν ελεύθεροι οι σκλάβοι του και ο ίδιος να ταφεί σε ένα μέρος του κήπου του Λυκείου χωρίς περιττά έξοδα, κάτι που δεν τηρήθηκε καθώς κατά την ταφή του συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων ακόμα και κάποιων που υπήρξαν πολέμιοί του για τον τελευταίο αποχαιρετισμό .

Χρωματολογία

Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι κατείχαν βαθιές γνώσεις σχετικά με τα χρώματα και τις χρωστικές, όπως αντικατοπτρίζεται κυρίως στο έργο του Βιτρούβιου (VII βιβλίο) και του Πλίνιου (XXXIII, XXXIV και XXXV Βιβλία της Φυσικής Ιστορίας), του Διοσκουρίδη (V βιβλίο) και του Θεόφραστου (Περί Λίθων).

Ο Θεόφραστος στο έργο του Περί Λίθων, έχει ένα πλήθος αναφορών για τα ορυκτά και τις γαίες,  υλικά που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στην εποχή του για να παράγουν χρωστικές.  Σε αυτό το έργο έχουμε την αρχαιότερη γραπτή πηγή που κατηγοριοποιεί τις ορυκτές χρωστικές, με βάση την κατάταξη που οι ίδιοι οι ζωγράφοι τις χρησιμοποιούσαν και  που περιγράφει εκτενώς τις ιδιότητες ξεχωριστά κάθε μιας από αυτές.

Στο λεπτομερές αυτό έργο βασίστηκαν ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στην ‘Φυσική Ιστορία’, ο Μάρκος Βιτρούβιος Πολλίωνας, Ρωμαίος συγγραφέας, αρχιτέκτονας και μηχανικός , ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος που ήταν ένας σημαντικός ΄Ελληνας Ιατρός, Ριζοτόμος, Φαρμακοποιός - Φαρμακολόγος και Βοτανολόγος. και άλλοι μεταγενέστεροι ερευνητές και φιλόσοφοι.  Οι πραγματείες των τεσσάρων αυτών ερευνητών-συγγραφέων, παρείχαν τα θεμέλια για την Ευρωπαική ζωγραφική της Αναγέννησης από τον 15ο αιώνα ειδικά όταν εμφανίστηκαν σε έντυπη μορφή με την εφεύρεση του τυπογραφείου.

Σχεδόν 40 χρωστικές έχουν περιγραφεί από τους συγγραφείς των τεσσάρων γνωστών πραγματειών που έχουν διασωθεί από τον 1ο αιώνα π.Χ. και μ.Χ.  Αυτές οι περιγραφές των χρωστικών από τον Θεόφραστο, τον Βιτρούβιο, τον Πλίνιο και τον Διοσκουρίδη είναι μια πλήρης πρωτογενής πηγή των χρωστικών ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν στη ζωγραφική τοιχογραφίας και πάνελ.

Το βιβλίο του Θεόφραστου Περί Λίθων που γράφτηκε το 315 π.Χ. θεωρείται ακόμα και στις μέρες μας εγχειρίδιο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας.

Η φύση και η προετοιμασία του Αιγυπτιακού Μπλε (αιγύπτιος κυανός στη διατύπωσή του)

Για το μπλε: «[…] Όπως υπάρχει και φυσικό και μια τεχνητή κόκκινη ώχρα, άρα υπάρχει γηγενής κυανός και ένα βιομηχανοποιημένο είδος, όπως αυτό στην Αίγυπτο. Υπάρχουν τρία είδη κυανού, το Αιγυπτιακό, το Σκυθικό και το Κυπριακό. Το αιγυπτιακό είναι το καλύτερο για την παρασκευή καθαρών χρωστικών, το σκυθικό για πιο αραιό μείγμα χρωστικής. Η Αιγυπτιακή ποικιλία είναι κατασκευαζόμενη (τεχνιτή) και όσοι γράφουν την ιστορία των βασιλιάδων της Αιγύπτου δηλώνουν ποιος ήταν εκείνος ο βασιλιάς που πρώτος κατασκεύασε λιωμένο κυανό σε μίμηση του φυσικού ορυκτού είδους.

Η αναφορά του Θεόφραστου για τον κατασκευασμένο Κυανό (το Αιγυπτιακό Μπλε) είναι σημαντική γιατί παρέχει πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή του, για μίμηση της γηγενούς πέτρας (Lapis Lazuli). Το παραγόμενο χρώμα μπορεί να διαχωριστεί σε τέσσερις αποχρώσεις του μπλε από το πιο σκούρο στο πιο φωτεινό ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων. Όσοι αλέθουν χρωστικά υλικά λένε ότι ο ίδιος ο κυανός στην πρώτη άλεση σχηματίζεται από τα πιο λεπτά σωματίδια και είναι πολύ χλωμός, ενώ στην δεύτερη άλεση αποτελείται από τα μεγαλύτερα σωματίδια και είναι σε πολύ σκοτεινή απόχρωση.

Δίνεται η συνταγή για το Lead White (ψιμύθιο στη διατύπωσή του)

Σχετικά με το λευκό: γράφει ο Θεόφραστος «[…] και έτσι είναι ανθρακικός μόλυβδος. Μόλυβδος σε μέγεθος τούβλου τοποθετείται σε βάζα πάνω από ξύδι, και όταν αυτό αποκτήσει παχύρρευστη μάζα, την οποία γενικά κάνει σε δέκα μέρες, μετά ανοίγουν τα βάζα και ένα είδος καλουπιού ξύνεται από το μόλυβδο, και αυτό γίνεται ξανά μέχρι να εξαντληθεί όλο. Το τμήμα που ξύνεται είναι αλεσμένο σε γουδί και μεταγγίζεται συχνά, και ό,τι τελικά μένει στο κάτω μέρος υπάρχει λευκός μόλυβδος». Αυτή η  συνταγή για την παρασκευή του Lead White είναι η αρχαιότερη γραπτή ελληνική πηγή, ενώ η σύνθεση του Αιγυπτιακού γαλάζιου ή Κυανού είναι το αρχαιότερο από το 3ο χιλιετία π.Χ.

 ΧΡΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Τοποθεσίες Ορυκτών και Γαιών.

Οι σύγχρονοι ερευνητές με βάση το έργο του Θεόφραστου, θέλησαν να τεκμηριώσουν κατά πόσο ισχύουν οι αναφορές του επάνω στα αντίστοιχα ορυκτολογικά είδη, να δώσουν απαντήσεις σχετικά με την κίτρινη ώχρα σε σχέση με την χρυσή Σανδαράχη και να αξιολογήσουν τις συγκρίσεις που κάνει ο συγγραφέας σχετικά με την ποιότητα των διαφόρων γιαών, όπως πχ. Η ποιότητα της μίλτου της Κέας σε σύγκριση με την Μήλια γη.  Για να γίνει αυτό συλλέχθηκαν δείγματα από τις ορυκτές χρωστικές στους τόπους που αναφέρει ο Θεόφραστος κι ήταν μια συστηματική συγκέντρωση ετερογενούς υλικού από δεκάδες διαφορετικές τοποθεσίες.

Οι Ώχρες βρίσκονται σε αφθονία σε πάρα πολλά μέρη, όμως οι καλύτερες ποιότητες ήταν στην Σινώπη του Πόντου, που ήταν μονόχρωμη χωρίς πέτρες και έδινε μια υπέροχη χρωστική,  ενώ υπήρχε και το Τσαβουσίν (Καππαδοκία) όπου έδινε κίτρινη και κόκκινη ώχρα.  Στην Κύπρο το ορυχείο της Σκουριώτισσας έδινε κίτρινη ώχρα, ενώ τα μεγαλλεία του Λαυρίου έδιναν εκτός από κίτρινη ώχρα, αιματίτη, μαλαχίτη, αζουρίτη. Χρυσόκολλα (μαλαχίτης)  υπήρχε από το ορυχείο Εϊλάτ στο σημερινό Ισραήλ, Καολίνη από την Μήλο, κιννάβαρι από το Αλμάντεν της Ισπανίας και από το ορυχείο Ελμπρούζ του Καυκάσου.  Από τον Καύκασο και το ορυχείο Ελμπρούζ έβγαινε κιννάβαρι και όρπιμεντ, ενώ από την κοιλάδα Κόκτσα του Αφγανιστάν ερχόταν ο πανάκριβος Λαζουρίτης. Υπήρχε μια ακόμα ποικιλία Λαζουρίτη από την λίμνη Βαϊκάλη της Σιβηρίας, όμως ήταν σε κατώτερη ποιότητα από τον Λαζουρίτη του Αφγανιστάν.  Η Λήμνος έδινε πηλό και αιματίτη, ενώ και η Κέα έδινε αιματίτη.  Από την Αρμενία ερχόταν η καλύτερη ποιότητα μαλαχίτη (chrysocolla), με δεύτερη ποιότητα να έρχεται από την Μακεδονία και μετά από την Κύπρο. Η Αρμενία επίσης στέλνει μια ουσία που φέρει το όνομά της: Αρμένιο. Πρόκειται για χρωστική με απόχρωση πράσινο προς μπλε και πιστεύεται πως πρόκειται για ένα  συνδυασμό αζουρίτη και μαλαχίτη, καθώς συχνά αυτά τα δυο ορυκτά απαντώνται μαζί στη φύση.  Από την Μυσία στον Ελλήσποντο και από την Καππαδοκία ερχόταν το αρρενικόν ή αλλιώς  sandaracha ή Realgar .

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΡΩΣΤΙΚΩΝ   ΟΠΩΣ ΔΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ  ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΕΣ

 Η επεξεργασία των χρωστικών που προέρχονται από φυσικές πηγές είναι μία σχετικά απλή διαδικασία, η οποία εξαρτάται από την σύσταση και την καθαρότητα των πρώτων υλών. Περιλαμβάνει το πλύσιμο και την απομάκρυνση των προσμίξεων, βαρυμετρικό διαχωρισμό ή εμπλουτισμό με επίπλευση, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή συγκέντρωση οξειδίων του σιδήρου και την λειοτρίβηση του τελικού προϊόντος. Η διαδικασία αυτή συχνά επιτελούνταν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.

Λευκές χρωστικές

Λευκές Γαίες – Φυσικές, Ορυκτές.

Λήμνια γη. υλικό με ποικίλες φαρμακευτικές ιδιότητες. Είχε αιμοστατική δράση, θεράπευε τη δυσεντερία, ανακούφιζε το έλκος στομάχου, εξουδετέρωνε το δηλητήριο των φιδιών και ως αλοιφή ήταν κατάλληλη για τις φλεγμονές των οφθαλμών

Λευκός μόλυβδος ή Κερουσίτης . Ceruse ή οξικός μόλυβδος, «Ψιμίθιο».  Απόχρωση Άχρωμο, λευκό, ανοικτοκίτρινο, γκρίζο, μαύρο αν περιέχει εγκλείσματα.

Ανουλάρε, anulare, ring-white. Παρασκευάζεται από μία κρητίδα με προσθήκη κάποιου είδους γυαλιού σε σκόνη και έχει χρησιμοποιείται ως καλλυντικό

Ερέτρια Γη, Eretria terra, eretrian earth. Λευκό χρώμα με σταχτί απόχρωση.

Κρητίς, creta, λευκή γη.

Μηλία Γη, μηλιάς, milenum. Χαρακτηρίζεται ως η καλύτερης ποιότητας λευκή χρωστική, προερχόμενη από τη Μήλο.

Παραιτόνιον, paraetunium. Προέρχεται από περιοχή κοντά στην Αλεξάνδρεια, κατά την περιγραφή του Πλίνιου (Φ.Ι., 5ο Βιβλίο, παρ.33), στη σημερινή Μαρσα

Ματρούχ στην Κυρηναϊκή. Πρόκειται για CaCO3, που περιέχει και SiO2, Mg και PO4, θαλάσσιας προέλευσης.

Ψιμύθιον, cerrussa. Τεχνητή χρωστική, χρησιμοποιήθηκε ως καλλυντικό. 

Κόκκινες Χρωστικές

Κόκκινες γαίες, ώχρες – Φυσικές, Ορυκτές.

Καμένη κόκκινη ώχρα – Τεχνητή.

Ερυθρόδανο, rubia, ρουβία η βαφική, rubia tinctoria, ριζάρι. Πρόκειται για φυτική

βαφή.

Κιννάβαρι, cinnabaris. Πρόκειται για τον θειούχο υδράργυρο, HgS.

Κιννάβαρι Ἰνδικόν, cinnabaris Indica, dragon’s blood. Είδος ρητίνης προερχόμενο από τον καρπό του φυτού calamus draco W.

Μιλτος, rubrica. Γενικότερος όρος αναφερόμενος στις κόκκινες χρωστικές (αναλυτικότερα Χρωστικές Οξειδίων του Σιδήρου).

Μίνιο, minium, red oxide of lead, red lead.

Σανδαράχη, sandaracha, realgar. Πρόκειται για το θειούχο αρσενικό (As2S2).

Σινωπική και Sinopis: Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Θεόφραστο για να περιγράψει ένα είδος κόκκινης γης που προέρχεται από την Καππαδοκία και μεταφερόταν μέσω του λιμανιού της Σινώπης που βρίσκεται στη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Ο Πλίνιος χρησιμοποιεί τον όρο sinopis με μια γενικότερη χροιά, για να περιγράψει την κόκκινη γη διαφόρων προελεύσεων. Ο Διοσκουρίδης (V, 111) χαρακτηρίζει την σινωπική μίλτο ως ηπατίζουσα, στο χρώμα δηλαδή του ήπατος.

 Ύσγινον, hysgino. Βαφή προερχόμενη από το φυτό υσγή. Πιθανόν ταυτίζεται με το κρεμέζι.

Ψιμύθιο καυστό, cerussa usta, Pb3O4. Τεχνιτή Σανδαράχη με απόχρωση κόκκινη έως πορτοκαλί.

 Ώχρα ψημένη, ochre exusta. Κόκκινη χρωστική τεχνιτής προέλευσης, η οποία παρασκευάζεται με θέρμανση της ώχρας (βλ. αναλυτικότερα Χρωστικές Οξειδίων του Σιδήρου).

Kermes, Coccus – Τεχνητό, ζωική.

Syricum – Τεχνητό. Ένα μείγμα κόκκινη βαφής (ανήκει στις χρωστικές Οξειδίων του Σιδήρου). Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Πλίνιο (35ο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας, παρ. XXIV): «Στα τεχνητά χρώματα περιλαμβάνεται και το syricum, για το οποίο είπαμε ότι χρησιμοποιείται σαν ένα υπόστρωμα πάνω από το οποίο περνάμε το μίνιο. Παράγεται από σινωπική μίλτο ανακατεμένη με σάνδικα»  Επομένως, το syricum είναι μίγμα σινωπικής μίλτου με σάνδικα

Σάνδυξ, Sandyx : Αναφέρεται στο έργο του Πλίνιου «Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής», sandyx στο πρωτότυπο (35ο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας, παρ. ΧΙΙ,

ΧΧΙΙΙ, ΧΧVI), περιγράφοντας ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα. Κατατάσσει την σάνδικα στα τεχνητά χρώματα και παραθέτει και τον τρόπο παρασκευής της: «Αν κάψουμε ψιμύθιο14 ανακατεμένο με ίση ποσότητα μίλτου παράγει τη σάνδικα, ενώ ο Βιργίλιος θεωρούσε τη σάνδικα κάποιου είδους χόρτο.

Haematites από την ελληνική λέξη «αίμα»  : Αναφέρεται από τον Πλίνιο για να περιγράψει το αντίστοιχο ορυκτό, αλλά δεν προβάλλεται η χρήση του ως χρωστική ύλη.

Κίτρινες ώχρες Φυσικές, Ορυκτές.

Κίτρινη Ώχρα και Ochra ή Sil: Ο Θεόφραστος χρησιμοποιεί τον όρο ώχρα για να περιγράψει τα κίτρινα οξείδια του σιδήρου. Η καλύτερη ποιότητα αναφέρει, προέρχεται από την Αττική, αλλά ήδη από την εποχή του είχε εξαντληθεί (27 π.Χ.), καθώς η χρήση της ήταν εκτεταμένη.  Η θέρμανση της κίτρινης ώχρας σε θερμοκρασίες άνω των 300 ο C έχει ως αποτέλεσμα την παρασκευή πορτοκαλί ή κόκκινων χρωστικών, με μετατροπή του Γκαιτίτη σε Αιματίτη, μία τεχνική γνωστή από την αρχαιότητα, όπως περιγράφεται και από τον Θεόφραστο.

Λιθάργυρος,  Litharge, Μονοξείδιο του μολύβδου. Απόχρωση Ερυθρό, πορτοκαλέρυθρο, κίτρινο.

Κίτρινη Σανδαράχη, Orpiment – Φυσικό, Ορυκτό.

Υσίγγινο,  Hysginum . Σκούρο φυτικό χρώμα που λαμβάνεται από το φυτό ὕσγη.

Ἀρσενικόν, αρρενικόν, auripigmentum, orpiment, κίτρινη σανδαράχη, θειούχο αρσενικό, As2S3.

Λειμονίτης,  με αργιλικά ορυκτά συχνά χαρακτηρίζεται ως ώχρα. Ο όρος ξανθή (ώχρα ξανθή) που συναντάται στον Θεόφραστο (Περί Λίθων, 37), είναι πιθανόν να συμπίπτει με τον γενικό όρο Λειμονίτη.

Λιθάργυρος . Είναι το  μονοξείδιο του μολύβδου (Colour Index είναι Pigment Yellow 46)

Πράσινες Χρωστικές

Αππιανό, πράσινη γη,     terre vert, terra verde. Μείγμα  ορυκτών, με κυριότερα τον Σελαδονίτη και τον Γλαυκονίτη. Ο Βιτρούβιος (VII, 7) αναφέρει μία χρωστική την οποία αποκαλεί creta viridis (πράσινος πηλός) ή Theodoteion, που πιθανώς ταυτίζεται με την πράσινη γη. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, στο έργο του Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής αναφέρεται στο αππιανό, ως κάποια φτηνή απομίμηση του μαλαχίτη.

Ιός χαλκού, aerugo, verdigris, σκωρία χαλκού (βασικός οξικός χαλκός [(CuC2H3O2)2∙H2O]).

Χρυσόκολλα, chrysocolla. Πρόκειται για μαλαχίτη, βασικό ανθρακικό χαλκό [CuCO3∙Cu(OH)2].

Μαλαχίτης – Φυσικός, Ορυκτός.

Verdigris . Άλατα χαλκού του οξικού οξέος, δηλητηριώδες με απόχρωση από πράσινο έως γαλαζοπράσινο ανάλογα με τη χημική τους σύσταση.

Μπλε Χρωστικές

Αζουρίτης, Φυσικός

Κύανος, caeruleum. Γενικός όρος για την περιγραφή των μπλε χρωστικών, συμπεριλαμβάνει τον αζουρίτη, το lapis lazuli και το αιγυπτιακό μπλε.  Ο Θεόφραστος στο Περί Λίθων (31, 37, 39, 40, 51, 55) διακρίνει τον φυσικό από τον τεχνητό κύανο, και αναφέρει ότι υπάρχουν τρία είδη: ο αιγυπτιακός (ὁ Αἰγύπτιος), που ήταν τεχνητός (σκευαστὸς), ο κυπριακός (ὁ Κύπριος), που ήταν φυσικός και ο σκυθικός (Σκύθης), επίσης φυσικός.

Αιγυπτιακό μπλε – Τεχνητό, Κατασκευασμένο.

Indigo – Τεχνητό, Φυτό.

Αρμένιο. Χρωστική με πράσινο προς μπλε, πιστεύεται πως πρόκειται για ένα συνδυασμό αζουρίτη και μαλαχίτη, καθώς συχνά τα δύο ορυκτά απαντούν μαζί στη φύση.

Ινδικό, indico, indigo, λουλάκι. Βαφή φυτικής προέλευσης (indigofera tinctoriaL.)

 Ίσατις η βαφική, vitrum, woad, Isatis tinctoria. Βαφή που προέρχεται από φυτό που ευδοκιμεί στην Ευρώπη.

Κύανος, caeruleum. Γενικός όρος για την περιγραφή των μπλε χρωστικών, συμπεριλαμβάνει τον αζουρίτη, το lapis lazuli και το αιγυπτιακό μπλε.

Μωβ Ιώδεις Χρωστικές

Murex and whelks, Buccinum undatum.

Πορφύρα, purpurissum, tyrian purple. Προέρχεται από τον θαλάσσιο οργανισμό του γένους Muricidae, με χαρακτηριστική ένωση το 6,6’-διβρωμοϊνδικό.

Αιματίτης, συμπαγές, λεπτόκοκκο ορυκτό με κρυσταλλική δομή . Αποχρώσεις Μεταλλικό γκρι, θαμπό έως λαμπερό "κόκκινο της σκουριάς", , γκρι από χάλυβα έως μαύρο

Μαγγάνιο,  Πυρολουσίτης ή διοξείδιο του μαγγανίου

Το Orcein ( μωβ βρύα). Γνωστή βαφή στους αρχαίους Έλληνες, παρασκευαζόταν από μια μεσογειακή λειχήνα που ονομαζόταν archil ή βαφής ( Roccella tinctoria ), σε συνδυασμό με ένα αμμωνιακό , συνήθως ούρα.

The Black Pigments – Artificial, Plant. Μαύρες Χρωστικές

Φωτιστικό μαύρο

Vine μαύρο

Ivory bla

Αμπελίτις, ampelitis. Πρόκειται για μαύρη γαιώδη χρωστική.

Atramentum sutorium. Σημαίνει μια πολύ μαύρη, συνήθως υγρή, ουσία όπως πχ το μελάνι κεφαλόποδων. Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Πλίνιο για το μελαντηρίτη ή βιτριόλιον, δηλαδή τον ακάθαρτο θειικό σίδηρο. Μέλαν, atramentum. Μαύρες χρωστικές του άνθρακα. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο γραφίτης, το Lampblack (από άνθρακα που συλλέγεται από επικαθίσεις αιθάλης), το carbon black (από καύση ή πυρόλυση φυσικού αερίου ή λαδιού), άνθρακας από απανθράκωση φυτικών υλικών (όπως το τρύγινον, tryginum, ή vine-black, από στέμφυλα), ζωικός άνθρακας (Eλεφάντινον, Ivory black και Bone black)

 

ΥΓ. Η Καππαδοκία που αναφέρει ο Θεόφραστος στο «Περί Λίθων», πιθανόν δεν ταυτίζεται με την

σημερινή, αλλά μάλλον πρόκειται για τα μεταλλεία σιδήρου της Τοκάτης και Αμισού στον Πόντο.

 

 

 

Εναλλακτικός τίτλος  Chromatology of Theophrastus from Eressos: Analyses-identification and contribution to the works of cultural heritage  Συγγραφέας Διατριβή  του :  Κατσαρός, Θωμάς του Θεμιστοκλή

Ίδρυμα  Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών. Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών. Τομέας Αρχαιολογίας. Εργαστήριο Αρχαιομετρίας

https://freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=53283&lang=el#p=8

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CF%8C%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82

https://painterspalettes.net/1st-century-colour-palettes/

https://ikee.lib.auth.gr/record/287660/files/GRI-2017-18493.pdf




30.10.23

Tyrian purple

 


Ο Ιούλιος Πολυδεύκης,  (Julius Pollux), Έλληνας λόγιος και ρήτορας του 2ου αιώνα από τη Ναυκράτιδα (Naucratis) της Αρχαίας Αιγύπτου,στην Μυθολογία που περιγράφει στο Ονομαστικόν  (Pollux – Onomasticon I, 45) ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής ερωτεύτηκε μια νύμφη την Τυρώ. Κάποια μέρα που ο ήρωας περπατούσε στην παραλία με τον σκύλο του, τον είδε να δαγκώνει ένα θαλάσσιο σαλιγκάρι ( murex ). Από το αίμα του σαλιγκαριού βάφτηκε μωβ το ρύγχος του σκύλου. Η νύμφη μαγεύτηκε από αυτό το ξεχωριστό χρώμα και ζήτησε ένα φόρεμα σε αυτή την απόχρωση. Ο Ηρακλής συνέλεξε πορφύρες από την θάλασσα κι έβγαλε από αυτές την βαφή για να την προσφέρει δώρο στην νύμφη Τυρώ κι έτσι έγινε ο πρῶτος γενόμενος εὑρετὴς τῷ Τυρίῳ λόγῳ τῆς Φοινίσσης βαφῆς.

Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη αυτό το γεγονός συνέβη επτά γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο!

Αυτή η σκηνή απεικονίστηκε γύρω στο 1636 από τον Φλαμανδό ζωγράφο του 17ου αιώνα, Peter Paul Rubens, με την ελαιογραφία Hercules's Discovers Purple Dye, όπου δείχνει τον κυνηγό μυθολογικό ήρωα Ηρακλή να γονατίζει για να χαϊδέψει το κεφάλι ενός κυνηγόσκυλου που μασούσε ένα σαλιγκάρι. Αν και ο ζωγράφος δείχνει λανθασμένα ένα σπειροειδές κέλυφος ναυτίλου, αντί για ένα αγκαθωτό Murex.

 Ωστόσο και ο Όμηρος στα Έπη του αναφέρεται στην χρήση της Τυρικής Πορφύρας.

Στην Ιλιάδα (VIII 221: πορφυρέον φάρος= μωβ ρούχα) Ο Αγαμέμνων φοράει πορφυρό χιτώνα και ο χρυσός όπου είχαν τοποθετηθεί οι στάχτες του Έκτορα ήταν καλυμμένος με πορφυρό ύφασμα.

Η Ανδρομάχη και η Ελένη κεντούσαν μωβ υφάσματα ενώ κατά την Μυθολογία ο Δίας αναγνώρισε και έσωσε τον Περσέα χάρη στο πορφυρό ιμάτιό του.

Ο Θησέας είχε βουτήξει στη θάλασσα και ξαναβγήκε ντυμένος με πορφυρά ρούχα, για να αποδείξει τη θεϊκή του καταγωγή στον Μίνωα.

Κατά την Γεωμετρική και την Κλασική περίοδο συνέχισε να χρησιμοποιείται η Τυρική Πορφύρα, με έμφαση στη Ρωμαϊκή περίοδο, κατά την οποία οι απλοί άνθρωποι απαγορευόταν από το νόμο να ντύνονται με πορφυρά ενδύματα.

 

Άλλοι μύθοι απεικονίζουν τον βασιλιά Φοίνιξ, τον αδελφό της Ευρώπης και τον Κάδμο της Θήβας, ως ιδρυτή της πόλης της Τύρου, όπου κατασκευάζονταν τα καλύτερα πορφυρά υφάσματα.

Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί αναφέρονταν στην λέξη Φοινικικό για να υποδηλώσουν το βαθύ κόκκινο χρώμα. Οι Φοίνικες ήταν και οι κύριοι παραγωγοί και έμποροι των μωβ υφασμάτων την 1η χιλιετία π.Χ.

 

Ακόμη και η Αγία Γραφή καταγράφει τη μαεστρία των Φοινίκων στην μωβ βαφή: Όταν ο βασιλιάς Σολομών άρχισε να χτίζει τον ναό της Ιερουσαλήμ, ζήτησε από τον βασιλιά Χιράμ της Τύρου να του στείλει «έναν τεχνίτη ικανό να δουλεύει σε χρυσό, ασήμι, μπρούτζο και σίδηρο, και να επεξεργάζεται τα μωβ, βυσσινί και μπλε υφάσματα, όπως επίσης να είναι εκπαιδευμένος και στη χαρακτική» (Β' Χρονικών 2:7).

 
Το  Τύριαν μωβ είναι η πιο παλιά, η πιο ακριβή, η πιο διάσημη οργανική χρωστική ουσία!

Το όνομα προέρχεται από την πόλη της Τύρου (Λίβανος) από τα λατινικά  Tyrius , νησί-πόλη στο Λεβάντε, και από το εβραϊκό/φοινικικό  tzor , κυριολεκτικά «βράχος, βραχώδης τόπος».

Άλλες ονομασίες της χρωστικής ήταν Φοινικικό μωβ, βασιλικό μωβ ή αυτοκρατορικό μωβ.

Από γλωσσική άποψη, υποστηρίζεται ότι η λέξη μωβ προέρχεται απευθείας από το ελληνικό ρήμα «πορφύρω», που σημαίνει βράζω, γλωσσικός τύπος του ελληνικού ρήματος «φυρώ». Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται σε «κάτι που θα βράσει». Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τα υφάσματα για να βυθιστούν στην υγρή μωβ βαφή έπρεπε πρώτα να βράσουν σε υψηλές θερμοκρασίες για αρκετές ημέρες.

Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. το σαλιγκάρι  murex, που ήταν η πηγή της χρωστικής, απεικονιζόταν σε Φοινικικά νομίσματα.

Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι ήταν ένα ακριβό ‘’βαρύ’’ νόμισμα κι αυτό απεικονίζει την ισχυρή εμπορική και οικονομική αξία της βαφής.

Διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής από τα κοχύλια

και επεξεργασία της βαφής

 

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική Ιστορία του «Natural history» περιγράφει την διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής από τα όστρακα.

Γράφει: {{ η πιο ευνοική εποχή για να βγάλεις τα όστρακα είναι πριν από την Άνοιξη (μετά την ανατολή του Σείριου), γιατί έχουν αποβάλει την κηρώδη έκκρισή τους και δεν έχουν συνοχή οι χυμοί τους. Αν και κάτι τέτοιο είναι άγνωστο για τα εργαστήρια των βαφείων, είναι ένα γεγονός πρωταρχικής σημασίας. Αφού εξάγουν από τα όστρακα την φλέβα με την χρωστική, προσθέτουν αλάτι και τα βράζουν για τρεις ημέρες και όχι πιο πολύ ώστε να είναι φρέσκα για να υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στην βαφή. Κατόπιν τα μοιράζουν σε δοχεία από κασσίτερο (εκατό αμφορείς είναι πεντακόσιες λίβρες χυμού) και τα ξαναβράζουν σε μέτρια θερμότητα, ενώ στο κάθε δοχείο τοποθετείται μακριά χοάνη που επικοινωνεί με τον κλίβανο. Σε τακτά διαστήματα ξαφρίζεται ο υγρό ώστε να καθαρίσει και περίπου την δέκατη μέρα δοκιμάζεται η δύναμη της βαφής βυθίζοντας ένα κομμάτι δέρματος σε αυτό. Μέχρι να βρεθεί η απόχρωση του χρώματος που θα ικανοποιεί τις επιθυμίες των παρασκευαστών, το υγρό παραμένει σε βρασμό. }}

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος δήλωσε ότι η πιο επιθυμητή απόχρωση της χρωστικής,  ήταν αυτή που έδινε την εντύπωση του πηγμένου αίματος.

Ωστόσο η ακριβής διαδικασία επεξεργασίας και οι συνταγές των Φοινίκων δεν έγιναν ποτέ απόλυτα γνωστές καθώς επικρατούσε μια μεγάλη μυστικότητα γύρω από αυτές και δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να την περιγράφουν αναλυτικά.

Οι σύγχρονες πειραματικές εργασίες επάνω στην χρωστική ξεκλειδώνουν κατά μεγάλο μέρος το μυστικό των επεξεργαστών των Φοινίκων.

Η επιλογή των ειδών που θα έβγαζαν την χρωστική, εξαρτιόταν από την επιθυμητή απόχρωση της βαφής.

Τα θαλάσσια μαλάκια της οικογένειας Muricidae (Μουρικίδες) που χωρίζονται σε τρεις υποοικογένειες.

Τα murexes, τα Ocenebrinae και τα Rapaninae που βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες της υδρογείου, αλλά η πιο διάσημη βαφή προέρχεται από την Μεσόγειο.

Το είδος Hexaplex trunculus murex δίνει μπλε και μοβ αποχρώσεις ενώ το είδος bolinus brandaris, που αρχικά ονομαζόταν αρχικά ονομαζόμενο Murex brandaris, δίνει το βαθύ σκούρο κόκκινο ή πορφυρό.

Η διαδικασία ήταν αρκετά χρονοβόρα, εξαιρετικά δύσοσμη και  ξεκινούσε με την αλίευση των σαλιγκαριών που έπρεπε να διατηρηθούν ζωντανά , γιατί διαφορετικά θα χανόταν η πολύτιμη βλέννα που περιείχε ο αδένας και που από αυτήν γινόταν η εξαγωγή της χρωστικής.

Κάθε αδένας έδωσε μια μικρή ποσότητα βλεννογόνου, επομένως χρειάζονταν εκατοντάδες ή χιλιάδες σαλιγκάρια για να παραχθούν οι μεγάλες ποσότητες βαφής και μωβ υφάσματα που απαιτούνται από τη ζήτηση σε όλη τη Μεσόγειο. Χρειαζόταν 8000 γραμμάρια βλεννογόνου από τους αδένες των σαλιγκαριών  για να παραχθούν 500 γραμμάρια χρωστικής ουσίας

Πιθανότατα τοποθετούσαν τα σαλιγκάρια σε αγγεία που περιείχαν θαλασσινό νερό, αν και ο όγκος των σαλιγκαριών που έπρεπε να μαζευτεί και να διατηρηθούν ζωντανά μέχρι την στιγμή της επεξεργασίας, θα δικαιολογούσε τεράστιες δεξαμενές ψαριών στις ακτές.

Η επεξεργασία ξεκινούσε με την εξαγωγή του υποκλαδικού αδένα. Οι επεξεργαστές άνοιγαν μια τρύπα με αιχμηρό εργαλείο στην κορυφή του κελύφους ή θρυμμάτιζαν το κέλυφος σε πέτρινο γουδί.

Από κάθε σαλιγκάρι έβγαζαν τον αδένα και τον τοποθετούσαν σε αγγεία με αλμυρό νερό ή σε πέτρινους λάκκους ή σε δεξαμενές προκειμένου να ξεκινήσει η ζύμωση γιατί το μείγμα έπρεπε να αποθηκευτεί για αρκετές ημέρες ώστε να γίνει η χημική ζύμωση. Για να επιταχύνουν την διαδικασία ίσως θέρμαιναν τον μείγμα σε σταθερή θερμοκρασία των 45-50ο C και η ζύμωση γινόταν με την προσθήκη στάχτης.

Αρχικά έπαιρναν από αυτό το μείγμα ένα υποκίτρινο κρεμώδες υγρό που αποκτούσε το επιθυμητό εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα του όταν ερχόταν σε επαφή με τον αέρα και τον ήλιο, αποτέλεσμα ενός ειδικού ενζύμου που ονομάζεται «Porphyrase». Το τελικό προϊόν ήταν μια παχιά υγρή δύσοσμη βαφή.

Σύμφωνα με την ιστορικό Beatrice Caseau (professor of Byzantine history at Sorbonne University) , 10.000 οστρακοειδή του είδους Murex Brandaris θα παρήγαγαν 1 γραμμάριο χρωστικής ουσίας και αυτό θα αρκούσε μόνο για να βάψουν το στρίφωμα ενός ενδύματος σε βαθύ πορφυρό χρώμα (Bagnall, 5673), ενώ οι ίνες αρκετό διάστημα μετά την εμβάπτιση στην βαφή διατηρούσαν μια δυσάρεστη οσμή.

Αυτοί οι τεράστιοι αριθμοί οστράκων, υποστηρίζονται από τις ποσότητες πεταμένων κοχυλιών που βρέθηκαν στους τόπους επεξεργασίας της βαφής, όπως στην Σιδώνα στον σημερινό Λίβανο που βρέθηκε ένα βουνό ύψους 40 μέτρων από χρησιμοποιημένα όστρακα.

Η δύσοσμη διαδικασία εξηγεί γιατί το εργαστήριο της Σιδώνας βρισκόταν 14 χιλιόμετρα νότια της Βιβλικής πόλης στη Σαρεπτά, σημερνή Σαραφάντ.

 Για την προετοιμασία των υφασμάτων πριν βυθιστούν στις δεξαμενές της βαφής γνωρίζουμε πολύ λίγα αν και είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιούσαν κάποια ουσία όπως το μέλι ή την αμμωνία των ούρων. Κατόπιν τα πολυτελή υφάσματα βυθιζόταν στις δεξαμενές για αρκετές ώρες, ανάλογα με την απόχρωση ή την ένταση του χρώματος που οι επεξεργαστές επιθυμούσαν να πάρουν.

Το πορφυρό της Τύρου ήταν το διάσημο και έπαιρνε την σκουροκόκκινη απόχρωσή του χάρη στο διπλό βύθισμα στην δεξαμενή βαφής του υφάσματος.

Σε αντίθεση με άλλες βαφές υφασμάτων, που η ένταση του χρώματος εξασθενούσε γρήγορα, το πορφυρό της Τυρίας δεν το άγγιζαν ούτε οι καιρικές συνθήκες, ούτε και η φθορά του χρόνου. Είχε μια θαυματουργή ποιότητα σε υπερβολικά υψηλή τιμή που συχνά το βάρος της χρωστικής υπερέβαινε την τιμή των πολύτιμων μετάλλων και μόνο οι Φοίνικες (πολύ αργότερα και οι Καρχηδόνιοι)  μπορούσαν να πετύχουν αυτή την ποιότητα, να παράγουν το πιο πολύτιμο χρώμα από όλα, ένα πλούσιο βαθύ μωβ που φαινόταν κατακόκκινο όταν κρατούνταν στο φως.

Οι ανασκαφές στον Περσικό Κόλπο έδειξαν ότι υπήρχε βιομηχανία εξαγωγής της μωβ χρωστικής περίπου το 2000 π.Χ. ωστόσο από αρχαιολογικής απόψεως υποστηρίζεται ότι οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν το Tyrian Purple και μάλιστα  φημίζονταν για την εξαιρετική ποιότητα της βαφής.

Όλα αυτά τα στοιχεία για την δυσκολία εξαγωγής της βαφής, εξηγούν γιατί η πορφύρα άξιζε το βάρος της περισσότερο κι από χρυσάφι.

Σε ένα διάταγμα τιμής του 301 μ.Χ. από τη βασιλεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού , μαθαίνουμε ότι μια λίβρα πορφύρας κόστιζε 150.000 δηνάρια ή περίπου τρεις λίβρες χρυσού.

Μια λίβρα βαμμένου υφάσματος θα κόστιζε αρκετά πιο ακριβά από μια λίβρα χρυσού!

Ωστόσο ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση για το πορφυρό της Τυρίας (τεράστιες ποσότητες οστράκων έχουν ανασκαφεί στα περίχωρα της Σιδώνας και της Τύρου) οπότε αυτό το είδος κοχυλιών οδηγήθηκε σε εξαφάνιση κατά μήκος των ακτών της Φοινίκης.

Αλιευτήρια πορφύρας στην Μεσόγειο

Οι Φοίνικες είχαν ιδρύσει στις κτήσεις τους αλιευτήρια πορφύρας, στην Κω, στην Γυάρο, την Ρόδο, την Χίο και την Αμοργό. Η Αμοργός εκτός από την δική της παραγωγή έκανε και εισαγωγή πορφύρας από την Νίσυρο, προφανώς λόγω της καλύτερης ποιότητας του προιόντος.

Από την 3η χιλιετία π.Χ. η Νίσυρος ονομαζόταν Πορφυρίς, γιατί οι Φοίνικες που την κατοικούσαν ήταν ειδικοί στο ψάρεμα της πορφύρας, αυτό το είδος κοχυλιού που έδινε μια βαθιά κόκκινη χρωστική και λεγόντουσαν Πορφυρείς, δηλαδή ψαράδες της πορφύρας. Με αυτή την χρωστική έβαφαν τα πιο πολυτελή υφάσματα και τις πορφύρες των Βασιλιάδων.

Η Νίσυρος με την Κω ανέπτυξαν πολύ την αλιευτική βιομηχανία της πορφύρας, όπως και την βαφή πολυτελών υφασμάτων που γινόταν περιζήτητα ακριβώς γι αυτή την ανώτερη ποιότητα βαφής.

Ενδείξεις βρέθηκαν και στο νησί του Νότιου Αιγαίου στην Θήρα, χρονολογίας του 1800 π.Χ. καθώς οι ανασκαφές έφεραν στο φως σωρούς από κοχύλια και υπολείμματα λουτρών βαφής. Η ζωή στο νησί σταμάτησε απότομα λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης το 1650 – 1600 π.Χ., τότε σταματούν και οι ενδείξεις επεξεργασίας της βαφής στην Θήρα.

Στην Κνωσό η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τέσσερις πινακίδες Γραμμικής Β του 13ου αιώνα π.Χ. με κείμενα για τα υφάσματα της βασιλικής πορφύρας, ενώ μια τεράστια ποικιλία από θρυμματισμένα όστρακα Murex έχουν βρεθεί στους περισσότερους μινωικούς και αργότερα μυκηναϊκούς, παραθαλάσσιους οικισμούς. Στην περιοχή του Παλαιόκαστρου παρατηρήθηκαν όστρακα Murex αναμεμειγμένα με κεραμική που παρήχθη κατά τη Μεσομινωική και Υστερομινωική περίοδο γύρω στο 1600 π.Χ. .

Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η πινακίδα KN X976 της Κνωσού παραθέτει την αρσενική έκδοση του επιθέτου πο-που-ρε-τζο ( πορφυροί  μωβ, π.χ. chitons), ενώ το θηλυκό επίθετο po- pu-re-ja βρίσκεται σε άλλη πινακίδα (KN L474), που περιγράφει είδη υφασμάτων.

Τα στοιχεία για την βαφή πολλαπλασιάζονται από την Ομηρική εποχή και μετά.

 Ανασκαφικά ευρήματα που μαρτυρούν την ύπαρξη οστράκων βρέθηκαν και στο ανάκτορο της Ζάκρου, στο Κουφονήσι, στο Μακρυγιαλό, στον Μύρτο, στον Πύργο, στα Μάλια, στην Κνωσό, στην Τύλισο, στο όρος Γιούχτας, στον Κομμό, στα Χανιά, αλλά στις Κυκλάδες, στα Κύθηρα, στην Πελοπόννησο, στην Αργολίδα, την Αττική, την Αίγινα, την Κύπρο, την Τροία και στα Μικρασιατικά παράλια.

 Άλλα ευρήματα είναι λιγότερο συχνά, όπως δοχεία με υπολείμματα βαφής, μύλοι και επιφάνειες λείανσης με ίχνη σύνθλιψης και χρωματισμού του κελύφους, δοχεία για ζύμωση βαφής ή εμβάπτιση υφασμάτων.

Οι ακτές της Λακωνίας και της Κορίνθου που αποτελούσαν τα σημαντικότερα κέντρα συγκέντρωσης και παραγωγής της βαφής, χρησιμοποιούσαν νομίσματα με την εικόνα της Τυριακής πορφύρας.

Οι ακτές της Ανατολικής Εύβοιας ήταν επίσης κέντρα συγκέντρωσης και επεξεργασίας πορφύρας και παραγωγής βαφής. Στο λιμάνι της Ερμιόνης είχαν κατασκευαστεί πολυτελή πορφυρά υφάσματα που βρέθηκαν στον θησαυρό του Δαρείου που αργότερα έγινε ιδιοκτησία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες είχαν υιοθετήσει Ασσυριακές συνήθειες και ήταν από τους πρώτους που ανέδειξαν το μωβ σε σύμβολο της άρχουσας τάξης και των Μοναρχών και καθιέρωσαν την τελετουργική του χρήση.

Ο Μέγας Αλέξανδρος καθιέρωσε το μωβ ως βασιλικό έμβλημα απορρίπτοντας το απλό στυλ των Μακεδόνων και αποδεχόμενος τους Περσικούς κανόνες ένδυσης, με τα πλούσια διακοσμημένα υφάσματα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτά τα υφάσματα άξιζαν 5000 τάλαντα.

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε νομοθεσία για το δικαίωμα να ντύνεται κάποιος με την βασιλική πορφύρα και όσο υψηλότερος ήταν η κοινωνική και πολιτική θέση τόσο πιο βαθύ χρωματισμό είχε το ένδυμα. Αν και πολλοί Έλληνες χρησιμοποιούσαν μωβ υφάσματα για να δείξουν κύρος, κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, το μωβ συνδέθηκε με την τυραννία και την επιδεικτικότητα.

 

Τον Ιανουάριο του 2021 στην κοιλάδα Timna, όπου βρισκόταν τα αρχαία, περίφημα ορυχεία χαλκού του βασιλιά Σολομώντα, κοντά στο Eilat, σε μια έρημη κι άνυδρη περιοχή ανακοινώθηκε μια μοναδική ανακάλυψη. Είχαν βρεθεί τρία τρία υπολείμματα υφασμάτων που είχαν χρωματιστεί με την πιο πολύτιμη βαφή του κόσμου, την βασιλική πορφυρή βαφή «argaman», όπως περιγράφεται στην βίβλο και χρονολογήθηκαν γύρω στο 1.000 π.Χ. - την εποχή του βασιλιά Δαβίδ. Οι  αρχαιότερες υφαντικές ενδείξεις της βασιλικής πορφυρής βαφής που υπήρχαν μέχρι αυτή την σπουδαία ανακάλυψη, χρονολογούνταν τουλάχιστον 1.000 χρόνια αργότερα στη ρωμαϊκή περίοδο.

Η βαφή στα θραύσματα υφασμάτων αναλύθηκε στο Πανεπιστήμιο Bar-Ilan. Μέσω της Υγρής Χρωματογραφίας Υψηλής Πίεσης (HPLC), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χρωστική ουσία προερχόταν από τα σαλιγκάρια Murex.

Οι ξηρές κλιματολογικές συνθήκες στην Timna, βαθιά στην έρημο Arava, επέτρεψαν την ασυνήθιστα καλή διατήρηση αυτών των οργανικών υλικών.

Με επικεφαλής τον Erez Ben-Yosef του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, που έκανε ανασκαφές στην περιοχή από το 2013, τα τρία μωβ θραύσματα υφασμάτων, που βρέθηκαν συγκεκριμένα σε έναν σωρό απορριμμάτων στον Λόφο των Σκλάβων, προσφέρουν πρόσθετες αποδείξεις για την κατανόηση της ζωής, των νομαδικών ανθρώπων εκείνης της εποχής. Παρά το όνομα του Λόφου των Σκλάβων, οι εργάτες σε αυτήν την τοποθεσία δεν ήταν σκλάβοι, αλλά υψηλά καταρτισμένοι μεταλλουργοί

Στην Εβραϊκή Βίβλο και στον Κύλινδρο του Σεναχερίμπ του 690 π.Χ. αναφέρεται αρκετές φορές η πορφυρή βαφή argaman, όπως και η γαλάζια παραλλαγή της βαφής techelet, με το μωβ να συνδέεται με την βασιλεία και την ιεροσύνη.

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στην Timna, είπε ο Ben-Yosef, είναι ότι η «μεγάλη ιστορία» σχετίζεται με την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. «Μιλάμε για τον 11ο έως τον 9ο αιώνα π.Χ., και είναι μια πολύ συζητημένη περίοδος στην ιστορία της χώρας», η περίοδος που αποδίδεται στην άνοδο των βιβλικών βασιλείων του Ιούδα και του Ισραήλ.

Στην Ευρώπη, υπήρχαν σημαντικά εμπορικά κέντρα της Tyrian Purple στην Καλαβρία, τη Δαλματία, τη Σικελία και την Ίστρια.

Η Καρχηδόνα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κατασκευή της πορφύρας και συνέχισε να διαδίδει τη φήμη της στους Βυζαντινούς και Ρωμαϊκούς χρόνους,  ενώ και η αρχαία Φοινικική πόλη Kerkouane στη βορειοανατολική Τυνησία, που ήταν μαζί με την Καρχηδόνα μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Punic, ήταν ένα σημαντικό εργαστήριο παραγωγής και εξαγωγής της πορφύρας. Η πόλη Kerkouane, με ιστορία 400χρονών,  καταστράφηκε κατά τον πρώτο Πουνικό Πόλεμο ( περ.  250 π.Χ.) και δεν ξαναχτίστηκε από τους Ρωμαίους κι έτσι σταμάτησε η παραγωγή της βαφής.

Ωστόσο, παρ’  όλες τις πληροφορίες που έρχονται από τα ανασκαπτικά ευρήματα,  αναπάντητο παραμένει το ερώτημα σχετικά με την πραγματική γένεση και την έκταση της παραγωγής της πορφύρας.

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Gaius Suetonius Tranquillus, όταν ο βασιλιάς Πτολεμαίος της Μαυριτανίας επισκέφθηκε τον Αυτοκράτορα Καλιγούλα, έκανε το λάθος να φορέσει ένδυμα από πορφύρα. Ο Καλιγούλας ερμήνευσε ως «πράξη αυτοκρατορικής επιθετικότητας» την εμφάνιση του Πτολεμαίου και διέταξε την εκτέλεσή του.

Η χρήση της πορφύρας έγινε προνόμιο των ευγενών και των Αυτοκρατόρων κατά την Ρωμαϊκή εποχή, ενώ κορυφώθηκε στην Βυζαντινή εποχή όταν η ονομασία της βαφής έγινε βασιλικό ή αυτοκρατορικό χρώμα.

Κατά την διάρκεια αυτών των περιόδων, η παραγωγή και η κυκλοφορία της βαφής ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των αρχών.

Η πορφύρα στην ζωγραφική

Στο κατά Μάρκου ευαγγέλιο ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται ενδεδυμένος από τους βασανιστές του με πορφυρά ρούχα που αποδοκιμάζουν την ‘υποτιθέμενη’ ιδιότητά του ως βασιλιά των Εβραίων.

Έτσι συνηθιζόταν να απεικονίζεται ο Ιησούς και η Μαρία στις παλιές απεικονίσεις, με πορφυρά ενδύματα βασιλικής εξουσίας.

Στην τοιχογραφία της Καπέλα Σιξτίνα, The Last Judgment δημιουργία του Μιχαήλ Άγγελου, το μωβ ύφασμα που ντύνει το σώμα του Ιησού, μοιάζει να γλυστράει σε μια αέναη κίνηση και μοιάζει σαν μια κοσμική παγίδα που την ξεπερνά η Δεύτερη Παρουσία του Μεσσία. Είναι η εικόνα μιας εξαγνισμένης ανθρωπότητας που ξεφεύγει από τους κοσμικούς συμβιβασμούς.

Ο Ραφαήλ στην νωπογραφία,  Η Σχολή των Αθηνών ή Scuola di Αtene , που δημιούργησε στο Αποστολικό Παλάτι στο Βατικανό, φαντάζεται μια φιλοσοφική συνάντηση των αρχαίων Φιλοσόφων και ο κεντρικός άξονας είναι ο Λεονάρντο ντα Βίτσι στον ρόλο του Πλάτωνα ντυμένος με βαθιά κόκκινη πορφύρα, ενώ ο Μιχαήλ Άγγελος που απεικονίζει τον Ηράκλειτο φορά την μωβ απόχρωση της βαφής της πορφύρας.

Τα ενδύματα των δυο φιλοσόφων έχουν την σημασία της συντροφικότητάς τους.

Ο Πλάτωνας (που δείχνει προς τα πάνω) είχε φυσικά εμμονή με όλα τα ατελή ιδανικά, ενώ ο Ηράκλειτος ήταν απογοητευμένος από την εστίαση των ανθρώπων στην ματαιότητα των πραγμάτων.

Ο Francis Bacon Ιρλανδός Καλλιτέχνης γνωστός για τις ακατέργαστες, ανησυχητικές εικόνες του την δεκαετία του 1950 αποφάσισε να ζωγραφίσει μια σειρά έργων με τον τίτλο «οι Πάπες που ουρλιάζουν». Το πιο διάσημο από αυτά είναι η αναδιατύπωση του πορτρέτου του Πάπα Ιννοκέντιου Χ. του Diego Velázquez. Ο Bacon αλλάζει τον χρωματισμό στα άμφια του Πάπα κι από το βαθύ πορφυρό χρησιμοποιεί ένα παλλόμενο μωβ .

Η μελέτη του Bacon επάνω στο πορτρέτο του Πάπα του Velázquez μπορεί να θεωρηθεί ως η σιωπηλή κραυγή του μωβ σε μια αγωνιώδη λήθη – η αλλιώς η  τελευταία ανάσα ενός υπέροχα αποτρόπαιου χρώματος

Μόνο το αντικρουόμενο χρώμα του μωβ της πορφύρας, που είναι ταυτόχρονα τόσο μοναδικό όσο και ‘’αποκρουστικό’’  θα μπορούσε να περιπλέξει τις αντίθετες διαθέσεις σε μια ισορροπία αιώνιας έντασης.

Η παραγωγή της πορφύρας της Τυρίας σταμάτησε εντελώς το 1453 μ.Χ. με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και τελικά, το 1464, ο Πάπας Παύλος Β' διέταξε τους Καρδινάλιους να αλλάξουν τα χρώματα των αμφίων τους από Τυριακό μωβ σε κόκκινο.

Φυσικά όπως συμβαίνει πάντα μέσα στους αιώνες, για κάθε προϊόν πολυτελείας, υπήρχαν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις αν και ήταν λιγότερο αποτελεσματικές. Το μωβ μπορούσε να παραχθεί και από ορισμένα είδη λειχήνας, όπως το είδος Evernia prunastri που παράγουν αρκετά πλούσιες μωβ βαφές, όμως αυτή η βαφή ήταν επιρρεπής στο ξεθώριασμα και δεν είχαν τον πλούσιο και λαμπερό χρωματισμό του Τυριακού μωβ.

Μια ακόμα εναλλακτική ήταν να γίνει το πρώτο εμβάπτισμα του υφάσματος σε κόκκινη βαφή madder που είναι το Ριζάρι ή αλιζάρι κι είναι ένας αυτοφυής θάμνος που φύεται στη νότια Ευρώπη και την νοτιοδυτική Ασία και στην συνέχεια για πιο έντονη απόχρωση γινόταν δεύτερη εμβάπτιση του υφάσματος στο Isatis tinctoria , που ονομάζεται επίσης wood και είναι ένα ανθοφόρο φυτό με επιβεβαιωμένη χρήση από τα αρχαία χρόνια ως μπλε χρωστική.

19ος αιώνας Mauveine

To 1856 ο επίδοξος Βρετανός χημικός William Henry Perkin, ενώ προσπαθούσε να βρει μια θεραπεία για την ελονοσία, κατά λάθος ανακάλυψε ένα τεχνητό υπόλειμμα στα πειράματά του που θα μπορούσε να συναγωνιστεί την λάμψη του Τυριακού μωβ. Η ονομασία της τεχνιτής βαφής κατέληξε στο mauveine, γνωστό και ως μωβ ανιλίνης, που είναι ο λατινικός όρος για το λουλούδι μολόχας Malva που έχει μια παρόμοια μωβ απόχρωση.

Έτσι ξαφνικά αυτό που για χιλιάδες χρόνια ήταν η Ελίτ των βαφών και ήταν μόνο για τους λίγους, γίνεται ευρέως διαθέσιμο και απομυθοποιείται πλέον η χρήση του.

Συχνά λεγόταν ότι ένα παιδί που γεννιέται στην πορφύρα, είναι γεννημένο από εξέχοντες ή υψηλόβαθμους γονείς. Επίσης είναι συνηθισμένο να λέγεται στην Καθολική Εκκλησία πως όταν ένας επίσκοπος προάγεται σε μωβ, αυτό σημαίνει ότι προάγεται σε Καρδινάλιο.

Το 1953 η Βασίλισσα της Βρετανίας Ελισάβετ φορούσε στην στέψη της το Royal Robe of Estate που είναι ένα πολύτιμο ύφασμα σε μωβ βαφή πορφύρας.

Το συμπέρασμα είναι ότι η πορφύρα και οι αποχρώσεις της είναι από τα μακροβιότερα, ευρέως διαδεδομένα και αναγνωρίσιμα σύμβολα, καθώς εξακολουθεί να αποτελεί αναφορά στον πλούτο και στην ανώτερη τάξη από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας.

Η δομή της χρωστικής είναι παρόμοια με του indigo, με μοναδική διαφορά τα δυο άτομα βρωμίου που συνδέονται με τους εξαμελείς δακτυλίους.

Αν και το Tyrian Purple είναι πλέον ένα συνθετικό χρώμα, η παραγωγή και η διανομή του είναι ένα θέμα που συνεχίζει να μπερδεύει τόσο τους ερευνητές του παρελθόντος όσο και του παρόντος.

Είναι πραγματικά περίεργο πως αυτό το χρώμα που ξεκινά από μια δύσοσμη επεξεργασία, που έχει το χρώμα του θρομβωμένου αίματος έγινε το σύμβολο της ισχύος και της κυριαρχίας

 


Χημεία

Το Mauveine είναι ένα μείγμα τεσσάρων σχετικών αρωματικών ενώσεων που διαφέρουν ως προς τον αριθμό και την τοποθέτηση των μεθυλομάδων . Η οργανική του σύνθεση περιλαμβάνει τη διάλυση της ανιλίνης , της π -τολουιδίνης και της ο -τολουιδίνης σε θειικό οξύ και νερό σε αναλογία περίπου 1:1:2 και στη συνέχεια προσθήκη διχρωμικού καλίου

 

 

Πληροφορίες

Cooksey, C., Tyrian purple: the first four mijë years , Science Progress (2013), 96(2), 171 – 186.

https://www.bbc.com/culture/article/20180801-tyrian-purple-the-regal-colour-taken-from-mollusc-mucus

Αγγελική Μεργιανού «Λαογραφικές ομοιότητες Ελληνόφωνων Νοτίου Ιταλίας και Δωδεκανήσου» Πρακτικά Α΄ πολιτιστικού συμποσίου Δωδεκανήσου 1978, έκδοση Στέγης γραμμάτων και τεχνών Δωδεκανήσου

https://www.academia.edu/8517214/The_Tyrian_Purple_a_royal_dye

https://israeladvantagetours.com/ancient-cloth-with-bibles-purple-dye-found-in-israel-dated-to-king-davids-era/

 

Εικόνες

1-Οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Εποχής του Χαλκού στο Ακρωτήρι (σημερινή Σαντορίνη) αποκάλυψαν τοιχογραφίες που απεικονίζουν συλλέκτες κρόκου. Τμήματα των λουλουδιών του σαφράν βάφτηκαν σε μωβ Τυρίας.

2-Inge Boesken Kanold, Χωρίς τίτλο, 2011

Ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το μωβ Tyrian ως χρωστική ουσία για τα έργα τέχνης της είναι η Inge Boesken Kanold . Είναι αυθεντία στην παραγωγή της χρωστικής και στη βαφή υφασμάτων.

3-Πολλά δείγματα βαμμένου μεταξιού παράγονται από την Inge Boesken Kanold

4-Στο Hercules' Dog Discovers Purple Dye, ο Peter Paul Rubens δείχνει τον μυθολογικό ήρωα να χαϊδεύει ένα κυνηγόσκυλο που μυρίζει γύρω από το μαλάκιο murex (Προσφορά: Wikimedia)

5- βαμμένα υφάσματα με το αντίστοιχο θαλάσσιο σαλιγκάρι Bolinus brandaris Hexaplex trunculus Stramonita haemastoma (Thais haemastoma) Έκθεση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Βιέννη

Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...