Φανταστείτε την γη μας 26 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ένας
αστεροειδής ή ένας κομήτης πέφτει στην ατμόσφαιρα του πλανήτη και εκρήγνυται λίγο
προτού προσκρούσει στην επιφάνεια. Η έκρηξηπρώτα και μετά η πρόσκρουση στην γη,απελευθερώνει τόση θερμότητα που η άμμος και τα βράχια λιώνουν
δημιουργώντας το πρώτο γυαλί που εκτοξεύεται σαν βροχή σε μια τεράστια περιοχή.
Η ονομασία του είναι Τεκτίτης και θραύσματα έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές του
πλανήτη, σε διάφορες χρωματικές αποχρώσεις με πιο γνωστό τον «Λιβυκό χρυσό
Τεκτίτη» που αποτελείται από 98% «διοξείδιο του πυριτίου και ίχνη Ζιρκονίου. Σε
αυτά τα ίχνη Ζιρκονίου βρίσκεται η απόδειξη ότι το χρυσό Λιβυκό γυαλί είναι
δημιούργημα μετεωρίτη καθώς περιέχουν reidite , ένα ασυνήθιστο ορυκτό που σχηματίζεται μόνο κατά την
πρόσκρουση μετεωριτών επάνω στην γη.
Κατά την Πρώιμη Λίθινη Εποχή (7.000 έως 1700 π.Χ.) ο
άνθρωπος ανακάλυψε αυτό το σκληρό ορυκτό και κατασκεύασε αιχμές για τα τόξα του
από αυτό, ίσως το χρησιμοποίησε και για τελετουργικούς σκοπούς, αν και το
σίγουρο είναι πως το χρησιμοποίησε περισσότερο για την κατασκευή κοσμημάτων και
φυλαχτών. Τρανή απόδειξη για τον έμπειρό τρόπο που οι αρχαίοι προγονοί μας
σκάλιζαν περίτεχνα το Λιβυκό γυαλί είναι η κεντρική πέτρα του θωρακικού
κοσμήματος του Αιγύπτιου Φαραώ Τουταγχαμών, που βρέθηκε στον τάφο του. Για τους
Αιγύπτιους αυτό το χρυσό ορυκτό ήταν ένας πολύτιμος λίθος.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Στις 16 Ιουλίου 1945 στο σημερινό
πεδίο δοκιμών Χουάιτ Σαντς του Νέου Μεξικού γίνεται η πρώτη στην ανθρώπινη
ιστορία δοκιμή και πρώτη έκρηξη πυρηνικού όπλου, ως μέρος του προγράμματος
«Μανχάταν». Το όπλο της δοκιμής ήταν μια βόμβα πλουτωνίου, του ίδιου τύπου με
εκείνη που ρίχθηκε στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, και έφερε την ανεπίσημη ονομασία
«Γκάτζετ».
Η ισχυρή έκρηξη απελευθέρωσε ενέργεια περίπου 22 χιλιάδων
τόνων ΤΝΤ και έλιωσε την άμμο της ερήμου. Έτσι κατά λάθος σχηματίστηκε το «
Trinitite », ένα είδος γυαλιού παρόμοιο με αυτό που δημιουργήθηκε από την
πρόσκρουση των μετεωριτών. Ονομάστηκε Τρινίτης από την κωδική ονομασία που είχε
αυτή η πρώτη πυρηνική δοκιμή και που το όνομά της δόθηκε από τον Ρόμπερτ
Οπενχάιμερ, τον τότε διευθυντή του Εργαστηρίου του Λος Άλαμος, και ήταν
εμπνευσμένη από ποίημα του Άγγλου ποιητή και λογίου Τζων Ντον. Τώρα τι σχέση
μπορεί να έχει ένας στίχος με ένα φονικό όπλο , μόνο εκείνος που το εμπνεύστηκε
θα μπορούσε να το εξηγήσει.
Σήμερα κομμάτια Λιβυκού γυαλιού και Τρινίτη πωλούνται για
κοσμήματα και οι συλλέκτες θεωρούν πως τα χρυσά κομμάτια του Λιβυκού που έχουν
περισσότερες τρύπες και χρυσαφένια καθαρότητα είναι τα πιο σπάνια και ακριβά.
"Libyan Desert Glass" . mindat.org .
B. Kleinmann (1968): Η διάσπαση του ζιρκονίου που
παρατηρήθηκε στο γυαλί της ερήμου της Λιβύης ως απόδειξη της προέλευσης της
πρόσκρουσής του. Earth and Planetary Science Letters 5, 497-501.
Ο Ιούλιος Πολυδεύκης, (Julius Pollux), Έλληνας λόγιος και ρήτορας του 2ου αιώνα από τη Ναυκράτιδα (Naucratis) της Αρχαίας Αιγύπτου,στην Μυθολογία που περιγράφει στο Ονομαστικόν (Pollux – Onomasticon I, 45) ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής ερωτεύτηκε μια νύμφη την Τυρώ. Κάποια μέρα που ο ήρωας περπατούσε στην παραλία με τον σκύλο του, τον είδε να δαγκώνει ένα θαλάσσιο σαλιγκάρι ( murex ). Από το αίμα του σαλιγκαριού βάφτηκε μωβ το ρύγχος του σκύλου. Η νύμφη μαγεύτηκε από αυτό το ξεχωριστό χρώμα και ζήτησε ένα φόρεμα σε αυτή την απόχρωση. Ο Ηρακλής συνέλεξε πορφύρες από την θάλασσα κι έβγαλε από αυτές την βαφή για να την προσφέρει δώρο στην νύμφη Τυρώ κι έτσι έγινε ο πρῶτος γενόμενος εὑρετὴς τῷ Τυρίῳ λόγῳ τῆς Φοινίσσης βαφῆς.
Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη αυτό το γεγονός συνέβη επτά γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο!
Αυτή η σκηνή απεικονίστηκε γύρω στο 1636 από τον Φλαμανδό ζωγράφο του 17ου αιώνα, Peter Paul Rubens, με την ελαιογραφία Hercules's Discovers Purple Dye, όπου δείχνει τον κυνηγό μυθολογικό ήρωα Ηρακλή να γονατίζει για να χαϊδέψει το κεφάλι ενός κυνηγόσκυλου που μασούσε ένα σαλιγκάρι. Αν και ο ζωγράφος δείχνει λανθασμένα ένα σπειροειδές κέλυφος ναυτίλου, αντί για ένα αγκαθωτό Murex.
Ωστόσο και ο Όμηρος στα Έπη του αναφέρεται στην χρήση της Τυρικής Πορφύρας.
Στην Ιλιάδα (VIII 221: πορφυρέον φάρος= μωβ ρούχα) Ο Αγαμέμνων φοράει πορφυρό χιτώνα και ο χρυσός όπου είχαν τοποθετηθεί οι στάχτες του Έκτορα ήταν καλυμμένος με πορφυρό ύφασμα.
Η Ανδρομάχη και η Ελένη κεντούσαν μωβ υφάσματα ενώ κατά την Μυθολογία ο Δίας αναγνώρισε και έσωσε τον Περσέα χάρη στο πορφυρό ιμάτιό του.
Ο Θησέας είχε βουτήξει στη θάλασσα και ξαναβγήκε ντυμένος με πορφυρά ρούχα, για να αποδείξει τη θεϊκή του καταγωγή στον Μίνωα.
Κατά την Γεωμετρική και την Κλασική περίοδο συνέχισε να χρησιμοποιείται η Τυρική Πορφύρα, με έμφαση στη Ρωμαϊκή περίοδο, κατά την οποία οι απλοί άνθρωποι απαγορευόταν από το νόμο να ντύνονται με πορφυρά ενδύματα.
Άλλοι μύθοι απεικονίζουν τον βασιλιά Φοίνιξ, τον αδελφό της Ευρώπης και τον Κάδμο της Θήβας, ως ιδρυτή της πόλης της Τύρου, όπου κατασκευάζονταν τα καλύτερα πορφυρά υφάσματα.
Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί αναφέρονταν στην λέξη Φοινικικό για να υποδηλώσουν το βαθύ κόκκινο χρώμα. Οι Φοίνικες ήταν και οι κύριοι παραγωγοί και έμποροι των μωβ υφασμάτων την 1η χιλιετία π.Χ.
Ακόμη και η Αγία Γραφή καταγράφει τη μαεστρία των Φοινίκων στην μωβ βαφή: Όταν ο βασιλιάς Σολομών άρχισε να χτίζει τον ναό της Ιερουσαλήμ, ζήτησε από τον βασιλιά Χιράμ της Τύρου να του στείλει «έναν τεχνίτη ικανό να δουλεύει σε χρυσό, ασήμι, μπρούτζο και σίδηρο, και να επεξεργάζεται τα μωβ, βυσσινί και μπλε υφάσματα, όπως επίσης να είναι εκπαιδευμένος και στη χαρακτική» (Β' Χρονικών 2:7).
Το Τύριαν μωβ είναι η πιο παλιά, η πιο ακριβή, η πιο διάσημη οργανική χρωστική ουσία!
Το όνομα προέρχεται από την πόλη της Τύρου (Λίβανος) από τα λατινικά Tyrius , νησί-πόλη στο Λεβάντε, και από το εβραϊκό/φοινικικό tzor , κυριολεκτικά «βράχος, βραχώδης τόπος».
Άλλες ονομασίες της χρωστικής ήταν Φοινικικό μωβ, βασιλικό μωβ ή αυτοκρατορικό μωβ.
Από γλωσσική άποψη, υποστηρίζεται ότι η λέξη μωβ προέρχεται απευθείας από το ελληνικό ρήμα «πορφύρω», που σημαίνει βράζω, γλωσσικός τύπος του ελληνικού ρήματος «φυρώ».
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται σε «κάτι που θα βράσει». Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τα υφάσματα για να βυθιστούν στην υγρή μωβ βαφή έπρεπε πρώτα να βράσουν σε υψηλές θερμοκρασίες για αρκετές ημέρες.
Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. το σαλιγκάρι murex, που ήταν η πηγή της χρωστικής, απεικονιζόταν σε Φοινικικά νομίσματα.
Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι ήταν ένα ακριβό ‘’βαρύ’’ νόμισμα κι αυτό απεικονίζει την ισχυρή εμπορική και οικονομική αξία της βαφής.
Διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής από τα κοχύλια και επεξεργασία της βαφής
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική Ιστορία του «Natural history» περιγράφει την διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής από τα όστρακα.
Γράφει: {{ η πιο ευνοϊκή εποχή για να βγάλεις τα όστρακα είναι πριν από την Άνοιξη (μετά την ανατολή του Σείριου), γιατί έχουν αποβάλει την κηρώδη έκκρισή τους και δεν έχουν συνοχή οι χυμοί τους. Αν και κάτι τέτοιο είναι άγνωστο για τα εργαστήρια των βαφείων, είναι ένα γεγονός πρωταρχικής σημασίας. Αφού εξάγουν από τα όστρακα την φλέβα με την χρωστική, προσθέτουν αλάτι και τα βράζουν για τρεις ημέρες και όχι πιο πολύ ώστε να είναι φρέσκα για να υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στην βαφή. Κατόπιν τα μοιράζουν σε δοχεία από κασσίτερο (εκατό αμφορείς είναι πεντακόσιες λίβρες χυμού) και τα ξαναβράζουν σε μέτρια θερμότητα, ενώ στο κάθε δοχείο τοποθετείται μακριά χοάνη που επικοινωνεί με τον κλίβανο. Σε τακτά διαστήματα ξαφρίζεται ο υγρό ώστε να καθαρίσει και περίπου την δέκατη μέρα δοκιμάζεται η δύναμη της βαφής βυθίζοντας ένα κομμάτι δέρματος σε αυτό. Μέχρι να βρεθεί η απόχρωση του χρώματος που θα ικανοποιεί τις επιθυμίες των παρασκευαστών, το υγρό παραμένει σε βρασμό. }}
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος δήλωσε ότι η πιο επιθυμητή απόχρωση της χρωστικής, ήταν αυτή που έδινε την εντύπωση του πηγμένου αίματος.
Ωστόσο η ακριβής διαδικασία επεξεργασίας και οι συνταγές των Φοινίκων δεν έγιναν ποτέ απόλυτα γνωστές καθώς επικρατούσε μια μεγάλη μυστικότητα γύρω από αυτές και δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να την περιγράφουν αναλυτικά.
Οι σύγχρονες πειραματικές εργασίες επάνω στην χρωστική ξεκλειδώνουν κατά μεγάλο μέρος το μυστικό των επεξεργαστών των Φοινίκων.
Η επιλογή των ειδών που θα έβγαζαν την χρωστική, εξαρτιόταν από την επιθυμητή απόχρωση της βαφής.
Τα θαλάσσια μαλάκια της οικογένειας Muricidae (Μουρικίδες) που χωρίζονται σε τρεις υποοικογένειες.
Τα murexes, τα Ocenebrinae και τα Rapaninae που βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες της υδρογείου, αλλά η πιο διάσημη βαφή προέρχεται από την Μεσόγειο.
Το είδος Hexaplex trunculus murex δίνει μπλε και μοβ αποχρώσεις ενώ το είδος bolinus brandaris, που αρχικά ονομαζόταν αρχικά ονομαζόμενο Murex brandaris, δίνει το βαθύ σκούρο κόκκινο ή πορφυρό.
Η διαδικασία ήταν αρκετά χρονοβόρα, εξαιρετικά δύσοσμη και ξεκινούσε με την αλίευση των σαλιγκαριών που έπρεπε να διατηρηθούν ζωντανά , γιατί διαφορετικά θα χανόταν η πολύτιμη
βλέννα που περιείχε ο αδένας και που από αυτήν γινόταν η εξαγωγή της χρωστικής.
Κάθε αδένας έδωσε μια μικρή ποσότητα βλεννογόνου, επομένως χρειάζονταν εκατοντάδες ή χιλιάδες σαλιγκάρια για να παραχθούν οι μεγάλες ποσότητες βαφής και μωβ υφάσματα που απαιτούνται από τη ζήτηση σε όλη τη Μεσόγειο. Χρειαζόταν 8000 γραμμάρια βλεννογόνου από τους αδένες των σαλιγκαριών για να παραχθούν 500 γραμμάρια χρωστικής ουσίας
Πιθανότατα τοποθετούσαν τα σαλιγκάρια σε αγγεία που περιείχαν θαλασσινό νερό, αν και ο όγκος των σαλιγκαριών που έπρεπε να μαζευτεί και να διατηρηθούν ζωντανά μέχρι την στιγμή της επεξεργασίας, θα δικαιολογούσε τεράστιες δεξαμενές ψαριών στις ακτές.
Η επεξεργασία ξεκινούσε με την εξαγωγή του υποκλαδικού αδένα. Οι επεξεργαστές άνοιγαν μια τρύπα με αιχμηρό εργαλείο στην κορυφή του κελύφους ή θρυμμάτιζαν το κέλυφος σε πέτρινο γουδί.
Από κάθε σαλιγκάρι έβγαζαν τον αδένα και τον τοποθετούσαν σε αγγεία με αλμυρό νερό ή σε πέτρινους λάκκους ή σε δεξαμενές προκειμένου να ξεκινήσει η ζύμωση γιατί το μείγμα έπρεπε να αποθηκευτεί για αρκετές ημέρες ώστε να γίνει η χημική ζύμωση. Για να επιταχύνουν την διαδικασία ίσως θέρμαιναν τον μείγμα σε σταθερή θερμοκρασία των 45-50ο C και η ζύμωση γινόταν με την προσθήκη στάχτης.
Αρχικά έπαιρναν από αυτό το μείγμα ένα υποκίτρινο κρεμώδες υγρό που αποκτούσε το επιθυμητό εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα του όταν ερχόταν σε επαφή με τον αέρα και τον ήλιο, αποτέλεσμα ενός ειδικού ενζύμου που ονομάζεται «Porphyrase». Το τελικό προϊόν ήταν μια παχιά υγρή δύσοσμη βαφή.
Σύμφωνα με την ιστορικό Beatrice Caseau (professor of Byzantine history at Sorbonne University) , 10.000 οστρακοειδή του είδους Murex Brandaris θα παρήγαγαν 1 γραμμάριο χρωστικής ουσίας και αυτό θα αρκούσε μόνο για να βάψουν το στρίφωμα ενός ενδύματος σε βαθύ πορφυρό χρώμα (Bagnall, 5673), ενώ οι ίνες αρκετό διάστημα μετά την εμβάπτιση στην βαφή διατηρούσαν μια δυσάρεστη οσμή.
Αυτοί οι τεράστιοι αριθμοί οστράκων, υποστηρίζονται από τις ποσότητες πεταμένων κοχυλιών που βρέθηκαν στους τόπους επεξεργασίας της βαφής, όπως στην Σιδώνα στον σημερινό Λίβανο που βρέθηκε ένα βουνό ύψους 40 μέτρων από χρησιμοποιημένα όστρακα.
Η δύσοσμη διαδικασία εξηγεί γιατί το εργαστήριο της Σιδώνας βρισκόταν 14 χιλιόμετρα νότια της Βιβλικής πόλης στη Σαρεπτά, σημερνή Σαραφάντ.
Για την προετοιμασία των υφασμάτων πριν βυθιστούν στις δεξαμενές της βαφής γνωρίζουμε πολύ λίγα αν και είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιούσαν κάποια ουσία όπως το μέλι ή την αμμωνία των ούρων. Κατόπιν τα πολυτελή υφάσματα βυθιζόταν στις δεξαμενές για αρκετές ώρες, ανάλογα με την απόχρωση ή την ένταση του χρώματος που οι επεξεργαστές επιθυμούσαν να πάρουν.
Το πορφυρό της Τύρου ήταν το διάσημο και έπαιρνε την σκουροκόκκινη απόχρωσή του χάρη στο διπλό βύθισμα στην δεξαμενή βαφής του υφάσματος.
Σε αντίθεση με άλλες βαφές υφασμάτων, που η ένταση του χρώματος εξασθενούσε γρήγορα, το πορφυρό της Τυρίας δεν το άγγιζαν ούτε οι καιρικές συνθήκες, ούτε και η φθορά του χρόνου. Είχε μια θαυματουργή ποιότητα σε υπερβολικά υψηλή τιμή που συχνά το βάρος της χρωστικής υπερέβαινε την τιμή των πολύτιμων μετάλλων και μόνο οι Φοίνικες (πολύ αργότερα και οι Καρχηδόνιοι) μπορούσαν να πετύχουν αυτή την ποιότητα, να παράγουν το πιο πολύτιμο χρώμα από όλα, ένα πλούσιο βαθύ μωβ που φαινόταν κατακόκκινο όταν κρατούνταν στο φως.
Οι ανασκαφές στον Περσικό Κόλπο έδειξαν ότι υπήρχε βιομηχανία εξαγωγής της μωβ χρωστικής περίπου το 2000 π.Χ. ωστόσο από αρχαιολογικής απόψεως υποστηρίζεται ότι οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν το Tyrian Purple και μάλιστα φημίζονταν για την εξαιρετική ποιότητα της βαφής.
Όλα αυτά τα στοιχεία για την δυσκολία εξαγωγής της βαφής, εξηγούν γιατί η πορφύρα άξιζε το βάρος της περισσότερο κι από χρυσάφι.
Σε ένα διάταγμα τιμής του 301 μ.Χ. από τη βασιλεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού , μαθαίνουμε ότι μια λίβρα πορφύρας κόστιζε 150.000 δηνάρια ή περίπου τρεις λίβρες χρυσού.
Μια λίβρα βαμμένου υφάσματος θα κόστιζε αρκετά πιο ακριβά από μια λίβρα χρυσού!
Ωστόσο ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση για το πορφυρό της Τυρίας (τεράστιες ποσότητες οστράκων έχουν ανασκαφεί στα περίχωρα της Σιδώνας και της Τύρου) οπότε αυτό το είδος κοχυλιών οδηγήθηκε σε εξαφάνιση κατά μήκος των ακτών της Φοινίκης.
Αλιευτήρια πορφύρας στην Μεσόγειο
Οι Φοίνικες είχαν ιδρύσει στις κτήσεις τους αλιευτήρια πορφύρας, στην Κω, στην Γυάρο, την Ρόδο, την Χίο και την Αμοργό. Η Αμοργός εκτός από την δική της παραγωγή έκανε και εισαγωγή πορφύρας από την Νίσυρο, προφανώς λόγω της καλύτερης ποιότητας του προιόντος.
Από την 3η χιλιετία π.Χ. η Νίσυρος ονομαζόταν Πορφυρίς, γιατί οι Φοίνικες που την κατοικούσαν ήταν ειδικοί στο ψάρεμα της πορφύρας, αυτό το είδος κοχυλιού που έδινε μια βαθιά κόκκινη χρωστική και λεγόντουσαν Πορφυρείς, δηλαδή ψαράδες της πορφύρας. Με αυτή την χρωστική έβαφαν τα πιο πολυτελή υφάσματα και τις πορφύρες των Βασιλιάδων.
Η Νίσυρος με την Κω ανέπτυξαν πολύ την αλιευτική βιομηχανία της πορφύρας, όπως και την βαφή πολυτελών υφασμάτων που γινόταν περιζήτητα ακριβώς γι αυτή την ανώτερη ποιότητα βαφής.
Ενδείξεις βρέθηκαν και στο νησί του Νότιου Αιγαίου στην Θήρα, χρονολογίας του 1800 π.Χ. καθώς οι ανασκαφές έφεραν στο φως σωρούς από κοχύλια και υπολείμματα λουτρών βαφής. Η ζωή στο νησί σταμάτησε απότομα λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης το 1650 – 1600 π.Χ., τότε σταματούν και οι ενδείξεις επεξεργασίας της βαφής στην Θήρα.
Στην Κνωσό η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τέσσερις πινακίδες Γραμμικής Β του 13ου αιώνα π.Χ. με κείμενα για τα υφάσματα της βασιλικής πορφύρας, ενώ μια τεράστια ποικιλία από θρυμματισμένα όστρακα Murex έχουν βρεθεί στους περισσότερους μινωικούς και αργότερα μυκηναϊκούς, παραθαλάσσιους οικισμούς. Στην περιοχή του Παλαιόκαστρου παρατηρήθηκαν όστρακα Murex αναμεμειγμένα με κεραμική που παρήχθη κατά τη Μεσομινωική και ΥστερομινωΪκή περίοδο γύρω στο 1600 π.Χ. .
Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η πινακίδα KN X976 της Κνωσού παραθέτει την αρσενική έκδοση του επιθέτου πο-που-ρε-τζο ( πορφυροί μωβ, π.χ. chitons), ενώ το θηλυκό επίθετο po- pu-re-ja βρίσκεται σε άλλη πινακίδα (KN L474), που περιγράφει είδη υφασμάτων.
Τα στοιχεία για την βαφή πολλαπλασιάζονται από την Ομηρική εποχή και μετά.
Ανασκαφικά ευρήματα που μαρτυρούν την ύπαρξη οστράκων βρέθηκαν και στο ανάκτορο της Ζάκρου, στο Κουφονήσι, στο Μακρυγιαλό, στον Μύρτο, στον Πύργο, στα Μάλια, στην Κνωσό, στην Τύλισο, στο όρος Γιούχτας, στον Κομμό, στα Χανιά, αλλά στις Κυκλάδες, στα Κύθηρα, στην Πελοπόννησο, στην Αργολίδα, την Αττική, την Αίγινα, την Κύπρο, την Τροία και στα Μικρασιατικά παράλια.
Άλλα ευρήματα είναι λιγότερο συχνά, όπως δοχεία με υπολείμματα βαφής, μύλοι και επιφάνειες λείανσης με ίχνη σύνθλιψης και χρωματισμού του κελύφους, δοχεία για ζύμωση βαφής ή εμβάπτιση υφασμάτων.
Οι ακτές της Λακωνίας και της Κορίνθου που αποτελούσαν τα σημαντικότερα κέντρα συγκέντρωσης και παραγωγής της βαφής, χρησιμοποιούσαν νομίσματα με την εικόνα της Τυριακής πορφύρας.
Οι ακτές της Ανατολικής Εύβοιας ήταν επίσης κέντρα συγκέντρωσης και επεξεργασίας πορφύρας και παραγωγής βαφής. Στο λιμάνι της Ερμιόνης είχαν κατασκευαστεί πολυτελή πορφυρά υφάσματα που βρέθηκαν στον θησαυρό του Δαρείου που αργότερα έγινε ιδιοκτησία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες είχαν υιοθετήσει Ασσυριακές συνήθειες και ήταν από τους πρώτους που ανέδειξαν το μωβ σε σύμβολο της άρχουσας τάξης και των Μοναρχών και καθιέρωσαν την τελετουργική του χρήση.
Ο Μέγας Αλέξανδρος καθιέρωσε το μωβ ως βασιλικό έμβλημα απορρίπτοντας το απλό στυλ των Μακεδόνων και αποδεχόμενος τους Περσικούς κανόνες ένδυσης, με τα πλούσια διακοσμημένα υφάσματα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτά τα υφάσματα άξιζαν 5000 τάλαντα.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε νομοθεσία για το δικαίωμα να ντύνεται κάποιος με την βασιλική πορφύρα και όσο υψηλότερος ήταν η κοινωνική και πολιτική θέση τόσο πιο βαθύ χρωματισμό είχε το ένδυμα. Αν και πολλοί Έλληνες χρησιμοποιούσαν μωβ υφάσματα για να δείξουν κύρος, κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, το μωβ συνδέθηκε με την τυραννία και την επιδεικτικότητα.
Τον Ιανουάριο του 2021 στην κοιλάδα Timna, όπου βρισκόταν τα αρχαία, περίφημα ορυχεία χαλκού του βασιλιά Σολομώντα, κοντά στο Eilat, σε μια έρημη κι άνυδρη περιοχή ανακοινώθηκε μια μοναδική ανακάλυψη. Είχαν βρεθεί τρία τρία υπολείμματα υφασμάτων που είχαν χρωματιστεί με την πιο πολύτιμη βαφή του κόσμου, την βασιλική πορφυρή βαφή «argaman», όπως περιγράφεται στην βίβλο και χρονολογήθηκαν γύρω στο 1.000 π.Χ. - την εποχή του βασιλιά Δαβίδ. Οι αρχαιότερες υφαντικές ενδείξεις της βασιλικής πορφυρής βαφής που υπήρχαν μέχρι αυτή την σπουδαία ανακάλυψη, χρονολογούνταν τουλάχιστον 1.000 χρόνια αργότερα στη ρωμαϊκή περίοδο.
Η βαφή στα θραύσματα υφασμάτων αναλύθηκε στο Πανεπιστήμιο Bar-Ilan. Μέσω της Υγρής Χρωματογραφίας Υψηλής Πίεσης (HPLC), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χρωστική ουσία προερχόταν από τα σαλιγκάρια Murex.
Οι ξηρές κλιματολογικές συνθήκες στην Timna, βαθιά στην έρημο Arava, επέτρεψαν την ασυνήθιστα καλή διατήρηση αυτών των οργανικών υλικών.
Με επικεφαλής τον Erez Ben-Yosef του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, που έκανε ανασκαφές στην περιοχή από το 2013, τα τρία μωβ θραύσματα υφασμάτων, που βρέθηκαν συγκεκριμένα σε έναν σωρό απορριμμάτων στον Λόφο των Σκλάβων, προσφέρουν πρόσθετες αποδείξεις για την
κατανόηση της ζωής, των νομαδικών ανθρώπων εκείνης της εποχής. Παρά το όνομα του Λόφου των Σκλάβων, οι εργάτες σε αυτήν την τοποθεσία δεν ήταν σκλάβοι, αλλά υψηλά καταρτισμένοι μεταλλουργοί.
Στην Εβραϊκή Βίβλο και στον Κύλινδρο του Σεναχερίμπ του 690 π.Χ. αναφέρεται αρκετές φορές η πορφυρή βαφή argaman, όπως και η γαλάζια παραλλαγή της βαφής techelet, με το μωβ να συνδέεται με την βασιλεία και την ιεροσύνη.
Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στην Timna, είπε ο Ben-Yosef, είναι ότι η «μεγάλη ιστορία» σχετίζεται με την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. «Μιλάμε για τον 11ο έως τον 9ο αιώνα π.Χ., και είναι μια πολύ συζητημένη περίοδος στην ιστορία της χώρας», η περίοδος που αποδίδεται στην άνοδο των βιβλικών βασιλείων του Ιούδα και του Ισραήλ.
Στην Ευρώπη, υπήρχαν σημαντικά εμπορικά κέντρα της Tyrian Purple στην Καλαβρία, τη Δαλματία, τη Σικελία και την Ίστρια.
Η Καρχηδόνα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κατασκευή της πορφύρας και συνέχισε να διαδίδει τη φήμη της στους Βυζαντινούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ και η αρχαία Φοινικική πόλη Kerkouane στη βορειοανατολική Τυνησία, που ήταν μαζί με την Καρχηδόνα μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Punic, ήταν ένα σημαντικό εργαστήριο παραγωγής και εξαγωγής της πορφύρας. Η πόλη Kerkouane, με ιστορία 400χρονών, καταστράφηκε κατά τον πρώτο Πουνικό Πόλεμο ( περ. 250 π.Χ.) και δεν ξαναχτίστηκε από τους Ρωμαίους κι έτσι σταμάτησε η παραγωγή της βαφής.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις πληροφορίες που έρχονται από τα ανασκαπτικά ευρήματα, αναπάντητο παραμένει το ερώτημα σχετικά με την πραγματική γένεση και την έκταση της παραγωγής της πορφύρας.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Gaius Suetonius Tranquillus, όταν ο βασιλιάς Πτολεμαίος της Μαυριτανίας επισκέφθηκε τον Αυτοκράτορα Καλιγούλα, έκανε το λάθος να φορέσει ένδυμα από πορφύρα. Ο Καλιγούλας ερμήνευσε ως «πράξη αυτοκρατορικής επιθετικότητας» την εμφάνιση του Πτολεμαίου και διέταξε την εκτέλεσή του.
Η χρήση της πορφύρας έγινε προνόμιο των ευγενών και των Αυτοκρατόρων κατά την Ρωμαϊκή εποχή, ενώ κορυφώθηκε στην Βυζαντινή εποχή όταν η ονομασία της βαφής έγινε βασιλικό ή αυτοκρατορικό χρώμα.
Κατά την διάρκεια αυτών των περιόδων, η παραγωγή και η κυκλοφορία της βαφής ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των αρχών.
Ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το μωβ Tyrian ως χρωστική ουσία για τα έργα τέχνης της είναι η Inge Boesken Kanold . Είναι αυθεντία στην παραγωγή της χρωστικής και στη βαφή υφασμάτων.
Η πορφύρα στην ζωγραφική
Στο κατά Μάρκου ευαγγέλιο ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται ενδεδυμένος από τους βασανιστές του με πορφυρά ρούχα που αποδοκιμάζουν την ‘υποτιθέμενη’ ιδιότητά του ως βασιλιά των Εβραίων.
Έτσι συνηθιζόταν να απεικονίζεται ο Ιησούς και η Μαρία στις παλιές απεικονίσεις, με πορφυρά ενδύματα βασιλικής εξουσίας.
Στην τοιχογραφία της Καπέλα Σιξτίνα, The Last Judgment δημιουργία του Μιχαήλ Άγγελου, το μωβ ύφασμα που ντύνει το σώμα του Ιησού, μοιάζει να γλυστράει σε μια αέναη κίνηση και μοιάζει σαν μια κοσμική παγίδα που την ξεπερνά η Δεύτερη Παρουσία του Μεσσία. Είναι η εικόνα μιας εξαγνισμένης ανθρωπότητας που ξεφεύγει από τους κοσμικούς συμβιβασμούς.
Ο Ραφαήλ στην νωπογραφία, Η Σχολή των Αθηνών ή Scuola di Αtene , που δημιούργησε στο Αποστολικό Παλάτι στο Βατικανό, φαντάζεται μια φιλοσοφική συνάντηση των αρχαίων Φιλοσόφων και ο κεντρικός άξονας είναι ο Λεονάρντο ντα Βίτσι στον ρόλο του Πλάτωνα ντυμένος με βαθιά κόκκινη πορφύρα, ενώ ο Μιχαήλ Άγγελος που απεικονίζει τον Ηράκλειτο φορά την μωβ απόχρωση της βαφής της πορφύρας.
Τα ενδύματα των δυο φιλοσόφων έχουν την σημασία της συντροφικότητάς τους.
Ο Πλάτωνας (που δείχνει προς τα πάνω) είχε φυσικά εμμονή με όλα τα ατελή ιδανικά, ενώ ο Ηράκλειτος ήταν απογοητευμένος από την εστίαση των ανθρώπων στην ματαιότητα των πραγμάτων.
Ο Francis Bacon Ιρλανδός Καλλιτέχνης γνωστός για τις ακατέργαστες, ανησυχητικές εικόνες του την δεκαετία του 1950 αποφάσισε να ζωγραφίσει μια σειρά έργων με τον τίτλο «οι Πάπες που ουρλιάζουν». Το πιο διάσημο από αυτά είναι η αναδιατύπωση του πορτρέτου του Πάπα Ιννοκέντιου Χ. του Diego Velázquez. Ο Bacon αλλάζει τον χρωματισμό στα άμφια του Πάπα κι από το βαθύ πορφυρό χρησιμοποιεί ένα παλλόμενο μωβ .
Η μελέτη του Bacon επάνω στο πορτρέτο του Πάπα του Velázquez μπορεί να θεωρηθεί ως η σιωπηλή κραυγή του μωβ σε μια αγωνιώδη λήθη – η αλλιώς η τελευταία ανάσα ενός υπέροχα αποτρόπαιου χρώματος
Μόνο το αντικρουόμενο χρώμα του μωβ της πορφύρας, που είναι ταυτόχρονα τόσο μοναδικό όσο και ‘’αποκρουστικό’’ θα μπορούσε να περιπλέξει τις αντίθετες διαθέσεις σε μια ισορροπία αιώνιας έντασης.
Η παραγωγή της πορφύρας της Τυρίας σταμάτησε εντελώς το 1453 μ.Χ. με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και τελικά, το 1464, ο Πάπας Παύλος Β' διέταξε τους Καρδινάλιους να αλλάξουν τα χρώματα των αμφίων τους από Τυριακό μωβ σε κόκκινο.
Φυσικά όπως συμβαίνει πάντα μέσα στους αιώνες, για κάθε προϊόν πολυτελείας, υπήρχαν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις αν και ήταν λιγότερο αποτελεσματικές. Το μωβ μπορούσε να παραχθεί και από ορισμένα είδη λειχήνας, όπως το είδος Evernia prunastri που παράγουν αρκετά πλούσιες μωβ βαφές, όμως αυτή η βαφή ήταν επιρρεπής στο ξεθώριασμα και δεν είχαν τον πλούσιο και λαμπερό χρωματισμό του Τυριακού μωβ.
Μια ακόμα εναλλακτική ήταν να γίνει το πρώτο εμβάπτισμα του υφάσματος σε κόκκινη βαφή madder που είναι το Ριζάρι ή αλιζάρι κι είναι ένας αυτοφυής θάμνος που φύεται στη νότια Ευρώπη και την νοτιοδυτική Ασία και στην συνέχεια για πιο έντονη απόχρωση γινόταν δεύτερη εμβάπτιση του υφάσματος στο Isatis tinctoria , που ονομάζεται επίσης wood και είναι ένα ανθοφόρο φυτό με επιβεβαιωμένη χρήση από τα αρχαία χρόνια ως μπλε χρωστική.
19ος αιώνας Mauveine
To 1856 ο επίδοξος Βρετανός χημικός William Henry Perkin, ενώ προσπαθούσε να βρει μια θεραπεία για την ελονοσία, κατά λάθος ανακάλυψε ένα τεχνητό υπόλειμμα στα πειράματά του που θα μπορούσε να συναγωνιστεί την λάμψη του Τυριακού μωβ. Η ονομασία της τεχνιτής βαφής κατέληξε στο mauveine, γνωστό και ως μωβ ανιλίνης, που είναι ο λατινικός όρος για το λουλούδι μολόχας Malva που έχει μια παρόμοια μωβ απόχρωση.
Έτσι ξαφνικά αυτό που για χιλιάδες χρόνια ήταν η Ελίτ των βαφών και ήταν μόνο για τους λίγους, γίνεται ευρέως διαθέσιμο και απομυθοποιείται πλέον η χρήση του.
Συχνά λεγόταν ότι ένα παιδί που γεννιέται στην πορφύρα, είναι γεννημένο από εξέχοντες ή υψηλόβαθμους γονείς. Επίσης είναι συνηθισμένο να λέγεται στην Καθολική Εκκλησία πως όταν ένας επίσκοπος προάγεται σε μωβ, αυτό σημαίνει ότι προάγεται σε Καρδινάλιο.
Το 1953 η Βασίλισσα της Βρετανίας Ελισάβετ φορούσε στην στέψη της το Royal Robe of Estate που είναι ένα πολύτιμο ύφασμα σε μωβ βαφή πορφύρας.
Το συμπέρασμα είναι ότι η πορφύρα και οι αποχρώσεις της είναι από τα μακροβιότερα, ευρέως διαδεδομένα και αναγνωρίσιμα σύμβολα, καθώς εξακολουθεί να αποτελεί αναφορά στον πλούτο και στην ανώτερη τάξη από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας.
Η δομή της χρωστικής είναι παρόμοια με του indigo, με μοναδική διαφορά τα δυο άτομα βρωμίου που συνδέονται με τους εξαμελείς δακτυλίους.
Αν και το Tyrian Purple είναι πλέον ένα συνθετικό χρώμα, η παραγωγή και η διανομή του είναι ένα θέμα που συνεχίζει να μπερδεύει τόσο τους ερευνητές του παρελθόντος όσο και του παρόντος.
Είναι πραγματικά περίεργο πως αυτό το χρώμα που ξεκινά από μια δύσοσμη επεξεργασία, που έχει το χρώμα του θρομβωμένου αίματος έγινε το σύμβολο της ισχύος και της κυριαρχίας
Χημεία
Το Mauveine είναι ένα μείγμα τεσσάρων σχετικών αρωματικών ενώσεων που διαφέρουν ως προς τον αριθμό και την τοποθέτηση των μεθυλομάδων . Η οργανική του σύνθεση περιλαμβάνει τη διάλυση της ανιλίνης , της π -τολουιδίνης και της ο -τολουιδίνης σε θειικό οξύ και νερό σε αναλογία περίπου 1:1:2 και στη συνέχεια προσθήκη διχρωμικού καλίου
Πληροφορίες
Cooksey, C., Tyrian purple: the first four mijë years , Science Progress (2013), 96(2), 171 – 186.
«Και είδαν
τον Θεό του Ισραήλ, και ήταν κάτω από τα πόδια του σαν πλακόστρωτο έργο από
ζαφείρι...» Έξοδος 24:10
Υπάρχουν
πολλές αναφορές στο " ζαφείρι " στην Παλαιά Διαθήκη , αλλά οι
περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι το ζαφείρι δεν ήταν γνωστό πριν από τη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οπότε στην πραγματικότητα αναφέρονται στο Λάπις Λάζουλι.
“αδιαφανές και πασπαλισμένο με κόκκους χρυσού, ένα θραύσμα
του έναστρου στερεώματος ”
Έτσι
αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το Λάπις Λάζουλι την πέτρα του ουρανού.
Η λατινική
λέξη lapis σημαίνει πέτρα και Lazuli το μπλε χρώμα, κατά την περσική λέξη
lājevard που σημαίνει ουρανός. .
Armenian-
lačivērt
Turkish-
lacivert
Λάπις
Λάζουλι, αυτό το ορυκτό με το πλούσιο βαθύ βελούδινο μπλε χρώμα που έχει
αιχμαλωτίσει την χρυσή λάμψη του ήλιου και κάνει αυτή την μοναδική πέτρα
πολυτιμότερη από όλους τους λίθους. Για εκατοντάδες χρόνια, μια ουγκιά λάπις
ήταν περίπου ισοδύναμη σε κόστος μιας ουγκιάς χρυσού.
Εξόρυξη του
Λάπις Λάζουλι στα αρχαία ορυχεία του Αφγανιστάν.
Το δαντελωτό
ανάγλυφο των ψηλών βουνών και τα πολλά φυσικά πλούτη μαρτυρούν πως το
Αφγανιστάν είχε ένα ταραχώδες γεωλογικό παρελθόν. Το Λάπις Λάζουλι σχηματίστηκε
όταν τα Ασβεστολιθικά και Δολολιθικά πετρώματα της περιοχής τροποποιήθηκαν μέσω
γεωλογικών διεργασιών από την πίεση και την υψηλή θερμοκρασία. Περισσότερο από
δυο δισεκατομμύρια χρόνια πριν, τα βακτήρια σχημάτισαν ασβεστολιθικά πετρώματα
στον βυθό της θάλασσας. Κατά την Ιουράσιο περίοδο το εσωτερικό της Κεντρικής
Ασίας υψώθηκε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω της σύγκρουσης των
τεκτονικών πλακών.
Το
Αφγανιστάν που βρίσκεται στην μέση αυτών των συγκρούσεων μοιάζει σαν ένα
τεράστιο παζλ που αποτελείται από μπλοκ και αυτά τα μπλοκ χωρίζονται μεταξύ
τους με βαθιά ρήγματα. Τα ποτάμια διαβρώνουν βαθιές κοιλάδες κατά μήκος αυτών
των ρηγμάτων και τότε αρχίζει η περίοδος ηφαιστειακής δραστηριότητας. Το μάγμα
ανεβαίνει κατά μήκος των ρηγμάτων και καυτά υδροθερμικά υγρά συμπιέζονται μέσα
από ρωγμές στον ασβεστόλιθο. Το μάγμα αντιδρά χημικά με τον ασβεστόλιθο
δημιουργώντας ένα πλούσιο πέτρωμα που ψύχθηκε και κρυσταλλώθηκε σχηματίζοντας
ένα κοίτασμα πλούσιο σε μετάλλευμα που ονομάζεται skarn. Το λάπις λάζουλι είναι
ένας από τους πολλούς πολύτιμους λίθους που βρίσκονται στο skarn.
Αυτός ο
πολύτιμος λίθος Λαζουρίτης εμφανίστηκε σε λευκά και μαύρα πετρώματα που έχουν
πάχος εκατοντάδες μέτρα και περιλαμβάνουνΠυρίτη, Διοψίδη, Σοδαλίτη, Φορστερίτη, Φλογόπιτη, Γρανάτη, Δολομίτη,
Απατίτη και Αφγανίτη. Ωστόσο οι φλέβες που δίνουν το καλύτερο και σπανιότερο
Λάπις δεν είναι μεγαλύτερες από 1 έως 10 μέτρα μήκος.
Στις
αφιλόξενες οροσειρές Hindu Kush, στη δεξιά όχθη του ποταμού Kokcha, παραπόταμου
του Amu Darya, στην περιοχή Kuran Wa
Munjan της επαρχίας Badakhshan, βρίσκεται ένας αρχαίος οικισμός ο Sar-i Sang (ή
Sar-e Sang) (λιθ. "πέτρινη σύνοδος" στα περσικά) που τα ορυχεία του
πιθανολογείται ότι είναι από την προϊστορική εποχή και ήταν η κύρια πηγή λάπις
λάζουλι στον αρχαίο κόσμο.
Τα πολύτιμα
Λάπις από το Sar-i Sang εμφανίζονται σε διάσημες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όπως
ο Βασιλικός Θησαυρός της Ουρ και ο Τάφος του Τουταγχαμών
Η κοιλάδα
του ποταμού Kokcha έχει μικρό πλάτος, περίπου 200μ. και περιβάλλεται από ψηλά
βουνά που φτάνουν τα 6χλμ. Ύψος. Πρόκειται για ένα σκληρό ορεινό μέρος, δίχως
βλάστηση και καλυμμένο με χιόνι τους περισσότερους μήνες του χρόνου.
Οι εργάτες
των ορυχείων έπρεπε να ανεβαίνουν από το ποτάμι για να εργαστούν στις στοές των
ορυχείων, όπου η θερμοκρασία είναι γύρω στους 2°C. Για να εξορύξουν τον
Λαζουρίτη χρησιμοποιούσαν την μέθοδο της «πυρόσβεσης». Άναβαν μεγάλες φωτιές
στην επιφάνεια της σήραγγας του ορυχείου και στην συνέχεια τις έσβηναν με νερό.
Η ξαφνική ψύξη προκαλούσε την θραύση των πετρωμάτων κάνοντας έτσι πιο εύκολη
την απομάκρυνση του πολύτιμου λίθου από την μήτρα του πετρώματος. Στην συνέχεια
σφυροκοπούσαν τα πετρώματα μέχρι να πάρουν την πολύτιμη μπλε πέτρα Λαζούλι
"lazulī" όπως ήταν το αρχαίο περσικό όνομα αυτής της πέτρας.
Αυτή η
μέθοδος που κράτησε μέχρι τις μέρες μας σχεδόν, αποψίλωσε τις γύρω περιοχές από
ξυλεία. Σήμερα η εξόρυξη πλέον γίνεται με ανατινάξεις των πετρωμάτων.
Αυτά τα
ορυχεία που βρίσκονται ψηλά σε έναν βράχο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, έχουν δώσει
του μεγαλύτερους και πολυτιμότερους κρυστάλλους Λαζουρίτη. Σήμερα τα ορυχεία
αποτελούνται από έναν παλιό αχρησιμοποίητο άξονα και δύο νέους άξονες που
γίνεται εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι.
Οι ντόπιοι έμποροι και οι ανθρακωρύχοι του
Sar-i Sang χωρίζουν τον Λαζουρίτη σε
τρεις ποιότητες.
Neeli (nili) – είναι η πιο πολύτιμη
ποικιλία σε χρώμα βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο και υπάρχει μόνο στα ορυχεία του
Sar-i Sang και ίσως πολύ σπανιότερα να έχει βρεθεί αλλού στον κόσμο.
Asmani (assemani) – είναι πέτρες μικρότερης
αξίας, σε πιο ανοιχτή έντονη μπλε απόχρωση και συχνά παρουσιάζονται με λευκές
φλέβες ασβεστίτη.
Suvsi (sabz) – είναι μια πολύ καλή, όμορφη,
διακοσμητική πέτρα σε γαλαζοπράσινη απόχρωση.
Από την κοιλάδα του Ινδού στην
Αίγυπτο
κι από εκεί σε όλο τον κόσμο
Στη πεδιάδα
Κάτσι του Μπαλουχιστάν, δυτικά του ποταμού Ινδού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε
στο φως τον νεολιθικό οικισμό Mehrgarh που χρονολογείται περίπου το 7000 π.Χ.
– περίπου το 2500/2000 π.Χ. Βρέθηκαν πολυάριθμες ταφές με περίτεχνα αγαθά όπως
καλάθια, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, χάντρες, βραχιόλια, μενταγιόν, ειδώλια
και εκεί εμφανίζεται για πρώτη φορά η μπλε πέτρα του Λάζουλι ανάμεσα σε άλλα
στολίδια, όπως Τυρκουάζ, Ψαμμίτες ή ακόμα και όστρακα. Η ανακάλυψη δείχνει πόσο
εκτιμήθηκε το Λάζουλι την εποχή του Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού.
Αντικείμενα
από το μπλε ορυκτό πουχρονολογούνται
στο 7570 π.Χ., έχουν βρεθεί και στη Bhirrana, η οποία είναι μια ακόμα
αρχαίατοποθεσία του πολιτισμού της
κοιλάδας του Ινδού(7570–1900 π.Χ.).
Χάντρες
Λάπις Λάζουλι έχουν βρεθεί σε ταφές της νεολοθικής εποχής στον Καύκασο.
Ποσότητες
από χάντρες έχουν βρεθείσε οικισμούς
της 4ης χιλιετίας π.Χ. στη Βόρειο Μεσοποταμία και στο Shahr-e Sukhteh στο Ν.Α.
Ιράν που χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).
Ένα στιλέτο
με λαβή λάπις, ένα μπολ με ένθετο λάπις, φυλαχτά, χάντρες και ένθετα που
αντιπροσώπευαν τα φρύδια και τα γένια αγαλμάτων, βρέθηκαν στους Βασιλικούς
Τάφους της Σουμεριανής πόλης-κράτους της Ουρ από την 3η χιλιετία π.Χ. Πέτρες
από Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν την νεκρική μάσκα του Φαραώ
Τουταγχαμών (1341–1323 π.Χ.).
Στην αρχαία Μεσοποταμία το Λάζουλι
χρησιμοποιήθηκε από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους, τους Ακκάδιους για
σφραγίδες, κοσμήματα και φυλαχτά, καθώς πίστευαν στην υπερφυσική δύναμη που
είχε η μπλέ πέτρα ενάντια σε κάθε κακό.
Στο Έπος του
Γκιλγκαμές που είναι ένα από τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα από την Μεσοποταμία
(17ος–18ος αιώνας π.Χ.), η μπλε Πέτρα του Ουρανού αναφέρεται αρκετά συχνά.
Το άγαλμα
του προσευχόμενου Ebih-Il , ένα άγαλμα αριστούργημα της δεξιοτεχνίας του
αρχαίου καλλιτέχνη, της 3ης χιλιετίας π.Χ. που ανακαλύφθηκε στο ναό του Ishtar
στην αρχαία πόλη-κράτος του Mari στη σύγχρονη Συρία και εκτίθεται τώρα στο
Λούβρο, είναι φτιαγμένο από ημιδιαφανές λείο αλάβαστρο και λάπις λάζουλι
σχηματίζουν τις βλεφαρίδες, τον κερατοειδή και την ίριδα.
Κοσμήματα
από λάπις έχουν βρεθεί στην Αιγυπτιακή προδυναστική Naqada (3300–3100 π.Χ.).
Στο Καρνάκ ,
τα ανάγλυφα γλυπτά του Thutmose III (1479-1429 π.Χ.) δείχνουν θραύσματα και
κομμάτια σε σχήμα βαρελιού από λάπις λάζουλι να του παραδίδονται ως φόρο τιμής.
Για τους
αρχαίους Αιγύπτιους αυτή ηταν μια αγαπημένη πέτρα για φυλαχτά, όπως οι
σκαραβαίοι, εκτός από κοσμήματα ή για διακοσμητικά αντικείμενα και χρωστικές.
Κοσμήματα
από λάπις λάζουλι έχουν βρεθεί επίσης στις αρχαίες Μυκήνες κι αυτό πιστοποιεί
τις σχέσεις μεταξύ των Μυκηναίων και των αναπτυγμένων πολιτισμών της Αιγύπτου
και της Ανατολής.
Το 2000 π.χ. στην περιοχή Darqad του βόρειου
Αφγανιστάν, όχι μακριά από τα ορυχεία του Λάπις Λάζουλι, ιδρύθηκε μια εμπορική
πόλη το Shortugai (Shortughai). Θεωρείται ότι είναι ο βορειότερος οικισμός του
πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού και ο πρώτος εμπορικός σταθμός των χρόνων
των Harappan για το Λάπις Λάζουλι καθώς
δείχνει να συνδέεται με τα ορυχεία που βρίσκονται στην γύρω περιοχή..
Από την
νεολιθική εποχή το Λάπις Λάζουλι έφτασε στην Μεσόγειο μέσω του αρχαίου
εμπορικού Δρόμου των Ρουμπινιών, αργότερα γνωστός ως ο «δρόμος του μεταξιού»,
από τα ορυχεία της κοιλάδας Sar-i-Sang , τις παλαιότερες εμπορικές πηγές
πολύτιμων λίθων στον κόσμο, στα βουνά Badakhshan στο βορειοανατολικό
Αφγανιστάν.
Απόκρημνα
βουνά γυμνά από κάθε βλάστηση που υψώνονται μέχρι και τα 17.000 πόδια, γεμάτα
απότομες χαράδρες και πλούσια σε πολύτιμους λίθους ορυχεία.
Το
Μπανταχσάν από την αρχαιότητα ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο που το
διέσχιζε ο Δρόμος του Μεταξιού , με τα κοιτάσματα από Λάπις Λάζουλι που
εξορυσσόταν ήδη πριν την 7η χιλιετία π.Χ και τα ορυχεία στο όρος Syghinanμε τα πολύτιμα πετράδια τα Ρουμπίνια του
Μπάλας. Η περιοχή του Μπανταχσάν ήταν γνωστή για τον γεωοικονομικό ρόλο που
είχε στο εμπόριο και στις συναλλαγές εμπορευμάτων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Οι αρχαίοι
Έλληνες συχνά αναφερόταν για την «κοιλάδα του βουνού» από όπου ερχόταν το
πολύτιμο ορυκτό που έδινε την μπλε χρωστική και οι μελετητές ισχυρίζονται ότι
με αυτόν τον όρο αναφερόταν στην περιοχή του Μπανταχσάν.
Μέσω του
περάσματος Khyber, μιας ζωτικής σημασίας εμπορικού δρόμου μεταξύ της Κεντρικής
Ασίας και της Ινδικής υποηπείρου , κρίσιμο μέρος του Δρόμου του Μεταξιού,
πολύτιμοι λίθοι και ρουμπίνια μεταφέρθηκαν σε όλες τις γωνιές της Μέσης
Ανατολής.
Κοσμήματα, ρούχα
διακοσμημένα με ρουμπίνια της 3ης χιλιετίας π.Χ. έχουν ανακαλυφθεί στη
Νοτιοανατολική Ασία, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, το Ιράν, την Ινδό-Κίνα, ακόμη
και σε δυτικές χώρες.
Υπάρχουν
αναφορές του Μάρκο Πόλο το 1271 για τα ορυχεία Λάπις Λάζουλι της περιοχής, όπως
και για το Ρουμπίνι Balas (Διάσημα είναι το «Ρουμπίνι του Μαύρου Πρίγκιπα» και
το «Ρουμπίνι του Τιμούρ» στα κοσμήματα του Βρετανικού στέμματος).
Ο Μάρκο Πόλο
διέσχισε τον ανατολικό παραπόταμο του ποταμού Amu Darya ή Oxus στα λατινικά και
Ώξος όπως τον γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες και στο τέλος του ταξιδιού του έγραψε
πως σε εκείνη την περιοχή υπάρχει ένα βουνό όπου βρίσκεται το σπανιότερο μπλε
του κόσμου.
Όταν ο Υπολοχαγός του Βρετανικού Στρατού Τζον
Γουντ έφτασε στα ορυχεία λάπις Sar-i-sang, για την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών
το 1837, έγραψε γι αυτό το επικίνδυνο ταξίδι του στην πηγή του ποταμού Όξως.
«Αν δεν
θέλετε να πεθάνετε, αποφύγετε την Κοιλάδα του Κόκτσα». Δυστυχώς υπήρξε μάρτυρας
για τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν οι εργάτες των ορυχείων σε εκείνη την
περιοχή καθώς χιλιάδες φτωχοί άντρες κατέφθαναν για να δουλέψουν στην αφιλόξενη
κοιλάδα.
Στο ταξίδι
του γνώρισε μια αραιοκατοικημένη και άγονη περιοχή που την κατοικούσαν άγρια
ζώα, με την θερμοκρασία να πέφτει κάτω από το μηδέν την νύχτα και ο καυτός
Καλοκαιρινός ήλιος να ανεβάζει υπερβολικά την θερμοκρασία της ημέρας. Σε αυτή
την περιοχή εξορύσσονται ακόμα και σήμερα σημαντικές ποσότητες πολύτιμων
Λάζουλι άριστης ποιότητας και έχει δώσει ακόμα και μεγάλους, σπάνιους
κρυστάλλους Λαζουρίτη, τουλάχιστον 5 εκατοστών.
Το 1964
βρέθηκε ενσωματωμένη σε ασβεστίτη μια σπάνια πέτρα, ένα καλοσχηματισμένο
δωδεκάεδρο που συλλέχτηκε από τον Pierre Bariand, επιμελητή συλλογής ορυκτών
στη Σορβόννη.
Για
χιλιετίες οι ντόπιοι έσκαβαν στα βουνά για να βρουν όλες τις φλέβες του Λάπις
Λάζουλι και έχουν μάλλον ανακαλύψει τις περισσότερες καθώς το κοίτασμα είναι
διάσπαρτο και στην περιοχή κοντά στο Sar-i Sang υπήρχαν αρκετά ορυχεία τα οποία
είναι αριθμημένα. Ονομασίες στις τοπικές γλώσσες (όπως πχ. γλώσσα Dari) αυτών
των ορυχείων με μικρές διαφορές, όπως : Ladjuar Medan, επίσης Ladjuar Medam,
Lajur Madan, Mahdani Lojward, σημαίνουν απλά «Μπλε Ορυχείο»
Υπάρχουν
ακόμα το Madan Char και το Pitwak Mine,
όπως και το Darreh-Zu, πρώην ορυχείο που έχει εξαντληθεί και εγκαταλειφθεί.
Οι ντόπιοι
πιστεύουν ότι οι πιο πολύτιμες πέτρες Λάζουλι έχουν ήδη βρεθεί καθώς ήταν πιο
κοντά στην επιφάνεια της γης, ωστόσο τα ψηλά αφιλόξενα βουνά κρύβουν στην
καρδιά τους αρκετά ακόμα Λάπις Λάζουλι.
Την ορεινή
χώρα του Τατζικιστάν με τα ατελείωτα βουνά του Pamir την διέσχιζαν οι αρχαίοι
εμπορικοί δρόμοι. Εκεί σ αυτές τις απομακρυσμένες ορεινές κοιλάδες που έκρυβαν
ελάχιστα γνωστούς πολιτισμούς όπως οι Yaghnobi, λαός Pamiri, οι άνθρωποι ζούσαν
με τους θρύλους, τις θρησκείες τους και τις παραδόσεις τους που μιλούσαν για
ότι έκρυβε η καρδιά των βουνών.
Εκεί υπήρχε
ένα αρχαίο, ξεχασμένο ορυχείο που το ανακάλυψαν ξανά Ρώσοι γεωλόγοι το 1930 και
βρήκαν μια ακόμα φλέβα καλής ποιότητας Λάζουλι στο Ladzhuar- Dara που βρίσκεται
σχεδόν 100 χιλιόμετρα μακριά από το Sar-i Sang. Μόνο που η πρόσβαση σε αυτό το
ορυχείο είναι άκρως επικίνδυνη και απαιτεί εξοπλισμό αναρρίχησης.
Σήμερα υπάρχουν επίσης πηγές λάπις λάζουλι
στην Χιλή, όμως περιέχει άφθονους κόκκους λευκού ασβεστίτη ή έχει πράσινη
απόχρωση και δεν ανήκει στις πολύτιμες πέτρες. Ακόμα μια πηγή Λάπις είναι το
Σιβηρικό σε πολλούς χρωματικούς τόνους και περιέχει πυρίτη και θεωρείται αρκετά
πολύτιμο, ενώ έχουν βρεθεί μικρά κοιτάσματα σε πολιτείες της Αμερικής, όπως η
Νεβάδα, το Αρκάνσας, η Β. Καρολίνα και το Ουαϊόμινγκ όμως τίποτα από όλα αυτά
δεν μπορεί να συγκριθεί με το Λάπις Λάζουλι που προέρχεται από τα ορυχεία του
Sar-i Sang.
Ουλτραμαρίν
Το Λάπις
Λάζουλι σαν χρωστική
Ultramarine , Color Index
International : P. Blue 29 77007
Το όνομα
ultramarine προέρχεται από το λατινικό ultramarinus. Η λέξη
σημαίνει «πέρα από τη θάλασσα», καθώς η χρωστική ουσία εισαγόταν από τα μακρινά
ορυχεία του Αφγανιστάν. Η πρώτη φορά που καταγράφεται η χρωστική σαν Ουλτραμαρίν
στα αγγλικά ήταν το 1598.
Η χρωστική
ήταν επίσης γνωστή ως azzurrum ultramarine , azzurrum transmarinum , azzuro
oltramarino, azur d'Acre, pierre d'azur , Lazurstein.
Το σύγχρονο
όνομά της είναι το ultramarine στα Αγγλικά, outremer lapis Γαλλικά, Ultramarin
echt Γερμανικά, oltremare genuino Ιταλικά και ultramarino verdadero Ισπανικά.
Το Ultramarine είναι μια χρωστική με βαθιά
πλούσια μπλε απόχρωση που παρασκευάστηκε από το Λάπις Λάζουλι, με μια
μακρόχρονη διαδικασία που κατέστησε την φυσική χρωστική ουσία δέκα φορές πιο
πολύτιμη και ακριβή, όσο ο χρυσός, από
την πέτρα από την οποία προέρχεται.
Ultramarine
και μόνο το όνομα της απόχρωσης του μπλε είναι η εγγύηση της ποιότητας του
χρώματος. Είναι το υπερθετικό του μπλε, το απόλυτο μπλε, αυτό που όλοι οι
ζωγράφοι φιλοδοξούσαν να το έχουν στην παλέτα τους αλλά λίγοι είχαν την
δυνατότητα να το κατέχουν.
Η χρωστική αποτελείται κυρίως από ένα ορυκτό
με βάση τον ζεόλιθο που περιέχει μικρές ποσότητες πολυσουλφιδίων . Εμφανίζεται
στη φύση ως εγγύς συστατικό του Λάπις Λάζουλι που περιέχει ένα μπλε κυβικό (ή
ισομετρικό ) κρυσταλλικό ορυκτό που ονομάζεται λαζουρίτης, μια οπαλίζουσα
χρωστική ουσία με φωτεινή μπλε ράβδωση ως συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου
Λάπις Λάζουλι.
Εδώ πρέπει
να ξεκαθαρίσουμε ποιες είναι οι διαφορές του Λάπις Λάζουλι με τον Λαζουρίτη που
δίνει την χρωστική Ultramarine. Το Λάπις Λάζουλι αποτελείται συνήθως από ένα
μίγμα τριών ορυκτών που είναι:
1. Ο Λαζουρίτης, ένα πολυσύνθετο μπλε ορυκτό
που είναι ένα σύμπλοκο πυριτικό Νάτριο, Ασβέστιο, Αργιλοπυριτικό ορυκτό που περιέχει
Θείο (Na 8–10 Al 6 Si 6 O 24 S 2–4), κάτι που
κάνει την Ultramarine την πιο πολύπλοκη
από όλες τις άλλες ορυκτές χρωστικές. Το μπλε χρώμα της χρωστικής οφείλεται στο
S−3 ριζικό ανιόν , το οποίο περιέχει ένα ασύζευκτο ηλεκτρόνιο.
2. Ο Ασβεστίτης , το ανθρακικό ασβέστιο που
είναι λευκό
3. Ο Πυρίτης, το θειούχο σίδηρο που έχει
λευκόχρυσο χρώμα.
Ο λαζουρίτης
όμως είναι το βασικό συστατικό του Λάπις
Λάζουλι κι είναι αυτό το ορυκτό που του δίνει αυτό το πλούσιο μπλε χρώμα.
Μπορεί από
το Λάπις Λάζουλι να έχουν δημιουργηθεί μοναδικά τεχνουργήματα, κοσμήματα,
ψηφιδωτά, φυλαχτά, αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα όπως βάζα και κουτιά, να
χρησιμοποιήθηκε το πολύτιμο ορυκτό ακόμα και για το φινίρισμα κτηρίων, όπως οι
κολώνες στο τέμπλο του καθεδρικού ναού του αγίου Ισαάκ στην Αγία Πετρούπολη,
ωστόσο ήταν ένα δύσκολο ορυκτό για να πάρουν την χρωστική του καθώς ο
ασβεστίτης, ο πυρίτης, ο αυγίτης και η μαρμαρυγία που το αποτελούν, χάνουν τον
ζωντανό χρωματισμό τους όταν αλέθονται και δίνουν ένα θαμπό γκρι χρώμα.
Οι αρχαίοι
Αιγύπτιοι προσπάθησαν να εξάγουν την χρωστική από το ορυκτό όμως η απόχρωση που
πήραν δεν είχε καμία σχέση με το μπλε της πέτρας του Λάπις καθώς η σκόνη που
πρόκυπτε ήταν ένα θολό γκριζωπό μπλε χρώμα χωρίς βάθος, καθώς το Λάπις περιέχει
αρκετό άχρωμο υλικό.
Ωστόσο
εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μπλε χρώμα και του έδιναν μυστικιστικές δυνάμεις κι
έτσι χρειάστηκε να κατασκευάσουν οι ίδιοι την μπλε χρωστική, το ḫsbḏ-ỉrjt που
στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνει τεχνητό Λάπις Λάζουλι και που χρησιμοποιήθηκε
από τους αρχαίους Αιγύπτιους για χιλιάδες χρόνια.
Χρειάστηκε να περάσουν πολλοί αιώνες για να
εξαχθεί η μπλε χρωστική του Λάπις και χρειάστηκε μια εξειδικευμένη και
χρονοβόρος διαδικασία που είναι η εκχύλιση.
Στις αρχές
του 13ου αιώνα ανακαλύφθηκε μια μέθοδος για την εξαγωγή της πολύτιμης χρωστικής
ultramarine από την αλεσμένη σκόνη Λάπις Λάζουλι.
Την
περιγράφει ο Ιταλός ζωγράφος Cennino d'Andrea Cennini στο βιβλίο του Il libro dell'arte το οποίο περιέχει
πληροφορίες για χρωστικές ουσίες, πινέλα, σχέδιο, τεχνικές και τεχνάσματα στην
ζωγραφική. Ο Cennini μέσα από το βιβλίο του έδωσε οδηγίες για το πως μπορεί να
διαχωριστεί ο μπλε Λαζουρίτης από τον άχρωμο ασβεστίτη, ώστε να έχει μια δυνατή
μπλε σκόνη απαλλαγμένη από τις
ακαθαρσίες, όπως τον ασβεστίτη και τον πυρίτη του Λάπις Λάζουλι.
Η
διαδικασία ξεκινά με την άλεση της πέτρας λάπις λάζουλι σε πολύ λεπτή
σκόνη σαν πούδρα και κατόπιν την έγχυση του υλικού με λιωμένο κερί, ρητίνες και
έλαια.
Η μάζα
τυλίγονταν σε ένα ύφασμα και στην συνέχεια γινόταν εμβάπτιση και ζύμωση σε ένα
αραιό διάλυμα αλυσίβας που παρασκευαζόταν από καθαρή στάχτη ξύλου που την
έβραζαν με νερό. Τα σωματίδια του μπλε Λαζουρίτη συγκεντρώνονταν στον πάτο του
σκεύους ενώ το άχρωμο κρυσταλλικό υλικό και άλλες ορυκτές ακαθαρσίες παρέμεναν
στην επιφάνεια.
Αυτή η
χρονοβόρα διαδικασία γινόταν τουλάχιστον τρεις φορές, με κάθε επόμενη εκχύλιση
η μάζα της σκόνης να χάνει το έντονο μπλε χρώμα της και να δημιουργείται ένα
υλικό χαμηλότερης ποιότητας.
Η τελική
εκχύλιση που αποτελείται ως επί το πλείστο από άχρωμο υλικό και ελάχιστα μπλε
σωματίδια, είναι η στάχτη της Υπερμαρίνας η οποία έχει μια απαλή μπλε διαφάνεια
και γίνεται λούστρο.
Στα διάφορα
εργαστήρια που γινόταν η εκχύλιση βρέθηκε ότι η κατανομή μεγέθους των
σωματιδίων είχε ποικιλία καθώς και οι πολυάριθμες τεχνικές λείανσης της
χρωστικής που ακολουθούσαν οι ζωγράφοι οδηγούσε σε διαφορετικές αναλογίες του
χρώματος. Ακόμα και
στον ίδιο πίνακα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικές ποιότητες
χρωστικής.
Αυτή η μακρά
διαδικασία που μπορεί να κρατήσει και περισσότερο από έξη μήνες καθιστά την
χρωστική της Ultramarine τόσο πολύτιμη ώστε να είναι ακόμα και δέκα φορές πιο
ακριβή από την ίδια την πέτρα από την οποία προέρχεται.
Το ήδη υψηλό
κόστος της εισαγόμενης πρώτης ύλης Λάπις Λάζουλι σε συνδυασμό με την μακροχρόνια επίπονη
διαδικασία εξόρυξη της χρωστικής από την πέτρα καθιστούν το υψηλής ποιότητας
ultramarine τόσο ακριβό όσο ο χρυσός.
Γεμάτη
ορυκτά η πέτρα του Λάπις Λάζουλι δίνει μια χρωστική που προκαλεί με την
διάθλαση του φωτός και μεταδίδει το χρώμα με διαφορετικούς τρόπους.
Δεν υπάρχουν
δυο πινελιές βαφής να είναι ίδιες στην βασική τους σύνθεση και ανάλογα από ποια
γωνία θα κοιτάξεις το έργο που έχει δημιουργήσει με Λάπις ο Καλλιτέχνης μπορεί
να δεις μια ήσυχη λάμψη λευκού ή χρυσού, κάτι σαν ένα τσίμπημα φωτός από
κάποιον μακρινό γαλαξία του σύμπαντος.
Ακριβώς γι’
αυτούς τους αντικατοπτρισμούς, το μπλε του Λάπις παραμένει ακόμα και σήμερα που
έχει αντικατασταθεί από δεκάδες συνθετικές βαφές, η μούσα των χρωμάτων.
ΕΜΠΟΡΙΟ και
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ της Ultramarine
Τα χρονικά
σύνορα μεταξύ της διακοπής χρήσης του Αιγυπτιακού μπλε και την αρχή της
Ultramarine είναι συγκεχυμένα. Υπάρχουν περιπτώσεις χρήσης του λάπις λάζουλι σε
πίνακες ζωγραφικής του ένατου αιώνα και του αιγυπτιακού μπλε σε πίνακες του
ύστερου μεσαιωνικού. Ωστόσο η εμφάνιση και των δυο χρωστικών στις τοιχογραφίες της Βασιλικής του San Saba
(Ρώμη), που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του όγδοου αιώνα μ.Χ. και έχει
εντοπιστεί αιγυπτιακό μπλε και λάπις λάζουλι αναμεμειγμένα στο ίδιο
εικονογραφικό στρώμα δείχνει ότι αυτές οι δυο χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν
ταυτόχρονα και αυτές οι τοιχογραφίες του
San Saba είναι οι παλαιότερη απόδειξη ότι το Λάπις Λάζουλι
χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ουσία και ότι η αλλαγή από την μια αρχαία χρωστική
σε μια άλλη νεότερη υπήρξε σταδιακά.
Η Βενετία
κατά τον 14ο και 15ο αιώνα υπήρξε το μεγαλύτερο λιμάνι εισόδου του Λάπις
Λάζουλι στην Ευρώπη, οπότε μπορεί να της αποδοθεί και η εξάπλωση τηςultramarine.
Το βαθύ
πλούσιο βασιλικό μπλε του ορυκτού έγινε ιδιαίτερα περιζήτητο ανάμεσα στους
καλλιτέχνες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ωστόσο την πανάκριβη χρωστική που
θεωρούνταν εξίσου πολύτιμη με το χρυσό, μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν μόνο
οι πλούσιοι κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η τιμή ενός πίνακα, κατά την μεσαιωνική
περίοδο, να είναι ανάλογη με την
ποσότητα της μπλε ultramarine που υπήρχε στην εικόνα.
Μόνο
σημαντικές παραγγελίες μπορούσαν να αγοράσουν την μπλε χρωστική που χρειαζόταν
οι καλλιτέχνες, όπως τα άμφια της Παναγίας στο έργο του Gérard David's «Virgin
and Child with Female Saints».
Παραδοσιακά
η χρωστική λόγω του απαγορευτικού της κόστους προοριζόταν για τα ρούχα του
Χριστού ή της Παναγίας..
Ο πίνακας The Entombment του Michelangelo παρέμεινε ημιτελής σε
ορισμένα μέρη του , όπως και στον μανδύα της Παναγίας , γιατί όπως πιστεύουν οι
ιστορικοί τέχνης απαιτούνταν ποσότητες της πανάκριβης ultramarine που ο
καλλιτέχνης δεν είχε την δυνατότητα να κατέχει στην παλέτα του.
Ο Ραφαήλ «Raffaello Sanzio da Urbino, 28
Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520», Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας
της πρώιμης Αναγέννησης, κρατούσε την
μπλε ultramarine για το τελευταίο χρωματισμό, προτιμώντας για τα βασικά του
στρώματα έναν κοινό αζουρίτη.
Αυτό ήταν
κάτι κοινό για τους Ευρωπαίους ζωγράφους που βασίζονταν σε πλούσιους
φιλότεχνους που θα αναλάμβαναν την αγορά της πανάκριβης χρωστικής και οι
λιγότερο ‘’επαγγελματίες’’ χρησιμοποιούσαν smalt ή indigo για να κερδίσουν την
χρηματική διαφορά, κάτι που αν γινόταν γνωστό θα έπεφταν σε δυσμένεια και η
φήμη τους θα καταστρεφόταν ανεπανόρθωτα.
Ωστόσο κατά
τον 17ο αιώνα δεν υπήρχε καλλιτέχνης που να έχει χρησιμοποιήσει τόσο αφειδώς
την πανάκριβη μπλε ultramarine όσο ο Ολλανδός ζωγράφος Johannes Vermeer. Ακόμα
και μετά την οικονομική κατάρρευση της οικογένειάς του δεν σταμάτησε να
χρησιμοποιεί την μπλε χρωστική κι αυτό σημαίνει ότι αφού ο ίδιος δεν είχε πλέον
την ικανότητα να την αγοράζει, υπήρχε κάποιος χρηματοδότης προστάτης των έργων
του.
Το
Ultramarine παρέμεινε εξαιρετικά ακριβό έως ότου εφευρέθηκε μια συνθετική μπλε
χρωστική το 1826 από τον Jean-Baptiste Guimet . Η απόχρωση ήταν παρόμοια με την
χρωστική του Λάπις Λάζουλι και πολύ εύστοχα ονομάστηκε «Γαλλική Ultramarine».
Για την
ιστορία να αναφέρουμε ότι το 1824, η Société d'encouragement pour l'industrie
nationale , μια γαλλική ένωση που σκοπό είχε την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην
χώρα, πρόσφερε μια ανταμοιβή έξι χιλιάδων φράγκων σε όποιον μπορούσε να
αναπτύξει μια συνθετική εναλλακτική λύση για την πανάκριβη ultramarine.
Εμφανίστηκαν
ο Γάλλος βιομηχανικός χημικός , και εφευρέτης των συνθετικών χρωμάτων o
Jean-Baptiste Guimet και ο Γερμανός καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του
Τύμπιγκεν, ο Christian Gmelin. Ο ανταγωνισμός ήταν έντονος καθώς ο Γερμανός καθηγητής
ισχυριζόταν ότι είχε βρει την λύση για την τεχνητή χρωστική έναν χρόνο νωρίτερα
αλλά δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα την εργασία του, ενώ ο Γάλλος χημικός
ισχυριζόταν ότι είχε κάνει την ανακάλυψη της φόρμουλας δυο χρόνια νωρίτερα.
Τελικά το βραβείο προσφέρθηκε στον Γάλλο Guimet για την κατασκευή του τεχνητού
Ουλτραμαρίν που είχε όλες τις ιδιότητες της φυσικής προέλευσης ουσίας που
παρασκευαζόταν από το πανάκριβο Λάπις Λάζουλι.
Η συνθετική Ουλτραμαρίν, είχε έναν πολύ πιο
πλούσιο τόνο χρωματισμού από την φυσική ημιπολύτιμη χρωστική του Λάπις Λάζουλι
λόγω της καθαρότητας της ουσίας που είχε την έλλειψη των εγκλεισμένων ορυκτών
μέσα της.
Ένας πιο
σύγχρονος καλλιτέχνης ο Αμερικάνος Ο Άντριου Νιούγουελ Γουάιεθ (1917-2009),
ζωγράφος του ρεαλισμού, χρησιμοποιούσε με επιμονή την πρωτότυπη χρωστική του
Λάπις Λάζουλι χωρίς να υπολογίζει την δαπάνη γιατί πίστευε ότι σε τίποτα δεν
μπορούσαν να συγκριθούν οι σύγχρονες αποχρώσεις με την απόλυτη καθαρότητά τους
με το φυσικό Ουλτραμαρίν που η κάθε του πινελιά είχε μια διαφορετική χρωματική
απόχρωση.
Ο Αλεξάντερ Θερού, μυθιστοριογράφος, ποιητής
και δοκιμιογράφος, στο τρίπτυχο των δοκιμίων του The Primary Colors, γράφει
…«Το παλιομοδίτικο μπλε, το οποίο είχε μια παύλα κίτρινου μέσα… τώρα φαίνεται
συχνά αταίριαστο σε νεότερες, επίμονες, υπερβολικά φωτεινές σκοτεινές σκιές».
Στην επιδίωξή μας της τελειότητας, του παρθένου χρωματισμού, καθαρίσαμε τα
χρώματα των μοναδικών χαρακτήρων τους.
Σήμερα πολλά
μουσεία σε όλο τον κόσμο διαθέτουν γλυπτά και κοσμήματα από Λάπις Λάζουλι που
έχουν κατασκευαστεί από το ορυχείο του Kokcha, αλλά κανένα μουσείο δεν μπορεί
να ξεπεράσει την τεράστια συλλογή που εκτίθεται στο μουσείο Ερμιτάζ του
Λένινγκραντ.
Υποσημείωση
Από τον 8ο
μ.χ. αιώνα εμφανίζεται το Μπλε του Κοβαλτίου που ήταν μια φθηνή εναλλακτική
λύση απέναντι στην πανάκριβη Ουλτραμαρίν, που χρησιμοποιήθηκε εκτός από την
ζωγραφική για τον χρωματισμό των κεραμικών και κοσμημάτων. Ιδιαίτερα στην Κίνα
με αυτή την χρωστική κατασκευαζόταν οι χαρακτηριστικές μπλε και λευκές
πορσελάνες με τα ιδιαίτερα σχέδια. Μια ακόμα καθαρότερη έκδοση που βασιζόταν σε
ένα μείγμα αρσενικού και φωσφορικού κοβαλτίου με αλουμίνα ανακαλύφθηκε αργότερα
από τον Γάλλο χημικό Louis Jacques Thénard το 1802 και η εμπορική παραγωγή
ξεκίνησε στη Γαλλία το 1807.
Η νέα
χρωστική , το αντίπαλο δέος της Ουλτραμαρίν, προτιμήθηκε από τους μεγάλους
ζωγράφους της Ευρώπης όπως όπως ο JMW Turner, ο Pierre-Auguste Renoir και ο
Vincent Van Gogh.
Μαζί με την Αρχιτεκτονική και την γλυπτική η Ζωγραφική κατά την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο ήταν μια τέχνη υψίστης σημασίας και άρικτα συνδεδεμένη με τις άλλες δυο τέχνες καθώς και η αρχιτεκτονική και η γλυπτική χρησιμοποιούσαν ικανούς ζωγράφους για να χρωματίσουν τα γλυπτά και τα μέλη ναών.
Ελάχιστα από αυτά που σώζονται μας δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα της Ελληνικής ζωγραφικής που ήταν ένα δημόσιο αγαθό που έκφραζε την Λατρεία στους Θεούς και πιο συνολικά τα ιδεώδη της κάθε αρχαίας Ελληνικής πόλης.
Τον 5ο π.χ. αιώνα εμφανίζεται ένας ζωγράφος από την Θάσο που έμελλε να αλλάξει όλη την καλλιτεχνική πορεία στην κλασσική ζωγραφική του αρχαίου κόσμου και να μιλάνε για αυτόν ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος.
Ο Πολύγνωτος γεννήθηκε στην Θάσο στα τέλη του 6ου αιώνα π.χ. (δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεως και του θανάτου του).
Πατέρας του ήταν ο Αγλαοφών που ήταν επίσης ζωγράφος και ο Πολύγνωτος ακολούθησε τα βήματά του.
Από την Θάσο φεύγει το 479π.χ. και βρίσκεται πρώτα στις Πλαταιές, όπου στον ναό της Αθηνάς Αρείας, ζωγράφισε μια σκηνή αμέσως μετά την μνηστηροφονία.
(Η Αθηνά Αρεία ήταν χρυσομάρμαρο άγαλμα, έργο του Φειδία που ήταν τοποθετημένο στο πεδίο της μάχης των Πλαταιών προς τιμή της νίκης των Ελλήνων εναντίον των Περσών)
Ο Πολύγνωτος κατόπιν πηγαίνει στους Δελφούς και παραμένει έως το 462 π.χ. όπου ζωγραφίζει στον πρόναο της Θεάς Αθηνάς τον Οδυσσέα να φονεύει τους μνηστήρες της Πηνελόπης και στην λέσχη των Κνιδίων παρουσιάζει δύο πολυπρόσωπα έργα του, την καταστροφή της Τροίας και την Νεκυία (την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, όπου ο ήρωας της Τροίας συναντά τον Τειρεσία και ζητά να μάθει τι του επιφυλάσσει η τύχη για το μέλλον) – Νέκυια ονομάζεται η 11η Ραψωδία της Οδύσσειας του Ομήρου.
Η Νέκυια ἡ νέκυα. ("νέκυς «νεκρός» το πτώμα") είναι μια τελετή που συνδέεται με την ελληνική μυθολογία και στοχεύει στην επίκληση των νεκρών για να μάθουν το μέλλον.
Ο Παυσανίας, μεγάλος θαυμαστής του έργου του Πολύγνωτου, διέσωσε μια λεπτομερή και προσεκτική περιγραφή αυτών των τοιχογραφιών, μορφή προς μορφή (Ελλάδος περιήγησις Χ, 25 - 31). Ο θαυμασμός του Παυσανία καθιστά τα έργα του Πολύγνωτου από τα σπουδαιότερα της αρχαίας Ελληνικής ζωγραφικής.
Κατά τις περιγραφές του Παυσανία, οι μορφές ήταν σχεδιασμένες η κάθε μία ξεχωριστά και πολύ σπάνια άγγιζαν ή επικάλυπταν η μία την άλλη. Επεκτείνονταν σε διαφορετικά επίπεδα, σε δυο ή ακόμα και τρεις σειρές, η μία πάνω από την άλλη, κάτι που μόνο στην ζωγραφική του Πολύγνωτου εμφανίζεται για πρώτη φορά.
Σε ανάγλυφα και σε ζωγραφισμένα αγγεία βλέπουμε σχεδόν ακριβώς το ίδιο σχέδιο με τις πολυεπίπεδες αναπαραστάσεις. Βάση αυτών των περιγραφών οι αρχαιολόγοι έχουν προσπαθήσει να αναβιώσουν αυτά τα έργα.
Η μεγάλη όμως δυσκολία είναι να προσθέσουν τα χρώματα που υπήρχαν στους πίνακες και στις τοιχογραφίες. Αυτό όμως ήταν το μεγαλύτερο και πιο καθοριστικό ταλέντο του Πολύγνωτου του Θάσιου. Τα χρώματα.
Η μεγάλη φήμη του Πολυγνώτου οδήγησε την Αμφικτιονία να του παραχωρήσει δωρεάν στέγη στους Δελφούς,
{{Από το 1880 ο Bernard Haussoulier είχε αρχίσει ανασκαφές στη Στοά των Αθηναίων στους Δελφούς, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν συνεννοήσεις μεταξύ της ελληνικής και της γαλλικής κυβέρνησης για την διοργάνωση μιας μεγάλης κλίμακας ανασκαφής.
Το 1891 η γαλλική βουλή για την «Μεγάλη Ανασκαφή» των Δελφών, ψηφίζει τη διάθεση μισού εκατομμυρίου χρυσών φράγκων. Την οργάνωση ανέλαβε ο Th. Homolle.
Ο Αρχαιολογικός χώρος των Δελφών και το Μουσείο εγκαινιάστηκαν μαζί το 1903.
Κατά τις Γαλλικές ανασκαφές αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του ναού της Θεάς Αθηνάς
στους Δελφούς.}}
Ο Πολύγνωτος αν και σαν ζωγράφος δεν έφτανε την τελειότητα του Απελλή, ούτε την δεξιοτεχνία του Ζεύξη, ούτε τον ρεαλισμό των άλλων ζωγράφων, θεωρείται ισάξιός τους, χάρη στην απλότητα και την χάρη που είχαν οι συνθέσεις των έργων του, όπως μας τα έχει περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας.
Οι μορφές του Πολύγνωτου μπορεί να μην ήταν ρεαλιστικές, ήταν όμως ζωντανές.
Η υπεροχή του ήταν στην ομορφιά του σχεδιασμού των μορφών του και ιδίως στον «ηθικό» και ιδεώδη χαρακτήρα της τέχνης του.
Ήταν ηθικοπλάστης μορφών, προσπαθώντας να βγάλει το συναίσθημα μέσα από τα έργα του.
Τα πλούσια πέπλα που έντυσε για πρώτη φορά τις γυναικείες μορφές, οι σκιές, τα επίπεδα που έβαζε τους ανθρώπους στους πίνακες και με τα χρώματα που πρόσθετε, έδινε ζωντάνια και συναίσθημα στα έργα του.
Κατά τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο ήταν τόσο τέλεια τα γυναικεία πέπλα που ζωγράφιζε, ώστε πολλοί ήταν εκείνοι που άγγιζαν τα έργα του νομίζοντας ότι ήταν αληθινό ύφασμα.
Θεωρούσε επίσης ότι ήταν ο πρώτος που απεικόνισε μορφές συνοφρυωμένες, με ανοιχτό στόμα και να φαίνονται δόντια. Αν και αυτό σαν περιγραφή φαίνεται απίθανο, ο Πολύγνωτος ήταν τόσο καλός στην απεικόνιση των εκφράσεων του προσώπου, ώστε οιφιγούρες που σχεδίαζε έμοιαζαν με κάτι ριζικά νέο.
Αυτό ώθησε τον Αριστοτέλη να τον αποκαλέσει «εξαιρετικό απεικονιστή του ήθους.
Το 462πχ. μετά από τριετή πολιορκία οι Αθηναίοι καταλαμβάνουντην Θάσο και ο Κίμων (Αθηναίος Πολιτικός και Στρατηγός ,510πχ.-450πχ.) ζητά από τον ζωγράφο να έρθει από τους Δελφούς στην Αθήνα.
Ο Πολύγνωτος θα συνδεθεί φιλικά με τον Κίμων και την αδερφή του Ελπινίκη. Ίσως η Ελπινίκη να υπήρξε και σύντροφός του.
Στην Αθήνα γίνεται καθοριστική η συμβολή του στην ανάπτυξη της κλασικής ζωγραφικής. Μαζί με τον ζωγράφο και γλύπτη Μίκωνα προχωρούν στην ανάπτυξη του χώρου και την προοπτική στην ζωγραφική.
Η αναλυτική ματιά του Πολύγνωτου επάνω στην χρήση των χρωμάτων με τα οποία δουλεύει η φύση, στο υλικό της μέρος (και όχι στο ψευδαισθησιακό, όπως βλέπουμε πχ. το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού που ενώ στην πραγματικότητα είναι διάφανο, φαίνονται γαλάζια, μπλέ), προσθέτει το κίτρινο στα τρία βασικά χρώματα που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε οι ζωγράφοι,(άσπρο, μαύρο, κεραμιδί).
Κοιτώντας γύρω μας την φύση, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν ελάχιστα έντονα και καθαρά χρώματα, όπως πχ το έντονο κόκκινο, το λαμπερό κίτρινο, το μπλε κι έτσι κατά τον Πολύγνωτο η ζωγραφική όφειλε να μιμείται τον χρωματικό τρόπο της φύσης.
Έτσι δημιουργείται η περίφημη «Πολυγνώτεια τετραχρωμία».
Η Αττική κίτρινη Ώχρα, το λευκό τιτανίου της Μήλιας γης ,το χονδροκόκκινο από την Σινώπη του Πόντου, το μαύρο (atramentum) από καμένο ελεφαντόδοντο ή οστά ζώων και φυσικά με όλα τα παράγωγα αυτών των χρωμάτων δημιουργείται πλέον μια τεράστια γκάμα γήινων αποχρώσεων.
Αυτή η χρήση της τετραχρωμίας των χρωμάτων της φύσης, δημιουργεί μια παλέτα αποχρώσεων πεσμένων τονικά, με αποχρώσεις που έχουν κάποιο "βάρος".
Όμως όπως κοιτάμε τα χρώματα στα Ελληνικά τοπία που τα αλλοιώνει το δυνατό φως του ήλιου, οι αποχρώσεις αλλάζουν και το μάτι το ξεγελούν οι εναλλαγές των χρωμάτων. Για παράδειγμα, ένα γκρίζο ‘μουντό’ χρώμα δίπλα σε ένα ‘βαρύ’ καφέ ή καφεκόκκινο, χάνει το γκρίζο του και γίνεται ένα ανάλαφρο γαλάζιο ή μπλε!
Αν και η χρήση των «Πολυγνώτειων χρωμάτων» χαρακτηρίζει ολόκληρη την αρχαία Ελληνική ζωγραφική αιώνες πριν τον Πολύγνωτο, η προσφορά του έγκειται στην μεγαλύτερη ανάλυση των χρωμάτων αυτών, δηλαδή στην παραγωγή περισσότερων χρωματικών διαβαθμίσεων πάνω σε αυτή την χρωματική κλίμακα, από όσες υπήρχαν πιο πριν.
Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι χωρίς τα Πολυγνώτεια χρώματα στις μορφές, εκείνες χάνουν την φυσική τους χροιά.Στην Αθήνα ο Πολύγνωτος δημιουργεί δύο τοιχογραφίες στην Ποικίλη Στοά.Η πρώτη έχει θέμα την «Μάχη Του Μαραθώνα» κι η δεύτρη στο ιερό των Διόσκουρων τον «Γάμο των Θυγατέρων Του Λεύκιππου με τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη». Έργα του υπήρχαν και στην αίθουσα των Προπυλαίων, πιθανόν σε ξύλινους πίνακες με θέματα, τον «Αχιλλέα στην Σκύρο», τον "Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και την «θυσία της Πολυξένης στον τάφο του Αχιλλέα».
Άδε Πολυγνώτεια Πολυξένα
Ουδείς τις άλλα χειρ έθιγεν τούτο
Δαιμονίου πίνακος
Κάτω από τις συνθέσεις των έργων του, υπήρχε η επιγραφή:
«Γράψε Πολύγνωτος, το Θάσιο γένος, Αγλαοφώντις υιός, περθομενην Ιλίου ακρόπολιν».
Ο Παυσανίας περιγράφει τέσσερα σημαντικά έργα από τη Στοά:
«Η Μάχη της Οινόης μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων” , αγνώστου ζωγράφου,
«Η Αμαζονομαχία του Μίκωνα»,
«Η Άλωση της Τροίας» του Πολύγνωτου και
«Η Μάχη του Μαραθώνα» του Μίκωνα.
Το πιο διάσημο από αυτά ήταν η «Άλωση της Τροίας» που απεικόνιζε τη θρυλική κατάληψη της Τροίας από τον στρατό Ελλήνων με επικεφαλής τον βασιλιά Μενέλαο.
Για αυτό το έργο ο Πολύγνωτος, αντί για χρηματική αμοιβή και ως αντάλλαγμα για την εργασία του, έλαβε την Αθηναϊκή υπηκοότητα .
Εκτός από την Αθήνα ο Πλίνιος (Ν.Η. 35, 123) αναφέρει ότι υπήρχαν τοιχογραφίες του Πολύγνωτου και στις Θεσπιές που ανακαινίστηκαν.
Ο Πλούταρχος γράφει ότι ιστορικοί της εποχής, όπως και ο ποιητής Μελάνθιος, ανέφεραν ότι ο Πολύγνωτος δεν ενδιαφερόταν για την χρηματική αμοιβή αλλά ζωγράφιζε τα έργα του γιατί είχε ευγενικά αισθήματα προς τους Αθηναίους κι εκείνοι τον τίμησαν με την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων ώστε να γίνει Αθηναίος πολίτης.
Σύγχρονος με τον Φειδία (ίσως υπήρξε και δάσκαλος του) ο Πολύγνωτος είχε τον ίδιο μεγαλόπρεπο τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης . Η απλότητα στα έργα του που τα χαρακτήριζε μια χάρη, ερχόταν σε αντίθεση με τα σύνθετα και τεχνικώς ανώτερα ζωγραφικά έργα της μετέπειτα εποχής.
Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική 1450α» αποκαλεί τον Πολύγνωτο «αγαθόν ηθογράφον» και τον συγκρίνει με άλλους ζωγράφους :
«Ο Πολύγνωτος απεικόνιζε τους ανθρώπους καλύτερους από ό,τι είναι και ο Παύσων χειρότερους, ενώ ο Διονύσιος έκανε ομοιότητες».
Στην «Πολιτικά 8.1340α» γράφει «οι νέοι δεν πρέπει να κοιτάζουν τα έργα του Παύσωνα αλλά του Πολυγνώτου».
Ο Κλαύδιος Αιλιανός ο επιλεγόμενος «Σοφιστής», κάνοντας σχόλια επάνω στην Ελληνική ζωγραφική, κάνει λόγο για το πάθος και το ήθος των έργων του Πολύγνωτου.
Κλαύδιος Αιλιανός, Περί Ζώων Ιδιότητος 7.38
Συστρατιώτην δε τις Αθηναίος εν τη μάχη Τη εν Μαραθώνι
Αγγειογραφία: Στα αγγεία που αντιγράφουν την ζωγραφική του Πολύγνωτου, τις πολυεπίπεδες συνθέσεις, ο τρόπος που απεικονίζει τα σώματα ώστε να δίνει βάθος στην εικόνα, τις γραμμές που ακολουθούν τις ανωμαλίες του εδάφους που στήνει τις μορφές του, αποδίδονται στην "ομάδα Πολυγνώτου" και έχουν βρεθεί τουλάχιστον 700 αγγειογραφίες που αποδίδονται σε αυτήν την ομάδα που έδρασε γύρω στο 450-420π.χ.
Στην πιο σύγχρονη εποχή η Πολυγνώτεια κλίμακα έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς καλλιτέχνες, όπως ο Γ. Τσαρούχης και ο Φ. Κόντογλου, ώστε να αποδώσουν το ελληνικό στοιχείο.
Λεπτομερέστατη περιγραφή του έργου του Πολύγνωτου από τον Παυσανία στο Ελλάδος περιήγησης Χ, 25 – 31
"Γιάννης Τσαρούχης: μια συνοπτική προσέγγιση της ζωγραφικής του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσα από το έργο του"
Ανδρεαδάκης Δημήτρης _ 2 Μαρτίου 2016
_Η Τέχνη των Ελλήνων artlessons.gr
_PinakesPolygnotou hellinon.net
_Classical Period ime.gr
_livepedia.gr
_Wikipedia.org
Nick Neddo _ The Organic Artist: Make Your Own Paint, Paper, Pigments, Prints and More From Nature
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 28.9.2021.
- Παπαευθυμίου-Παπάνθιμου Αικ. «Η Θάσος στην τροχιά των αιώνων», εκδ. Μεδεών.
- ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ.
- ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
Bommelaer, J.-F. (1992). Delphes :. centenaire de la "grande fouille" realisee par l'Ecole francaise d'Athenes, 1892-1903 : actes du colloque Paul Perdrizet, Strasbourg 6-9 novembre 1991. Leiden.
Jacquemin, J. (2000). Delphes : Cent ans après la grande fouille: essai de bilan: actes du colloque international organisé par l'École Française d'Athènes, Athènes-Delphes, 17-20 septembre 1992. Athènes.
Hellman, M.-C., Skorda, D. (et al.) (1992). La redecouverte de Delphes. Paris.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)