4.11.24

Πολύγνωτος ο Θάσιος

 "Πολυγνώτεια τετραχρωμία"


Μαζί με την Αρχιτεκτονική και την γλυπτική η Ζωγραφική κατά την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο ήταν μια τέχνη υψίστης σημασίας και άρικτα συνδεδεμένη με τις άλλες δυο τέχνες καθώς και η αρχιτεκτονική και η γλυπτική χρησιμοποιούσαν ικανούς ζωγράφους για να χρωματίσουν τα γλυπτά και τα μέλη ναών.

Ελάχιστα από αυτά που σώζονται μας δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα της Ελληνικής ζωγραφικής που ήταν ένα δημόσιο αγαθό που έκφραζε την Λατρεία στους Θεούς και πιο συνολικά τα ιδεώδη της κάθε αρχαίας Ελληνικής πόλης.

Τον  5ο π.χ. αιώνα εμφανίζεται ένας ζωγράφος από την Θάσο που έμελλε να αλλάξει  όλη την καλλιτεχνική πορεία στην κλασσική ζωγραφική του αρχαίου κόσμου και να μιλάνε για αυτόν ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος.

 Ο Πολύγνωτος γεννήθηκε στην Θάσο στα τέλη του 6ου αιώνα π.χ. (δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεως και του θανάτου του).

Πατέρας του ήταν ο Αγλαοφών που ήταν επίσης ζωγράφος και ο Πολύγνωτος ακολούθησε τα βήματά του.

Από την Θάσο φεύγει το 479π.χ. και βρίσκεται πρώτα στις Πλαταιές, όπου στον ναό της Αθηνάς Αρείας, ζωγράφισε μια σκηνή αμέσως μετά την μνηστηροφονία.

(Η Αθηνά Αρεία ήταν χρυσομάρμαρο άγαλμα, έργο του Φειδία που ήταν τοποθετημένο στο πεδίο της μάχης των Πλαταιών προς τιμή της νίκης των Ελλήνων εναντίον των Περσών)

Ο Πολύγνωτος κατόπιν πηγαίνει στους Δελφούς και παραμένει έως το 462 π.χ. όπου ζωγραφίζει στον πρόναο της Θεάς Αθηνάς τον Οδυσσέα να φονεύει τους μνηστήρες της Πηνελόπης και στην λέσχη των Κνιδίων παρουσιάζει δύο πολυπρόσωπα έργα του, την καταστροφή της Τροίας και την Νεκυία (την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, όπου ο ήρωας της Τροίας  συναντά τον Τειρεσία και ζητά να μάθει τι του επιφυλάσσει η τύχη για το μέλλον) – Νέκυια ονομάζεται η 11η Ραψωδία της Οδύσσειας του Ομήρου.

Η Νέκυια ἡ νέκυα. ("νέκυς «νεκρός» το πτώμα")  είναι μια τελετή που συνδέεται με την ελληνική μυθολογία και στοχεύει στην επίκληση των νεκρών για να μάθουν το μέλλον.

Ο Παυσανίας, μεγάλος θαυμαστής του έργου του Πολύγνωτου,  διέσωσε μια λεπτομερή  και προσεκτική περιγραφή αυτών των τοιχογραφιών, μορφή προς μορφή (Ελλάδος περιήγησις Χ, 25 - 31). Ο θαυμασμός του Παυσανία καθιστά τα έργα του Πολύγνωτου από τα σπουδαιότερα της αρχαίας Ελληνικής ζωγραφικής.

Κατά τις περιγραφές του Παυσανία, οι μορφές ήταν σχεδιασμένες η κάθε μία ξεχωριστά και πολύ σπάνια άγγιζαν ή επικάλυπταν η μία την άλλη. Επεκτείνονταν σε διαφορετικά επίπεδα, σε δυο ή ακόμα και τρεις σειρές, η μία πάνω από την άλλη, κάτι που μόνο στην ζωγραφική του Πολύγνωτου εμφανίζεται για πρώτη φορά.

Σε ανάγλυφα και σε ζωγραφισμένα αγγεία βλέπουμε σχεδόν ακριβώς το ίδιο σχέδιο με τις πολυεπίπεδες αναπαραστάσεις. Βάση αυτών των περιγραφών οι αρχαιολόγοι έχουν προσπαθήσει να αναβιώσουν αυτά τα έργα.

Η μεγάλη όμως δυσκολία είναι να προσθέσουν τα χρώματα που υπήρχαν στους πίνακες και στις τοιχογραφίες. Αυτό όμως ήταν το μεγαλύτερο και πιο καθοριστικό ταλέντο του Πολύγνωτου του Θάσιου. Τα χρώματα.

Η μεγάλη φήμη του Πολυγνώτου οδήγησε την Αμφικτιονία να του παραχωρήσει δωρεάν στέγη στους Δελφούς,

{{Από το 1880 ο Bernard Haussoulier είχε αρχίσει ανασκαφές στη Στοά των Αθηναίων στους Δελφούς, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν συνεννοήσεις μεταξύ της ελληνικής και της γαλλικής κυβέρνησης για την διοργάνωση μιας μεγάλης κλίμακας ανασκαφής.

Το 1891 η γαλλική βουλή για την «Μεγάλη Ανασκαφή» των Δελφών, ψηφίζει τη διάθεση μισού εκατομμυρίου χρυσών φράγκων. Την οργάνωση ανέλαβε ο Th. Homolle.

Ο Αρχαιολογικός χώρος των Δελφών και το Μουσείο εγκαινιάστηκαν μαζί το 1903.

Κατά τις Γαλλικές ανασκαφές αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του ναού της Θεάς Αθηνάς

στους Δελφούς.}}

Ο Πολύγνωτος αν και σαν ζωγράφος δεν έφτανε την τελειότητα του Απελλή, ούτε την δεξιοτεχνία του Ζεύξη, ούτε τον ρεαλισμό των άλλων ζωγράφων, θεωρείται ισάξιός τους, χάρη στην απλότητα και την χάρη που είχαν οι συνθέσεις των έργων του, όπως μας τα έχει περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας.

Οι μορφές του Πολύγνωτου μπορεί να μην ήταν ρεαλιστικές, ήταν όμως ζωντανές.

Η υπεροχή του ήταν στην ομορφιά του σχεδιασμού των μορφών του και ιδίως στον «ηθικό» και ιδεώδη χαρακτήρα της τέχνης του.

Ήταν ηθικοπλάστης μορφών, προσπαθώντας να βγάλει το συναίσθημα μέσα από τα έργα του.

Τα πλούσια πέπλα που έντυσε για πρώτη φορά τις γυναικείες μορφές, οι σκιές, τα επίπεδα που έβαζε τους ανθρώπους στους πίνακες και με τα χρώματα που πρόσθετε, έδινε ζωντάνια και συναίσθημα στα έργα του.

Κατά τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο ήταν τόσο τέλεια τα γυναικεία πέπλα που ζωγράφιζε, ώστε πολλοί ήταν εκείνοι που άγγιζαν τα έργα του νομίζοντας ότι ήταν αληθινό ύφασμα.

Θεωρούσε επίσης ότι ήταν ο πρώτος που απεικόνισε μορφές συνοφρυωμένες, με ανοιχτό στόμα και να φαίνονται δόντια. Αν και αυτό σαν περιγραφή φαίνεται απίθανο, ο Πολύγνωτος ήταν τόσο καλός στην απεικόνιση των εκφράσεων του προσώπου, ώστε οιφιγούρες που σχεδίαζε έμοιαζαν με κάτι ριζικά νέο.

Αυτό ώθησε τον Αριστοτέλη να τον αποκαλέσει «εξαιρετικό απεικονιστή του ήθους.

Το 462πχ. μετά από τριετή πολιορκία οι Αθηναίοι καταλαμβάνουντην Θάσο και ο Κίμων (Αθηναίος Πολιτικός και Στρατηγός ,510πχ.-450πχ.) ζητά από τον ζωγράφο να έρθει από τους Δελφούς στην Αθήνα.

Ο Πολύγνωτος θα συνδεθεί φιλικά με τον Κίμων και την αδερφή του Ελπινίκη. Ίσως η Ελπινίκη να υπήρξε και σύντροφός του.

Στην Αθήνα γίνεται καθοριστική η συμβολή του στην ανάπτυξη της κλασικής ζωγραφικής. Μαζί με τον ζωγράφο και γλύπτη Μίκωνα προχωρούν στην ανάπτυξη του χώρου και την προοπτική στην ζωγραφική.

Η αναλυτική ματιά του Πολύγνωτου επάνω στην χρήση των χρωμάτων με τα οποία δουλεύει η φύση, στο υλικό της μέρος (και όχι στο ψευδαισθησιακό, όπως βλέπουμε πχ. το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού που ενώ στην πραγματικότητα είναι διάφανο, φαίνονται γαλάζια, μπλέ), προσθέτει το κίτρινο στα τρία βασικά χρώματα που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε οι ζωγράφοι,(άσπρο, μαύρο, κεραμιδί).

Κοιτώντας γύρω μας την φύση, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν ελάχιστα έντονα και καθαρά χρώματα, όπως πχ το έντονο κόκκινο, το λαμπερό κίτρινο, το μπλε κι έτσι κατά τον Πολύγνωτο η ζωγραφική όφειλε να μιμείται τον χρωματικό τρόπο της φύσης.

Έτσι δημιουργείται η περίφημη «Πολυγνώτεια τετραχρωμία».

Η Αττική κίτρινη Ώχρα, το λευκό τιτανίου της Μήλιας γης ,το χονδροκόκκινο από την Σινώπη του Πόντου, το μαύρο (atramentum) από καμένο ελεφαντόδοντο ή οστά ζώων και φυσικά με όλα τα παράγωγα αυτών των χρωμάτων δημιουργείται πλέον μια τεράστια γκάμα γήινων αποχρώσεων.

Αυτή η χρήση της τετραχρωμίας των χρωμάτων της φύσης, δημιουργεί μια παλέτα αποχρώσεων πεσμένων τονικά, με αποχρώσεις που έχουν κάποιο "βάρος".

Όμως όπως κοιτάμε τα χρώματα στα Ελληνικά τοπία που τα αλλοιώνει το δυνατό φως του ήλιου, οι αποχρώσεις αλλάζουν και το μάτι το ξεγελούν οι εναλλαγές των χρωμάτων. Για παράδειγμα, ένα γκρίζο ‘μουντό’ χρώμα δίπλα σε ένα ‘βαρύ’ καφέ ή καφεκόκκινο, χάνει το γκρίζο του και γίνεται ένα ανάλαφρο γαλάζιο ή μπλε!

Αν και η χρήση των «Πολυγνώτειων χρωμάτων» χαρακτηρίζει ολόκληρη την αρχαία Ελληνική ζωγραφική αιώνες πριν τον Πολύγνωτο, η προσφορά του έγκειται στην μεγαλύτερη ανάλυση των χρωμάτων αυτών, δηλαδή στην παραγωγή  περισσότερων χρωματικών διαβαθμίσεων πάνω σε αυτή την χρωματική κλίμακα, από όσες υπήρχαν πιο πριν.

Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι χωρίς τα Πολυγνώτεια χρώματα στις μορφές, εκείνες χάνουν την φυσική τους χροιά.Στην Αθήνα ο Πολύγνωτος δημιουργεί δύο τοιχογραφίες στην Ποικίλη Στοά.Η πρώτη έχει θέμα την «Μάχη Του Μαραθώνα» κι η δεύτρη στο ιερό των Διόσκουρων τον «Γάμο των Θυγατέρων Του Λεύκιππου με τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη». Έργα του υπήρχαν και στην αίθουσα των Προπυλαίων, πιθανόν σε ξύλινους πίνακες με θέματα, τον «Αχιλλέα στην Σκύρο», τον "Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και την «θυσία της Πολυξένης στον τάφο του Αχιλλέα».

Άδε Πολυγνώτεια Πολυξένα

Ουδείς τις άλλα χειρ έθιγεν τούτο

Δαιμονίου πίνακος

Κάτω από τις συνθέσεις των έργων του, υπήρχε η επιγραφή:

«Γράψε Πολύγνωτος, το Θάσιο γένος, Αγλαοφώντις υιός, περθομενην Ιλίου ακρόπολιν».

 Ο Παυσανίας περιγράφει τέσσερα σημαντικά έργα από τη Στοά:

«Η Μάχη της Οινόης μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων” , αγνώστου ζωγράφου,

«Η Αμαζονομαχία του Μίκωνα»,

«Η Άλωση της Τροίας» του Πολύγνωτου και

«Η Μάχη του Μαραθώνα» του Μίκωνα.

Το πιο διάσημο από αυτά ήταν η «Άλωση της Τροίας» που απεικόνιζε τη θρυλική κατάληψη της Τροίας από τον στρατό Ελλήνων με επικεφαλής τον βασιλιά Μενέλαο.

Για αυτό το έργο ο Πολύγνωτος, αντί για χρηματική αμοιβή και ως αντάλλαγμα για την εργασία του, έλαβε την Αθηναϊκή υπηκοότητα .

Εκτός από την Αθήνα ο Πλίνιος (Ν.Η. 35, 123) αναφέρει ότι υπήρχαν τοιχογραφίες του Πολύγνωτου και στις Θεσπιές που ανακαινίστηκαν.

Ο Πλούταρχος γράφει ότι ιστορικοί της εποχής, όπως και ο ποιητής Μελάνθιος, ανέφεραν ότι ο Πολύγνωτος δεν ενδιαφερόταν για την χρηματική αμοιβή αλλά ζωγράφιζε τα έργα του γιατί είχε ευγενικά αισθήματα προς τους Αθηναίους κι εκείνοι τον τίμησαν με την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων ώστε να γίνει Αθηναίος πολίτης.

Σύγχρονος με τον Φειδία (ίσως υπήρξε και δάσκαλος του) ο Πολύγνωτος είχε τον ίδιο μεγαλόπρεπο τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης . Η απλότητα στα έργα του που τα χαρακτήριζε μια χάρη, ερχόταν σε αντίθεση με τα σύνθετα και τεχνικώς     ανώτερα ζωγραφικά έργα της μετέπειτα εποχής.

Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική 1450α» αποκαλεί τον Πολύγνωτο «αγαθόν ηθογράφον»  και τον συγκρίνει με άλλους ζωγράφους :

«Ο Πολύγνωτος απεικόνιζε τους ανθρώπους καλύτερους από ό,τι είναι και ο Παύσων χειρότερους, ενώ ο Διονύσιος έκανε ομοιότητες».

Στην «Πολιτικά 8.1340α» γράφει «οι νέοι δεν πρέπει να κοιτάζουν τα έργα του Παύσωνα αλλά του Πολυγνώτου».

Ο Κλαύδιος Αιλιανός ο επιλεγόμενος «Σοφιστής», κάνοντας σχόλια επάνω στην Ελληνική ζωγραφική,  κάνει λόγο για το πάθος και το ήθος των έργων του Πολύγνωτου.

Κλαύδιος Αιλιανός,  Περί Ζώων Ιδιότητος 7.38

Συστρατιώτην δε τις Αθηναίος εν τη μάχη Τη εν Μαραθώνι

 Αγγειογραφία:  Στα αγγεία που αντιγράφουν την ζωγραφική του Πολύγνωτου, τις πολυεπίπεδες συνθέσεις, ο τρόπος που απεικονίζει τα σώματα ώστε να δίνει βάθος στην εικόνα, τις γραμμές που ακολουθούν τις ανωμαλίες του εδάφους που στήνει τις μορφές του, αποδίδονται στην "ομάδα Πολυγνώτου" και έχουν βρεθεί τουλάχιστον 700 αγγειογραφίες που αποδίδονται σε αυτήν την ομάδα που έδρασε γύρω στο 450-420π.χ.

Στην πιο σύγχρονη εποχή η Πολυγνώτεια κλίμακα έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς καλλιτέχνες, όπως ο Γ. Τσαρούχης και ο Φ. Κόντογλου, ώστε να αποδώσουν το ελληνικό στοιχείο.

Λεπτομερέστατη περιγραφή του έργου του Πολύγνωτου από τον Παυσανία στο Ελλάδος περιήγησης Χ, 25 – 31

[25.1]ὑπὲρ δὲ τὴν Κασσοτίδα ἐστὶν οἴκημα γραφὰς ἔχον τῶν Πολυγνώτου, ἀνάθημα μὲν Κνιδίων, καλεῖται δὲ ὑπὸ Δελφῶν Λέσχη, ὅτι ἐνταῦθα συνιόντες τὸ ἀρχαῖον τά τε σπουδαιότερα διελέγοντο καὶ ὁπόσα μυθώδη: τοιαῦτ' εἶναι πολλὰ ἀνὰ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Ὅμηρος ἐν Μελανθοῦς λοιδορίᾳ πρὸς Ὀδυσσέα ἐδήλωσεν:

οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήιον ἐς δόμον ἐλθὼν

ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ' ἐνθάδε πόλλ' ἀγορεύεις.


(Όμηρος, Οδύσσεια 18.328)

[25.2]ἐς τοῦτο οὖν ἐσελθόντι τὸ οἴκημα τὸ μὲν σύμπαν τὸ ἐν δεξιᾷ τῆς

γραφῆς Ἴλιός τέ ἐστιν ἑαλωκυῖα καὶ ἀπόπλους ὁ Ἑλλήνων. Μενελάῳ

δὲ τὰ ἐς τὴν ἀναγωγὴν εὐτρεπίζουσι, καὶ ναῦς ἐστι γεγραμμένη

καὶ ἄνδρες ἐν τοῖς ναύταις καὶ ἀναμὶξ παῖδες, ἐν μέσῃ δέ ἐστι τῇ νηὶ ὁ

κυβερνήτης Φρόντις κοντοὺς δύο ἔχων.

Ὅμηρος δὲ Νέστορα ἐποίησεν ἄλλα τε διαλεγόμενον πρὸς Τηλέμαχον

καὶ περὶ τοῦ Φρόντιδος: πατρὸς μὲν Ὀνήτορος, Μενελάου δὲ ἦν κυβερνήτης,

δοκιμώτατος δὲ ἐς τὴν τέχνην, καὶ ὡς Σούνιον ἤδη τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ

παραπλέοντα ἐπέλαβεν αὐτὸν τὸ χρεών: καὶ τέως ὁμοῦ Νέστορι ὁ Μενέλαος

πλέων τότε κατὰ αἰτίαν ἀπελείφθη ταύτην, ἵνα μνήματος καὶ ὅσα ἐπὶ νεκροῖς

ἄλλα ἀξιώσειε τὸν Φρόντιν.

[25.3]οὗτός τε οὖν ἐν τοῦ Πολυγνώτου τῇ γραφῇ

καὶ ὑπ' αὐτὸν Ἰθαιμένης τέ τις κομίζων ἐσθῆτα καὶ Ἐχοίαξ διὰ τῆς ἀποβάθρας

κατιών ἐστιν, ὑδρίαν ἔχων χαλκῆν. καταλύουσι δὲ καὶ τοῦ Μενελάου τὴν σκηνὴν

οὐ πόῤῥω τῆς νεὼς οὖσαν Πολίτης καὶ Στρόφιός τε καὶ Ἄλφιος. καὶ ἄλλην

διαλύων σκηνήν ἐστιν Ἀμφίαλος, ὑπὸ δὲ τοῦ Ἀμφιάλου τοῖς ποσὶ κάθηται παῖς:

ἐπίγραμμα δὲ οὐκ ἔστι τῷ παιδί, γένεια δὲ μόνῳ τῷ Φρόντιδι. καὶ μόνου τούτου

τὸ ὄνομα ἐκ τῆς ἐς Ὀδυσσέα ποιήσεως ἔμαθε, τῶν δὲ ἄλλων ἐμοὶ δοκεῖν

τὰ ὀνόματα συνέθηκεν αὐτὸς ὁ Πολύγνωτος.

[25.4]Βρισηὶς δὲ ἑστῶσα καὶ Διομήδη τε ὑπὲρ αὐτῆς καὶ Ἶφις πρὸ ἀμφοτέρων

ἐοίκασιν ἀνασκοπούμενοι τὸ Ἑλένης εἶδος. κάθηται δὲ αὐτή τε ἡ Ἑλένη

καὶ Εὐρυβάτης πλησίον: τὸν δὲ Ὀδυσσέως εἶναι κήρυκα εἰκάζομεν,

οὐ μὴν εἶχεν ἤδη γένεια. θεράπαινα δὲ Ἠλέκτρα καὶ Πανθαλίς,

ἡ μὲν τῇ Ἑλένῃ παρέστηκεν, ἡ δὲ ὑποδεῖ τὴν δέσποιναν ἡ Ἠλέκτρα:

διάφορα δὲ καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα Ὅμηρος ἔθετο ἐν Ἰλιάδι, ἔνθα καὶ Ἑλένην

καὶ ἰούσας ὁμοῦ τῇ Ἑλένῃ τὰς δούλας ἐπὶ τὸ τεῖχος πεποίηκεν.

[25.5]κάθηται δὲ ὑπὲρ τὴν Ἑλένην πορφυροῦν ἀνὴρ ἀμπεχόμενος ἱμάτιον

καὶ ἐς τὰ μάλιστα κατηφής: Ἕλενον εἶναι τεκμήραιο ἂν τὸν Πριάμου

καὶ πρὶν ἢ [καὶ] τὸ ἐπίγραμμα ἐπιλέξασθαι. πλησίον δὲ τοῦ Ἑλένου

Μέγης ἐστί: τέτρωται δὲ τὸν βραχίονα ὁ Μέγης, καθὰ δὴ καὶ Λέσχεως

ὁ Αἰσχυλίνου Πυῤῥαῖος ἐν Ἰλίου πέρσιδι ἐποίησε: τρωθῆναι δὲ ὑπὸ

τὴν μάχην τοῦτον, ἣν ἐν τῇ νυκτὶ ἐμαχέσαντο οἱ Τρῶες,

ὑπὸ Ἀδμήτου φησὶ τοῦ Αὐγείου.

[25.6]γέγραπται δὲ καὶ Λυκομήδης παρὰ τὸν Μέγητα ὁ Κρέοντος, ἔχων τραῦμα

ἐπὶ τῷ καρπῷ: Λέσχεως δ' οὕτω φησὶν αὐτὸν ὑπὸ Ἀγήνορος τρωθῆναι.

δῆλα οὖν ὡς ἄλλως γε οὐκ ἂν ὁ Πολύγνωτος ἔγραψεν οὕτω τὰ ἕλκη σφίσιν,

εἰ μὴ ἐπελέξατο τὴν ποίησιν τοῦ Λέσχεω: προσεπέθηκε μέντοι καὶ σφυροῦ

τῷ Λυκομήδει καὶ τρίτον τραῦμα ἐν τῇ κεφαλῇ. τέτρωται δὲ καὶ Εὐρύαλος

ὁ Μηκιστέως κεφαλήν τε καὶ ἐπὶ τῇ χειρὶ τὸν καρπόν.

[25.7]οὗτοι μὲν δὴ ἀνωτέρω τῆς Ἑλένης εἰσὶν ἐν τῇ γραφῇ: ἐφεξῆς δὲ τῇ Ἑλένῃ

μήτηρ τε ἡ Θησέως ἐν χρῷ κεκαρμένη καὶ παίδων τῶν Θησέως Δημοφῶν

ἐστι φροντίζων, ὅσα γε ἀπὸ τοῦ σχήματος, εἰ ἀνασώσασθαί οἱ τὴν Αἴθραν

ἐνέσται. Ἀργεῖοι δὲ καὶ ἐκ τῆς Σίνιδος θυγατρὸς γενέσθαι Θησεῖ Μελάνιππον

λέγουσι, καὶ ὡς ἀνέλοιτο ὁ Μελάνιππος δρόμου νίκην, ὅτε οἱ

Ἐπίγονοι καλούμενοι Νέμεια δεύτεροι οὗτοι ἔθεσαν μετὰ Ἄδραστον.

[25.8]Λέσχεως δὲ ἐς τὴν Αἴθραν ἐποίησεν, ἡνίκα ἡλίσκετο Ἴλιον, ὑπεξελθοῦσαν

ἐς τὸ στρατόπεδον αὐτὴν ἀφικέσθαι τὸ Ἑλλήνων καὶ ὑπὸ τῶν παίδων

γνωρισθῆναι τῶν Θησέως, καὶ ὡς παρ' Ἀγαμέμνονος αἰτήσαι Δημοφῶν

αὐτήν: ὁ δὲ ἐκείνῳ μὲν ἐθέλειν χαρίζεσθαι, ποιήσειν δὲ οὐ πρότερον ἔφη

πρὶν Ἑλένην πεῖσαι: ἀποστείλαντι δὲ αὐτῷ κήρυκα ἔδωκεν Ἑλένη τὴν χάριν.

ἔοικεν+ οὖν ὁ Εὐρυβάτης ὁ ἐν τῇ γραφῇ ἀφῖχθαί τε ὡς τὴν Ἑλένην τῆς Αἴθρας

ἕνεκα καὶ τὰ ἐντεταλμένα ὑπὸ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἀπαγγέλλειν.

[25.9]γυναῖκες δὲ αἱ Τρῳάδες αἰχμαλώτοις τε ἤδη καὶ ὀδυρομέναις ἐοίκασι.

γέγραπται μὲν Ἀνδρομάχη, καὶ ὁ παῖς οἱ προσέστηκεν ἑλόμενος τοῦ

μαστοῦ--τούτῳ Λέσχεως ῥιφθέντι ἀπὸ τοῦ πύργου συμβῆναι λέγει

τὴν τελευτήν: οὐ μὴν ὑπὸ δόγματός γε Ἑλλήνων, ἀλλ' ἰδίᾳ Νεοπτόλεμον

αὐτόχειρα ἐθελῆσαι γενέσθαι--, γέγραπται δὲ Μηδεσικάστη, θυγατέρων μὲν

Πριάμου καὶ αὕτη τῶν νόθων, ἐξῳκίσθαι δὲ ἐς Πήδαιον πόλιν φησὶν

αὐτὴν Ὅμηρος Ἰμβρίῳ Μέντορος παιδὶ ἀνδρὶ [ἐς Πήδαιον] συνοικοῦσαν.

[25.10]ἡ μὲν δὴ Ἀνδρομάχη καὶ ἡ Μηδεσικάστη καλύμματά εἰσιν ἐπικείμεναι,

Πολυξένη δὲ κατὰ τὰ εἰθισμένα παρθένοις ἀναπέπλεκται τὰς ἐν τῇ κεφαλῇ

τρίχας: ἀποθανεῖν δὲ αὐτὴν ἐπὶ τῷ Ἀχιλλέως μνήματι ποιηταί τε ᾄδουσι καὶ

γραφὰς ἔν τε Ἀθήναις καὶ Περγάμῳ τῇ ὑπὲρ Καί̈κου θεασάμενος οἶδα ἐχούσας

ἐς τῆς Πολυξένης τὰ παθήματα.

[25.11]γέγραφε δὲ καὶ Νέστορα τῇ κεφαλῇ τε ἐπικείμενον πῖλον καὶ ἐν τῇ χειρὶ δόρυ

ἔχοντα: καὶ ἵππος κονίεσθαι μέλλοντος παρέχεται σχῆμα: ἄχρι μὲν δὴ τοῦ

ἵππου αἰγιαλός τε καὶ ἐν αὐτῷ ψηφῖδες ὑποφαίνονται, τὸ δὲ ἐντεῦθεν οὐκέτι

ἔοικεν εἶναι θάλασσα.

- X.26

[26.1]τῶν δὲ γυναικῶν τῶν μεταξὺ τῆς τε Αἴθρας καὶ Νέστορος, εἰσὶν ἄνωθεν

τούτων αἰχμάλωτοι καὶ αὗται Κλυμένη τε καὶ Κρέουσα καὶ Ἀριστομάχη

καὶ Ξενοδίκη. Κλυμένην μὲν οὖν Στησίχορος ἐν Ἰλίου πέρσιδι κατηρίθμηκεν

ἐν ταῖς αἰχμαλώτοις: ὡσαύτως δὲ καὶ Ἀριστομάχην ἐποίησεν ἐν Νόστοις

θυγατέρα μὲν Πριάμου, Κριτολάου δὲ γυναῖκα εἶναι τοῦ Ἱκετάονος:

Ξενοδίκης δὲ μνημονεύσαντα οὐκ οἶδα οὔτε ποιητὴν οὔτε ὅσοι λόγων

συνθέται. ἐπὶ δὲ τῇ Κρεούσῃ λέγουσιν ὡς ἡ θεῶν μήτηρ καὶ Ἀφροδίτη

δουλείας ἀπὸ Ἑλλήνων αὐτὴν ἐῤῥύσαντο, εἶναι γὰρ δὴ καὶ Αἰνείου τὴν

Κρέουσαν γυναῖκα: Λέσχεως δὲ καὶ ἔπη τὰ Κύπρια διδόασιν Εὐρυδίκην

γυναῖκα Αἰνείᾳ.

[26.2]γεγραμμέναι δὲ ἐπὶ κλίνης ὑπὲρ ταύτας Δηινόμη τε καὶ Μητιόχη καὶ Πεῖσίς

ἐστι καὶ Κλεοδίκη: τούτων ἐν Ἰλιάδι καλουμένῃ μικρᾷ μόνης ἐστὶ τὸ ὄνομα

τῆς Δηινόμης, τῶν δ' ἄλλων ἐμοὶ δοκεῖν συνέθηκε τὰ ὀνόματα ὁ Πολύγνωτος.

γέγραπται δὲ καὶ Ἐπειὸς γυμνὸς καταβάλλων ἐς ἔδαφος τῶν Τρώων τὸ τεῖχος:

ἀνέχει δὲ ὑπὲρ αὐτὸ κεφαλὴ τοῦ ἵππου μόνη τοῦ δουρείου. Πολυποίτης δὲ

ὁ Πειρίθου δεδεμένος τὴν κεφαλὴν ταινίᾳ καὶ παρ' αὐτὸν Ἀκάμας ἐστὶν

ὁ Θησέως ἐπικείμενος τῇ κεφαλῇ κράνος:

[26.3]λόφος δὲ ἐπὶ τῷ κράνει πεποίηται. καὶ Ὀδυσσεύς τέ ἐστι Καὶ ἐνδέδυκε

θώρακα Ὀδυσσεύς. Αἴας δὲ ὁ Οἰλέως ἔχων ἀσπίδα βωμῷ προσέστηκεν,

ὀμνύμενος ὑπὲρ τοῦ ἐς Κασσάνδραν τολμήματος: ἡ δὲ κάθηταί τε

ἡ Κασσάνδρα χαμαὶ καὶ τὸ ἄγαλμα ἔχει τῆς Ἀθηνᾶς, εἴγε δὴ ἀνέτρεψεν

ἐκ βάθρων τὸ ξόανον, ὅτε ἀπὸ τῆς ἱκεσίας αὐτὴν ὁ Αἴας ἀφεῖλκε.

γεγραμμένοι δὲ καὶ οἱ παῖδές εἰσιν οἱ Ἀτρέως, ἐπικείμενοι καὶ οὗτοι

κράνη, Μενελάῳ δὲ ἀσπίδα ἔχοντι δράκων ἐπὶ τῇ ἀσπίδι ἐστὶν εἰργασμένος

τοῦ ἐν Αὐλίδι φανέντος ἐπὶ τοῖς ἱερείοις τέρατος ἕνεκα. ὑπὸ τούτοις

τὸν Αἴαντα ἐξορκοῦσιν, κατ' εὐθὺ δὲ τοῦ ἵππου

[26.4]παρὰ τῷ Νέστορι Νεοπτόλεμος ἀπεκτονώς ἐστιν Ἔλασον, ὅστις δὴ

ὁ Ἔλασος. οὗτος μὲν δὴ ὀλίγον ἐμπνέοντι ἔτι εἴκασται: Ἀστύνοον δέ,

οὗ δὴ ἐποιήσατο καὶ Λέσχεως μνήμην, πεπτωκότα ἐς γόνυ ὁ Νεοπτόλεμος

ξίφει παίει. Νεοπτόλεμον δὲ μόνον τοῦ Ἑλληνικοῦ φονεύοντα ἔτι τοὺς

Τρῶας ἐποίησεν ὁ Πολύγνωτος, ὅτι ὑπὲρ τοῦ Νεοπτολέμου τὸν τάφον

ἡ γραφὴ πᾶσα ἔμελλεν αὐτῷ γενήσεσθαι. τοῦ δὲ Ἀχιλλέως τῷ παιδὶ

Ὅμηρος μὲν Νεοπτόλεμον ὄνομα ἐν ἁπάσῃ οἱ τίθεται τῇ ποιήσει:

τὰ δὲ Κύπρια ἔπη φησὶν ὑπὸ Λυκομήδους μὲν Πύῤῥον, Νεοπτόλεμον

δὲ ὄνομα ὑπὸ Φοίνικος αὐτῷ τεθῆναι, ὅτι Ἀχιλλεὺς ἡλικίᾳ ἔτι νέος

πολεμεῖν ἤρξατο.

[26.5]γέγραπται δὲ βωμός τε καὶ ὑπὸ δείματος παῖς μικρὸς ἐχόμενος τοῦ βωμοῦ:

κεῖται δὲ καὶ θώραξ ἐπὶ τῷ βωμῷ χαλκοῦς. κατὰ δὴ ἐμὲ σπάνιον τῶν

θωράκων τὸ σχῆμα ἦν τούτων, τὸ δὲ ἀρχαῖον ἔφερον αὐτούς.

δύο ἦν χαλκᾶ ποιήματα, τὸ μὲν στέρνῳ καὶ τοῖς ἀμφὶ τὴν γαστέρα ἁρμόζον,

τὸ δὲ ὡς νώτου σκέπην εἶναι --γύαλα ἐκαλοῦντο--: τὸ μὲν ἔμπροσθεν

τὸ δὲ ὄπισθεν προσῆγον, ἔπειτα περόναι συνῆπτον πρὸς ἄλληλα.

[26.6]ἀσφάλειαν δὲ ἀποχρῶσαν ἐδόκει παρέχεσθαι καὶ ἀσπίδος χωρίς:

ἐπὶ τούτῳ καὶ Ὅμηρος Φόρκυνα τὸν Φρύγα οὐκ ἔχοντα ἀσπίδα ἐποίησεν,

ὅτι αὐτῷ γυαλοθώραξ ἦν. ἐγὼ δὲ γραφῇ μεμιμημένον τοῦτον ἐθεασάμην

ὑπὸ τοῦ Πολυγνώτου, καὶ ἐν Ἀρτέμιδος τῆς Ἐφεσίας Καλλιφῶν ὁ Σάμιος

Πατρόκλῳ τοῦ θώρακος τὰ γύαλα ἁρμοζούσας ἔγραψε γυναῖκας.

[26.7] τοῦ βωμοῦ δὲ ἐπέκεινα Λαοδίκην ἔγραψεν ἑστῶσαν. ταύτην οὔτε

ὑπὸ ποιητοῦ κατειλεγμένην ἐν ταῖς αἰχμαλώτοις ταῖς Τρῳάσιν εὕρισκον

οὔτε ἄλλως ἐφαίνετο ἔχειν μοι τὸ εἰκὸς ἢ ἀφεθῆναι τὴν Λαοδίκην ὑπὸ Ἑλλήνων.

Ὅμηρος μέν γε ἐδήλωσεν ἐν Ἰλιάδι Μενελάου καὶ Ὀδυσσέως ξενίαν παρὰ

Ἀντήνορι καὶ ὡς Ἑλικάονι ἡ Λαοδίκη συνοικοίη τῷ Ἀντήνορος:

[26.8]Λέσχεως δὲ τετρωμένον τὸν Ἑλικάονα ἐν τῇ νυκτομαχίᾳ γνωρισθῆναί τε

ὑπὸ Ὀδυσσέως καὶ ἐξαχθῆναι ζῶντα ἐκ τῆς μάχης φησίν. ἕποιτο ἂν οὖν

τῇ Μενελάου καὶ Ὀδυσσέως κηδεμονίᾳ περὶ οἶκον τὸν Ἀντήνορος μηδὲ ἐς

τοῦ Ἑλικάονος τὴν γυναῖκα ἔργον δυσμενὲς ὑπὸ Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου

γενέσθαι: Εὐφορίων δὲ ἀνὴρ Χαλκιδεὺς σὺν οὐδενὶ εἰκότι τὰ ἐς τὴν

Λαοδίκην ἐποίησεν.

[26.9]ἐφεξῆς δὲ τῇ Λαοδίκῃ ὑποστάτης τε λίθου καὶ λουτήριόν ἐστιν ἐπὶ τῷ

ὑποστάτῃ χαλκοῦν, Μέδουσα δὲ κατέχουσα ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις

τὸ ὑπόστατον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κάθηται: ἐν δὲ ταῖς Πριάμου θυγατράσιν

ἀριθμήσαι τις ἂν καὶ ταύτην κατὰ τοῦ Ἱμεραίου τὴν ᾠδήν. παρὰ δὲ

τὴν Μέδουσαν ἐν χρῷ κεκαρμένη πρεσβῦτις ἢ ἄνθρωπός ἐστιν εὐνοῦχος,

παιδίον δὲ ἐν τοῖς γόνασιν ἔχει γυμνόν: τὸ δὲ τὴν χεῖρα ὑπὸ δείματος

ἐπίπροσθε τῶν ὀφθαλμῶν πεποίηται.

 - X.27

[27.1]νεκροὶ δὲ ὁ μὲν γυμνὸς Πῆλις ὄνομα ἐπὶ τὸν νῶτόν ἐστιν ἐῤῥιμμένος,

ὑπὸ δὲ τὸν Πῆλιν Ἠιονεύς τε κεῖται καὶ Ἄδμητος ἐνδεδυκότες ἔτι

τοὺς θώρακας: καὶ αὐτῶν Λέσχεως Ἠιονέα ὑπὸ Νεοπτολέμου,

τὸν δὲ ὑπὸ Φιλοκτήτου φησὶν ἀποθανεῖν τὸν Ἄδμητον. ἄλλοι δὲ

ἀνωτέρω τούτων ὑπὸ μὲν τὸ λουτήριον Λεώκριτός ἐστιν ὁ Πουλυδάμαντος

τεθνεὼς ὑπὸ Ὀδυσσέως, ὑπὲρ δὲ Ἠιονέα τε καὶ Ἄδμητον Κόροιβος ὁ Μύγδονος:

τούτου μνῆμά τε ἐπιφανὲς ἐν ὅροις πεποίηται Φρυγῶν Στεκτορηνῶν

καὶ ἀπ' αὐτοῦ ποιηταῖς Μύγδονας ὄνομα ἐπὶ τοῖς Φρυξὶ τίθεσθαι καθέστηκεν.

ἀφίκετο μὲν δὴ ἐπὶ τὸν Κασσάνδρας ὁ Κόροιβος γάμον, ἀπέθανε δέ,

ὡς μὲν ὁ πλείων λόγος, ὑπὸ Νεοπτολέμου, Λέσχεως δὲ ὑπὸ Διομήδους ἐποίησεν.

[27.2]εἰσὶ δὲ καὶ ἐπάνω τοῦ Κοροίβου Πρίαμος καὶ Ἀξίων τε καὶ Ἀγήνωρ.

Πρίαμον δὲ οὐκ ἀποθανεῖν ἔφη Λέσχεως ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου,

ἀλλὰ ἀποσπασθέντα ἀπὸ τοῦ βωμοῦ πάρεργον τῷ Νεοπτολέμῳ πρὸς

ταῖς τῆς οἰκίας γενέσθαι θύραις. ἐς δὲ Ἑκάβην Στησίχορος ἐν Ἰλίου

πέρσιδι ἐποίησεν ἐς Λυκίαν ὑπὸ Ἀπόλλωνος αὐτὴν κομισθῆναι.

Ἀξίονα δὲ παῖδα εἶναι Πριάμου Λέσχεως καὶ ἀποθανεῖν αὐτὸν

ὑπὸ Εὐρυπύλου τοῦ Εὐαίμονός φησι: τοῦ Ἀγήνορος δὲ κατὰ τὸν αὐτὸν

ποιητὴν Νεοπτόλεμος αὐτόχειρ ἐστί: καὶ οὕτω φαίνοιτο ἂν Ἔχεκλος μὲν

φονευθεὶς ὁ Ἀγήνορος ὑπὸ Ἀχιλλέως, Ἀγήνωρ δὲ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ Νεοπτολέμου.

[27.3]

Λαομέδοντος δὲ τὸν νεκρὸν Σίνων τε ἑταῖρος Ὀδυσσέως καὶ Ἀγχίαλός

εἰσιν ἐκκομίζοντες. γέγραπται δὲ καὶ ἄλλος τεθνεώς: ὄνομά οἱ Ἔρεσος:

τὰ δὲ ἐς Ἔρεσόν τε καὶ Λαομέδοντα, ὅσα γε ἡμεῖς ἐπιστάμεθα, ᾖσεν οὐδείς.

ἔστι δὲ οἰκία τε ἡ Ἀντήνορος καὶ παρδάλεως κρεμάμενον δέρμα ὑπὲρ τῆς

ἐσόδου, σύνθημα εἶναι τοῖς Ἕλλησιν ἀπέχεσθαι σφᾶς οἴκου τοῦ Ἀντήνορος.

γέγραπται δὲ Θεανώ τε καὶ οἱ παῖδες, Γλαῦκος μὲν καθήμενος ἐπὶ θώρακι

γυάλοις συνηρμοσμένῳ, Εὐρύμαχος δὲ ἐπὶ πέτρᾳ.

[27.4]παρὰ δὲ αὐτὸν ἕστηκεν Ἀντήνωρ καὶ ἐφεξῆς θυγάτηρ Ἀντήνορος Κρινώ:

παιδίον δὲ ἡ Κρινὼ φέρει νήπιον. τῶν προσώπων δὲ ἅπασιν οἷον

ἐπὶ συμφορᾷ σχῆμά ἐστι. κιβωτὸν δὲ ἐπὶ ὄνον καὶ ἄλλα τῶν σκευῶν

εἰσιν ἀνατιθέντες οἰκέται: κάθηται δὲ καὶ ἐπὶ ὄνου παιδίον μικρόν.

κατὰ τοῦτο τῆς γραφῆς καὶ ἐλεγεῖόν ἐστι Σιμωνίδου:

γράψε Πολύγνωτος, Θάσιος γένος, Ἀγλαοφῶντος

υἱός, περθομένην Ἰλίου ἀκρόπολιν.

(Σιμωνίδης, άγνωστη θέση)

- X.28

[28.1] τὸ δὲ ἕτερον μέρος τῆς γραφῆς τὸ ἐξ ἀριστερᾶς χειρός, ἔστιν Ὀδυσσεὺς

καταβεβηκὼς ἐς τὸν Ἅιδην ὀνομαζόμενον, ὅπως Τειρεσίου τὴν ψυχὴν περὶ

τῆς ἐς τὴν οἰκείαν ἐπέρηται σωτηρίας: ἔχει δὲ οὕτω τὰ ἐς τὴν γραφήν.

ὕδωρ εἶναι ποταμὸς ἔοικε, δῆλα ὡς ὁ Ἀχέρων, καὶ κάλαμοί τε ἐν αὐτῷ

πεφυκότες καὶ ἀμυδρὰ οὕτω δή τι τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων σκιὰς μᾶλλον

ἢ ἰχθῦς εἰκάσεις. καὶ ναῦς ἐστιν ἐν τῷ ποταμῷ καὶ ὁ πορθμεὺς ἐπὶ ταῖς κώπαις.

[28.2]

ἐπηκολούθησε δὲ ὁ Πολύγνωτος ἐμοὶ δοκεῖν ποιήσει Μινυάδι:

ἔστι γὰρ δὴ ἐν τῇ Μινυάδι ἐς Θησέα ἔχοντα καὶ Πειρίθουν

ἔνθ' ἤτοι νέα μὲν νεκυάμβατον, ἣν ὁ γεραιός

πορθμεὺς ἦγε Χάρων, οὐκ ἔλαβον ἔνδοθεν ὅρμου.

ἐπὶ τούτῳ οὖν καὶ Πολύγνωτος γέροντα ἔγραψεν ἤδη τῇ ἡλικίᾳ τὸν Χάρωνα.

[28.3]

οἱ δὲ ἐπιβεβηκότες τῆς νεὼς οὐκ ἐπιφανεῖς ἐς ἅπαν εἰσὶν οἷς προσήκουσι.

Τέλλις μὲν ἡλικίαν ἐφήβου γεγονὼς φαίνεται, Κλεόβοια δὲ ἔτι παρθένος,

ἔχει δὲ ἐν τοῖς γόνασι κιβωτὸν ὁποίας ποιεῖσθαι νομίζουσι Δήμητρι.

ἐς μὲν δὴ τὸν Τέλλιν τοσοῦτον ἤκουσα ὡς ὁ ποιητὴς Ἀρχίλοχος ἀπόγονος

εἴη τρίτος Τέλλιδος, Κλεόβοιαν δὲ ἐς Θάσον τὰ ὄργια τῆς Δήμητρος ἐνεγκεῖν

πρώτην ἐκ Πάρου φασίν.

[28.4]ἐπὶ δὲ τοῦ Ἀχέροντος τῇ ὄχθῃ μάλιστα ἄξιον, ὅτι ὑπὸ τοῦ Χάρωνος

τὴν ναῦν ἀνὴρ οὐ δίκαιος ἐς πατέρα ἀγχόμενός ἐστιν ὑπὸ τοῦ πατρός.

περὶ πλείστου γὰρ δὴ ἐποιοῦντο οἱ πάλαι γονέας, ὥσπερ ἔστιν ἄλλοις τε

τεκμήρασθαι καὶ ἐν Κατάνῃ τοῖς καλουμένοις Εὐσεβέσιν, οἵ, ἡνίκα ἐπέῤῥει

τῇ Κατάνῃ πῦρ τὸ ἐκ τῆς Αἴτνης, χρυσὸν μὲν καὶ ἄργυρον ἐν οὐδενὸς

μερίδι ἐποιήσαντο, οἱ δὲ ἔφευγον ὁ μὲν ἀράμενος μητέρα, ὁ δὲ αὐτῶν

τὸν πατέρα: προϊόντας δὲ οὐ σὺν ῥᾳστώνῃ καταλαμβάνει σφᾶς τὸ πῦρ

ἐπειγόμενον τῇ φλογί: καὶ --οὐ γὰρ κατετίθεντο οὐδ' οὕτω τοὺς

γονέας-- διχῇ σχισθῆναι λέγεται τὸν ῥύακα, καὶ αὐτούς τε τοὺς νεανίσκους,

σὺν δὲ αὐτοῖς τοὺς γονέας τὸ πῦρ οὐδέν σφισι λυμηνάμενον παρεξῆλθεν.

[28.5]οὗτοι μὲν δὴ τιμὰς καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι παρὰ Καταναίων ἔχουσιν,

ἐν δὲ τῇ Πολυγνώτου γραφῇ πλησίον τοῦ ἀνδρός, ὃς τῷ πατρὶ ἐλυμαίνετο

καὶ δι' αὐτὸ ἐν Ἅιδου κακὰ ἀναπίμπλησι, τούτου πλησίον ἱερὰ σεσυληκὼς

ἀνὴρ ὑπέσχε δίκην: γυνὴ δὲ ἡ κολάζουσα αὐτὸν φάρμακα ἄλλα τε

καὶ ἐς αἰκίαν οἶδεν ἀνθρώπων.

[28.6]περισσῶς δὲ ἄρα εὐσεβείᾳ θεῶν ἔτι προσέκειντο οἱ ἄνθρωποι,

ὡς Ἀθηναῖοί τε δῆλα ἐποίησαν, ἡνίκα εἷλον Ὀλυμπίου Διὸς ἐν Συρακούσαις

ἱερόν, οὔτε κινήσαντες τῶν ἀναθημάτων οὐδὲν τὸν ἱερέα τε τὸν Συρακούσιον

φύλακα ἐπ' αὐτοῖς ἐάσαντες: ἐδήλωσε δὲ καὶ ὁ Μῆδος Δᾶτις λόγοις τε οὓς εἶπε

πρὸς Δηλίους καὶ τῷ ἔργῳ, ἡνίκα ἐν Φοινίσσῃ νηὶ ἄγαλμα εὑρὼν Ἀπόλλωνος

ἀπέδωκεν αὖθις Ταναγραίοις ἐς Δήλιον. οὕτω μὲν τὸ θεῖον

καὶ οἱ πάντες τότε ἦγον ἐν τιμῇ, καὶ ἐπὶ λόγῳ τοιούτῳ τὰ ἐς τὸν

συλήσαντα ἱερὰ ἔγραψε Πολύγνωτος.

[28.7]ἔστι δὲ ἀνωτέρω τῶν κατειλεγμένων Εὐρύνομος: δαίμονα εἶναι

τῶν ἐν Ἅιδου φασὶν οἱ Δελφῶν ἐξηγηταὶ τὸν Εὐρύνομον, καὶ ὡς

τὰς σάρκας περιεσθίει τῶν νεκρῶν, μόνα σφίσιν ἀπολείπων τὰ ὀστᾶ.

ἡ δὲ Ὁμήρου ποίησις ἐς Ὀδυσσέα καὶ ἡ Μινυάς τε καλουμένη καὶ

οἱ Νόστοι--μνήμη γὰρ δὴ ἐν ταύταις καὶ Ἅιδου καὶ τῶν ἐκεῖ δειμάτων

ἐστὶν--ἴσασιν οὐδένα Εὐρύνομον δαίμονα. τοσοῦτο μέντοι δηλώσω,

 ὁποῖός τε ὁ Εὐρύνομος καὶ ἐπὶ ποίου γέγραπται τοῦ σχήματος:

κυανοῦ τὴν χρόαν μεταξύ ἐστι καὶ μέλανος, ὁποῖαι καὶ τῶν μυιῶν

αἱ πρὸς τὰ κρέα εἰσὶ προσιζάνουσαι, τοὺς δὲ ὀδόντας φαίνει,

καθεζομένῳ δὲ ὑπέστρωταί οἱ δέρμα γυπός.

[28.8]ἐφεξῆς δὲ μετὰ τὸν Εὐρύνομον ἥ τε ἐξ Ἀρκαδίας Αὔγη καὶ Ἰφιμέδειά

ἐστι: καὶ ἡ μὲν παρὰ Τεύθραντα ἡ Αὔγη ἀφίκετο ἐς Μυσίαν, καὶ γυναικῶν

ὁπόσαις ἐς τὸ αὐτὸ Ἡρακλέα ἀφικέσθαι λέγουσι, μάλιστα δὴ παῖδα

ἐοικότα ἔτεκε τῷ πατρί: τῇ δ' Ἰφιμεδείᾳ γέρα δέδοται μεγάλα

ὑπὸ τῶν ἐν Μυλάσοις Καρῶν.

 - X.29

[29.1]τῶν δὲ ἤδη μοι κατειλεγμένων εἰσὶν ἀνώτεροι τούτων ἱερεῖα

[καὶ] οἱ ἑταῖροι τοῦ Ὀδυσσέως Περιμήδης καὶ Εὐρύλοχος φέροντες:

τὰ δέ ἐστι μέλανες κριοὶ τὰ ἱερεῖα. μετὰ δὲ αὐτοὺς ἀνήρ ἐστι καθήμενος,

ἐπίγραμμα δὲ Ὄκνον εἶναι λέγει τὸν ἄνθρωπον: πεποίηται μὲν πλέκων

σχοινίον, παρέστηκε δὲ θήλεια ὄνος ἐπεσθίουσα τὸ πεπλεγμένον

ἀεὶ τοῦ σχοινίου. τοῦτον εἶναι τὸν Ὄκνον φίλεργόν φασιν ἄνθρωπον,

γυναῖκα δὲ ἔχειν δαπανηράν: καὶ ὁπόσα συλλέξαιτο ἐργαζόμενος,

οὐ πολὺ δὴ ὕστερον ὑπὸ ἐκείνης ἀνήλωτο.

[29.2]τὰ οὖν ἐς τοῦ Ὄκνου τὴν γυναῖκα ἐθέλουσιν αἰνίξασθαι τὸν Πολύγνωτον.

οἶδα δὲ καὶ ὑπὸ Ἰώνων, ὁπότε ἴδοιέν τινα πονοῦντα ἐπὶ οὐδενὶ ὄνησιν φέροντι,

ὑπὸ τούτων εἰρημένον ὡς ὁ ἀνὴρ οὗτος συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν θώμιγγα.

ὄκνον δ' οὖν καὶ μάντεων οἱ ὁρῶντες τοὺς οἰωνοὺς καλοῦσί τινα ὄρνιθα:

καὶ ἔστιν οὗτος ὁ ὄκνος μέγιστος μὲν καὶ κάλλιστος ἐρωδιῶν, εἰ δὲ ἄλλος

τις ὀρνίθων σπάνιός ἐστι καὶ οὗτος.

[29.3]γέγραπται δὲ καὶ Τιτυὸς οὐ κολαζόμενος ἔτι, ἀλλὰ ὑπὸ τοῦ συνεχοῦς

τῆς τιμωρίας ἐς ἅπαν ἐξανηλωμένος, ἀμυδρὸν καὶ οὐδὲ ὁλόκληρον εἴδωλον.

ἐπιόντι δὲ ἐφεξῆς τὰ ἐν τῇ γραφῇ, ἔστιν ἐγγυτάτω τοῦ στρέφοντος τὸ καλῴδιον

Ἀριάδνη: κάθηται μὲν ἐπὶ πέτρας, ὁρᾷ δὲ ἐς τὴν ἀδελφὴν Φαίδραν, τό τε ἄλλο

αἰωρουμένην σῶμα ἐν σειρᾷ καὶ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ἑκατέρωθεν

τῆς σειρᾶς ἐχομένην: παρεῖχε δὲ τὸ σχῆμα καίπερ ἐς τὸ εὐπρεπέστερον

πεποιημένον συμβάλλεσθαι τὰ ἐς τῆς Φαίδρας τὴν τελευτήν.

[29.4]τὴν δὲ Ἀριάδνην ἢ κατά τινα ἐπιτυχὼν δαίμονα ἢ καὶ ἐπίτηδες αὐτὴν

λοχήσας ἀφείλετο Θησέα ἐπιπλεύσας Διόνυσος στόλῳ μείζονι, οὐκ ἄλλος

κατὰ ἐμὴν δόξαν, ἀλλὰ ὁ πρῶτος μὲν ἐλάσας ἐπὶ Ἰνδοὺς στρατείᾳ,

πρῶτος δὲ Εὐφράτην γεφυρώσας ποταμόν: Ζεῦγμά τε ὠνομάσθη πόλις

καθ' ὅ τι ἐζεύχθη τῆς χώρας ὁ Εὐφράτης, καὶ ἔστιν ἐνταῦθα ὁ κάλως καὶ

ἐς ἡμᾶς ἐν ᾧ τὸν ποταμὸν ἔζευξεν, ἀμπελίνοις ὁμοῦ πεπλεγμένος

καὶ κισσοῦ κλήμασι.

[29.5]τὰ μὲν δὴ ἐς Διόνυσον πολλὰ ὑπό τε Ἑλλήνων λεγόμενα καὶ ὑπὸ Αἰγυπτίων

ἐστίν: ὑπὸ δὲ τὴν Φαίδραν ἐστὶν ἀνακεκλιμένη Χλῶρις ἐπὶ τῆς Θυίας γόνασιν.

οὐχ ἁμαρτήσεται μὲν δὴ οὐδὲ ὅστις φησὶ φιλίαν εἶναι ἐς ἀλλήλας, ἡνίκα

ἔτυχον αἱ γυναῖκες ζῶσαι: ἦσαν γὰρ δὴ ἡ μὲν ἐξ Ὀρχομενοῦ

τοῦ ἐν Βοιωτίᾳ ἡ Χλῶρις, ἡ δὲ <κασταλίου θυγάτηρ ἀπό τοῦ Παρνασσοῦ.>

εἶπον δ' ἂν καὶ ἄλλοι τὸν ἐς αὐτὰς λόγον, τῇ μὲν συγγενέσθαι Ποσειδῶνα

τῇ Θυίᾳ, Χλῶριν δὲ Ποσειδῶνος παιδὶ Νηλεῖ συνοικῆσαι.

[29.6]παρὰ δὲ τὴν Θυίαν Πρόκρις τε ἕστηκεν ἡ Ἐρεχθέως καὶ μετ' αὐτὴν Κλυμένη:

ἐπιστρέφει δὲ αὐτῇ τὰ νῶτα ἡ Κλυμένη. ἔστι δὲ πεποιημένα ἐν Νόστοις

Μινύου μὲν τὴν Κλυμένην θυγατέρα εἶναι, γήμασθαι δὲ αὐτὴν Κεφάλῳ

τῷ Δηίονος καὶ γενέσθαι σφίσιν Ἴφικλον παῖδα. τὰ δὲ ἐς τὴν Πρόκριν

καὶ οἱ πάντες ᾄδουσιν, ὡς προτέρα Κεφάλῳ ἢ Κλυμένη συνῴκησε καὶ

ὃν τρόπον ἐτελεύτησεν ὑπὸ τοῦ ἀνδρός.

[29.7]ἐσωτέρω δὲ τῆς Κλυμένης Μεγάραν τὴν ἐκ Θηβῶν ὄψει: ταύτην γυναῖκα

ἔσχεν Ἡρακλῆς τὴν Μεγάραν καὶ ἀπεπέμψατο ἀνὰ χρόνον, ἅτε παίδων τε

ἐστερημένος τῶν ἐξ αὐτῆς καὶ αὐτὴν ἡγούμενος οὐκ ἐπὶ ἀμείνονι τῷ δαίμονι .

γυναικῶν τῶν κατειλεγμένων ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς ἥ τε Σαλμωνέως θυγάτηρ

ἐστὶν ἐπὶ πέτρας καθεζομένη καὶ Ἐριφύλη παρ' αὐτὴν [ἐστιν] ἑστῶσα,

διὰ μὲν τοῦ χιτῶνος ἀνέχουσα ἄκρους παρὰ τὸν τράχηλον τοὺς δακτύλους,

τοῦ χιτῶνος δὲ ἐν τοῖς κοίλοις εἰκάσεις τῶν χειρῶν ἐκεῖνον τὸν ὅρμον

αὐτὴν ἔχειν.

[29.8]ὑπὲρ δὲ τὴν Ἐριφύλην ἔγραψεν Ἐλπήνορά τε καὶ Ὀδυσσέα ὀκλάζοντα

ἐπὶ τοῖς ποσίν, ἔχοντα ὑπὲρ τοῦ βόθρου τὸ ξίφος: καὶ ὁ μάντις Τειρεσίας

πρόεισιν ἐπὶ τὸν βόθρον. μετὰ δὲ τὸν Τειρεσίαν ἐπὶ πέτρας ἡ Ὀδυσσέως

μήτηρ Ἀντίκλειά ἐστιν: ὁ δὲ Ἐλπήνωρ ἀμπέχεται φορμὸν ἀντὶ ἐσθῆτος,

σύνηθες τοῖς ναύταις φόρημα.

[29.9]κατωτέρω δὲ τοῦ Ὀδυσσέως ἐπὶ θρόνων καθεζόμενοι Θησεὺς μὲν

τὰ ξίφη τό τε Πειρίθου καὶ τὸ ἑαυτοῦ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ἔχει,

ὁ δὲ ἐς τὰ ξίφη βλέπων ἐστὶν ὁ Πειρίθους: εἰκάσαις ἂν ἄχθεσθαι

τοῖς ξίφεσιν αὐτὸν ὡς ἀχρείοις καὶ ὄφελός σφισιν οὐ γεγενημένοις

ἐς τὰ τολμήματα. Πανύασσις δὲ ἐποίησεν ὡς Θησεὺς καὶ Πειρίθους

ἐπὶ τῶν θρόνων παράσχοιντο σχῆμα οὐ κατὰ δεσμώτας, προσφύεσθαι

δὲ ἀπὸ τοῦ χρωτὸς ἀντὶ δεσμῶν σφισιν ἔφη τὴν πέτραν.

[29.10]Θησέως δὲ καὶ Πειρίθου τὴν λεγομένην φιλίαν ἐν ἀμφοτέραις ἐδήλωσεν

Ὅμηρος ταῖς ποιήσεσι, καὶ Ὀδυσσεὺς μὲν πρὸς Φαίακας λέγων ἐστὶ

καί νύ κ' ἔτι προτέρους ἴδον ἀνέρας οὓς ἔθελόν περ,

Θησέα Πειρίθοόν τε, θεῶν ἐρικυδέα τέκνα: (Όμηρος, Οδύσσεια, 11.631)

πεποίηται δὲ αὐτῷ καὶ ἐν Ἰλιάδι ὁ Νέστωρ ἄλλα τε ἐπὶ Ἀγαμέμνονος

καὶ Ἀχιλλέως νουθεσίᾳ καὶ ἔπη τάδε εἰρηκώς:

οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι

οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε ποιμένα λαῶν

Καινέα τ' Ἐξάδιόν τε καὶ ἀντίθεον Πολύφημον

Θησέα τ' Αἰγείδην ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν. (Όμηρος, Ιλιάς, 1.262)

- X.30

[30.1]ἐφεξῆς δὲ τὰς Πανδάρεω θυγατέρας ἔγραψεν ὁ Πολύγνωτος.

Ὁμήρῳ δὲ ἐν Πηνελόπης λόγοις ἐστὶν ὡς ἀποθάνοιεν μὲν ταῖς παρθένοις

οἱ γεινάμενοι κατὰ μήνιμα ἐκ θεῶν, αὐτὰς δὲ ὀρφανὰς τραφῆναι μὲν

ὑπὸ Ἀφροδίτης, λαβεῖν δὲ καὶ παρ' ἄλλων θεῶν, Ἥρας μὲν φρονεῖν τε

ἱκανὰς εἶναι καὶ εἶδος καλάς, μῆκος δὲ τοῦ σώματος Ἄρτεμίν φησιν

αὐταῖς δωρήσασθαι, ἔργα δὲ γυναιξὶν ἁρμόζοντα ὑπὸ Ἀθηνᾶς διδαχθῆναι.

[30.2]

Ἀφροδίτην μὲν οὖν ἐς οὐρανὸν ἀνέρχεσθαι, παρὰ Διὸς γάμον εὐδαίμονα

ἐθέλουσαν ταῖς παισὶν εὕρασθαι, τὰς δὲ ἀπούσης ἐκείνης ἁρπασθῆναί τε

ὑπὸ Ἁρπυιῶν καὶ Ἐρινύσιν ὑπ' αὐτῶν δοθῆναι. τάδε μέν ἐστιν ἐς αὐτὰς Ὁμήρῳ

πεποιημένα, Πολύγνωτος δὲ κόρας τε ἐστεφανωμένας ἄνθεσι καὶ παιζούσας

ἔγραψεν ἀστραγάλοις, ὄνομα δὲ αὐταῖς Καμειρώ τε καὶ Κλυτίη.

τὸν δὲ Πανδάρεων Μιλήσιόν τε ἐκ Μιλήτου τῆς Κρητικῆς ὄντα ἴστω τις

καὶ ἀδικήματος ἐς τὴν κλοπὴν Ταντάλῳ καὶ τοῦ ἐπὶ τῷ ὅρκῳ

μετασχόντα σοφίσματος.

[30.3]μετὰ δὲ τοῦ Πανδάρεω τὰς κόρας Ἀντίλοχος τὸν μὲν ἕτερον ἐπὶ πέτρας

τῶν ποδῶν, τὸ δὲ πρόσωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις

ἔχων ἐστίν, Ἀγαμέμνων δὲ μετὰ τὸν Ἀντίλοχον σκήπτρῳ τε ὑπὸ τὴν

ἀριστερὰν μασχάλην ἐρειδόμενος καὶ ταῖς χερσὶν ἐπανέχων ῥάβδον:

Πρωτεσίλαος δὲ πρὸς Ἀχιλλέα ἀφορᾷ καθεζόμενος. καὶ ὁ Πρωτεσίλαος

παρέχεται σχῆμα, ὑπὲρ δὲ τὸν Ἀχιλλέα Πάτροκλός ἐστιν ἑστηκώς.

οὗτοι πλὴν τοῦ Ἀγαμέμνονος οὐκ ἔχουσι γένεια οἱ ἄλλοι.

[30.4]γέγραπται δὲ ὑπὲρ αὐτοὺς Φῶκός τε ἡλικίαν μειράκιον καὶ Ἰασεὺς

γενείων μὲν εὖ ἔχων, δακτύλιον δὲ ἐκ τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Φώκου

περιαιρούμενος χειρὸς ἐπὶ τοιῷδέ ἐστι λόγῳ. Φώκῳ τῷ Αἰακοῦ

διαβάντι ἐξ Αἰγίνης ἐς τὴν νῦν καλουμένην Φωκίδα, καὶ ἀνθρώπων τε

ἀρχὴν τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ ταύτῃ κτήσασθαι καὶ αὐτῷ θέλοντι ἐνταῦθα

οἰκῆσαι, ἀφίκετο ἐπὶ πλεῖστον ὁ Ἰασεὺς φιλίας, καί οἱ δῶρα ἄλλα τε

ὡς τὸ εἰκὸς ἐδωρήσατο καὶ λίθου σφραγῖδα ἐνδεδεμένην χρυσῷ:

Φώκῳ δὲ οὐ μετὰ πολὺν χρόνον ἀνακομισθέντι ἐς Αἴγιναν Πηλεὺς

αὐτίκα ἐβούλευσε τοῦ βίου τὴν τελευτήν. καὶ τοῦδε ἕνεκα ἐν τῇ γραφῇ

ἐς ἀνάμνησιν ἐκείνης τῆς φιλίας ὅ τε Ἰασεὺς τὴν σφραγῖδά ἐστιν ἐθέλων

θεάσασθαι καὶ ὁ Φῶκος παρεὶς λαβεῖν αὐτήν.

[30.5]ὑπὲρ τούτους Μαῖρά ἐστιν ἐπὶ πέτρᾳ καθεζομένη: περὶ δὲ αὐτῆς

πεποιημένα ἐστὶν ἐν Νόστοις ἀπελθεῖν μὲν παρθένον ἔτι ἐξ ἀνθρώπων,

θυγατέρα δὲ αὐτὴν εἶναι Προίτου τοῦ Θερσάνδρου, τὸν δὲ εἶναι Σισύφου.

ἐφεξῆς δὲ τῆς Μαίρας Ἀκταίων ἐστὶν ὁ Ἀρισταίου καὶ ἡ τοῦ Ἀκταίωνος

μήτηρ, νεβρὸν ἐν ταῖς χερσὶν ἔχοντες ἐλάφου καὶ ἐπὶ δέρματι ἐλάφου

καθεζόμενοι: κύων τε θηρευτικὴ παρακατάκειταί σφισι βίου

τοῦ Ἀκταίωνος ἕνεκα καὶ τοῦ ἐς τὴν τελευτὴν τρόπου.

[30.6]ἀποβλέψαντι δὲ αὖθις ἐς τὰ κάτω τῆς γραφῆς, ἔστιν ἐφεξῆς

μετὰ τὸν Πάτροκλον οἷα ἐπὶ λόφου τινὸς Ὀρφεὺς καθεζόμενος,

ἐφάπτεται δὲ καὶ τῇ ἀριστερᾷ κιθάρας, τῇ δὲ ἑτέρᾳ χειρὶ ἰτέας ψαύει:

κλῶνές εἰσιν ὧν ψαύει, προσανακέκλιται δὲ τῷ δένδρῳ. τὸ δὲ ἄλσος

ἔοικεν εἶναι τῆς Περσεφόνης, ἔνθα αἴγειροι καὶ ἰτέαι δόξῃ τῇ Ὁμήρου

πεφύκασιν: Ἑλληνικὸν δὲ τὸ σχῆμά ἐστι τῷ Ὀρφεῖ, καὶ οὔτε ἡ ἐσθὴς

οὔτε ἐπίθημά ἐστιν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ Θρᾴκιον.

[30.7]τῷ δένδρῳ δὲ τῇ ἰτέᾳ κατὰ τὸ ἕτερον μέρος προσανακεκλιμένος ἐστὶν

αὐτῇ Προμέδων. εἰσὶ μὲν δὴ οἳ νομίζουσι καθάπερ ἐς ποίησιν ἐπεσῆχθαι

τὸ Προμέδοντος ὄνομα ὑπὸ τοῦ Πολυγνώτου: τοῖς δὲ εἰρημένον

ἐστὶν ἄνδρα Ἕλληνα ἔς τε τὴν ἄλλην ἅπασαν γενέσθαι φιλήκοον

μουσικὴν καὶ ἐπὶ τῇ ᾠδῇ μάλιστα τῇ Ὀρφέως.

[30.8]κατὰ τοῦτο τῆς γραφῆς Σχεδίος ὁ Φωκεῦσιν ἡγησάμενος ἐς Τροίαν

καὶ μετὰ τοῦτον Πελίας ἐστὶν ἐν θρόνῳ καθεζόμενος, τὰ γένεια ὁμοίως

καὶ τὴν κεφαλὴν πολιός, ἐνορᾷ δὲ ἐς τὸν Ὀρφέα: ὁ δὲ Σχεδίος ἐγχειρίδιόν τε

ἔχων καὶ ἄγρωστίν ἐστιν ἐστεφανωμένος. Θαμύριδι δὲ ἐγγὺς καθεζομένῳ

τοῦ Πελίου διεφθαρμέναι αἱ ὄψεις καὶ ταπεινὸν ἐς ἅπαν σχῆμά ἐστι

καὶ ἡ κόμη πολλὴ μὲν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, πολλὴ δὲ αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς γενείοις:

λύρα δὲ ἔῤῥιπται πρὸς τοῖς ποσί, κατεαγότες αὐτῆς οἱ πήχεις

καὶ αἱ χορδαὶ κατεῤῥωγυῖαι.

[30.9]ὑπὲρ τούτου ἐστὶν ἐπὶ πέτρας καθεζόμενος Μαρσύας, καὶ Ὄλυμπος

παρ' αὐτὸν παιδός ἐστιν ὡραίου καὶ αὐλεῖν διδασκομένου σχῆμα ἔχων.

οἱ δὲ ἐν Κελαιναῖς Φρύγες ἐθέλουσι μὲν τὸν ποταμὸν ὃς διέξεισιν

αὐτοῖς διὰ τῆς πόλεως ἐκεῖνόν ποτε εἶναι τὸν αὐλητήν, ἐθέλουσι δὲ

καὶ εὕρημα εἶναι τοῦ Μαρσύου τὸ Μητρῷον αὔλημα: φασὶ δὲ ὡς

καὶ τὴν Γαλατῶν ἀπώσαιντο στρατείαν τοῦ Μαρσύου σφίσιν

ἐπὶ τοὺς βαρβάρους ὕδατί τε ἐκ τοῦ ποταμοῦ καὶ μέλει τῶν αὐλῶν ἀμύναντος.

- X.31

[31.1]εἰ δὲ ἀπίδοις πάλιν ἐς τὸ ἄνω τῆς γραφῆς, ἔστιν ἐφεξῆς τῷ Ἀκταίωνι

Αἴας ὁ ἐκ Σαλαμῖνος, καὶ Παλαμήδης τε καὶ Θερσίτης κύβοις χρώμενοι

παιδιᾷ, τοῦ Παλαμήδους τῷ εὑρήματι: Αἴας δὲ ὁ ἕτερος ἐς αὐτοὺς ὁρᾷ

παίζοντας. τούτῳ τῷ Αἴαντι τὸ χρῶμά ἐστιν οἷον ἀνδρὶ ναυαγῷ γένοιτο

ἐπανθούσης τῷ χρωτὶ ἔτι τῆς ἅλμης.

[31.2]ἐς δὲ τὸ αὐτὸ ἐπίτηδες τοῦ Ὀδυσσέως τοὺς ἐχθροὺς ἤγαγεν ὁ Πολύγνωτος:

ἀφίκετο δὲ ἐς Ὀδυσσέως δυσμένειαν ὁ τοῦ Ὀιλέως Αἴας, ὅτι τοῖς Ἕλλησιν

Ὀδυσσεὺς παρῄνει καταλιθῶσαι τὸν Αἴαντα ἐπὶ τῷ ἐς Κασσάνδραν

τολμήματι: Παλαμήδην δὲ ἀποπνιγῆναι προελθόντα ἐπὶ ἰχθύων θήραν,

Διομήδην δὲ τὸν ἀποκτείναντα εἶναι καὶ Ὀδυσσέα ἐπιλεξάμενος

ἐν ἔπεσιν οἶδα τοῖς Κυπρίοις.

[31.3]Μελέαγρος δὲ ὁ Οἰνέως ἀνωτέρω μὲν ἢ ὁ τοῦ Ὀιλέως Αἴας ἐστὶν

ἐν τῇ γραφῇ, ἔοικε δὲ ὁρῶντι ἐς τὸν Αἴαντα. τούτοις πλὴν τῷ Παλαμήδει

γένειά ἐστι τοῖς ἄλλοις. ἐς δὲ τοῦ Μελεάγρου τὴν τελευτὴν Ὁμήρῳ μέν

ἐστιν εἰρημένα ὡς Ἐρινὺς καταρῶν ἀκούσαι τῶν Ἀλθαίας καὶ ἀποθάνοι

κατὰ ταύτην ὁ Μελέαγρος τὴν αἰτίαν, αἱ δὲ Ἠοῖαί τε καλούμεναι

καὶ ἡ Μινυὰς ὡμολογήκασιν ἀλλήλαις: Ἀπόλλωνα [γὰρ] δὴ αὗταί φασιν

αἱ ποιήσεις ἀμῦναι Κούρησιν ἐπὶ τοὺς Αἰτωλοὺς καὶ ἀποθανεῖν

Μελέαγρον ὑπὸ Ἀπόλλωνος.

[31.4]τὸν δὲ ἐπὶ τῷ δαλῷ λόγον, ὡς δοθείη μὲν ὑπὸ Μοιρῶν τῇ Ἀλθαίᾳ,

Μελεάγρῳ δὲ οὐ πρότερον ἔδει τὴν τελευτὴν συμβῆναι πρὶν ἢ ὑπὸ πυρὸς

ἀφανισθῆναι τὸν δαλὸν καὶ ὡς ὑπὸ τοῦ θυμοῦ καταπρήσειεν αὐτὸν

ἡ Ἀλθαία, τοῦτον τὸν λόγον Φρύνιχος ὁ Πολυφράδμονος πρῶτος

ἐν δράματι ἔδειξε Πλευρωνίαις:

κρυερὸν γὰρ οὐκ

ἤλυξεν μόρον, ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο,

δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ' αἰνᾶς κακομηχάνου.

Πολυφράδμων, Πλευρόνιαι, άγνωστη θέση.οὐ μὴν φαίνεταί γε

ὁ Φρύνιχος προαγαγὼν τὸν λόγον ἐς πλέον ὡς εὕρημα ἄν τις οἰκεῖον,

προσαψάμενος δὲ αὐτοῦ μόνον ἅτε ἐς ἅπαν ἤδη διαβεβοημένου τὸ Ἑλληνικόν.

[31.5]ἐν δὲ τοῖς κάτω τῆς γραφῆς μετὰ τὸν Θρᾷκά εἰσι Θάμυριν Ἕκτωρ μὲν

καθεζόμενος--ἀμφοτέρας ἔχει τὰς χεῖρας περὶ τὸ ἀριστερὸν γόνυ,

ἀνιωμένου σχῆμα ἐμφαίνων--, μετὰ δὲ αὐτὸν Μέμνων ἐστὶν ἐπὶ πέτρᾳ

καθεζόμενος καὶ Σαρπηδὼν συνεχὴς τῷ Μέμνονι: ἐπικέκλιται δὲ τὸ

πρόσωπον ἐπὶ τὰς χεῖρας ἀμφοτέρας ὁ Σαρπηδών, ἡ δὲ ἑτέρα

τῶν χειρῶν τοῦ Μέμνονος ἐπὶ τῷ ὤμῳ τοῦ Σαρπηδόνος κεῖται.

[31.6]γένεια μὲν πᾶσίν ἐστιν αὐτοῖς, ἐν δὲ τοῦ Μέμνονος τῇ χλαμύδι καὶ ὄρνιθές

εἰσιν ἐπειργασμέναι: Μεμνονίδες ταῖς ὄρνισίν ἐστιν ὄνομα, κατὰ δὲ ἔτος

οἱ Ἑλλησπόντιοί φασιν αὐτὰς ἐν εἰρημέναις ἡμέραις ἰέναι τε ἐπὶ τοῦ Μέμνονος

τὸν τάφον, καὶ ὁπόσον τοῦ μνήματος δένδρων ἐστὶν ἢ πόας ψιλόν,

τοῦτο καὶ σαίρουσιν ὄρνιθες καὶ ὑγροῖς τοῖς πτεροῖς τοῦ Αἰσήπου

τῷ ὕδατι ῥαίνουσι.

[31.7]παρὰ δὲ τῷ Μέμνονι καὶ παῖς Αἰθίοψ πεποίηται γυμνός, ὅτι ὁ Μέμνων

βασιλεὺς ἦν τοῦ Αἰθιόπων γένους. ἀφίκετο μέντοι ἐς Ἴλιον οὐκ ἀπ' Αἰθιοπίας

ἀλλὰ ἐκ Σούσων τῶν Περσικῶν καὶ ἀπὸ τοῦ Χοάσπου ποταμοῦ,

τὰ ἔθνη πάντα ὅσα ᾤκει μεταξὺ ὑποχείρια πεποιημένος: Φρύγες δὲ καὶ

τὴν ὁδὸν ἔτι ἀποφαίνουσι δι' ἧς τὴν στρατιὰν ἤγαγε τὰ ἐπίτομα ἐκλεγόμενος

τῆς χώρας: τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός.

[31.8]ὑπὲρ δὲ τὸν Σαρπηδόνα τε καὶ Μέμνονα, ἔστιν ὑπὲρ αὐτοὺς ὁ Πάρις

οὐκ ἔχων πω γένεια: κροτεῖ δὲ ταῖς χερσίν, οἷος ἂν γένοιτο ἀνδρὸς

ἀγροίκου κρότος: ἐοικέναι τὸν Πάριν φήσεις τῷ ψόφῳ τῶν χειρῶν

Πενθεσίλειαν παρ' αὑτὸν καλοῦντι. ἔστι δὲ καὶ ἡ Πενθεσίλεια ὁρῶσα

ἐς τὸν Πάριν, τοῦ προσώπου δὲ ἔοικε τῷ νεύματι ὑπερορᾶν τε αὐτὸν

καὶ ἐν οὐδενὸς τίθεσθαι λόγῳ: τὸ δὲ σχῆμά ἐστι τῇ Πενθεσιλείᾳ παρθένος

τόξον ἔχουσα τοῖς Σκυθικοῖς ἐμφερὲς καὶ παρδάλεως δέρμα ἐπὶ τῶν ὤμων.

[31.9]αἱ δὲ ὑπὲρ τὴν Πενθεσίλειαν φέρουσαι μέν εἰσιν ὕδωρ ἐν κατεαγόσιν

ὀστράκοις, πεποίηται δὲ ἡ μὲν ἔτι ὡραία τὸ εἶδος, ἡ δὲ ἤδη τῆς ἡλικίας

προήκουσα: ἰδίᾳ μὲν δὴ οὐδὲν ἐπίγραμμα ἐπὶ ἑκατέρᾳ τῶν γυναικῶν,

ἐν κοινῷ δέ ἐστιν ἐπὶ ἀμφοτέραις εἶναι σφᾶς τῶν οὐ μεμυημένων γυναικῶν.

[31.10]ἀνωτέρω τούτων ἐστὶν ἡ Λυκάονος Καλλιστὼ καὶ Νομία τε καὶ ἡ

Νηλέως Πηρώ: ταύτης ἕδνα τῶν γάμων βοῦς ὁ Νηλεὺς ᾔτει τὰς Ἰφίκλου.

τῇ Καλλιστοῖ δὲ ἀντὶ μὲν στρωμνῆς ἐστιν αὐτῇ δέρμα ἄρκτου,

τοὺς πόδας δὲ ἐν τοῖς Νομίας γόνασιν ἔχει κειμένους. ἐδήλωσε δέ μοι

τὰ πρότερα τοῦ λόγου φάναι τοὺς Ἀρκάδας Νομίαν εἶναι [φασὶν] ἐπιχώριον

νύμφην: τὰς νύμφας δὲ εἶναι πολὺν μέν τινα ἀριθμὸν βιούσας ἐτῶν,

οὐ μέντοι παράπαν γε ἀπηλλαγμένας θανάτου, ποιητῶν+ ἐστιν ἐς αὐτὰς λόγος.

μετὰ δὲ τὴν Καλλιστὼ καὶ ὅσαι σὺν ἐκείνῃ γυναῖκες, κρημνοῦ τε σχῆμά

ἐστι καὶ ὁ Αἰόλου Σίσυφος ἀνῶσαι πρὸς τὸν κρημνὸν βιαζόμενος τὴν πέτραν.

[31.11]ἔστι δὲ καὶ πίθος ἐν τῇ γραφῇ, πρεσβύτης δὲ ἄνθρωπος, ὁ δὲ ἔτι παῖς,

καὶ γυναῖκες, νέα μὲν ὑπὸ τῇ πέτρᾳ, παρὰ δὲ τὸν πρεσβύτην ἐοικυῖα

ἐκείνῳ τὴν ἡλικίαν: οἱ μὲν δὴ ἄλλοι φέρουσιν ὕδωρ, τῇ δὲ γραὶ̈ κατεᾶχθαι

τὴν ὑδρίαν εἰκάσεις: ὅσον δὲ ἐν τῷ ὀστράκῳ λοιπόν ἦν τοῦ ὕδατος,

ἐκχέουσά ἐστιν αὖθις ἐς τὸν πίθον. ἐτεκμαιρόμεθα δ' εἶναι καὶ τούτους

τῶν τὰ δρώμενα Ἐλευσῖνι ἐν οὐδενὶ θεμένων λόγῳ: οἱ γὰρ ἀρχαιότεροι

τῶν Ἑλλήνων τελετὴν τὴν Ἐλευσινίαν πάντων ὁπόσα ἐς εὐσέβειαν

ἥκει τοσούτῳ ἦγον ἐντιμότερον ὅσῳ καὶ θεοὺς ἐπίπροσθεν ἡρώων.

[31.12]ὑπὸ τούτῳ δὲ τῷ πίθῳ Τάνταλος καὶ ἄλλα ἔχων ἐστὶν ἀλγεινὰ ὁπόσα

Ὅμηρος ἐπ' αὐτῷ πεποίηκεν, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς πρόσεστίν οἱ καὶ τὸ ἐκ τοῦ

ἐπηρτημένου λίθου δεῖμα. Πολύγνωτος μὲν δῆλός ἐστιν ἐπακολουθήσας

τῷ Ἀρχιλόχου λόγῳ: Ἀρχίλοχος δὲ οὐκ οἶδα εἴτε ἐδιδάχθη παρὰ ἄλλων

τὰ ἐς τὸν λίθον εἴτε καὶ αὐτὸς ἐς τὴν ποίησιν ἐσηνέγκατο.

τοσαύτη μὲν πλῆθος καὶ εὐπρεπείας ἐς τοσοῦτόν ἐστιν ἥκουσα

ἡ τοῦ Θασίου γραφή:

Πληροφορίες , Εικόνες

_ΊΔΡΥΜΑ ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ

"Γιάννης Τσαρούχης: μια συνοπτική προσέγγιση της ζωγραφικής του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσα από το έργο του"

Ανδρεαδάκης Δημήτρης _ 2 Μαρτίου 2016

_Η Τέχνη των Ελλήνων artlessons.gr

_PinakesPolygnotou hellinon.net

_Classical Period ime.gr

_livepedia.gr

_Wikipedia.org

Nick Neddo _ The Organic Artist: Make Your Own Paint, Paper, Pigments, Prints and More From Nature

ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 28.9.2021.

- Παπαευθυμίου-Παπάνθιμου Αικ. «Η Θάσος στην τροχιά των αιώνων», εκδ. Μεδεών.

- ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ.

- ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.

Bommelaer, J.-F. (1992). Delphes :. centenaire de la "grande fouille" realisee par l'Ecole francaise d'Athenes, 1892-1903 : actes du colloque Paul Perdrizet, Strasbourg 6-9 novembre 1991. Leiden.

Jacquemin, J. (2000). Delphes : Cent ans après la grande fouille: essai de bilan: actes du colloque international organisé par l'École Française d'Athènes, Athènes-Delphes, 17-20 septembre 1992. Athènes.

Hellman, M.-C., Skorda, D. (et al.) (1992). La redecouverte de Delphes. Paris.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)