5.11.24

ΛΑΠΙΣ ΛΑΖΟΥΛΙ + Ultramarine

 


«Και είδαν τον Θεό του Ισραήλ, και ήταν κάτω από τα πόδια του σαν πλακόστρωτο έργο από ζαφείρι...»   Έξοδος 24:10

 Υπάρχουν πολλές αναφορές στο " ζαφείρι " στην Παλαιά Διαθήκη , αλλά οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι το ζαφείρι δεν ήταν γνωστό πριν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οπότε στην πραγματικότητα αναφέρονται στο Λάπις Λάζουλι.

 “αδιαφανές και πασπαλισμένο με κόκκους χρυσού, ένα θραύσμα του έναστρου στερεώματος ”

 Έτσι αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το Λάπις Λάζουλι την πέτρα του ουρανού.

 Η λατινική λέξη lapis σημαίνει πέτρα και Lazuli το μπλε χρώμα, κατά την περσική λέξη lājevard που σημαίνει ουρανός. .

Armenian- lačivērt

Turkish- lacivert

Λάπις Λάζουλι, αυτό το ορυκτό με το πλούσιο βαθύ βελούδινο μπλε χρώμα που έχει αιχμαλωτίσει την χρυσή λάμψη του ήλιου και κάνει αυτή την μοναδική πέτρα πολυτιμότερη από όλους τους λίθους. Για εκατοντάδες χρόνια, μια ουγκιά λάπις ήταν περίπου ισοδύναμη σε κόστος μιας ουγκιάς χρυσού.

 Εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι στα αρχαία ορυχεία του Αφγανιστάν.

Το δαντελωτό ανάγλυφο των ψηλών βουνών και τα πολλά φυσικά πλούτη μαρτυρούν πως το Αφγανιστάν είχε ένα ταραχώδες γεωλογικό παρελθόν. Το Λάπις Λάζουλι σχηματίστηκε όταν τα Ασβεστολιθικά και Δολολιθικά πετρώματα της περιοχής τροποποιήθηκαν μέσω γεωλογικών διεργασιών από την πίεση και την υψηλή θερμοκρασία. Περισσότερο από δυο δισεκατομμύρια χρόνια πριν, τα βακτήρια σχημάτισαν ασβεστολιθικά πετρώματα στον βυθό της θάλασσας. Κατά την Ιουράσιο περίοδο το εσωτερικό της Κεντρικής Ασίας υψώθηκε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω της σύγκρουσης των τεκτονικών πλακών.

 Το Αφγανιστάν που βρίσκεται στην μέση αυτών των συγκρούσεων μοιάζει σαν ένα τεράστιο παζλ που αποτελείται από μπλοκ και αυτά τα μπλοκ χωρίζονται μεταξύ τους με βαθιά ρήγματα. Τα ποτάμια διαβρώνουν βαθιές κοιλάδες κατά μήκος αυτών των ρηγμάτων και τότε αρχίζει η περίοδος ηφαιστειακής δραστηριότητας. Το μάγμα ανεβαίνει κατά μήκος των ρηγμάτων και καυτά υδροθερμικά υγρά συμπιέζονται μέσα από ρωγμές στον ασβεστόλιθο. Το μάγμα αντιδρά χημικά με τον ασβεστόλιθο δημιουργώντας ένα πλούσιο πέτρωμα που ψύχθηκε και κρυσταλλώθηκε σχηματίζοντας ένα κοίτασμα πλούσιο σε μετάλλευμα που ονομάζεται skarn. Το λάπις λάζουλι είναι ένας από τους πολλούς πολύτιμους λίθους που βρίσκονται στο skarn.

Αυτός ο πολύτιμος λίθος Λαζουρίτης εμφανίστηκε σε λευκά και μαύρα πετρώματα που έχουν πάχος εκατοντάδες μέτρα και περιλαμβάνουν  Πυρίτη, Διοψίδη, Σοδαλίτη, Φορστερίτη, Φλογόπιτη, Γρανάτη, Δολομίτη, Απατίτη και Αφγανίτη. Ωστόσο οι φλέβες που δίνουν το καλύτερο και σπανιότερο Λάπις δεν είναι μεγαλύτερες από 1 έως 10 μέτρα μήκος.

 Στις αφιλόξενες οροσειρές Hindu Kush, στη δεξιά όχθη του ποταμού Kokcha, παραπόταμου του Amu Darya,  στην περιοχή Kuran Wa Munjan της επαρχίας Badakhshan, βρίσκεται ένας αρχαίος οικισμός ο Sar-i Sang (ή Sar-e Sang) (λιθ. "πέτρινη σύνοδος" στα περσικά) που τα ορυχεία του πιθανολογείται ότι είναι από την προϊστορική εποχή και ήταν η κύρια πηγή λάπις λάζουλι στον αρχαίο κόσμο.

Τα πολύτιμα Λάπις από το Sar-i Sang εμφανίζονται σε διάσημες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όπως ο Βασιλικός Θησαυρός της Ουρ και ο Τάφος του Τουταγχαμών

Η κοιλάδα του ποταμού Kokcha έχει μικρό πλάτος, περίπου 200μ. και περιβάλλεται από ψηλά βουνά που φτάνουν τα 6χλμ. Ύψος. Πρόκειται για ένα σκληρό ορεινό μέρος, δίχως βλάστηση και καλυμμένο με χιόνι τους περισσότερους μήνες του χρόνου.

Οι εργάτες των ορυχείων έπρεπε να ανεβαίνουν από το ποτάμι για να εργαστούν στις στοές των ορυχείων, όπου η θερμοκρασία είναι γύρω στους 2°C. Για να εξορύξουν τον Λαζουρίτη χρησιμοποιούσαν την μέθοδο της «πυρόσβεσης». Άναβαν μεγάλες φωτιές στην επιφάνεια της σήραγγας του ορυχείου και στην συνέχεια τις έσβηναν με νερό. Η ξαφνική ψύξη προκαλούσε την θραύση των πετρωμάτων κάνοντας έτσι πιο εύκολη την απομάκρυνση του πολύτιμου λίθου από την μήτρα του πετρώματος. Στην συνέχεια σφυροκοπούσαν τα πετρώματα μέχρι να πάρουν την πολύτιμη μπλε πέτρα Λαζούλι "lazulī" όπως ήταν το αρχαίο περσικό όνομα αυτής της πέτρας.

Αυτή η μέθοδος που κράτησε μέχρι τις μέρες μας σχεδόν, αποψίλωσε τις γύρω περιοχές από ξυλεία. Σήμερα η εξόρυξη πλέον γίνεται με ανατινάξεις των πετρωμάτων.

 Αυτά τα ορυχεία που βρίσκονται ψηλά σε έναν βράχο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, έχουν δώσει του μεγαλύτερους και πολυτιμότερους κρυστάλλους Λαζουρίτη. Σήμερα τα ορυχεία αποτελούνται από έναν παλιό αχρησιμοποίητο άξονα και δύο νέους άξονες που γίνεται εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι.

 Οι ντόπιοι έμποροι και οι ανθρακωρύχοι του Sar-i Sang  χωρίζουν τον Λαζουρίτη σε τρεις ποιότητες.

Neeli (nili) – είναι η πιο πολύτιμη ποικιλία σε χρώμα βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο και υπάρχει μόνο στα ορυχεία του Sar-i Sang και ίσως πολύ σπανιότερα να έχει βρεθεί αλλού στον κόσμο.

Asmani (assemani) – είναι πέτρες μικρότερης αξίας, σε πιο ανοιχτή έντονη μπλε απόχρωση και συχνά παρουσιάζονται με λευκές φλέβες ασβεστίτη.

Suvsi (sabz) – είναι μια πολύ καλή, όμορφη, διακοσμητική πέτρα σε γαλαζοπράσινη απόχρωση.

 Από την κοιλάδα του Ινδού στην Αίγυπτο 

κι από εκεί σε όλο τον κόσμο

Στη πεδιάδα Κάτσι του Μπαλουχιστάν, δυτικά του ποταμού Ινδού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τον νεολιθικό οικισμό Mehrgarh που χρονολογείται περίπου το  7000 π.Χ. – περίπου το  2500/2000 π.Χ. Βρέθηκαν πολυάριθμες ταφές με περίτεχνα αγαθά όπως καλάθια, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, χάντρες, βραχιόλια, μενταγιόν, ειδώλια και εκεί εμφανίζεται για πρώτη φορά η μπλε πέτρα του Λάζουλι ανάμεσα σε άλλα στολίδια, όπως Τυρκουάζ, Ψαμμίτες ή ακόμα και όστρακα. Η ανακάλυψη δείχνει πόσο εκτιμήθηκε το Λάζουλι την εποχή του Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού.

Αντικείμενα από το μπλε ορυκτό που  χρονολογούνται στο 7570 π.Χ., έχουν βρεθεί και στη Bhirrana, η οποία είναι μια ακόμα αρχαία  τοποθεσία του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού(7570–1900 π.Χ.).

Χάντρες Λάπις Λάζουλι έχουν βρεθεί σε ταφές της νεολοθικής εποχής στον Καύκασο.

Ποσότητες από χάντρες έχουν βρεθεί  σε οικισμούς της 4ης χιλιετίας π.Χ. στη Βόρειο Μεσοποταμία και στο Shahr-e Sukhteh στο Ν.Α. Ιράν που χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).

Ένα στιλέτο με λαβή λάπις, ένα μπολ με ένθετο λάπις, φυλαχτά, χάντρες και ένθετα που αντιπροσώπευαν τα φρύδια και τα γένια αγαλμάτων, βρέθηκαν στους Βασιλικούς Τάφους της Σουμεριανής πόλης-κράτους της Ουρ από την 3η χιλιετία π.Χ. Πέτρες από Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν την νεκρική μάσκα του Φαραώ Τουταγχαμών (1341–1323 π.Χ.).

 Στην αρχαία Μεσοποταμία το Λάζουλι χρησιμοποιήθηκε από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους, τους Ακκάδιους για σφραγίδες, κοσμήματα και φυλαχτά, καθώς πίστευαν στην υπερφυσική δύναμη που είχε η μπλέ πέτρα ενάντια σε κάθε κακό.

Στο Έπος του Γκιλγκαμές που είναι ένα από τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα από την Μεσοποταμία (17ος–18ος αιώνας π.Χ.), η μπλε Πέτρα του Ουρανού αναφέρεται αρκετά συχνά.

Το άγαλμα του προσευχόμενου Ebih-Il , ένα άγαλμα αριστούργημα της δεξιοτεχνίας του αρχαίου καλλιτέχνη, της 3ης χιλιετίας π.Χ. που ανακαλύφθηκε στο ναό του Ishtar στην αρχαία πόλη-κράτος του Mari στη σύγχρονη Συρία και εκτίθεται τώρα στο Λούβρο, είναι φτιαγμένο από ημιδιαφανές λείο αλάβαστρο και λάπις λάζουλι σχηματίζουν τις βλεφαρίδες, τον κερατοειδή και την ίριδα.

Κοσμήματα από λάπις έχουν βρεθεί στην Αιγυπτιακή προδυναστική Naqada (3300–3100 π.Χ.).

Στο Καρνάκ , τα ανάγλυφα γλυπτά του Thutmose III (1479-1429 π.Χ.) δείχνουν θραύσματα και κομμάτια σε σχήμα βαρελιού από λάπις λάζουλι να του παραδίδονται ως φόρο τιμής.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους αυτή ηταν μια αγαπημένη πέτρα για φυλαχτά, όπως οι σκαραβαίοι, εκτός από κοσμήματα ή για διακοσμητικά αντικείμενα και χρωστικές.

Κοσμήματα από λάπις λάζουλι έχουν βρεθεί επίσης στις αρχαίες Μυκήνες κι αυτό πιστοποιεί τις σχέσεις μεταξύ των Μυκηναίων και των αναπτυγμένων πολιτισμών της Αιγύπτου και της Ανατολής.

 Το 2000 π.χ. στην περιοχή Darqad του βόρειου Αφγανιστάν, όχι μακριά από τα ορυχεία του Λάπις Λάζουλι, ιδρύθηκε μια εμπορική πόλη το Shortugai (Shortughai). Θεωρείται ότι είναι ο βορειότερος οικισμός του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού και ο πρώτος εμπορικός σταθμός των χρόνων των  Harappan για το Λάπις Λάζουλι καθώς δείχνει να συνδέεται με τα ορυχεία που βρίσκονται στην γύρω περιοχή..

 Από την νεολιθική εποχή το Λάπις Λάζουλι έφτασε στην Μεσόγειο μέσω του αρχαίου εμπορικού Δρόμου των Ρουμπινιών, αργότερα γνωστός ως ο «δρόμος του μεταξιού», από τα ορυχεία της κοιλάδας Sar-i-Sang , τις παλαιότερες εμπορικές πηγές πολύτιμων λίθων στον κόσμο, στα βουνά Badakhshan στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν.

Απόκρημνα βουνά γυμνά από κάθε βλάστηση που υψώνονται μέχρι και τα 17.000 πόδια, γεμάτα απότομες χαράδρες και πλούσια σε πολύτιμους λίθους ορυχεία.

Το Μπανταχσάν από την αρχαιότητα ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο που το διέσχιζε ο Δρόμος του Μεταξιού , με τα κοιτάσματα από Λάπις Λάζουλι που εξορυσσόταν ήδη πριν την 7η χιλιετία π.Χ και τα ορυχεία στο όρος Syghinan  με τα πολύτιμα πετράδια τα Ρουμπίνια του Μπάλας. Η περιοχή του Μπανταχσάν ήταν γνωστή για τον γεωοικονομικό ρόλο που είχε στο εμπόριο και στις συναλλαγές εμπορευμάτων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Οι αρχαίοι Έλληνες συχνά αναφερόταν για την «κοιλάδα του βουνού» από όπου ερχόταν το πολύτιμο ορυκτό που έδινε την μπλε χρωστική και οι μελετητές ισχυρίζονται ότι με αυτόν τον όρο αναφερόταν στην περιοχή του Μπανταχσάν.

Μέσω του περάσματος Khyber, μιας ζωτικής σημασίας εμπορικού δρόμου μεταξύ της Κεντρικής Ασίας και της Ινδικής υποηπείρου , κρίσιμο μέρος του Δρόμου του Μεταξιού, πολύτιμοι λίθοι και ρουμπίνια μεταφέρθηκαν σε όλες τις γωνιές της Μέσης Ανατολής.

Κοσμήματα, ρούχα διακοσμημένα με ρουμπίνια της 3ης χιλιετίας π.Χ. έχουν ανακαλυφθεί στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, το Ιράν, την Ινδό-Κίνα, ακόμη και σε δυτικές χώρες.

 Υπάρχουν αναφορές του Μάρκο Πόλο το 1271 για τα ορυχεία Λάπις Λάζουλι της περιοχής, όπως και για το Ρουμπίνι Balas (Διάσημα είναι το «Ρουμπίνι του Μαύρου Πρίγκιπα» και το «Ρουμπίνι του Τιμούρ» στα κοσμήματα του Βρετανικού στέμματος).

Ο Μάρκο Πόλο διέσχισε τον ανατολικό παραπόταμο του ποταμού Amu Darya ή Oxus στα λατινικά και Ώξος όπως τον γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες και στο τέλος του ταξιδιού του έγραψε πως σε εκείνη την περιοχή υπάρχει ένα βουνό όπου βρίσκεται το σπανιότερο μπλε του κόσμου.

 Όταν ο Υπολοχαγός του Βρετανικού Στρατού Τζον Γουντ έφτασε στα ορυχεία λάπις Sar-i-sang, για την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών το 1837, έγραψε γι αυτό το επικίνδυνο ταξίδι του στην πηγή του ποταμού Όξως.

«Αν δεν θέλετε να πεθάνετε, αποφύγετε την Κοιλάδα του Κόκτσα». Δυστυχώς υπήρξε μάρτυρας για τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν οι εργάτες των ορυχείων σε εκείνη την περιοχή καθώς χιλιάδες φτωχοί άντρες κατέφθαναν για να δουλέψουν στην αφιλόξενη κοιλάδα.

Στο ταξίδι του γνώρισε μια αραιοκατοικημένη και άγονη περιοχή που την κατοικούσαν άγρια ζώα, με την θερμοκρασία να πέφτει κάτω από το μηδέν την νύχτα και ο καυτός Καλοκαιρινός ήλιος να ανεβάζει υπερβολικά την θερμοκρασία της ημέρας. Σε αυτή την περιοχή εξορύσσονται ακόμα και σήμερα σημαντικές ποσότητες πολύτιμων Λάζουλι άριστης ποιότητας και έχει δώσει ακόμα και μεγάλους, σπάνιους κρυστάλλους Λαζουρίτη, τουλάχιστον 5 εκατοστών.

Το 1964 βρέθηκε ενσωματωμένη σε ασβεστίτη μια σπάνια πέτρα, ένα καλοσχηματισμένο δωδεκάεδρο που συλλέχτηκε από τον Pierre Bariand, επιμελητή συλλογής ορυκτών στη Σορβόννη.

 Για χιλιετίες οι ντόπιοι έσκαβαν στα βουνά για να βρουν όλες τις φλέβες του Λάπις Λάζουλι και έχουν μάλλον ανακαλύψει τις περισσότερες καθώς το κοίτασμα είναι διάσπαρτο και στην περιοχή κοντά στο Sar-i Sang υπήρχαν αρκετά ορυχεία τα οποία είναι αριθμημένα. Ονομασίες στις τοπικές γλώσσες (όπως πχ. γλώσσα Dari) αυτών των ορυχείων με μικρές διαφορές, όπως : Ladjuar Medan, επίσης Ladjuar Medam, Lajur Madan, Mahdani Lojward, σημαίνουν απλά «Μπλε Ορυχείο»

 Υπάρχουν ακόμα το Madan Char και  το Pitwak Mine, όπως και το Darreh-Zu, πρώην ορυχείο που έχει εξαντληθεί και εγκαταλειφθεί.

 Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι οι πιο πολύτιμες πέτρες Λάζουλι έχουν ήδη βρεθεί καθώς ήταν πιο κοντά στην επιφάνεια της γης, ωστόσο τα ψηλά αφιλόξενα βουνά κρύβουν στην καρδιά τους αρκετά ακόμα Λάπις Λάζουλι.

 Την ορεινή χώρα του Τατζικιστάν με τα ατελείωτα βουνά του Pamir την διέσχιζαν οι αρχαίοι εμπορικοί δρόμοι. Εκεί σ αυτές τις απομακρυσμένες ορεινές κοιλάδες που έκρυβαν ελάχιστα γνωστούς πολιτισμούς όπως οι Yaghnobi, λαός Pamiri, οι άνθρωποι ζούσαν με τους θρύλους, τις θρησκείες τους και τις παραδόσεις τους που μιλούσαν για ότι έκρυβε η καρδιά των βουνών.

 Εκεί υπήρχε ένα αρχαίο, ξεχασμένο ορυχείο που το ανακάλυψαν ξανά Ρώσοι γεωλόγοι το 1930 και βρήκαν μια ακόμα φλέβα καλής ποιότητας Λάζουλι στο Ladzhuar- Dara που βρίσκεται σχεδόν 100 χιλιόμετρα μακριά από το Sar-i Sang. Μόνο που η πρόσβαση σε αυτό το ορυχείο είναι άκρως επικίνδυνη και απαιτεί εξοπλισμό αναρρίχησης.

 Σήμερα υπάρχουν επίσης πηγές λάπις λάζουλι στην Χιλή, όμως περιέχει άφθονους κόκκους λευκού ασβεστίτη ή έχει πράσινη απόχρωση και δεν ανήκει στις πολύτιμες πέτρες. Ακόμα μια πηγή Λάπις είναι το Σιβηρικό σε πολλούς χρωματικούς τόνους και περιέχει πυρίτη και θεωρείται αρκετά πολύτιμο, ενώ έχουν βρεθεί μικρά κοιτάσματα σε πολιτείες της Αμερικής, όπως η Νεβάδα, το Αρκάνσας, η Β. Καρολίνα και το Ουαϊόμινγκ όμως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με το Λάπις Λάζουλι που προέρχεται από τα ορυχεία του Sar-i Sang.

 Ουλτραμαρίν


Το Λάπις Λάζουλι σαν χρωστική

Ultramarine , Color Index International  :  P. Blue 29 77007

Το όνομα ultramarine προέρχεται από το λατινικό ultramarinus. Η λέξη σημαίνει «πέρα από τη θάλασσα», καθώς η χρωστική ουσία εισαγόταν από τα μακρινά ορυχεία του Αφγανιστάν. Η πρώτη φορά που καταγράφεται η χρωστική σαν Ουλτραμαρίν στα αγγλικά ήταν το 1598.

 Η χρωστική ήταν επίσης γνωστή ως azzurrum ultramarine , azzurrum transmarinum , azzuro oltramarino, azur d'Acre, pierre d'azur , Lazurstein.

 Το σύγχρονο όνομά της είναι το ultramarine στα Αγγλικά, outremer lapis Γαλλικά, Ultramarin echt Γερμανικά, oltremare genuino Ιταλικά και ultramarino verdadero Ισπανικά.

Το Ultramarine είναι μια χρωστική με βαθιά πλούσια μπλε απόχρωση που παρασκευάστηκε από το Λάπις Λάζουλι, με μια μακρόχρονη διαδικασία που κατέστησε την φυσική χρωστική ουσία δέκα φορές πιο πολύτιμη και ακριβή, όσο ο χρυσός,  από την πέτρα από την οποία προέρχεται.

 Ultramarine και μόνο το όνομα της απόχρωσης του μπλε είναι η εγγύηση της ποιότητας του χρώματος. Είναι το υπερθετικό του μπλε, το απόλυτο μπλε, αυτό που όλοι οι ζωγράφοι φιλοδοξούσαν να το έχουν στην παλέτα τους αλλά λίγοι είχαν την δυνατότητα να το κατέχουν.

Η χρωστική αποτελείται κυρίως από ένα ορυκτό με βάση τον ζεόλιθο που περιέχει μικρές ποσότητες πολυσουλφιδίων . Εμφανίζεται στη φύση ως εγγύς συστατικό του Λάπις Λάζουλι που περιέχει ένα μπλε κυβικό (ή ισομετρικό ) κρυσταλλικό ορυκτό που ονομάζεται λαζουρίτης, μια οπαλίζουσα χρωστική ουσία με φωτεινή μπλε ράβδωση ως συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου Λάπις Λάζουλι.

 Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιες είναι οι διαφορές του Λάπις Λάζουλι με τον Λαζουρίτη που δίνει την χρωστική Ultramarine. Το Λάπις Λάζουλι αποτελείται συνήθως από ένα μίγμα τριών ορυκτών που είναι:

 1.  Ο Λαζουρίτης, ένα πολυσύνθετο μπλε ορυκτό που είναι ένα σύμπλοκο πυριτικό Νάτριο, Ασβέστιο, Αργιλοπυριτικό ορυκτό που περιέχει Θείο (Na 8–10 Al 6 Si 6 O 24 S 2–4), κάτι που κάνει την   Ultramarine την πιο πολύπλοκη από όλες τις άλλες ορυκτές χρωστικές. Το μπλε χρώμα της χρωστικής οφείλεται στο S−3 ριζικό ανιόν , το οποίο περιέχει ένα ασύζευκτο ηλεκτρόνιο.

 2.    Ο Ασβεστίτης , το ανθρακικό ασβέστιο που είναι λευκό

 3.    Ο Πυρίτης, το θειούχο σίδηρο που έχει λευκόχρυσο χρώμα.

 Ο λαζουρίτης όμως  είναι το βασικό συστατικό του Λάπις Λάζουλι κι είναι αυτό το ορυκτό που του δίνει αυτό το πλούσιο μπλε χρώμα.

 Μπορεί από το Λάπις Λάζουλι να έχουν δημιουργηθεί μοναδικά τεχνουργήματα, κοσμήματα, ψηφιδωτά, φυλαχτά, αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα όπως βάζα και κουτιά, να χρησιμοποιήθηκε το πολύτιμο ορυκτό ακόμα και για το φινίρισμα κτηρίων, όπως οι κολώνες στο τέμπλο του καθεδρικού ναού του αγίου Ισαάκ στην Αγία Πετρούπολη, ωστόσο ήταν ένα δύσκολο ορυκτό για να πάρουν την χρωστική του καθώς ο ασβεστίτης, ο πυρίτης, ο αυγίτης και η μαρμαρυγία που το αποτελούν, χάνουν τον ζωντανό χρωματισμό τους όταν αλέθονται και δίνουν ένα θαμπό γκρι χρώμα.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να εξάγουν την χρωστική από το ορυκτό όμως η απόχρωση που πήραν δεν είχε καμία σχέση με το μπλε της πέτρας του Λάπις καθώς η σκόνη που πρόκυπτε ήταν ένα θολό γκριζωπό μπλε χρώμα χωρίς βάθος, καθώς το Λάπις περιέχει αρκετό άχρωμο υλικό.

Ωστόσο εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μπλε χρώμα και του έδιναν μυστικιστικές δυνάμεις κι έτσι χρειάστηκε να κατασκευάσουν οι ίδιοι την μπλε χρωστική, το ḫsbḏ-ỉrjt που στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνει τεχνητό Λάπις Λάζουλι και που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Αιγύπτιους για χιλιάδες χρόνια.

 Χρειάστηκε να περάσουν πολλοί αιώνες για να εξαχθεί η μπλε χρωστική του Λάπις και χρειάστηκε μια εξειδικευμένη και χρονοβόρος διαδικασία που είναι η εκχύλιση.

 Στις αρχές του 13ου αιώνα ανακαλύφθηκε μια μέθοδος για την εξαγωγή της πολύτιμης χρωστικής ultramarine από την αλεσμένη σκόνη Λάπις Λάζουλι.

 Την περιγράφει ο Ιταλός ζωγράφος Cennino d'Andrea Cennini στο βιβλίο του  Il libro dell'arte το οποίο περιέχει πληροφορίες για χρωστικές ουσίες, πινέλα, σχέδιο, τεχνικές και τεχνάσματα στην ζωγραφική. Ο Cennini μέσα από το βιβλίο του έδωσε οδηγίες για το πως μπορεί να διαχωριστεί ο μπλε Λαζουρίτης από τον άχρωμο ασβεστίτη, ώστε να έχει μια δυνατή μπλε σκόνη απαλλαγμένη από τις  ακαθαρσίες, όπως τον ασβεστίτη και τον πυρίτη του Λάπις Λάζουλι.

 Η  διαδικασία ξεκινά με την άλεση της πέτρας λάπις λάζουλι σε πολύ λεπτή σκόνη σαν πούδρα και κατόπιν την έγχυση του υλικού με λιωμένο κερί, ρητίνες και έλαια.

 Η μάζα τυλίγονταν σε ένα ύφασμα και στην συνέχεια γινόταν εμβάπτιση και ζύμωση σε ένα αραιό διάλυμα αλυσίβας που παρασκευαζόταν από καθαρή στάχτη ξύλου που την έβραζαν με νερό. Τα σωματίδια του μπλε Λαζουρίτη συγκεντρώνονταν στον πάτο του σκεύους ενώ το άχρωμο κρυσταλλικό υλικό και άλλες ορυκτές ακαθαρσίες παρέμεναν στην επιφάνεια.

Αυτή η χρονοβόρα διαδικασία γινόταν τουλάχιστον τρεις φορές, με κάθε επόμενη εκχύλιση η μάζα της σκόνης να χάνει το έντονο μπλε χρώμα της και να δημιουργείται ένα υλικό χαμηλότερης ποιότητας.

 Η τελική εκχύλιση που αποτελείται ως επί το πλείστο από άχρωμο υλικό και ελάχιστα μπλε σωματίδια, είναι η στάχτη της Υπερμαρίνας η οποία έχει μια απαλή μπλε διαφάνεια και γίνεται λούστρο.

 Στα διάφορα εργαστήρια που γινόταν η εκχύλιση βρέθηκε ότι η κατανομή μεγέθους των σωματιδίων είχε ποικιλία καθώς και οι πολυάριθμες τεχνικές λείανσης της χρωστικής που ακολουθούσαν οι ζωγράφοι οδηγούσε σε διαφορετικές αναλογίες του χρώματος. Ακόμα και στον ίδιο πίνακα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικές ποιότητες χρωστικής.

Αυτή η μακρά διαδικασία που μπορεί να κρατήσει και περισσότερο από έξη μήνες καθιστά την χρωστική της Ultramarine τόσο πολύτιμη ώστε να είναι ακόμα και δέκα φορές πιο ακριβή από την ίδια την πέτρα από την οποία προέρχεται.

 Το ήδη υψηλό κόστος της εισαγόμενης πρώτης ύλης Λάπις Λάζουλι  σε συνδυασμό με την μακροχρόνια επίπονη διαδικασία εξόρυξη της χρωστικής από την πέτρα καθιστούν το υψηλής ποιότητας ultramarine τόσο ακριβό όσο ο χρυσός.

Γεμάτη ορυκτά η πέτρα του Λάπις Λάζουλι δίνει μια χρωστική που προκαλεί με την διάθλαση του φωτός και μεταδίδει το χρώμα με διαφορετικούς τρόπους.

Δεν υπάρχουν δυο πινελιές βαφής να είναι ίδιες στην βασική τους σύνθεση και ανάλογα από ποια γωνία θα κοιτάξεις το έργο που έχει δημιουργήσει με Λάπις ο Καλλιτέχνης μπορεί να δεις μια ήσυχη λάμψη λευκού ή χρυσού, κάτι σαν ένα τσίμπημα φωτός από κάποιον μακρινό γαλαξία του σύμπαντος.

Ακριβώς γι’ αυτούς τους αντικατοπτρισμούς, το μπλε του Λάπις παραμένει ακόμα και σήμερα που έχει αντικατασταθεί από δεκάδες συνθετικές βαφές, η μούσα των χρωμάτων.

ΕΜΠΟΡΙΟ και ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ της Ultramarine

Τα χρονικά σύνορα μεταξύ της διακοπής χρήσης του Αιγυπτιακού μπλε και την αρχή της Ultramarine είναι συγκεχυμένα. Υπάρχουν περιπτώσεις χρήσης του λάπις λάζουλι σε πίνακες ζωγραφικής του ένατου αιώνα και του αιγυπτιακού μπλε σε πίνακες του ύστερου μεσαιωνικού. Ωστόσο η εμφάνιση και των δυο χρωστικών  στις τοιχογραφίες της Βασιλικής του San Saba (Ρώμη), που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του όγδοου αιώνα μ.Χ. και έχει εντοπιστεί αιγυπτιακό μπλε και λάπις λάζουλι αναμεμειγμένα στο ίδιο εικονογραφικό στρώμα δείχνει ότι αυτές οι δυο χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα και αυτές οι τοιχογραφίες του  San Saba είναι οι παλαιότερη απόδειξη ότι το Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ουσία και ότι η αλλαγή από την μια αρχαία χρωστική σε μια άλλη νεότερη υπήρξε σταδιακά.

Η Βενετία κατά τον 14ο και 15ο αιώνα υπήρξε το μεγαλύτερο λιμάνι εισόδου του Λάπις Λάζουλι στην Ευρώπη, οπότε μπορεί να της αποδοθεί και η εξάπλωση της  ultramarine.

Το βαθύ πλούσιο βασιλικό μπλε του ορυκτού έγινε ιδιαίτερα περιζήτητο ανάμεσα στους καλλιτέχνες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ωστόσο την πανάκριβη χρωστική που θεωρούνταν εξίσου πολύτιμη με το χρυσό, μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν μόνο οι πλούσιοι κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η τιμή ενός πίνακα, κατά την μεσαιωνική περίοδο,  να είναι ανάλογη με την ποσότητα της μπλε ultramarine που υπήρχε στην εικόνα.

 Μόνο σημαντικές παραγγελίες μπορούσαν να αγοράσουν την μπλε χρωστική που χρειαζόταν οι καλλιτέχνες, όπως τα άμφια της Παναγίας στο έργο του Gérard David's «Virgin and Child with Female Saints».

Παραδοσιακά η χρωστική λόγω του απαγορευτικού της κόστους προοριζόταν για τα ρούχα του Χριστού ή της Παναγίας..

Ο πίνακας The Entombment  του Michelangelo παρέμεινε ημιτελής σε ορισμένα μέρη του , όπως και στον μανδύα της Παναγίας , γιατί όπως πιστεύουν οι ιστορικοί τέχνης απαιτούνταν ποσότητες της πανάκριβης ultramarine που ο καλλιτέχνης δεν είχε την δυνατότητα να κατέχει στην παλέτα του.

Ο Ραφαήλ «Raffaello Sanzio da Urbino, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520», Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της πρώιμης Αναγέννησης,  κρατούσε την μπλε ultramarine για το τελευταίο χρωματισμό, προτιμώντας για τα βασικά του στρώματα έναν κοινό αζουρίτη.

Αυτό ήταν κάτι κοινό για τους Ευρωπαίους ζωγράφους που βασίζονταν σε πλούσιους φιλότεχνους που θα αναλάμβαναν την αγορά της πανάκριβης χρωστικής και οι λιγότερο ‘’επαγγελματίες’’ χρησιμοποιούσαν smalt ή indigo για να κερδίσουν την χρηματική διαφορά, κάτι που αν γινόταν γνωστό θα έπεφταν σε δυσμένεια και η φήμη τους θα καταστρεφόταν ανεπανόρθωτα.

Ωστόσο κατά τον 17ο αιώνα δεν υπήρχε καλλιτέχνης που να έχει χρησιμοποιήσει τόσο αφειδώς την πανάκριβη μπλε ultramarine όσο ο Ολλανδός ζωγράφος Johannes Vermeer. Ακόμα και μετά την οικονομική κατάρρευση της οικογένειάς του δεν σταμάτησε να χρησιμοποιεί την μπλε χρωστική κι αυτό σημαίνει ότι αφού ο ίδιος δεν είχε πλέον την ικανότητα να την αγοράζει, υπήρχε κάποιος χρηματοδότης προστάτης των έργων του.

Το Ultramarine παρέμεινε εξαιρετικά ακριβό έως ότου εφευρέθηκε μια συνθετική μπλε χρωστική το 1826 από τον Jean-Baptiste Guimet . Η απόχρωση ήταν παρόμοια με την χρωστική του Λάπις Λάζουλι και πολύ εύστοχα ονομάστηκε «Γαλλική Ultramarine».

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το 1824, η Société d'encouragement pour l'industrie nationale , μια γαλλική ένωση που σκοπό είχε την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην χώρα, πρόσφερε μια ανταμοιβή έξι χιλιάδων φράγκων σε όποιον μπορούσε να αναπτύξει μια συνθετική εναλλακτική λύση για την πανάκριβη ultramarine.

Εμφανίστηκαν ο Γάλλος βιομηχανικός χημικός , και εφευρέτης των συνθετικών χρωμάτων o Jean-Baptiste Guimet και ο Γερμανός καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, ο Christian Gmelin. Ο ανταγωνισμός ήταν έντονος καθώς ο Γερμανός καθηγητής ισχυριζόταν ότι είχε βρει την λύση για την τεχνητή χρωστική έναν χρόνο νωρίτερα αλλά δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα την εργασία του, ενώ ο Γάλλος χημικός ισχυριζόταν ότι είχε κάνει την ανακάλυψη της φόρμουλας δυο χρόνια νωρίτερα. Τελικά το βραβείο προσφέρθηκε στον Γάλλο Guimet για την κατασκευή του τεχνητού Ουλτραμαρίν που είχε όλες τις ιδιότητες της φυσικής προέλευσης ουσίας που παρασκευαζόταν από το πανάκριβο Λάπις Λάζουλι.

Η συνθετική Ουλτραμαρίν, είχε έναν πολύ πιο πλούσιο τόνο χρωματισμού από την φυσική ημιπολύτιμη χρωστική του Λάπις Λάζουλι λόγω της καθαρότητας της ουσίας που είχε την έλλειψη των εγκλεισμένων ορυκτών μέσα της.

Ένας πιο σύγχρονος καλλιτέχνης ο Αμερικάνος Ο Άντριου Νιούγουελ Γουάιεθ (1917-2009), ζωγράφος του ρεαλισμού, χρησιμοποιούσε με επιμονή την πρωτότυπη χρωστική του Λάπις Λάζουλι χωρίς να υπολογίζει την δαπάνη γιατί πίστευε ότι σε τίποτα δεν μπορούσαν να συγκριθούν οι σύγχρονες αποχρώσεις με την απόλυτη καθαρότητά τους με το φυσικό Ουλτραμαρίν που η κάθε του πινελιά είχε μια διαφορετική χρωματική απόχρωση.

Ο Αλεξάντερ Θερού, μυθιστοριογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, στο τρίπτυχο των δοκιμίων του The Primary Colors, γράφει …«Το παλιομοδίτικο μπλε, το οποίο είχε μια παύλα κίτρινου μέσα… τώρα φαίνεται συχνά αταίριαστο σε νεότερες, επίμονες, υπερβολικά φωτεινές σκοτεινές σκιές». Στην επιδίωξή μας της τελειότητας, του παρθένου χρωματισμού, καθαρίσαμε τα χρώματα των μοναδικών χαρακτήρων τους.

Σήμερα πολλά μουσεία σε όλο τον κόσμο διαθέτουν γλυπτά και κοσμήματα από Λάπις Λάζουλι που έχουν κατασκευαστεί από το ορυχείο του Kokcha, αλλά κανένα μουσείο δεν μπορεί να ξεπεράσει την τεράστια συλλογή που εκτίθεται στο μουσείο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ.

  Υποσημείωση

 Από τον 8ο μ.χ. αιώνα εμφανίζεται το Μπλε του Κοβαλτίου που ήταν μια φθηνή εναλλακτική λύση απέναντι στην πανάκριβη Ουλτραμαρίν, που χρησιμοποιήθηκε εκτός από την ζωγραφική για τον χρωματισμό των κεραμικών και κοσμημάτων. Ιδιαίτερα στην Κίνα με αυτή την χρωστική κατασκευαζόταν οι χαρακτηριστικές μπλε και λευκές πορσελάνες με τα ιδιαίτερα σχέδια. Μια ακόμα καθαρότερη έκδοση που βασιζόταν σε ένα μείγμα αρσενικού και φωσφορικού κοβαλτίου με αλουμίνα ανακαλύφθηκε αργότερα από τον Γάλλο χημικό Louis Jacques Thénard το 1802 και η εμπορική παραγωγή ξεκίνησε στη Γαλλία το 1807.

 Η νέα χρωστική , το αντίπαλο δέος της Ουλτραμαρίν, προτιμήθηκε από τους μεγάλους ζωγράφους της Ευρώπης όπως όπως ο JMW Turner, ο Pierre-Auguste Renoir και ο Vincent Van Gogh.

 

 Πληροφορίες

  https://en.wikipedia.org/wiki/Lapis_lazuli

 https://www.bbc.com/news/world-asia-36424018

 https://www.ancient-origins.net/artifacts-other-artifacts/lapis-lazuli-0017514

 https://www.palagems.com/lapis-lazuli-bancroft

 https://www.voanews.com/a/watchdog-afghanistans-lapis-lazuli-is-a-conflict-mineral/3363866.html

 https://pearlsandprose.com/2014/11/21/the-winter-palace-and-hermitage-part-ii/

 https://www.wondermondo.com/sar-i-sang-lapis-lazuli-mines/?utm_content=cmp-true

 GondwanaTalks, 2019,  Lapis lazuli: μέσω του Δρόμου του Μεταξιού στον Τουταγχαμών.

 Global Witness, 2016,  Πόλεμος στο θησαυροφυλάκιο του λαού: Αφγανιστάν, λάπις λάζουλι και η μάχη για τον ορυκτό πλούτο .

 Theophrastus, On Stones (De Lapidibus) – IV-23, translated by D.E. Eichholtz,

 Oxford University Press, 1965.

 Ganio, Monica; Pouyet, Emeline S.; Webb, Samuel M.;

 Patterson, Catherine M. Schmidt; Walton, Marc S. (2018-03-01).

 "From lapis lazuli to ultramarine blue: investigating Cennino Cennini's

 recipe using sulfur K-edge XANES". Pure and Applied Chemistry. 90

 Bakhtiar, Lailee McNair, Afghanistan's Blue Treasure Lapis Lazuli,

 Front Porch Publishing, 2011, ISBN 978-0615573700

 Bariand, Pierre, "Lapis Lazuli", Mineral Digest, Vol 4 Winter 1972.

 Bowersox, Gary W.; Chamberlin, Bonita E. (1995).

 Gemstones of Afghanistan. Tucson, AZ: Geoscience Press.

 Herrmann, Georgina, "Lapis Lazuli: The Early Phases of Its Trade",

 Oxford University Dissertation, 1966.

 Korzhinskij, D. S., "Gisements bimetasomatiques de philogophite

 et de lazurite de l'Archen du pribajkale",

 Traduction par Mr. Jean Sagarzky-B.R.G.M., 1944.

 Lapparent A. F., Bariand, P. et Blaise, J.,

 "Une visite au gisement de lapis lazuli de Sar-e-Sang du Hindu Kouch,

 Afghanistan," C.R. Somm.S.G.P.p. 30, 1964.

 Oldershaw, Cally (2003). Firefly Guide to Gems. Toronto: Firefly Books..

 Wise, Richard W., Secrets of the Gem Trade:

 The Connoisseur's Guide to Precious Gemstones, 2016 ISBN 9780972822329

 Wyart J. Bariand P, Filippi J., "Le Lapis Lazuli de Sar-e-SAng",

 Revue de Geographie Physique et de Geologie Dynamique (2)

 Vol. XIV Pasc. 4 pp. 443–448, Paris, 1972.