21.9.23

Egyptian and Mesopotamian glass beads and The Ølby Woman

 


23 γυάλινα σφαιρίδια που η φασματομετρία πλάσματος ανακαλύπτει, την πρώτη ύλη κατασκευής τους στην αρχαία Αμάρνα (τόπος εξαγωγής πρώτης ύλης για το Αιγυπτιακό Μπλε) και το Nippur στη Μεσοποταμία, με τελικό προορισμό να γίνουν στολίδια για μια πλούσια  γυναίκα της Σκανδιναβίας την εποχή του Χαλκού πριν από 3.400χρόνια (1400-1100 π.Χ.) .

Είναι εντυπωσιακή η αποκάλυψη των εμπορικών δρόμων μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Δανίας καθώς αυτές οι γυάλινες χάντρες είναι οι μοναδικές από Αιγυπτιακό γυαλί κοβαλτίου που έχουν ανακαλυφθεί σε χώρα εκτός της Μεσογείου .

Οι συνθήκες θανάτου της γυναίκας είναι άγνωστες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του σκελετού της είχε ήδη διαλυθεί όταν έγιναν οι ανασκαφές το 1880 (Boye 1896 , Jensen 1995), ωστόσο η ταφή της σε τύμβο και όχι σε απλό τάφο, μέσα σε έναν κούφιο κορμό βελανιδιάς, δείχνει γυναίκα με κύρος, πιθανότατα μέλος οικογένειας κάποιου αρχηγού. Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η ανακάλυψη ότι στην ταφή την συνόδευε ένα σπασμένο ξίφος, κάτι που μόνο σε ταφές ανδρών έχει συναντηθεί.

Φορούσε μια όμορφη ζώνη από μπρούτζο, η φούστα της ήταν στολισμένη με κρόσσια στολισμένα με μικρούς μπρούτζινους σωλήνες που θα κροτάλιζαν σε κάθε της βήμα, στον λαιμό φορούσε χάλκινο περιδέραιο και στο αριστερό της χέρι φορούσε δυο χάλκινες σπείρες και δυο βραχιόλια από χάντρες , το ένα από γυαλί της Αιγύπτου και το άλλο από κεχριμπάρι. (Το κεχριμπάρι προέρχεται από την Βαλτική και ήταν ακριβό προϊόν συναλλαγής σε αντάλλαγμα για άλλα αγαθά, όπως μεταλλεύματα.

Αυτά τα δυο βραχιόλια είναι η σύνδεση μεταξύ της Αιγυπτιακής λατρείας του ήλιου με την Σκανδιναβική λατρεία του ήλιου. Ίσως αυτά τα αντικείμενα υποδηλώνουν ότι η γυναίκα κατείχε κάποιον θρησκευτικό ή τελετουργικό ρόλο. Κατά την Σκανδιναβική πίστη,  όταν η γυναίκα πήρε μαζί της στον τάφο της τα κοσμήματα από μπλε γυαλί και κεχριμπάρι, αυτό ήταν μια προσευχή στον ήλιο για να διασφαλίσει ότι θα ενωθεί και θα μοιραστεί μαζί του το αιώνιο ταξίδι της.




17.9.23

ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ

 

Φανταστείτε πως για χιλιάδες χρόνια δηλητηριώδη φυτά και τοξικά ορυκτά χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική, στην βαφή υφασμάτων, στο μακιγιάζ, στην δερματοστιξία, στην γεωργία και σε εκατοντάδες άλλες χρήσεις ακόμα και στην Ιατρική.

Ορισμένα από αυτά τα υλικά ήταν θανατηφόρα, άλλα προκαλούσαν ανίατες ασθένειες, όμως ειδικά οι χρωστικές έμοιαζαν να είναι αναντικατάστατες για χιλιετίες, ακόμα κι όταν υπήρχαν παρόμοιες αποχρώσεις από μη τοξικά υλικά κι έτσι έφτασαν να τις χρησιμοποιούν μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Μια από αυτές τις χρωστικές είναι η Σανδαράχη.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος στο έργο του "Περί Λίθων" αναφέρει το αρρενικό (αρσενικό), ενώ ο Διοσκουρίδης στο "περί ύλης ιατρικής" το αναφέρει ως αρρενικόν σχιστόν , με χρυσαφίζον χρώμα.

Πρόκειται για μια από τις μορφές του Αρσενικού, το ορυκτό Σανδαράχη (λατινικά sandarach) ή αλλιώς Realgar ( από το αραβικό rahj al ghar-σκόνη του ορυχείου) ή άλλες πηγές του δίνουν την αραβική λέξη rahg-al-far («σκόνη αρουραίων») που είναι δίδυμο με το χρυσοκίτρινο ορυκτό Orpiment (από το λατινικό auripigmentum, aurum- χρυσός+pigmentum-pigment, ή Auripigment) επίσης θειούχο αρσενικό με χαρακτηριστική οσμή θείου από το δισουλφίδιο αρσενικού που αποτελείται και σχηματίζεται ως υποπροϊόν αποσύνθεσης του Realgar ή με εξάχνωση.

Μην σας μπερδεύουν οι πολλές ονομασίες, μιλάμε για δίδυμα ορυκτά που σχηματίζονται στα ίδια γεωλογικά περιβάλλοντα κι έχουν τις ίδιες φυσικές ιδιότητες και χρήσεις. Ότι γράφεται για την Σανδαράχη (Realgar) ισχύει και για το Orpiment.

Είναι ορυκτά αρκετά συνηθισμένα στην φύση, τοξικά, μη υδατοδιαλυτά, (στο νερό είναι πολύ τοξικά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) και φωτοευαίσθητα σε μορφή κρυστάλλων, με έντονο πορτοκαλοκόκκινο, κόκκινο, κίτρινο έως χρυσαφί χρώμα, αν και πολλές φορές τα συναντάμε και σε μορφή σκόνης, γιατί οι ασταθείς κρύσταλλοι της κόκκινης Σανδαράχης - Realgar αποσυντίθενται με την μακρόχρονη έκθεσή τους στο φως και μετατρέπονται σε pararealgar ( γ -As 4 S 4 ) που είναι πορτοκαλοκίτρινο .

Στη φύση, η κόκκινη Σανδαράχη (Realgar) εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με άλλα ορυκτά θειούχου αρσενικού όπως το pararealgar και το orpiment (As 2 S 3) ( Realgar του AsS). Εκτός από τα οξειδωμένα τμήματα των φλεβών του αρσενικού που συναντάμε τα δυο ορυκτά, εμφανίζονται και σε συνδυασμό με κοιτάσματα κιννάβαρης (HgS) και αντιμονίου και ως εξαχνώματα από ηφαίστεια, ιδιαίτερα από τον Βεζούβιο, τα Φλεγραία Πεδία που είναι μια μεγάλη καλντέρα διαμέτρου 13 χιλιομέτρων κοντά στη Νάπολη και τα Νησιά του Αιόλου στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα.

Το orpiment και το realgar ανήκουν στα σουλφίδια του αρσενικού καθώς ένα από τα βασικά συστατικά στην σύνθεσή τους είναι το τριοξείδιο του αρσενικού, που είναι ακόμα πιο τοξικό από το θειούχο αρσενικό και απορροφάται πιο εύκολα και συνήθως εμφανίζονται μαζί στη φύση. Τα δυο ορυκτά (ως καθαρές ουσίες) ταξινομούνται ως οξέα τοξικά κατηγορίας 3, σύμφωνα με την ταξινόμηση GHS. Επομένως δεν φθάνουν στην τοξική δράση άλλων ενώσεων αρσενικού εάν είναι σε καθαρή μορφή.

Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές που προειδοποιούν για την υψηλή τοξικότητα της χρωστικής ουσίας.

Το 1738 ο Sprong το περιέγραψε : «Royal Yellow: Αυτό είναι κατασκευασμένο από τα καλύτερα κομμάτια χρωστικής ουσίας και επομένως είναι πολύ δηλητηριώδες.

Ο χρήστης λοιπόν δεν πρέπει να το πλησιάσει και να το μυρίσει κρατώντας τη μύτη από πάνω του». Ο Βαλεντίν Μπολτς προειδοποιεί επίσης ρητά στο διαφωτιστικό του βιβλίο του 1549: «Και προσέξτε να μην γλείψετε ένα στυλό αυτού του χρώματος, γιατί είναι επιβλαβές». Ο Cennini το περιγράφει ως "propio tosco", πραγματικά δηλητηριώδες, και σε πολλά βιβλία (Schramm) και λίστες από κατασκευαστές χρωστικών (Kremer) ταξινομείται ως δηλητήριο κατηγορίας 1 ή 2.

Ωστόσο, υπάρχει επίσης η δήλωση ότι το τριθειώδες αρσενικό δεν είναι πολύ τοξικό. Όπως είναι στο νερό και το υδροχλωρικό οξύ είναι αδιάλυτο, δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον οργανισμό ή μόνο σε μικρές ποσότητες. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εντοπίζονται στη «μόλυνση» με το προϊόν διάσπασης αρσενικό (As 2 O 3 ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως διάσημο (αυτοκτονικό) δηλητήριο

 Στην καθαρή κρυσταλλική του μορφή το Realgar είναι λαμπερό κόκκινο αλλά όταν αλέθεται γίνεται πορτοκαλί. Το Orpiment ενώ έχει καλή κάλυψη σαν χρωστική και έντονο χρυσαφί χρώμα είναι ασταθές και αλλοιώνεται από τα οξέα.

Η Σανδαράχη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως χρωστική ουσία, λόγω του λαμπερού πλούσιου χρώματος της, αν και πιο δημοφιλές ήταν το συγγενές Orpiment.

Ο τρόπος που έπαιρναν από τα αρχαία χρόνια την χρωστική από τους κρυστάλλους ήταν η καθίζηση. Μετά την εξαγωγή τους από τα ορυχεία τα ορυκτά χωρίζονταν και τα συνέθλιβαν αλέθοντάς τα με νερό. Με αυτόν τον τρόπο πλενόταν τα ορυκτά και η χρωστική διαχωριζόταν με την καθίζηση.

Υπάρχει και η συνθετική παραγωγή χρωστικής με την θέρμανση ενός μείγματος οξειδίου του αρσενικού και θείου που προκαλεί την εξάχνωση της χρωστικής και ανάλογα με την διακύμανση των αναλογιών παίρνουμε Realgar ή Orpiment

 Οι κόκκινοι λαμπεροί κρύσταλλοι του ορυκτού έμοιαζαν τόσο πολύ με κόκκινους πολύτιμους λίθους ώστε συχνά το ονόμαζαν «ρουμπινί θείο» και «ρουμπινί αρσενικό» μόνο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν πολύτιμος λίθος γιατί ήταν ένα μαλακό ορυκτό που τριβόταν εύκολα σε μια αστραφτερή κόκκινη σκόνη, που έγινε από τις πιο αγαπητές και εμπορεύσιμες χρωστικές.

Η Σανδαράχη ταξίδευε σε όλο τον αρχαίο κόσμο για την παραγωγή χρωμάτων. 

Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν και από τις πιο επικίνδυνες ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από χρωστικές για τοιχογραφίες, καλλυντικά ή ακόμα και σαν φάρμακα.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι κοιτάσματα Realgar είχαν βρεθεί στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ ο Βιτρούβιος ανέφερε ότι τα καλύτερα κοιτάσματα βρισκόταν στον Πόντο, μια περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Υπήρχε ένα ακόμα γνωστό κοίτασμα κοντά στο Puteoli (σημερινό Pozzuoli) στη νότια Ιταλία

Ο Έλληνας ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι λόγω του υψηλού ποσοστού θανάτων μεταξύ των μεταλλωρύχων, στα ορυχεία της Σανδαράχης χρησιμοποιήθηκαν μόνο κατάδικοι, ίσως και γι’ αυτό τα ορυχεία του θανατηφόρου ορυκτού έμεναν για αρκετό χρόνο ανενεργά.

Ωστόσο εκτός από χρωστική οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το Orpiment και στην φαρμακολογία αν και γνώριζαν την τοξικότητά του,  πιστεύοντας πως ένα ‘ρόφημα’ από την κίτρινη σκόνη θωράκιζε τον οργανισμό κι απέτρεπε τις ασθένειες.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η τοξική κίτρινη ουσία όταν αναμιγνύεται με νέφτι και κάποια τροφή είναι αποτελεσματική θεραπεία για τον βήχα!

Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, το Realgar είναι ένα είδος «κρασιού» που παρασκευάζεται με αλεσμένη σκόνη realgar (As2S2), που συνήθως πίνεται στο Φεστιβάλ Dragon Boat, ενώ χρησιμοποιείται και για την καταπολέμηση των παρασίτων και των σκουληκιών. Αλεσμένο Realgar ήταν και το αντίδοτο για πληγές από δηλητηριασμένα βέλη. Μια ακόμα χρήση του ήταν σαν εντομοκτόνο!

Dragon Boat Festival rice dumpling wine jar, ink painting bamboo background,

Chinese characters are Dragon Boat Festival and realgar wine Pro Vector

Το Realgar χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και ως «ινδική λευκή φωτιά» σε  πυροτεχνήματα, καθώς καίγεται με την προσθήκη θείου μαζί με έναν οξειδωτικό παράγοντα όπως το νιτρικό κάλιο με μια φωτεινή λευκή φλόγα. Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή πεποίθηση, ουσίες που είναι δηλητηριώδεις για τα έντομα λέγεται ότι διώχνουν τους δαίμονες, γι' αυτό και το auripigment και το realgar χρησιμοποιούνταν και σαν θυμίαμα.

Οι Ίνκας και οι Αζτέκοι ήταν ήδη εξοικειωμένοι με την αντισηπτική δράση του Realgar, το χρησιμοποιούσαν για τη σύφιλη και τη λεϊσμανίαση, μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους μια σημαντική χρήση του Realgar ήταν στην βυρσοδεψία που το χρησιμοποιούσαν για να αφαιρούν τις τρίχες κατά την επεξεργασία των δερμάτων.

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη παράλληλα με την ζωγραφική το Realgar χρησιμοποιήθηκε σαν δηλητήριο για τρωκτικά και σαν εντομοκτόνο.

Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η χρυσαφένια λάμψη των κίτρινων κρυστάλλων της Σανδαράχης από τους Αλχημιστές όλου του τότε γνωστού κόσμου, που έψαχναν μανιωδώς τον τρόπο και το υλικό για να παρασκευάσουν χρυσάφι!

Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Πλίνιος αποκαλεί τον κόκκινο μόλυβδο "ψευδή σανταράχ" και υποστήριζε ότι αληθινό σανδαράχ είναι το σπάνιο πορτοκαλοκόκκινο Realgar που εμφανίζεται σε μεταλλεύματα μολύβδου και αργύρου μαζί με Orpiment.

Για τους αρχαίους Αιγυπτίους το κίτρινο χρώμα θεωρούνταν υποκατάστατο του χρυσού, το υλικό που σχετίζεται με τον ήλιο και το δέρμα των Θεών (ενώ για το κόκκινο θεωρούσαν ότι αντιπροσώπευε το τονικό χρώμα της ανδρικής σάρκας και χρησιμοποιείτο για να υποδηλώνει την καταστροφή, την έρημο και την δύση του ηλίου).

Papyrus, 13th century BC, Petrie Museum, University College London

Η παλαιότερη τεκμηριωμένη χρήση αυτών των χρωστικών χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο (16ος έως 11ος αιώνας π.Χ).

Αυτά τα δυο χρώματα βρέθηκαν σε ταφικά αντικείμενα και τοιχογραφίες τάφων και αρχικά τα έπαιρναν από τοπικές κόκκινες και κίτρινες ώχρες, μείγματα αργίλου και οξειδίου του σιδήρου .Αργότερα που η Αίγυπτος συνδέεται εμπορικά με την Εγγύς Ανατολή γίνονται διαθέσιμες νέες χρωστικές ουσίες όπως το έντονο κίτρινο Orpiment (qnit), το λαμπερό κόκκινο ή κοκκινοπορτοκαλί Realgar (Awt-ib)  και το καθαρό πορτοκαλί Pararealgar που ήταν προϊόν διάσπασης του Realgar.  Το συνεχές εμπόριο αυτών των χρωστικών επιβεβαιώθηκε από την ανακάλυψη Orpiment σε ένα σφραγισμένο αγγείο σε ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας .

Πριν από την εποχή του Μέσου Βασιλείου (2055-1650 π.Χ.) το Realgar είχε εντοπιστεί μόνο σε μια πέτρινη στήλη της Δεύτερης Δυναστείας από τη Σακκάρα (Λούβρο E27157). Οι αναλύσεις χρωστικών αντικειμένων του Μέσου Βασιλείου δείχνουν πως το Orpiment είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και το Realgar σχεδόν καθόλου.

Στο φέρετρο el-Bersha του Djehutynakht (11η έως 12η Δυναστεία) εμφανίζεται το Orpiment στην δημιουργία κίτρινων αγγείων, κάτι που δείχνει ότι ο Djehutynakht χαρακτηριζόταν ως Ελίτ στην ταξική ιεραρχία των αρχαίων Αιγυπτίων για να μπορεί να εισάγει χρωστικά υλικά από ένα ξένο Βασίλειο.

Orpiment ως διακοσμητικό στοιχείο βρίσκεται σε μια ξύλινη φιγούρα «φύλακα» από τη Δωδέκατη Δυναστεία, η οποία βρέθηκε στον μη βασιλικό τάφο του Imhotep, ενός «Βασιλικού Σφραγιστή». Το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τα ρούχα της θεότητας..

Orpiment βρίσκεται επίσης σε μια πλειάδα ταφικών αντικειμένων σε μη βασιλικές ταφές, συμπεριλαμβανομένων λίθινων σαρκοφάγων, αγγείων, κανωπικών πιθαίων, λινά σάβανων και παπύρων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Orpiment βρέθηκε επίσης εφαρμοσμένο στενά μαζί με επιχρύσωση σε αντικείμενα όπως μάσκες και φέρετρα.

Η χρήση του κόκκινου Realgar εντοπίζεται σε σημαντικά λιγότερα αντικείμενα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό συμβαίνει γιατί η  στενή συμβολική αναλογία του Orpiment με τον καθαρό χρυσό και τον ήλιο είναι η βάση για την πιο συχνή χρήση του, αν και καμία από αυτές τις χρωστικές δεν ήταν σε γενική χρήση.

Το Realgar έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με άλλες χρωστικές στους τοίχους του βασιλικού τάφου του Amenhotep III. Το καθαρό Realgar έχει βρεθεί κυρίως στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών και το Orpiment και το Realgar έχουν εντοπιστεί χωριστά στους ίδιους παπύρους, ειδικά στον χρωματισμό των ριγέ περιγραμμάτων και στις σχετικές φιγούρες των κειμένων.

Μείγματα Orpiment και του Realgar βρέθηκαν στις τοιχογραφίες του τάφου ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, της Menna, και της συζύγου του Henuttawy (Τάφος TT69), κατά την εποχή του Amenhotep III. Στον τάφο του Hha' Em Het (Χα Εμ Χετ) βρέθηκε μίγμα γκαιτίτη- κίτρινης σανδαράχης.

Από την περίοδο της Αμάρνα ως την περίοδο των Πτολεμαίων υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα αντικειμένων χρωματισμένων με orpiment και realgar. Αυτές οι χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν μόνες τους ή αναμεμειγμένες με ώχρες και βρέθηκαν σε τοιχογραφίες, πάπυρους, διάφορα τελετουργικά αντικείμενα, ακόμα και στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στην Αμάρνα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα χρήσης Orpiment σε αγάλματα, βρίσκεται στο έντονο κίτρινο κεφαλόδεσμο της διάσημης προτομής της Νεφερτίτης.

Από το Μέσο Βασίλειο και μετά η χρήση των Orpiment/Realgar γίνεται πιο συχνή ακόμα και σε μη Βασιλικά , συμβολικά ή τελετουργικά αντικείμενα και εδώ εγείρονται ερωτηματικά γιατί να χρησιμοποιηθούν αυτές οι τοξικές ουσίες, με το θειούχο αρσενικό, σε τόσο ευρείας γκάμας αντικείμενα, όπως καλλυντικά προϊόντα και μακιγιάζ.

Σε θραύσματα τοιχογραφιών της αρχαίας Πομπηίας βρέθηκαν κοινές ώχρες, καφέ, κίτρινες, κόκκινες με βάση τον αιματίτη και γαιθίτη, βρέθηκε αιγυπτιακό μπλε και ίχνη από χρωστικές Orpiment  και  Realgar.

Το Realgar σαν χρωστική χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, που περιγράφεται ευρέως σε χειρόγραφα, είναι η ευαισθησία του στο φως που οδηγεί στο σχηματισμό λευκού τριοξειδίου του αρσενικού (As 2 O 3 )

 Στην Ευρώπη οι χρωστική ουσία του Orpiment εισήλθε στο εμπόριο ως "κίτρινο αρσενικό", "Rush Yellow"  ή "βασιλικό κίτρινο" και γνώρισε μεγάλη άνθιση στην Βενετία του 16ου αιώνα, ενώ εμφανίζεται περιστασιακά μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι vendecolori έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πειραματισμούς με τις χρωστικές και το λαμπερό κίτρινο και πορτοκαλοκόκκινο του Realgar είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της Βενετσιάνικης ζωγραφικής.

Στην Σιξτίνα Μαντόνα του Ραφαήλ (1513) τα ενδύματα έχουν κίτρινο Orpiment κι ίσως είναι αναμεμιγμένο με μπλε για να βγουν οι πράσινες αποχρώσεις.

Paolo Veronese (1528–1588), The Feast in the House of Levi (1573), oil on canvas, 555 × 1280 cm, Galleria dell’Accademia, Venice.  Wikimedia Commons

Στην «Γιορτή στον Οίκο του Λεβί» ,του Πάολο Βερονέζε γίνεται χρήση στα ενδύματα και των δύο χρωστικών, κίτρινης και πορτοκαλοκόκκινης.

Στην «Γιορτή των Θεών», τον πίνακα του Τζιοβάνι Μπελίνι, που μετά τον θάνατό του τον ολοκλήρωσε ο Τιτσιάνο, υπάρχει το Orpiment στα πράσινα και κίτρινα ενδύματα, όσο και το Realgar στα πορτοκαλί.

Ο Βενετός ζωγράφος Τιτσιάνο Βετσέλλιο (1485-1576) που χρησιμοποιούσε μια ασυνήθιστα μεγάλη ποικιλία χρωστικών είχε συμπεριλάβει στην παλέτα του το πορτοκαλί Orpiment και το έντονο κόκκινο του Realgar.

Unknown, Altar Frontal (fully reconstructed) (c 1275-1300), oil on pine panel, 98.5 x 160 cm,

Tingelstad I, Tingelstad, Norway. Photo by Mårten Teigen, Den Fargerike Middelalderen blog,

by Kaja Kollandsrud,

https://kollandsrud.wordpress.com/2012/06/14/frontalet-fra-tingelstad-i-rekonstruert-i-all-sin-herlighet/

Οι εντυπωσιακές χρωστικές έχουν εντοπιστεί σε πολλούς πίνακες της Αναγέννησης, όπως για παράδειγμα στην ζωγραφική του Πάολο Βερονέζε (1528-1588) που χρησιμοποιούσε το Realgar στις σκηνές δωματίων, δίνοντας κόκκινο σε κουρτίνες ή σε στόφες επίπλων, ενώ υπάρχει και εκτεταμένη χρήση των χρωστικών από τον Τιντορέττο (Γιάκοπο Ρομπούστι 1518–1594) και εμφανίζονται στα πρώτα έργα του Ουίλλιαμ Τέρνερ (1775–1851).

Στους Ολλανδικούς πίνακες του 17ου αιώνα είναι συνηθισμένη επιλογή οι έντονες χρωστικές για την απεικόνιση λουλουδιών, ενώ αναμιγνύονται με το μπλε για να δώσουν τόνους τους πράσινου.

Στην Βρετανική ζωγραφική δεν γίνεται τακτική χρήση του Orpiment  και  Realgar και σε πορτραίτα του 18ου αιώνα το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να επισημάνει λεπτομέρειες που χρειαζόταν χρυσό χρώμα.

The Wilton Diptych (c 1395-9), egg tempera on panel, each panel 53 x 37 cm, The National Gallery,

London. Wikimedia Commons.

Στον πίνακα The Wilton Diptych (1395 άγνωστου καλλιτέχνη), ζωγραφισμένος με αυγοτέμπερα, έχουμε ένα παράδειγμα συνδιασμού Orpiment με Indigo

Ωστόσο τα έργα τέχνης ζωγραφισμένα με χρωστικές θειούχου αρσενικού είναι γνωστό ότι επηρεάζονται από φαινόμενα αποδόμησης και οι καλλιτέχνες είχαν επίγνωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο χρόνος σε αυτές τις χρωστικές.

Στο «Mappae Clavicula», ένα μεσαιωνικό κείμενο του 12ου αιώνα, περιγράφεται η ασυμβατότητα των χρωστικών θειούχου αρσενικού με κάποιες άλλες χρωστικές που περιέχουν χαλκό και μόλυβδο. Ακόμα και σε εγχειρίδια καλλιτεχνών όπως το «De groote waereld in 't klein geschildert» του Wilhelmus Beurs και το «Il Libro Dell'Arte» του Cennino Cennini, αναφέρεται αυτή η ασυμβατότητα, όπως και οι αντιδράσεις των χρωστικών που φέρνουν φαινόμενα αποδόμησης του χρώματος, όμως όλα αυτά περιγράφονται σε μικρή χρονική κλίμακα καθώς δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς να γνωρίζουν τα φαινόμενα αποδόμησης που σχετίζονται με μεγαλύτερη χρονική κλίμακα όπως πχ. Με την πάροδο μιας εκατονταετίας και περισσότερο.

Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα των χρωστικών καθώς κάτω από την επίδραση του φωτός, οι διαλύτες που χρησιμοποιούνται στην ζωγραφική αντιδρούν με το Orpiment, έτσι ώστε το χρυσοκίτρινο να αποσυντίθεται με τους αιώνες. Την ίδια επίδραση έχουν και με τους πράσινους τόνους γι’ αυτό και βλέπουμε σε παλιούς πίνακες τοπίων ένα ξεθώριασμα των κίτρινων και πράσινων χρωστικών.

Οπτικές αλλαγές στο χρώμα μπορεί να προκληθούν από απώλεια χρώματος της χρωστικής θειούχου αρσενικού και το σχηματισμό νέων χημικών ειδών, ενώ αυτή η αλλοίωση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές του χρώματος όπως ξεφλούδισμα ή κιμωλίαση. Όλες αυτές οι μορφές αλλοίωσης μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αισθητική βλάβη στα έργα τέχνης.

Μετά τον 18ο αιώνα η χρήση των Orpiment και  Realgar περιορίστηκε καθώς εμφανίστηκαν οι κίτρινες και κόκκινες χρωστικές καδμίου που δεν είχαν τα μειονεκτήματα της Σανδαράχης, την αλλοίωση στο φως, την τοξικότητα ή την ασυμβατότητα με τις άλλες κοινές χρωστικές του μολύβδου και του χαλκού, ενώ από τον 19ο αιώνα συνθετικές χρωστικές αντικατέστησαν στο σύνολό τους τις τόσο επικίνδυνα τοξικές ουσίες αν και υπάρχουν ακόμα στο εμπόριο σε περιορισμένη χρήση πλέον.

Το Orpiment έχει αναφερθεί μερικές φορές ως "mineral sandarak" λόγω της ομοιότητάς του με τη φυσική ρητίνη σανταράκ όσον αφορά το χρώμα και τη λάμψη. μπερδεύεται με το Sandarak (Λατινικά Resina sandaraca), που είναι το χρυσαφένιο ρετσίνι του δέντρου Sandarak «Tetraclinis articulata» ή «αφρικανικό Sandarak» που ανήκει στα διακοσμητικά κυπαρισσοειδή. Το ρετσίνι Sandarak χρησιμοποιείται για την παραγωγή σκόνης θυμιάματος, αλλά κυρίως αλκοολούχων βερνικιών. Σε καλλυντικά προιόντα αναφέρεται ως CALLITRIS QUADRIVALVIS GUM (INCI )

 

Σήμερα η κύρια χρήση του Orpiment είναι ως μετάλλευμα αρσενικού. Η Σανδαράχη χρησιμοποιείται πλέον στην παραγωγή της υπέρυθρης υάλου, σε λινέλαιο, ημιαγωγούς, φωτοαγωγούς, χρωστικές ουσίες και ως πρόσθετη ουσία σε πυροτεχνήματα για να δίνει τις λευκές αστραφτερές λάμψεις.

Η κίτρινη σκόνη του ορυκτού, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Ινδία ως φυτοφάρμακο αλλά και ως αποτριχωτική ουσία!

Δεδομένου ότι η χρωστική ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση του φωτός για να σχηματίσει Realgar και αρσενικό (οξείδιο αρσενικού), τόσο το φυσικό όσο και το τεχνητό χρωστικό συνήθως μολύνονται με αρσενικό, το οποίο είναι καρκινογόνο και ταξινομείται ως πιο τοξικό ωστόσο χρειάζονται ακόμη για την αποκατάσταση παλιών πινάκων.

Οι χρωστικές ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα σχολεία καθώς υπάρχει κίνδυνος κατάποσης, εισπνοής της σκόνης και ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα.

Στην Ελλάδα ορυχεία Σανδαράχης υπήρχαν στην Σαντορίνη και στην Κω, αφού το ορυκτό έχει σχέση με υδροθερμικές και ηφαιστειακές δραστηριότητες. Και στον κόλπο Παλαιοχωρίου της Μήλου η σύσταση των υποθαλάσσιων ιζημάτων αποτελείται από κίτρινη Σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, Θείο και Κινναβαρίτη. 

Φημισμένη ήταν και η Σανδαράχη που υπήρχε κοντά στον Ελλήσποντο (Μυσία).

 

Σανδαράχη _ Realgar=αρσενικό,As4S4

orpiment=αρσενικό, As2S3

Τοξικό με εισπνοή και κατάποση.

Η αποδόμηση του realgar (As 4 S 4 ) περιγράφεται στη βιβλιογραφία ως μια φωτοεπαγόμενη διαδικασία που λαμβάνει χώρα κατά τον φωτισμό με ορατό φως. 

Η οδός αποδόμησης έχει μελετηθεί εκτενώς. Το Realgar πιστεύεται ότι υφίσταται μετασχηματισμό μέσω μιας ενδιάμεσης χ-φάσης (As 4 S 5 ), με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός συνδυασμού para-realgar (As 4 S 4 ) και αρσενόλιθου (As 2 O 3 , με το As στο + 3 κατάσταση οξείδωσης).

Η ακριβής οδός αποικοδόμησης του ορπιμέντου έχει διερευνηθεί λιγότερο εντατικά. Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στο φως έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο σχηματισμό αρσενόλιθου (As 2 O 3 ).

 

Πληροφορίες

Τμήμα Γεωλογίας ΑΠΘ

Oρυκτά, πετρώματα και πολιτισμός-Μιχάλης Νικολάου

Ψηφιακή έκδοση ''Ορυκτά''-Mindat.org

David, Α.R, Edwards, H.G.M., Farwell, D.W. and De Faria D.L.A., 2001.

Raman Spectroscopic Analysis of Ancient Egyptian Pigments,

Archaeometry 43(4), 461-473.

Barbara Boczar ( διδακτορικό στις βιολογικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,

Santa Barbara, JD (νομική) από το Πανεπιστήμιο Stanford και μεταπτυχιακό στην

Αιγυπτιολογία από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ)

Wikipedia


Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...