Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κίτρινο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κίτρινο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17.9.23

ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ

 

Φανταστείτε πως για χιλιάδες χρόνια δηλητηριώδη φυτά και τοξικά ορυκτά χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική, στην βαφή υφασμάτων, στο μακιγιάζ, στην δερματοστιξία, στην γεωργία και σε εκατοντάδες άλλες χρήσεις ακόμα και στην Ιατρική.

Ορισμένα από αυτά τα υλικά ήταν θανατηφόρα, άλλα προκαλούσαν ανίατες ασθένειες, όμως ειδικά οι χρωστικές έμοιαζαν να είναι αναντικατάστατες για χιλιετίες, ακόμα κι όταν υπήρχαν παρόμοιες αποχρώσεις από μη τοξικά υλικά κι έτσι έφτασαν να τις χρησιμοποιούν μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Μια από αυτές τις χρωστικές είναι η Σανδαράχη.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος στο έργο του "Περί Λίθων" αναφέρει το αρρενικό (αρσενικό), ενώ ο Διοσκουρίδης στο "περί ύλης ιατρικής" το αναφέρει ως αρρενικόν σχιστόν , με χρυσαφίζον χρώμα.

Πρόκειται για μια από τις μορφές του Αρσενικού, το ορυκτό Σανδαράχη (λατινικά sandarach) ή αλλιώς Realgar ( από το αραβικό rahj al ghar-σκόνη του ορυχείου) ή άλλες πηγές του δίνουν την αραβική λέξη rahg-al-far («σκόνη αρουραίων») που είναι δίδυμο με το χρυσοκίτρινο ορυκτό Orpiment (από το λατινικό auripigmentum, aurum- χρυσός+pigmentum-pigment, ή Auripigment) επίσης θειούχο αρσενικό με χαρακτηριστική οσμή θείου από το δισουλφίδιο αρσενικού που αποτελείται και σχηματίζεται ως υποπροϊόν αποσύνθεσης του Realgar ή με εξάχνωση.

Μην σας μπερδεύουν οι πολλές ονομασίες, μιλάμε για δίδυμα ορυκτά που σχηματίζονται στα ίδια γεωλογικά περιβάλλοντα κι έχουν τις ίδιες φυσικές ιδιότητες και χρήσεις. Ότι γράφεται για την Σανδαράχη (Realgar) ισχύει και για το Orpiment.

Είναι ορυκτά αρκετά συνηθισμένα στην φύση, τοξικά, μη υδατοδιαλυτά, (στο νερό είναι πολύ τοξικά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) και φωτοευαίσθητα σε μορφή κρυστάλλων, με έντονο πορτοκαλοκόκκινο, κόκκινο, κίτρινο έως χρυσαφί χρώμα, αν και πολλές φορές τα συναντάμε και σε μορφή σκόνης, γιατί οι ασταθείς κρύσταλλοι της κόκκινης Σανδαράχης - Realgar αποσυντίθενται με την μακρόχρονη έκθεσή τους στο φως και μετατρέπονται σε pararealgar ( γ -As 4 S 4 ) που είναι πορτοκαλοκίτρινο .

Στη φύση, η κόκκινη Σανδαράχη (Realgar) εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με άλλα ορυκτά θειούχου αρσενικού όπως το pararealgar και το orpiment (As 2 S 3) ( Realgar του AsS). Εκτός από τα οξειδωμένα τμήματα των φλεβών του αρσενικού που συναντάμε τα δυο ορυκτά, εμφανίζονται και σε συνδυασμό με κοιτάσματα κιννάβαρης (HgS) και αντιμονίου και ως εξαχνώματα από ηφαίστεια, ιδιαίτερα από τον Βεζούβιο, τα Φλεγραία Πεδία που είναι μια μεγάλη καλντέρα διαμέτρου 13 χιλιομέτρων κοντά στη Νάπολη και τα Νησιά του Αιόλου στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα.

Το orpiment και το realgar ανήκουν στα σουλφίδια του αρσενικού καθώς ένα από τα βασικά συστατικά στην σύνθεσή τους είναι το τριοξείδιο του αρσενικού, που είναι ακόμα πιο τοξικό από το θειούχο αρσενικό και απορροφάται πιο εύκολα και συνήθως εμφανίζονται μαζί στη φύση. Τα δυο ορυκτά (ως καθαρές ουσίες) ταξινομούνται ως οξέα τοξικά κατηγορίας 3, σύμφωνα με την ταξινόμηση GHS. Επομένως δεν φθάνουν στην τοξική δράση άλλων ενώσεων αρσενικού εάν είναι σε καθαρή μορφή.

Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές που προειδοποιούν για την υψηλή τοξικότητα της χρωστικής ουσίας.

Το 1738 ο Sprong το περιέγραψε : «Royal Yellow: Αυτό είναι κατασκευασμένο από τα καλύτερα κομμάτια χρωστικής ουσίας και επομένως είναι πολύ δηλητηριώδες.

Ο χρήστης λοιπόν δεν πρέπει να το πλησιάσει και να το μυρίσει κρατώντας τη μύτη από πάνω του». Ο Βαλεντίν Μπολτς προειδοποιεί επίσης ρητά στο διαφωτιστικό του βιβλίο του 1549: «Και προσέξτε να μην γλείψετε ένα στυλό αυτού του χρώματος, γιατί είναι επιβλαβές». Ο Cennini το περιγράφει ως "propio tosco", πραγματικά δηλητηριώδες, και σε πολλά βιβλία (Schramm) και λίστες από κατασκευαστές χρωστικών (Kremer) ταξινομείται ως δηλητήριο κατηγορίας 1 ή 2.

Ωστόσο, υπάρχει επίσης η δήλωση ότι το τριθειώδες αρσενικό δεν είναι πολύ τοξικό. Όπως είναι στο νερό και το υδροχλωρικό οξύ είναι αδιάλυτο, δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον οργανισμό ή μόνο σε μικρές ποσότητες. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εντοπίζονται στη «μόλυνση» με το προϊόν διάσπασης αρσενικό (As 2 O 3 ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως διάσημο (αυτοκτονικό) δηλητήριο

 Στην καθαρή κρυσταλλική του μορφή το Realgar είναι λαμπερό κόκκινο αλλά όταν αλέθεται γίνεται πορτοκαλί. Το Orpiment ενώ έχει καλή κάλυψη σαν χρωστική και έντονο χρυσαφί χρώμα είναι ασταθές και αλλοιώνεται από τα οξέα.

Η Σανδαράχη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως χρωστική ουσία, λόγω του λαμπερού πλούσιου χρώματος της, αν και πιο δημοφιλές ήταν το συγγενές Orpiment.

Ο τρόπος που έπαιρναν από τα αρχαία χρόνια την χρωστική από τους κρυστάλλους ήταν η καθίζηση. Μετά την εξαγωγή τους από τα ορυχεία τα ορυκτά χωρίζονταν και τα συνέθλιβαν αλέθοντάς τα με νερό. Με αυτόν τον τρόπο πλενόταν τα ορυκτά και η χρωστική διαχωριζόταν με την καθίζηση.

Υπάρχει και η συνθετική παραγωγή χρωστικής με την θέρμανση ενός μείγματος οξειδίου του αρσενικού και θείου που προκαλεί την εξάχνωση της χρωστικής και ανάλογα με την διακύμανση των αναλογιών παίρνουμε Realgar ή Orpiment

 Οι κόκκινοι λαμπεροί κρύσταλλοι του ορυκτού έμοιαζαν τόσο πολύ με κόκκινους πολύτιμους λίθους ώστε συχνά το ονόμαζαν «ρουμπινί θείο» και «ρουμπινί αρσενικό» μόνο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν πολύτιμος λίθος γιατί ήταν ένα μαλακό ορυκτό που τριβόταν εύκολα σε μια αστραφτερή κόκκινη σκόνη, που έγινε από τις πιο αγαπητές και εμπορεύσιμες χρωστικές.

Η Σανδαράχη ταξίδευε σε όλο τον αρχαίο κόσμο για την παραγωγή χρωμάτων. 

Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν και από τις πιο επικίνδυνες ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από χρωστικές για τοιχογραφίες, καλλυντικά ή ακόμα και σαν φάρμακα.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι κοιτάσματα Realgar είχαν βρεθεί στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ ο Βιτρούβιος ανέφερε ότι τα καλύτερα κοιτάσματα βρισκόταν στον Πόντο, μια περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Υπήρχε ένα ακόμα γνωστό κοίτασμα κοντά στο Puteoli (σημερινό Pozzuoli) στη νότια Ιταλία

Ο Έλληνας ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι λόγω του υψηλού ποσοστού θανάτων μεταξύ των μεταλλωρύχων, στα ορυχεία της Σανδαράχης χρησιμοποιήθηκαν μόνο κατάδικοι, ίσως και γι’ αυτό τα ορυχεία του θανατηφόρου ορυκτού έμεναν για αρκετό χρόνο ανενεργά.

Ωστόσο εκτός από χρωστική οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το Orpiment και στην φαρμακολογία αν και γνώριζαν την τοξικότητά του,  πιστεύοντας πως ένα ‘ρόφημα’ από την κίτρινη σκόνη θωράκιζε τον οργανισμό κι απέτρεπε τις ασθένειες.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η τοξική κίτρινη ουσία όταν αναμιγνύεται με νέφτι και κάποια τροφή είναι αποτελεσματική θεραπεία για τον βήχα!

Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, το Realgar είναι ένα είδος «κρασιού» που παρασκευάζεται με αλεσμένη σκόνη realgar (As2S2), που συνήθως πίνεται στο Φεστιβάλ Dragon Boat, ενώ χρησιμοποιείται και για την καταπολέμηση των παρασίτων και των σκουληκιών. Αλεσμένο Realgar ήταν και το αντίδοτο για πληγές από δηλητηριασμένα βέλη. Μια ακόμα χρήση του ήταν σαν εντομοκτόνο!

Dragon Boat Festival rice dumpling wine jar, ink painting bamboo background,

Chinese characters are Dragon Boat Festival and realgar wine Pro Vector

Το Realgar χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και ως «ινδική λευκή φωτιά» σε  πυροτεχνήματα, καθώς καίγεται με την προσθήκη θείου μαζί με έναν οξειδωτικό παράγοντα όπως το νιτρικό κάλιο με μια φωτεινή λευκή φλόγα. Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή πεποίθηση, ουσίες που είναι δηλητηριώδεις για τα έντομα λέγεται ότι διώχνουν τους δαίμονες, γι' αυτό και το auripigment και το realgar χρησιμοποιούνταν και σαν θυμίαμα.

Οι Ίνκας και οι Αζτέκοι ήταν ήδη εξοικειωμένοι με την αντισηπτική δράση του Realgar, το χρησιμοποιούσαν για τη σύφιλη και τη λεϊσμανίαση, μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους μια σημαντική χρήση του Realgar ήταν στην βυρσοδεψία που το χρησιμοποιούσαν για να αφαιρούν τις τρίχες κατά την επεξεργασία των δερμάτων.

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη παράλληλα με την ζωγραφική το Realgar χρησιμοποιήθηκε σαν δηλητήριο για τρωκτικά και σαν εντομοκτόνο.

Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η χρυσαφένια λάμψη των κίτρινων κρυστάλλων της Σανδαράχης από τους Αλχημιστές όλου του τότε γνωστού κόσμου, που έψαχναν μανιωδώς τον τρόπο και το υλικό για να παρασκευάσουν χρυσάφι!

Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Πλίνιος αποκαλεί τον κόκκινο μόλυβδο "ψευδή σανταράχ" και υποστήριζε ότι αληθινό σανδαράχ είναι το σπάνιο πορτοκαλοκόκκινο Realgar που εμφανίζεται σε μεταλλεύματα μολύβδου και αργύρου μαζί με Orpiment.

Για τους αρχαίους Αιγυπτίους το κίτρινο χρώμα θεωρούνταν υποκατάστατο του χρυσού, το υλικό που σχετίζεται με τον ήλιο και το δέρμα των Θεών (ενώ για το κόκκινο θεωρούσαν ότι αντιπροσώπευε το τονικό χρώμα της ανδρικής σάρκας και χρησιμοποιείτο για να υποδηλώνει την καταστροφή, την έρημο και την δύση του ηλίου).

Papyrus, 13th century BC, Petrie Museum, University College London

Η παλαιότερη τεκμηριωμένη χρήση αυτών των χρωστικών χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο (16ος έως 11ος αιώνας π.Χ).

Αυτά τα δυο χρώματα βρέθηκαν σε ταφικά αντικείμενα και τοιχογραφίες τάφων και αρχικά τα έπαιρναν από τοπικές κόκκινες και κίτρινες ώχρες, μείγματα αργίλου και οξειδίου του σιδήρου .Αργότερα που η Αίγυπτος συνδέεται εμπορικά με την Εγγύς Ανατολή γίνονται διαθέσιμες νέες χρωστικές ουσίες όπως το έντονο κίτρινο Orpiment (qnit), το λαμπερό κόκκινο ή κοκκινοπορτοκαλί Realgar (Awt-ib)  και το καθαρό πορτοκαλί Pararealgar που ήταν προϊόν διάσπασης του Realgar.  Το συνεχές εμπόριο αυτών των χρωστικών επιβεβαιώθηκε από την ανακάλυψη Orpiment σε ένα σφραγισμένο αγγείο σε ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας .

Πριν από την εποχή του Μέσου Βασιλείου (2055-1650 π.Χ.) το Realgar είχε εντοπιστεί μόνο σε μια πέτρινη στήλη της Δεύτερης Δυναστείας από τη Σακκάρα (Λούβρο E27157). Οι αναλύσεις χρωστικών αντικειμένων του Μέσου Βασιλείου δείχνουν πως το Orpiment είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και το Realgar σχεδόν καθόλου.

Στο φέρετρο el-Bersha του Djehutynakht (11η έως 12η Δυναστεία) εμφανίζεται το Orpiment στην δημιουργία κίτρινων αγγείων, κάτι που δείχνει ότι ο Djehutynakht χαρακτηριζόταν ως Ελίτ στην ταξική ιεραρχία των αρχαίων Αιγυπτίων για να μπορεί να εισάγει χρωστικά υλικά από ένα ξένο Βασίλειο.

Orpiment ως διακοσμητικό στοιχείο βρίσκεται σε μια ξύλινη φιγούρα «φύλακα» από τη Δωδέκατη Δυναστεία, η οποία βρέθηκε στον μη βασιλικό τάφο του Imhotep, ενός «Βασιλικού Σφραγιστή». Το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τα ρούχα της θεότητας..

Orpiment βρίσκεται επίσης σε μια πλειάδα ταφικών αντικειμένων σε μη βασιλικές ταφές, συμπεριλαμβανομένων λίθινων σαρκοφάγων, αγγείων, κανωπικών πιθαίων, λινά σάβανων και παπύρων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Orpiment βρέθηκε επίσης εφαρμοσμένο στενά μαζί με επιχρύσωση σε αντικείμενα όπως μάσκες και φέρετρα.

Η χρήση του κόκκινου Realgar εντοπίζεται σε σημαντικά λιγότερα αντικείμενα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό συμβαίνει γιατί η  στενή συμβολική αναλογία του Orpiment με τον καθαρό χρυσό και τον ήλιο είναι η βάση για την πιο συχνή χρήση του, αν και καμία από αυτές τις χρωστικές δεν ήταν σε γενική χρήση.

Το Realgar έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με άλλες χρωστικές στους τοίχους του βασιλικού τάφου του Amenhotep III. Το καθαρό Realgar έχει βρεθεί κυρίως στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών και το Orpiment και το Realgar έχουν εντοπιστεί χωριστά στους ίδιους παπύρους, ειδικά στον χρωματισμό των ριγέ περιγραμμάτων και στις σχετικές φιγούρες των κειμένων.

Μείγματα Orpiment και του Realgar βρέθηκαν στις τοιχογραφίες του τάφου ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, της Menna, και της συζύγου του Henuttawy (Τάφος TT69), κατά την εποχή του Amenhotep III. Στον τάφο του Hha' Em Het (Χα Εμ Χετ) βρέθηκε μίγμα γκαιτίτη- κίτρινης σανδαράχης.

Από την περίοδο της Αμάρνα ως την περίοδο των Πτολεμαίων υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα αντικειμένων χρωματισμένων με orpiment και realgar. Αυτές οι χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν μόνες τους ή αναμεμειγμένες με ώχρες και βρέθηκαν σε τοιχογραφίες, πάπυρους, διάφορα τελετουργικά αντικείμενα, ακόμα και στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στην Αμάρνα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα χρήσης Orpiment σε αγάλματα, βρίσκεται στο έντονο κίτρινο κεφαλόδεσμο της διάσημης προτομής της Νεφερτίτης.

Από το Μέσο Βασίλειο και μετά η χρήση των Orpiment/Realgar γίνεται πιο συχνή ακόμα και σε μη Βασιλικά , συμβολικά ή τελετουργικά αντικείμενα και εδώ εγείρονται ερωτηματικά γιατί να χρησιμοποιηθούν αυτές οι τοξικές ουσίες, με το θειούχο αρσενικό, σε τόσο ευρείας γκάμας αντικείμενα, όπως καλλυντικά προϊόντα και μακιγιάζ.

Σε θραύσματα τοιχογραφιών της αρχαίας Πομπηίας βρέθηκαν κοινές ώχρες, καφέ, κίτρινες, κόκκινες με βάση τον αιματίτη και γαιθίτη, βρέθηκε αιγυπτιακό μπλε και ίχνη από χρωστικές Orpiment  και  Realgar.

Το Realgar σαν χρωστική χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, που περιγράφεται ευρέως σε χειρόγραφα, είναι η ευαισθησία του στο φως που οδηγεί στο σχηματισμό λευκού τριοξειδίου του αρσενικού (As 2 O 3 )

 Στην Ευρώπη οι χρωστική ουσία του Orpiment εισήλθε στο εμπόριο ως "κίτρινο αρσενικό", "Rush Yellow"  ή "βασιλικό κίτρινο" και γνώρισε μεγάλη άνθιση στην Βενετία του 16ου αιώνα, ενώ εμφανίζεται περιστασιακά μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι vendecolori έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πειραματισμούς με τις χρωστικές και το λαμπερό κίτρινο και πορτοκαλοκόκκινο του Realgar είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της Βενετσιάνικης ζωγραφικής.

Στην Σιξτίνα Μαντόνα του Ραφαήλ (1513) τα ενδύματα έχουν κίτρινο Orpiment κι ίσως είναι αναμεμιγμένο με μπλε για να βγουν οι πράσινες αποχρώσεις.

Paolo Veronese (1528–1588), The Feast in the House of Levi (1573), oil on canvas, 555 × 1280 cm, Galleria dell’Accademia, Venice.  Wikimedia Commons

Στην «Γιορτή στον Οίκο του Λεβί» ,του Πάολο Βερονέζε γίνεται χρήση στα ενδύματα και των δύο χρωστικών, κίτρινης και πορτοκαλοκόκκινης.

Στην «Γιορτή των Θεών», τον πίνακα του Τζιοβάνι Μπελίνι, που μετά τον θάνατό του τον ολοκλήρωσε ο Τιτσιάνο, υπάρχει το Orpiment στα πράσινα και κίτρινα ενδύματα, όσο και το Realgar στα πορτοκαλί.

Ο Βενετός ζωγράφος Τιτσιάνο Βετσέλλιο (1485-1576) που χρησιμοποιούσε μια ασυνήθιστα μεγάλη ποικιλία χρωστικών είχε συμπεριλάβει στην παλέτα του το πορτοκαλί Orpiment και το έντονο κόκκινο του Realgar.

Unknown, Altar Frontal (fully reconstructed) (c 1275-1300), oil on pine panel, 98.5 x 160 cm,

Tingelstad I, Tingelstad, Norway. Photo by Mårten Teigen, Den Fargerike Middelalderen blog,

by Kaja Kollandsrud,

https://kollandsrud.wordpress.com/2012/06/14/frontalet-fra-tingelstad-i-rekonstruert-i-all-sin-herlighet/

Οι εντυπωσιακές χρωστικές έχουν εντοπιστεί σε πολλούς πίνακες της Αναγέννησης, όπως για παράδειγμα στην ζωγραφική του Πάολο Βερονέζε (1528-1588) που χρησιμοποιούσε το Realgar στις σκηνές δωματίων, δίνοντας κόκκινο σε κουρτίνες ή σε στόφες επίπλων, ενώ υπάρχει και εκτεταμένη χρήση των χρωστικών από τον Τιντορέττο (Γιάκοπο Ρομπούστι 1518–1594) και εμφανίζονται στα πρώτα έργα του Ουίλλιαμ Τέρνερ (1775–1851).

Στους Ολλανδικούς πίνακες του 17ου αιώνα είναι συνηθισμένη επιλογή οι έντονες χρωστικές για την απεικόνιση λουλουδιών, ενώ αναμιγνύονται με το μπλε για να δώσουν τόνους τους πράσινου.

Στην Βρετανική ζωγραφική δεν γίνεται τακτική χρήση του Orpiment  και  Realgar και σε πορτραίτα του 18ου αιώνα το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να επισημάνει λεπτομέρειες που χρειαζόταν χρυσό χρώμα.

The Wilton Diptych (c 1395-9), egg tempera on panel, each panel 53 x 37 cm, The National Gallery,

London. Wikimedia Commons.

Στον πίνακα The Wilton Diptych (1395 άγνωστου καλλιτέχνη), ζωγραφισμένος με αυγοτέμπερα, έχουμε ένα παράδειγμα συνδιασμού Orpiment με Indigo

Ωστόσο τα έργα τέχνης ζωγραφισμένα με χρωστικές θειούχου αρσενικού είναι γνωστό ότι επηρεάζονται από φαινόμενα αποδόμησης και οι καλλιτέχνες είχαν επίγνωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο χρόνος σε αυτές τις χρωστικές.

Στο «Mappae Clavicula», ένα μεσαιωνικό κείμενο του 12ου αιώνα, περιγράφεται η ασυμβατότητα των χρωστικών θειούχου αρσενικού με κάποιες άλλες χρωστικές που περιέχουν χαλκό και μόλυβδο. Ακόμα και σε εγχειρίδια καλλιτεχνών όπως το «De groote waereld in 't klein geschildert» του Wilhelmus Beurs και το «Il Libro Dell'Arte» του Cennino Cennini, αναφέρεται αυτή η ασυμβατότητα, όπως και οι αντιδράσεις των χρωστικών που φέρνουν φαινόμενα αποδόμησης του χρώματος, όμως όλα αυτά περιγράφονται σε μικρή χρονική κλίμακα καθώς δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς να γνωρίζουν τα φαινόμενα αποδόμησης που σχετίζονται με μεγαλύτερη χρονική κλίμακα όπως πχ. Με την πάροδο μιας εκατονταετίας και περισσότερο.

Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα των χρωστικών καθώς κάτω από την επίδραση του φωτός, οι διαλύτες που χρησιμοποιούνται στην ζωγραφική αντιδρούν με το Orpiment, έτσι ώστε το χρυσοκίτρινο να αποσυντίθεται με τους αιώνες. Την ίδια επίδραση έχουν και με τους πράσινους τόνους γι’ αυτό και βλέπουμε σε παλιούς πίνακες τοπίων ένα ξεθώριασμα των κίτρινων και πράσινων χρωστικών.

Οπτικές αλλαγές στο χρώμα μπορεί να προκληθούν από απώλεια χρώματος της χρωστικής θειούχου αρσενικού και το σχηματισμό νέων χημικών ειδών, ενώ αυτή η αλλοίωση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές του χρώματος όπως ξεφλούδισμα ή κιμωλίαση. Όλες αυτές οι μορφές αλλοίωσης μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αισθητική βλάβη στα έργα τέχνης.

Μετά τον 18ο αιώνα η χρήση των Orpiment και  Realgar περιορίστηκε καθώς εμφανίστηκαν οι κίτρινες και κόκκινες χρωστικές καδμίου που δεν είχαν τα μειονεκτήματα της Σανδαράχης, την αλλοίωση στο φως, την τοξικότητα ή την ασυμβατότητα με τις άλλες κοινές χρωστικές του μολύβδου και του χαλκού, ενώ από τον 19ο αιώνα συνθετικές χρωστικές αντικατέστησαν στο σύνολό τους τις τόσο επικίνδυνα τοξικές ουσίες αν και υπάρχουν ακόμα στο εμπόριο σε περιορισμένη χρήση πλέον.

Το Orpiment έχει αναφερθεί μερικές φορές ως "mineral sandarak" λόγω της ομοιότητάς του με τη φυσική ρητίνη σανταράκ όσον αφορά το χρώμα και τη λάμψη. μπερδεύεται με το Sandarak (Λατινικά Resina sandaraca), που είναι το χρυσαφένιο ρετσίνι του δέντρου Sandarak «Tetraclinis articulata» ή «αφρικανικό Sandarak» που ανήκει στα διακοσμητικά κυπαρισσοειδή. Το ρετσίνι Sandarak χρησιμοποιείται για την παραγωγή σκόνης θυμιάματος, αλλά κυρίως αλκοολούχων βερνικιών. Σε καλλυντικά προιόντα αναφέρεται ως CALLITRIS QUADRIVALVIS GUM (INCI )

 

Σήμερα η κύρια χρήση του Orpiment είναι ως μετάλλευμα αρσενικού. Η Σανδαράχη χρησιμοποιείται πλέον στην παραγωγή της υπέρυθρης υάλου, σε λινέλαιο, ημιαγωγούς, φωτοαγωγούς, χρωστικές ουσίες και ως πρόσθετη ουσία σε πυροτεχνήματα για να δίνει τις λευκές αστραφτερές λάμψεις.

Η κίτρινη σκόνη του ορυκτού, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Ινδία ως φυτοφάρμακο αλλά και ως αποτριχωτική ουσία!

Δεδομένου ότι η χρωστική ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση του φωτός για να σχηματίσει Realgar και αρσενικό (οξείδιο αρσενικού), τόσο το φυσικό όσο και το τεχνητό χρωστικό συνήθως μολύνονται με αρσενικό, το οποίο είναι καρκινογόνο και ταξινομείται ως πιο τοξικό ωστόσο χρειάζονται ακόμη για την αποκατάσταση παλιών πινάκων.

Οι χρωστικές ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα σχολεία καθώς υπάρχει κίνδυνος κατάποσης, εισπνοής της σκόνης και ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα.

Στην Ελλάδα ορυχεία Σανδαράχης υπήρχαν στην Σαντορίνη και στην Κω, αφού το ορυκτό έχει σχέση με υδροθερμικές και ηφαιστειακές δραστηριότητες. Και στον κόλπο Παλαιοχωρίου της Μήλου η σύσταση των υποθαλάσσιων ιζημάτων αποτελείται από κίτρινη Σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, Θείο και Κινναβαρίτη. 

Φημισμένη ήταν και η Σανδαράχη που υπήρχε κοντά στον Ελλήσποντο (Μυσία).

 

Σανδαράχη _ Realgar=αρσενικό,As4S4

orpiment=αρσενικό, As2S3

Τοξικό με εισπνοή και κατάποση.

Η αποδόμηση του realgar (As 4 S 4 ) περιγράφεται στη βιβλιογραφία ως μια φωτοεπαγόμενη διαδικασία που λαμβάνει χώρα κατά τον φωτισμό με ορατό φως. 

Η οδός αποδόμησης έχει μελετηθεί εκτενώς. Το Realgar πιστεύεται ότι υφίσταται μετασχηματισμό μέσω μιας ενδιάμεσης χ-φάσης (As 4 S 5 ), με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός συνδυασμού para-realgar (As 4 S 4 ) και αρσενόλιθου (As 2 O 3 , με το As στο + 3 κατάσταση οξείδωσης).

Η ακριβής οδός αποικοδόμησης του ορπιμέντου έχει διερευνηθεί λιγότερο εντατικά. Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στο φως έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο σχηματισμό αρσενόλιθου (As 2 O 3 ).

 

Πληροφορίες

Τμήμα Γεωλογίας ΑΠΘ

Oρυκτά, πετρώματα και πολιτισμός-Μιχάλης Νικολάου

Ψηφιακή έκδοση ''Ορυκτά''-Mindat.org

David, Α.R, Edwards, H.G.M., Farwell, D.W. and De Faria D.L.A., 2001.

Raman Spectroscopic Analysis of Ancient Egyptian Pigments,

Archaeometry 43(4), 461-473.

Barbara Boczar ( διδακτορικό στις βιολογικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,

Santa Barbara, JD (νομική) από το Πανεπιστήμιο Stanford και μεταπτυχιακό στην

Αιγυπτιολογία από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ)

Wikipedia


8.8.23

Indian Yellow

 

Υπάρχει ένα χρώμα που πίσω του κρύβεται μια απάνθρωπη ιστορία!

Ένα χρώμα που δεν υπάρχει πλέον στην φυσική του μορφή και

από την αρχή της εισαγωγής του στην Ευρώπη από την Ανατολή,

το κάλυπτε ένα πυκνό μυστήριο.

Αυτή η διάσημη κίτρινη – μουσταρδί χρωστική που είναι γνωστή ως peorī στα Ινδικά Χίντι 

ή ως Gogilī που είναι η ινδικοποιημένη εκδοχή της Περσικής λέξης gaugil που σημαίνει ‘αγελάδα-γη’ 

ή αλλιώς κατά την Ευρωπαϊκή εκδοχή Indian Yellow, Ινδικό Κίτρινο.

 
Η χρωστική του Ινδικού κίτρινου θαυμάστηκε από τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες για την ημιδιαφάνειά

 του, το καθαρό κίτρινο λαμπερό χρώμα του, την ‘πουδρώδη’ υφή του και την τελειότητα των

 αποχρώσεων που έδινε όταν αναμιγνυόταν με άλλες χρωστικές στην ζωγραφική, τόσο με λάδια όσο

 και στην ακουαρέλα. Ειδικά στην ακουαρέλα είχε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να ‘σβήνει’ στο

 σκοτάδι και στο τεχνητό φως, ενώ παρέμενε σταθερό στο άμεσο ηλιακό φως.

Στα λάδια στεγνώνει σε αργό σχετικά διάστημα, όμως η προσθήκη βερνικιού βελτίωσε τον χρόνο

 στεγνώματός και η ιδιαίτερη αντοχή του στο φως έγινε ακόμα πιο σταθερή όταν η χρωστική βρέθηκε

 μεταξύ των στρώσεων βερνικιού.

 Η ημιδιαφάνεια του Indian Yellow και το λαμπερό του χρώμα που έφθανε στον φθορισμό, οφειλόταν

 στην υδατοδιαλυτή δομή του και στην αρχική της μορφή η χρωστική ήταν γνωστή σαν lake pigment

που κατασκευαζόταν από οργανικά υλικά, σε αντίθεση με τις άλλες χρωστικές όπως το ultramarine και

 το vermillion που δημιουργούνται από τη σύνθλιψη ορυκτών.

 

Vincent Van Gogh; The Starry Night (1889)

Ένας από τους πιο διάσημους χρήστες του ήταν ο Vincent Van Gogh, ο οποίος ζωγράφισε ένα φωτεινό

 κίτρινο φεγγάρι στο αριστούργημα του 1889, Η Έναστρη Νύχτα. Έχει παρουσιαστεί σε εκθέσεις και

 έχει εκτιμηθεί για την ομορφιά του που χρησιμοποιείται τόσο σε ακουαρέλα όσο και σε ελαιογραφία.


 Στο δοκίμιο «An Essay on Light and Shade» του M. Gartside το 1805 αναφέρεται για πρώτη φορά το

 Ινδικό κίτρινο ως χρωστική ενώ το 1839 ο JFL Mérimée δίνει περισσότερες πληροφορίες στο

«The Art of Painting in Oil and in Fresco», περιγράφοντας την χρωστική σαν μια καθαρή, λαμπερή

 κίτρινη lake που εξάγεται από κάποιο φυτό, το Memecylon tinctorium και που έχει μια

 χαρακτηριστική μυρωδιά σαν ούρα αγελάδας.

{Memecylon- ποικιλομορφία αυτής της ομάδας είναι συγκεντρωμένη στην τροπική Αφρική, τη Μαδαγασκάρη, τη Σρι Λάνκα, την Ινδία και τη Μαλαισία. Ο Πλίνιος περιέγραφε μια ποικιλία του φυτού «Arbutus unedo» σαν ανατολίτικη φράουλα}

Το ίδιο πίστευε και ο χημικός John Stenhouse που εξέτασε την προελευση του Ινδικού κίτρινου και

 δημοσίευσε ένα άρθρο τον Νοέμβριου του 1844 στο Philosophical Magazine αναφέροντας ότι στο

 μικροσκόπιο βρήκε κρυστάλλους σε σχήμα βελόνας και η χρωστική ήταν σίγουρα φυτικής

 προέλευσης.

Γεγονός ήταν ότι η προέλευση και τα συστατικά της κίτρινης χρωστικής ήταν άγνωστα εκείνη την

 εποχή και για πολλά χρόνια οι χωμάτινες κίτρινες μπάλες φθάνουν σφραγισμένες στις συσκευασίες

 τους. Στα Ευρωπαϊκά εργαστήρια των χημικών και αλχημιστών οι μπάλες θα πλυθούν και θα

 καθαριστούν ώστε να γίνει ο διαχωρισμός του χρώματος από τα πράσινα και καφέ χώματα που το

 περιβάλλουν. Η έντονη οσμή αμμωνίας που ελκύει η επεξεργασία δείχνουν ότι η χρωστική περιέχει

 ούρα αγελάδας, καμήλας ή ίσως και χολή βοδιού.

Το 1786 ένας ερασιτέχνης ζωγράφος ο Roger Dewhurst ισχυρίστηκε σε επιστολές τους προς φίλους ότι

 υπήρχε μια οργανική ουσία σε κίτρινη απόχρωση που παρασκευαζόταν από ούρα ζώων που τα

 έτρεφαν με κουρκουμά. Για πολλά χρόνια κανένας δεν έμαθε από που γνώριζε ο Dewhurst την

 προέλευση της χρωστικής

Ο Mérimée, στο βιβλίο του για τη ζωγραφική του 1830, δεν πίστευε ότι ήταν φτιαγμένο από ούρα,

 παρά τη μυρωδιά του. Ο George Field πίστευε ότι ήταν φτιαγμένο από ούρα καμήλας.

Κανένας τελικά δεν γνώριζε την αλήθεια. Στην πραγματικότητα ήταν ένα άλυτο μυστήριο που έκρυβε

 πίσω του μια θλιβερή βάρβαρη ιστορία.

Πολύ πριν φτάσει στην Ευρώπη το Ινδικό κίτρινο είχε εισαχθεί από την Περσία στην Ινδία τον δέκατο

 πέμπτο αιώνα. Ιδιαίτερα δεδομένο αυτό το ζεστό πορτοκαλοκίτρινο χρώμα στην Ινδία το

 χρησιμοποιούσαν για να χρωματίσουν βαμβακερά υφάσματα, πορσελάνες, για τοιχογραφίες, για

 ζωγραφική με ακουαρέλα σε μινιατούρες Pahari τον 16ος–19ος αιώνας ενώ χρησιμοποιούσαν το

 Goracana ακόμα και σαν ‘’τιλάκα’’ στο μέτωπο σαν θεραπευτική ουσία Αγιουβέρδα «ως ουσία

 αγελάδας». Μια από τις χρήσεις ήταν ένα μείγμα Gogilī με σαφράν  ( Crocus sativus ) για την

 ζωγραφική της Mithila  stoBihar.

Το Goracana χρησιμοποιείται ακόμα στο Θιβέτ και λέγεται ότι προέρχεται από πέτρες στη χολή των

 βοοειδών

 

Οι εικασίες για την προέλευση του Ινδικού κίτρινου παρέμεναν ανοιχτές μέχρι το 1883, όταν ο

Sir Joseph Hooker διευθυντής του Βασιλικού Βοτανικού κήπου του Kew (1865–1885), αποφάσισε να

 ανακαλύψει την αλήθεια και να βάλει ένα τέλος στην παραπληροφόρηση.

Ανέθεσε αυτή την αποστολή σε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του τμήματος Εσόδων και Γεωργίας, της

 Κυβέρνησης της Ινδίας, τον Trailokya Nath Mukharji, ο οποίος είχε υπηρετήσει επίσης ως επιμελητής

 για το Ινδικό Μουσείο της Καλκούτα. Ο Mukherji ταξιδεύοντας κατά μήκος του ποταμού Γάγγη, στην

 ΒΑ Ινδία, στο Μπιχάρ και στα προάστια του Μιρζαπούρ ανακάλυψε μια ομάδα από αγελαδοτρόφους

 που ήταν οι παραγωγοί της κίτρινης χρωστικής.

Οι αγελαδοτρόφοι τάιζαν αποκλειστικά με φύλλα μάνγκο τα ζώα τους, ένα φυτό που αυξάνει την

 χρωστική ουσία της χολής και δίνει στα ούρα ένα έντονο κίτρινο χρώμα και τα υποχρέωναν να πίνουν

 άφθονο νερό. Τα ζώα ήταν εξαιρετικά υποστιτισμένα καθώς σπάνια τους έδιναν κανονική τροφή και

 καθώς δεν μπορούσαν να αποβάλλουν όλη την χρωστική

του φυτού υπέφεραν από τεράστιες πέτρες στα νεφρά που έκαναν επώδυνη την ούρηση.

Για να μην αντιδρούν στον πόνο τα έδεναν με δερμάτινες λωρίδες και τα υποχρέωναν με μαλάξεις να

 ουρήσουν. Ο χρόνος της ζωής τους ήταν λίγος και πέθαιναν μέσα σε φρικτούς πόνους για να δώσουν

 αυτό το λίγο χρώμα.

Joseph Mallord William Turner The Angel Standing in the Sun (1846)


Η διαδικασία παρασκευής της χρωστικής ήταν η εξής.

Τα ούρα συλλέγονταν και γινόταν διήθηση μέσα από πυκνά υφάσματα για να περάσει το κίτρινο υγρό

 σε μικρά πήλινα δοχεία που θα τα άφηναν στον ήλιο ή κοντά σε φωτιά ώστε να συμπυκνωθεί το υγρό

 και να αφήσει ένα κίτρινο ίζημα. Αυτή ήταν η πρώτη ύλη για να πλάσουν αργότερα χειροποίητα αυτές

 τις σκληρές δύσοσμες κίτρινες μπάλες της ακατέργαστης χρωστικής

Σύμφωνα με πληροφορίες παρήγαγαν χίλιες έως χίλιες πεντακόσιες λίβρες της χρωστικής ουσίας

 ετησίως, αν και ο Mukherji αμφισβήτησε τα στοιχεία παραγωγής όταν είδε τον μικρό αριθμό των

 αγελάδων που εκμεταλλευόταν αυτοί οι ‘’χρωματιστές’’ αγελαδοτρόφοι.

Οι Marwari έμποροι (Υπήρξαν μια εξαιρετικά επιτυχημένη επιχειρηματική κοινότητα, αρχικά ως

 έμποροι της ενδοχώρας κατά την εποχή των βασιλείων Rajput , και αργότερα επίσης ως επενδυτές στη

 βιομηχανική παραγωγή και σε άλλους τομείς) αγόραζαν τις χωμάτινες μπάλες της χρωστικής για 1

 ρουπία ανά λίβρα και στην αγορά της Καλκούτας και της Πάτνα τις έδιναν για 100 έως 200 ρουπίες

 ανά λίβρα. Από εκεί οι έμποροι των εθνών θα έφερναν την χρωστική στην μετά-ιμπρεσιονιστική

 Ευρώπη.

 

Indian yellow Desert Painting by Matthew Frock

Στην Ευρώπη ωστόσο λίγοι αποδέχθηκαν τη θεωρία του Mukherji και συνέχισαν να συζητούν για την

 προέλευση του ινδικού κίτρινου καθώς επικρατούσε σύγχυση επειδή πολλά προϊόντα εξάγονταν από

 την εταιρεία  East India Company και το British Raj με την ονομασία Ινδικό κίτρινο και με πολλές

 παραλλαγές στην ονομασία των κίτρινων χρωστικών.

Το Peori στα Χίντι, το googol στα Περσικά, το Hardiwárí peori φυσικό ινδικό κίτρινο, το aureolin που

 ήταν το κίτρινο του κοβαλτίου, το Vilayati peori χρωμικός μόλυβδος.

 

The Burning of the Houses of Lords and Commons by J. M. W. Turner, February 1835

Μόλις το 1908, αιώνες αργότερα, η διαδικασία κρίθηκε απάνθρωπη και εκτός νόμου. Αιτία ήταν πως οι

 Ιερές αγελάδες βασανίζονταν και επιτέλους αυτό έπρεπε να σταματήσει, κάτι που ήταν ενάντια στην

 θρησκεία τους,  αν και πέρασαν κι άλλα χρόνια για να κριθεί το Indian Yellow μη εμπορεύσιμο.

Ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτή η απαγόρευση μπορεί να ήταν δυνατή με βάση προϋπάρχουσες

 πράξεις της Βεγγάλης για την πρόληψη της σκληρότητας των ζώων το 1869.

 

Joesph Mallord William Turner, Teignmouth, Exhibited in 1812, Oil on canvas

Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα διερευνήθηκαν οι χημικές δομικές πληροφορίες του ευξανθικού

 οξέος, της κύριας ένωσης στο ινδικό κίτρινο, και η συνάφειά του με τη φυσιολογία και επιτέλους την

 δεκαετία 1950 έγινε κατανοητός και αποδεδειγμένος ο μηχανισμός της φυσικής του μεταβολικής

 παραγωγής στο σώμα των ζώων, επιβεβαιώνοντας ότι η σύνθεση της χρωστικής είναι ένα

 καθαρισμένο ίζημα ούρων, όπως ανέφερε η αρχική έκθεση του Mukharji.

Υπάρχουν και οι τελευταίες μελέτες του 2018, με παλιά δείγματα του 1883 που επιβεβαίωσαν την

 προέλευση από τα ούρα των βοοειδών της χρωστικής

 To 1905 o Alexander Eibner, Γερμανός χημικός και τεχνολόγος ζωγραφικής, περιγράφει το Ινδικό

 κίτρινο σαν καθαρή χρωστική ουσία που έχει μια ασύγκριτα όμορφη, βαθιά και φωτεινή χρυσοκίτρινη

 απόχρωση που επιτυγχάνεται χωρίς άλλη χρωστική ουσία.

Ο Eibner δημοσίευσε επίσης τα αποτελέσματα των μελετών ελαφριάς γήρανσης - καταλήγοντας στο

 συμπέρασμα ότι το ινδικό κίτρινο ήταν μια σταθερή χρωστική ουσία ακουαρέλας, η οποία μπορούσε

 να αντέξει το καθημερινό ηλιακό φως για δύο χρόνια χωρίς παρατηρήσιμες αλλαγές χρώματος ή

 έντασης

 

Η παραγωγή της χρωστικής μειώνεται σταδιακά από τη δεκαετία του 1920 και

το Indian Yellow υπάρχει πλέον σαν εναλλακτική μόνο στην συνθετική του μορφή.

 

 

 πληροφορίες

«Η ιστορία του ινδικού κίτρινου — απέκκριση ενός διαλύματος Rebecca Ploeger, Aaron Shugar; Τμήμα Συντήρησης Τέχνης; SUNY, Πολιτεία Μπάφαλο ( https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S1296207416304277 )»

«Indian Yellow" in Artists'Pigments: A Handbook of their History and Characteristics, National Gallery of Art, Washington, 1986; NS Baer, ​​A. Joel, RL Feller, N. Indictor.»

«Spotlight για: Indian Yellow, Winsor and Newton ( https://www.winsornewton.com/uk/articles/colours/spotlight-on-indian-yellow )»

«A History of Color: An Audio Tour of the Forbes Pigment Collection: Harvard Art Museums (https://harvardartmuseums.org/tour/a-history-of-color-an-audio-tour-of-the-forbes-pigment- συλλογή/διαφάνεια/11168)»

«Ινδικό κίτρινο». Bulletin of Miscellaneous Information (Royal Botanic Gardens, Kew) , τόμ. 1890, αρ. 39, 1890. JSTOR , www.jstor.org/stable/4111404.

Επίσης από τον T. N Mukherjee»

«Art Manufactures of India, Ειδικά Συγκεντρωμένο για τη Διεθνή Έκθεση της Γλασκώβης, 1888 Από τον Trailokyanātha Mukhopādhyāẏa ( https://www.google.co.in/books/edition/Art_manufactures_of_India/C3QTAAAAQAAJ?hlv=en&b )»

«Ένα Εγχειρίδιο Ινδικών Προϊόντων, Κατασκευών Τέχνης και Πρώτων Υλών ( https://www.google.co.in/books/edition/A_Hand_book_of_Indian_Products_Art_manuf/ubUUAAAAYAAJ?hl=el&gbpv=0 )»

«Χρωστικές ουσίες μέσα στους αιώνες - Ιστορία - Ινδικό κίτρινο" . webexhibits.org .»

«Ινδικό κίτρινο" . www.getty.edu . Θησαυρός Τέχνης & Αρχιτεκτονικής Getty»

«Ploeger, Rebecca; Shugar, Aaron (2017). "Η ιστορία του ινδικού κίτρινου - εκκρίνει μια λύση". Εφημερίδα Πολιτιστικής Κληρονομιάς»

«Ploeger, R; Shugar, Α; Smith, GD; Chen, VJ (2019). "Τέλη του 19ου αιώνα αφηγήσεις για το ινδικό κίτρινο: Η ανάλυση δειγμάτων από τους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους»

«Πέρκιν, Άρθουρ Τζορτζ· Έβερεστ, Άρθουρ Έρνεστ (1918). Οι φυσικές οργανικές χρωστικές ουσίες . London: Longmans, Green and Co.»

 

Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...