30.10.23

Tyrian purple

 


Ο Ιούλιος Πολυδεύκης,  (Julius Pollux), Έλληνας λόγιος και ρήτορας του 2ου αιώνα από τη Ναυκράτιδα (Naucratis) της Αρχαίας Αιγύπτου,στην Μυθολογία που περιγράφει στο Ονομαστικόν  (Pollux – Onomasticon I, 45) ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής ερωτεύτηκε μια νύμφη την Τυρώ. Κάποια μέρα που ο ήρωας περπατούσε στην παραλία με τον σκύλο του, τον είδε να δαγκώνει ένα θαλάσσιο σαλιγκάρι ( murex ). Από το αίμα του σαλιγκαριού βάφτηκε μωβ το ρύγχος του σκύλου. Η νύμφη μαγεύτηκε από αυτό το ξεχωριστό χρώμα και ζήτησε ένα φόρεμα σε αυτή την απόχρωση. Ο Ηρακλής συνέλεξε πορφύρες από την θάλασσα κι έβγαλε από αυτές την βαφή για να την προσφέρει δώρο στην νύμφη Τυρώ κι έτσι έγινε ο πρῶτος γενόμενος εὑρετὴς τῷ Τυρίῳ λόγῳ τῆς Φοινίσσης βαφῆς.

Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη αυτό το γεγονός συνέβη επτά γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο!

Αυτή η σκηνή απεικονίστηκε γύρω στο 1636 από τον Φλαμανδό ζωγράφο του 17ου αιώνα, Peter Paul Rubens, με την ελαιογραφία Hercules's Discovers Purple Dye, όπου δείχνει τον κυνηγό μυθολογικό ήρωα Ηρακλή να γονατίζει για να χαϊδέψει το κεφάλι ενός κυνηγόσκυλου που μασούσε ένα σαλιγκάρι. Αν και ο ζωγράφος δείχνει λανθασμένα ένα σπειροειδές κέλυφος ναυτίλου, αντί για ένα αγκαθωτό Murex.

 Ωστόσο και ο Όμηρος στα Έπη του αναφέρεται στην χρήση της Τυρικής Πορφύρας.

Στην Ιλιάδα (VIII 221: πορφυρέον φάρος= μωβ ρούχα) Ο Αγαμέμνων φοράει πορφυρό χιτώνα και ο χρυσός όπου είχαν τοποθετηθεί οι στάχτες του Έκτορα ήταν καλυμμένος με πορφυρό ύφασμα.

Η Ανδρομάχη και η Ελένη κεντούσαν μωβ υφάσματα ενώ κατά την Μυθολογία ο Δίας αναγνώρισε και έσωσε τον Περσέα χάρη στο πορφυρό ιμάτιό του.

Ο Θησέας είχε βουτήξει στη θάλασσα και ξαναβγήκε ντυμένος με πορφυρά ρούχα, για να αποδείξει τη θεϊκή του καταγωγή στον Μίνωα.

Κατά την Γεωμετρική και την Κλασική περίοδο συνέχισε να χρησιμοποιείται η Τυρική Πορφύρα, με έμφαση στη Ρωμαϊκή περίοδο, κατά την οποία οι απλοί άνθρωποι απαγορευόταν από το νόμο να ντύνονται με πορφυρά ενδύματα.

 

Άλλοι μύθοι απεικονίζουν τον βασιλιά Φοίνιξ, τον αδελφό της Ευρώπης και τον Κάδμο της Θήβας, ως ιδρυτή της πόλης της Τύρου, όπου κατασκευάζονταν τα καλύτερα πορφυρά υφάσματα.

Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί αναφέρονταν στην λέξη Φοινικικό για να υποδηλώσουν το βαθύ κόκκινο χρώμα. Οι Φοίνικες ήταν και οι κύριοι παραγωγοί και έμποροι των μωβ υφασμάτων την 1η χιλιετία π.Χ.

 

Ακόμη και η Αγία Γραφή καταγράφει τη μαεστρία των Φοινίκων στην μωβ βαφή: Όταν ο βασιλιάς Σολομών άρχισε να χτίζει τον ναό της Ιερουσαλήμ, ζήτησε από τον βασιλιά Χιράμ της Τύρου να του στείλει «έναν τεχνίτη ικανό να δουλεύει σε χρυσό, ασήμι, μπρούτζο και σίδηρο, και να επεξεργάζεται τα μωβ, βυσσινί και μπλε υφάσματα, όπως επίσης να είναι εκπαιδευμένος και στη χαρακτική» (Β' Χρονικών 2:7).

 
Το  Τύριαν μωβ είναι η πιο παλιά, η πιο ακριβή, η πιο διάσημη οργανική χρωστική ουσία!

Το όνομα προέρχεται από την πόλη της Τύρου (Λίβανος) από τα λατινικά  Tyrius , νησί-πόλη στο Λεβάντε, και από το εβραϊκό/φοινικικό  tzor , κυριολεκτικά «βράχος, βραχώδης τόπος».

Άλλες ονομασίες της χρωστικής ήταν Φοινικικό μωβ, βασιλικό μωβ ή αυτοκρατορικό μωβ.

Από γλωσσική άποψη, υποστηρίζεται ότι η λέξη μωβ προέρχεται απευθείας από το ελληνικό ρήμα «πορφύρω», που σημαίνει βράζω, γλωσσικός τύπος του ελληνικού ρήματος «φυρώ». Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται σε «κάτι που θα βράσει». Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τα υφάσματα για να βυθιστούν στην υγρή μωβ βαφή έπρεπε πρώτα να βράσουν σε υψηλές θερμοκρασίες για αρκετές ημέρες.

Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. το σαλιγκάρι  murex, που ήταν η πηγή της χρωστικής, απεικονιζόταν σε Φοινικικά νομίσματα.

Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι ήταν ένα ακριβό ‘’βαρύ’’ νόμισμα κι αυτό απεικονίζει την ισχυρή εμπορική και οικονομική αξία της βαφής.

Διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής από τα κοχύλια

και επεξεργασία της βαφής

 

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική Ιστορία του «Natural history» περιγράφει την διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής από τα όστρακα.

Γράφει: {{ η πιο ευνοική εποχή για να βγάλεις τα όστρακα είναι πριν από την Άνοιξη (μετά την ανατολή του Σείριου), γιατί έχουν αποβάλει την κηρώδη έκκρισή τους και δεν έχουν συνοχή οι χυμοί τους. Αν και κάτι τέτοιο είναι άγνωστο για τα εργαστήρια των βαφείων, είναι ένα γεγονός πρωταρχικής σημασίας. Αφού εξάγουν από τα όστρακα την φλέβα με την χρωστική, προσθέτουν αλάτι και τα βράζουν για τρεις ημέρες και όχι πιο πολύ ώστε να είναι φρέσκα για να υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στην βαφή. Κατόπιν τα μοιράζουν σε δοχεία από κασσίτερο (εκατό αμφορείς είναι πεντακόσιες λίβρες χυμού) και τα ξαναβράζουν σε μέτρια θερμότητα, ενώ στο κάθε δοχείο τοποθετείται μακριά χοάνη που επικοινωνεί με τον κλίβανο. Σε τακτά διαστήματα ξαφρίζεται ο υγρό ώστε να καθαρίσει και περίπου την δέκατη μέρα δοκιμάζεται η δύναμη της βαφής βυθίζοντας ένα κομμάτι δέρματος σε αυτό. Μέχρι να βρεθεί η απόχρωση του χρώματος που θα ικανοποιεί τις επιθυμίες των παρασκευαστών, το υγρό παραμένει σε βρασμό. }}

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος δήλωσε ότι η πιο επιθυμητή απόχρωση της χρωστικής,  ήταν αυτή που έδινε την εντύπωση του πηγμένου αίματος.

Ωστόσο η ακριβής διαδικασία επεξεργασίας και οι συνταγές των Φοινίκων δεν έγιναν ποτέ απόλυτα γνωστές καθώς επικρατούσε μια μεγάλη μυστικότητα γύρω από αυτές και δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να την περιγράφουν αναλυτικά.

Οι σύγχρονες πειραματικές εργασίες επάνω στην χρωστική ξεκλειδώνουν κατά μεγάλο μέρος το μυστικό των επεξεργαστών των Φοινίκων.

Η επιλογή των ειδών που θα έβγαζαν την χρωστική, εξαρτιόταν από την επιθυμητή απόχρωση της βαφής.

Τα θαλάσσια μαλάκια της οικογένειας Muricidae (Μουρικίδες) που χωρίζονται σε τρεις υποοικογένειες.

Τα murexes, τα Ocenebrinae και τα Rapaninae που βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες της υδρογείου, αλλά η πιο διάσημη βαφή προέρχεται από την Μεσόγειο.

Το είδος Hexaplex trunculus murex δίνει μπλε και μοβ αποχρώσεις ενώ το είδος bolinus brandaris, που αρχικά ονομαζόταν αρχικά ονομαζόμενο Murex brandaris, δίνει το βαθύ σκούρο κόκκινο ή πορφυρό.

Η διαδικασία ήταν αρκετά χρονοβόρα, εξαιρετικά δύσοσμη και  ξεκινούσε με την αλίευση των σαλιγκαριών που έπρεπε να διατηρηθούν ζωντανά , γιατί διαφορετικά θα χανόταν η πολύτιμη βλέννα που περιείχε ο αδένας και που από αυτήν γινόταν η εξαγωγή της χρωστικής.

Κάθε αδένας έδωσε μια μικρή ποσότητα βλεννογόνου, επομένως χρειάζονταν εκατοντάδες ή χιλιάδες σαλιγκάρια για να παραχθούν οι μεγάλες ποσότητες βαφής και μωβ υφάσματα που απαιτούνται από τη ζήτηση σε όλη τη Μεσόγειο. Χρειαζόταν 8000 γραμμάρια βλεννογόνου από τους αδένες των σαλιγκαριών  για να παραχθούν 500 γραμμάρια χρωστικής ουσίας

Πιθανότατα τοποθετούσαν τα σαλιγκάρια σε αγγεία που περιείχαν θαλασσινό νερό, αν και ο όγκος των σαλιγκαριών που έπρεπε να μαζευτεί και να διατηρηθούν ζωντανά μέχρι την στιγμή της επεξεργασίας, θα δικαιολογούσε τεράστιες δεξαμενές ψαριών στις ακτές.

Η επεξεργασία ξεκινούσε με την εξαγωγή του υποκλαδικού αδένα. Οι επεξεργαστές άνοιγαν μια τρύπα με αιχμηρό εργαλείο στην κορυφή του κελύφους ή θρυμμάτιζαν το κέλυφος σε πέτρινο γουδί.

Από κάθε σαλιγκάρι έβγαζαν τον αδένα και τον τοποθετούσαν σε αγγεία με αλμυρό νερό ή σε πέτρινους λάκκους ή σε δεξαμενές προκειμένου να ξεκινήσει η ζύμωση γιατί το μείγμα έπρεπε να αποθηκευτεί για αρκετές ημέρες ώστε να γίνει η χημική ζύμωση. Για να επιταχύνουν την διαδικασία ίσως θέρμαιναν τον μείγμα σε σταθερή θερμοκρασία των 45-50ο C και η ζύμωση γινόταν με την προσθήκη στάχτης.

Αρχικά έπαιρναν από αυτό το μείγμα ένα υποκίτρινο κρεμώδες υγρό που αποκτούσε το επιθυμητό εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα του όταν ερχόταν σε επαφή με τον αέρα και τον ήλιο, αποτέλεσμα ενός ειδικού ενζύμου που ονομάζεται «Porphyrase». Το τελικό προϊόν ήταν μια παχιά υγρή δύσοσμη βαφή.

Σύμφωνα με την ιστορικό Beatrice Caseau (professor of Byzantine history at Sorbonne University) , 10.000 οστρακοειδή του είδους Murex Brandaris θα παρήγαγαν 1 γραμμάριο χρωστικής ουσίας και αυτό θα αρκούσε μόνο για να βάψουν το στρίφωμα ενός ενδύματος σε βαθύ πορφυρό χρώμα (Bagnall, 5673), ενώ οι ίνες αρκετό διάστημα μετά την εμβάπτιση στην βαφή διατηρούσαν μια δυσάρεστη οσμή.

Αυτοί οι τεράστιοι αριθμοί οστράκων, υποστηρίζονται από τις ποσότητες πεταμένων κοχυλιών που βρέθηκαν στους τόπους επεξεργασίας της βαφής, όπως στην Σιδώνα στον σημερινό Λίβανο που βρέθηκε ένα βουνό ύψους 40 μέτρων από χρησιμοποιημένα όστρακα.

Η δύσοσμη διαδικασία εξηγεί γιατί το εργαστήριο της Σιδώνας βρισκόταν 14 χιλιόμετρα νότια της Βιβλικής πόλης στη Σαρεπτά, σημερνή Σαραφάντ.

 Για την προετοιμασία των υφασμάτων πριν βυθιστούν στις δεξαμενές της βαφής γνωρίζουμε πολύ λίγα αν και είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιούσαν κάποια ουσία όπως το μέλι ή την αμμωνία των ούρων. Κατόπιν τα πολυτελή υφάσματα βυθιζόταν στις δεξαμενές για αρκετές ώρες, ανάλογα με την απόχρωση ή την ένταση του χρώματος που οι επεξεργαστές επιθυμούσαν να πάρουν.

Το πορφυρό της Τύρου ήταν το διάσημο και έπαιρνε την σκουροκόκκινη απόχρωσή του χάρη στο διπλό βύθισμα στην δεξαμενή βαφής του υφάσματος.

Σε αντίθεση με άλλες βαφές υφασμάτων, που η ένταση του χρώματος εξασθενούσε γρήγορα, το πορφυρό της Τυρίας δεν το άγγιζαν ούτε οι καιρικές συνθήκες, ούτε και η φθορά του χρόνου. Είχε μια θαυματουργή ποιότητα σε υπερβολικά υψηλή τιμή που συχνά το βάρος της χρωστικής υπερέβαινε την τιμή των πολύτιμων μετάλλων και μόνο οι Φοίνικες (πολύ αργότερα και οι Καρχηδόνιοι)  μπορούσαν να πετύχουν αυτή την ποιότητα, να παράγουν το πιο πολύτιμο χρώμα από όλα, ένα πλούσιο βαθύ μωβ που φαινόταν κατακόκκινο όταν κρατούνταν στο φως.

Οι ανασκαφές στον Περσικό Κόλπο έδειξαν ότι υπήρχε βιομηχανία εξαγωγής της μωβ χρωστικής περίπου το 2000 π.Χ. ωστόσο από αρχαιολογικής απόψεως υποστηρίζεται ότι οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν το Tyrian Purple και μάλιστα  φημίζονταν για την εξαιρετική ποιότητα της βαφής.

Όλα αυτά τα στοιχεία για την δυσκολία εξαγωγής της βαφής, εξηγούν γιατί η πορφύρα άξιζε το βάρος της περισσότερο κι από χρυσάφι.

Σε ένα διάταγμα τιμής του 301 μ.Χ. από τη βασιλεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού , μαθαίνουμε ότι μια λίβρα πορφύρας κόστιζε 150.000 δηνάρια ή περίπου τρεις λίβρες χρυσού.

Μια λίβρα βαμμένου υφάσματος θα κόστιζε αρκετά πιο ακριβά από μια λίβρα χρυσού!

Ωστόσο ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση για το πορφυρό της Τυρίας (τεράστιες ποσότητες οστράκων έχουν ανασκαφεί στα περίχωρα της Σιδώνας και της Τύρου) οπότε αυτό το είδος κοχυλιών οδηγήθηκε σε εξαφάνιση κατά μήκος των ακτών της Φοινίκης.

Αλιευτήρια πορφύρας στην Μεσόγειο

Οι Φοίνικες είχαν ιδρύσει στις κτήσεις τους αλιευτήρια πορφύρας, στην Κω, στην Γυάρο, την Ρόδο, την Χίο και την Αμοργό. Η Αμοργός εκτός από την δική της παραγωγή έκανε και εισαγωγή πορφύρας από την Νίσυρο, προφανώς λόγω της καλύτερης ποιότητας του προιόντος.

Από την 3η χιλιετία π.Χ. η Νίσυρος ονομαζόταν Πορφυρίς, γιατί οι Φοίνικες που την κατοικούσαν ήταν ειδικοί στο ψάρεμα της πορφύρας, αυτό το είδος κοχυλιού που έδινε μια βαθιά κόκκινη χρωστική και λεγόντουσαν Πορφυρείς, δηλαδή ψαράδες της πορφύρας. Με αυτή την χρωστική έβαφαν τα πιο πολυτελή υφάσματα και τις πορφύρες των Βασιλιάδων.

Η Νίσυρος με την Κω ανέπτυξαν πολύ την αλιευτική βιομηχανία της πορφύρας, όπως και την βαφή πολυτελών υφασμάτων που γινόταν περιζήτητα ακριβώς γι αυτή την ανώτερη ποιότητα βαφής.

Ενδείξεις βρέθηκαν και στο νησί του Νότιου Αιγαίου στην Θήρα, χρονολογίας του 1800 π.Χ. καθώς οι ανασκαφές έφεραν στο φως σωρούς από κοχύλια και υπολείμματα λουτρών βαφής. Η ζωή στο νησί σταμάτησε απότομα λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης το 1650 – 1600 π.Χ., τότε σταματούν και οι ενδείξεις επεξεργασίας της βαφής στην Θήρα.

Στην Κνωσό η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τέσσερις πινακίδες Γραμμικής Β του 13ου αιώνα π.Χ. με κείμενα για τα υφάσματα της βασιλικής πορφύρας, ενώ μια τεράστια ποικιλία από θρυμματισμένα όστρακα Murex έχουν βρεθεί στους περισσότερους μινωικούς και αργότερα μυκηναϊκούς, παραθαλάσσιους οικισμούς. Στην περιοχή του Παλαιόκαστρου παρατηρήθηκαν όστρακα Murex αναμεμειγμένα με κεραμική που παρήχθη κατά τη Μεσομινωική και Υστερομινωική περίοδο γύρω στο 1600 π.Χ. .

Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η πινακίδα KN X976 της Κνωσού παραθέτει την αρσενική έκδοση του επιθέτου πο-που-ρε-τζο ( πορφυροί  μωβ, π.χ. chitons), ενώ το θηλυκό επίθετο po- pu-re-ja βρίσκεται σε άλλη πινακίδα (KN L474), που περιγράφει είδη υφασμάτων.

Τα στοιχεία για την βαφή πολλαπλασιάζονται από την Ομηρική εποχή και μετά.

 Ανασκαφικά ευρήματα που μαρτυρούν την ύπαρξη οστράκων βρέθηκαν και στο ανάκτορο της Ζάκρου, στο Κουφονήσι, στο Μακρυγιαλό, στον Μύρτο, στον Πύργο, στα Μάλια, στην Κνωσό, στην Τύλισο, στο όρος Γιούχτας, στον Κομμό, στα Χανιά, αλλά στις Κυκλάδες, στα Κύθηρα, στην Πελοπόννησο, στην Αργολίδα, την Αττική, την Αίγινα, την Κύπρο, την Τροία και στα Μικρασιατικά παράλια.

 Άλλα ευρήματα είναι λιγότερο συχνά, όπως δοχεία με υπολείμματα βαφής, μύλοι και επιφάνειες λείανσης με ίχνη σύνθλιψης και χρωματισμού του κελύφους, δοχεία για ζύμωση βαφής ή εμβάπτιση υφασμάτων.

Οι ακτές της Λακωνίας και της Κορίνθου που αποτελούσαν τα σημαντικότερα κέντρα συγκέντρωσης και παραγωγής της βαφής, χρησιμοποιούσαν νομίσματα με την εικόνα της Τυριακής πορφύρας.

Οι ακτές της Ανατολικής Εύβοιας ήταν επίσης κέντρα συγκέντρωσης και επεξεργασίας πορφύρας και παραγωγής βαφής. Στο λιμάνι της Ερμιόνης είχαν κατασκευαστεί πολυτελή πορφυρά υφάσματα που βρέθηκαν στον θησαυρό του Δαρείου που αργότερα έγινε ιδιοκτησία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες είχαν υιοθετήσει Ασσυριακές συνήθειες και ήταν από τους πρώτους που ανέδειξαν το μωβ σε σύμβολο της άρχουσας τάξης και των Μοναρχών και καθιέρωσαν την τελετουργική του χρήση.

Ο Μέγας Αλέξανδρος καθιέρωσε το μωβ ως βασιλικό έμβλημα απορρίπτοντας το απλό στυλ των Μακεδόνων και αποδεχόμενος τους Περσικούς κανόνες ένδυσης, με τα πλούσια διακοσμημένα υφάσματα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτά τα υφάσματα άξιζαν 5000 τάλαντα.

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε νομοθεσία για το δικαίωμα να ντύνεται κάποιος με την βασιλική πορφύρα και όσο υψηλότερος ήταν η κοινωνική και πολιτική θέση τόσο πιο βαθύ χρωματισμό είχε το ένδυμα. Αν και πολλοί Έλληνες χρησιμοποιούσαν μωβ υφάσματα για να δείξουν κύρος, κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, το μωβ συνδέθηκε με την τυραννία και την επιδεικτικότητα.

 

Τον Ιανουάριο του 2021 στην κοιλάδα Timna, όπου βρισκόταν τα αρχαία, περίφημα ορυχεία χαλκού του βασιλιά Σολομώντα, κοντά στο Eilat, σε μια έρημη κι άνυδρη περιοχή ανακοινώθηκε μια μοναδική ανακάλυψη. Είχαν βρεθεί τρία τρία υπολείμματα υφασμάτων που είχαν χρωματιστεί με την πιο πολύτιμη βαφή του κόσμου, την βασιλική πορφυρή βαφή «argaman», όπως περιγράφεται στην βίβλο και χρονολογήθηκαν γύρω στο 1.000 π.Χ. - την εποχή του βασιλιά Δαβίδ. Οι  αρχαιότερες υφαντικές ενδείξεις της βασιλικής πορφυρής βαφής που υπήρχαν μέχρι αυτή την σπουδαία ανακάλυψη, χρονολογούνταν τουλάχιστον 1.000 χρόνια αργότερα στη ρωμαϊκή περίοδο.

Η βαφή στα θραύσματα υφασμάτων αναλύθηκε στο Πανεπιστήμιο Bar-Ilan. Μέσω της Υγρής Χρωματογραφίας Υψηλής Πίεσης (HPLC), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χρωστική ουσία προερχόταν από τα σαλιγκάρια Murex.

Οι ξηρές κλιματολογικές συνθήκες στην Timna, βαθιά στην έρημο Arava, επέτρεψαν την ασυνήθιστα καλή διατήρηση αυτών των οργανικών υλικών.

Με επικεφαλής τον Erez Ben-Yosef του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, που έκανε ανασκαφές στην περιοχή από το 2013, τα τρία μωβ θραύσματα υφασμάτων, που βρέθηκαν συγκεκριμένα σε έναν σωρό απορριμμάτων στον Λόφο των Σκλάβων, προσφέρουν πρόσθετες αποδείξεις για την κατανόηση της ζωής, των νομαδικών ανθρώπων εκείνης της εποχής. Παρά το όνομα του Λόφου των Σκλάβων, οι εργάτες σε αυτήν την τοποθεσία δεν ήταν σκλάβοι, αλλά υψηλά καταρτισμένοι μεταλλουργοί

Στην Εβραϊκή Βίβλο και στον Κύλινδρο του Σεναχερίμπ του 690 π.Χ. αναφέρεται αρκετές φορές η πορφυρή βαφή argaman, όπως και η γαλάζια παραλλαγή της βαφής techelet, με το μωβ να συνδέεται με την βασιλεία και την ιεροσύνη.

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στην Timna, είπε ο Ben-Yosef, είναι ότι η «μεγάλη ιστορία» σχετίζεται με την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. «Μιλάμε για τον 11ο έως τον 9ο αιώνα π.Χ., και είναι μια πολύ συζητημένη περίοδος στην ιστορία της χώρας», η περίοδος που αποδίδεται στην άνοδο των βιβλικών βασιλείων του Ιούδα και του Ισραήλ.

Στην Ευρώπη, υπήρχαν σημαντικά εμπορικά κέντρα της Tyrian Purple στην Καλαβρία, τη Δαλματία, τη Σικελία και την Ίστρια.

Η Καρχηδόνα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κατασκευή της πορφύρας και συνέχισε να διαδίδει τη φήμη της στους Βυζαντινούς και Ρωμαϊκούς χρόνους,  ενώ και η αρχαία Φοινικική πόλη Kerkouane στη βορειοανατολική Τυνησία, που ήταν μαζί με την Καρχηδόνα μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Punic, ήταν ένα σημαντικό εργαστήριο παραγωγής και εξαγωγής της πορφύρας. Η πόλη Kerkouane, με ιστορία 400χρονών,  καταστράφηκε κατά τον πρώτο Πουνικό Πόλεμο ( περ.  250 π.Χ.) και δεν ξαναχτίστηκε από τους Ρωμαίους κι έτσι σταμάτησε η παραγωγή της βαφής.

Ωστόσο, παρ’  όλες τις πληροφορίες που έρχονται από τα ανασκαπτικά ευρήματα,  αναπάντητο παραμένει το ερώτημα σχετικά με την πραγματική γένεση και την έκταση της παραγωγής της πορφύρας.

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Gaius Suetonius Tranquillus, όταν ο βασιλιάς Πτολεμαίος της Μαυριτανίας επισκέφθηκε τον Αυτοκράτορα Καλιγούλα, έκανε το λάθος να φορέσει ένδυμα από πορφύρα. Ο Καλιγούλας ερμήνευσε ως «πράξη αυτοκρατορικής επιθετικότητας» την εμφάνιση του Πτολεμαίου και διέταξε την εκτέλεσή του.

Η χρήση της πορφύρας έγινε προνόμιο των ευγενών και των Αυτοκρατόρων κατά την Ρωμαϊκή εποχή, ενώ κορυφώθηκε στην Βυζαντινή εποχή όταν η ονομασία της βαφής έγινε βασιλικό ή αυτοκρατορικό χρώμα.

Κατά την διάρκεια αυτών των περιόδων, η παραγωγή και η κυκλοφορία της βαφής ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των αρχών.

Η πορφύρα στην ζωγραφική

Στο κατά Μάρκου ευαγγέλιο ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται ενδεδυμένος από τους βασανιστές του με πορφυρά ρούχα που αποδοκιμάζουν την ‘υποτιθέμενη’ ιδιότητά του ως βασιλιά των Εβραίων.

Έτσι συνηθιζόταν να απεικονίζεται ο Ιησούς και η Μαρία στις παλιές απεικονίσεις, με πορφυρά ενδύματα βασιλικής εξουσίας.

Στην τοιχογραφία της Καπέλα Σιξτίνα, The Last Judgment δημιουργία του Μιχαήλ Άγγελου, το μωβ ύφασμα που ντύνει το σώμα του Ιησού, μοιάζει να γλυστράει σε μια αέναη κίνηση και μοιάζει σαν μια κοσμική παγίδα που την ξεπερνά η Δεύτερη Παρουσία του Μεσσία. Είναι η εικόνα μιας εξαγνισμένης ανθρωπότητας που ξεφεύγει από τους κοσμικούς συμβιβασμούς.

Ο Ραφαήλ στην νωπογραφία,  Η Σχολή των Αθηνών ή Scuola di Αtene , που δημιούργησε στο Αποστολικό Παλάτι στο Βατικανό, φαντάζεται μια φιλοσοφική συνάντηση των αρχαίων Φιλοσόφων και ο κεντρικός άξονας είναι ο Λεονάρντο ντα Βίτσι στον ρόλο του Πλάτωνα ντυμένος με βαθιά κόκκινη πορφύρα, ενώ ο Μιχαήλ Άγγελος που απεικονίζει τον Ηράκλειτο φορά την μωβ απόχρωση της βαφής της πορφύρας.

Τα ενδύματα των δυο φιλοσόφων έχουν την σημασία της συντροφικότητάς τους.

Ο Πλάτωνας (που δείχνει προς τα πάνω) είχε φυσικά εμμονή με όλα τα ατελή ιδανικά, ενώ ο Ηράκλειτος ήταν απογοητευμένος από την εστίαση των ανθρώπων στην ματαιότητα των πραγμάτων.

Ο Francis Bacon Ιρλανδός Καλλιτέχνης γνωστός για τις ακατέργαστες, ανησυχητικές εικόνες του την δεκαετία του 1950 αποφάσισε να ζωγραφίσει μια σειρά έργων με τον τίτλο «οι Πάπες που ουρλιάζουν». Το πιο διάσημο από αυτά είναι η αναδιατύπωση του πορτρέτου του Πάπα Ιννοκέντιου Χ. του Diego Velázquez. Ο Bacon αλλάζει τον χρωματισμό στα άμφια του Πάπα κι από το βαθύ πορφυρό χρησιμοποιεί ένα παλλόμενο μωβ .

Η μελέτη του Bacon επάνω στο πορτρέτο του Πάπα του Velázquez μπορεί να θεωρηθεί ως η σιωπηλή κραυγή του μωβ σε μια αγωνιώδη λήθη – η αλλιώς η  τελευταία ανάσα ενός υπέροχα αποτρόπαιου χρώματος

Μόνο το αντικρουόμενο χρώμα του μωβ της πορφύρας, που είναι ταυτόχρονα τόσο μοναδικό όσο και ‘’αποκρουστικό’’  θα μπορούσε να περιπλέξει τις αντίθετες διαθέσεις σε μια ισορροπία αιώνιας έντασης.

Η παραγωγή της πορφύρας της Τυρίας σταμάτησε εντελώς το 1453 μ.Χ. με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και τελικά, το 1464, ο Πάπας Παύλος Β' διέταξε τους Καρδινάλιους να αλλάξουν τα χρώματα των αμφίων τους από Τυριακό μωβ σε κόκκινο.

Φυσικά όπως συμβαίνει πάντα μέσα στους αιώνες, για κάθε προϊόν πολυτελείας, υπήρχαν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις αν και ήταν λιγότερο αποτελεσματικές. Το μωβ μπορούσε να παραχθεί και από ορισμένα είδη λειχήνας, όπως το είδος Evernia prunastri που παράγουν αρκετά πλούσιες μωβ βαφές, όμως αυτή η βαφή ήταν επιρρεπής στο ξεθώριασμα και δεν είχαν τον πλούσιο και λαμπερό χρωματισμό του Τυριακού μωβ.

Μια ακόμα εναλλακτική ήταν να γίνει το πρώτο εμβάπτισμα του υφάσματος σε κόκκινη βαφή madder που είναι το Ριζάρι ή αλιζάρι κι είναι ένας αυτοφυής θάμνος που φύεται στη νότια Ευρώπη και την νοτιοδυτική Ασία και στην συνέχεια για πιο έντονη απόχρωση γινόταν δεύτερη εμβάπτιση του υφάσματος στο Isatis tinctoria , που ονομάζεται επίσης wood και είναι ένα ανθοφόρο φυτό με επιβεβαιωμένη χρήση από τα αρχαία χρόνια ως μπλε χρωστική.

19ος αιώνας Mauveine

To 1856 ο επίδοξος Βρετανός χημικός William Henry Perkin, ενώ προσπαθούσε να βρει μια θεραπεία για την ελονοσία, κατά λάθος ανακάλυψε ένα τεχνητό υπόλειμμα στα πειράματά του που θα μπορούσε να συναγωνιστεί την λάμψη του Τυριακού μωβ. Η ονομασία της τεχνιτής βαφής κατέληξε στο mauveine, γνωστό και ως μωβ ανιλίνης, που είναι ο λατινικός όρος για το λουλούδι μολόχας Malva που έχει μια παρόμοια μωβ απόχρωση.

Έτσι ξαφνικά αυτό που για χιλιάδες χρόνια ήταν η Ελίτ των βαφών και ήταν μόνο για τους λίγους, γίνεται ευρέως διαθέσιμο και απομυθοποιείται πλέον η χρήση του.

Συχνά λεγόταν ότι ένα παιδί που γεννιέται στην πορφύρα, είναι γεννημένο από εξέχοντες ή υψηλόβαθμους γονείς. Επίσης είναι συνηθισμένο να λέγεται στην Καθολική Εκκλησία πως όταν ένας επίσκοπος προάγεται σε μωβ, αυτό σημαίνει ότι προάγεται σε Καρδινάλιο.

Το 1953 η Βασίλισσα της Βρετανίας Ελισάβετ φορούσε στην στέψη της το Royal Robe of Estate που είναι ένα πολύτιμο ύφασμα σε μωβ βαφή πορφύρας.

Το συμπέρασμα είναι ότι η πορφύρα και οι αποχρώσεις της είναι από τα μακροβιότερα, ευρέως διαδεδομένα και αναγνωρίσιμα σύμβολα, καθώς εξακολουθεί να αποτελεί αναφορά στον πλούτο και στην ανώτερη τάξη από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας.

Η δομή της χρωστικής είναι παρόμοια με του indigo, με μοναδική διαφορά τα δυο άτομα βρωμίου που συνδέονται με τους εξαμελείς δακτυλίους.

Αν και το Tyrian Purple είναι πλέον ένα συνθετικό χρώμα, η παραγωγή και η διανομή του είναι ένα θέμα που συνεχίζει να μπερδεύει τόσο τους ερευνητές του παρελθόντος όσο και του παρόντος.

Είναι πραγματικά περίεργο πως αυτό το χρώμα που ξεκινά από μια δύσοσμη επεξεργασία, που έχει το χρώμα του θρομβωμένου αίματος έγινε το σύμβολο της ισχύος και της κυριαρχίας

 


Χημεία

Το Mauveine είναι ένα μείγμα τεσσάρων σχετικών αρωματικών ενώσεων που διαφέρουν ως προς τον αριθμό και την τοποθέτηση των μεθυλομάδων . Η οργανική του σύνθεση περιλαμβάνει τη διάλυση της ανιλίνης , της π -τολουιδίνης και της ο -τολουιδίνης σε θειικό οξύ και νερό σε αναλογία περίπου 1:1:2 και στη συνέχεια προσθήκη διχρωμικού καλίου

 

 

Πληροφορίες

Cooksey, C., Tyrian purple: the first four mijë years , Science Progress (2013), 96(2), 171 – 186.

https://www.bbc.com/culture/article/20180801-tyrian-purple-the-regal-colour-taken-from-mollusc-mucus

Αγγελική Μεργιανού «Λαογραφικές ομοιότητες Ελληνόφωνων Νοτίου Ιταλίας και Δωδεκανήσου» Πρακτικά Α΄ πολιτιστικού συμποσίου Δωδεκανήσου 1978, έκδοση Στέγης γραμμάτων και τεχνών Δωδεκανήσου

https://www.academia.edu/8517214/The_Tyrian_Purple_a_royal_dye

https://israeladvantagetours.com/ancient-cloth-with-bibles-purple-dye-found-in-israel-dated-to-king-davids-era/

 

Εικόνες

1-Οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Εποχής του Χαλκού στο Ακρωτήρι (σημερινή Σαντορίνη) αποκάλυψαν τοιχογραφίες που απεικονίζουν συλλέκτες κρόκου. Τμήματα των λουλουδιών του σαφράν βάφτηκαν σε μωβ Τυρίας.

2-Inge Boesken Kanold, Χωρίς τίτλο, 2011

Ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το μωβ Tyrian ως χρωστική ουσία για τα έργα τέχνης της είναι η Inge Boesken Kanold . Είναι αυθεντία στην παραγωγή της χρωστικής και στη βαφή υφασμάτων.

3-Πολλά δείγματα βαμμένου μεταξιού παράγονται από την Inge Boesken Kanold

4-Στο Hercules' Dog Discovers Purple Dye, ο Peter Paul Rubens δείχνει τον μυθολογικό ήρωα να χαϊδεύει ένα κυνηγόσκυλο που μυρίζει γύρω από το μαλάκιο murex (Προσφορά: Wikimedia)

5- βαμμένα υφάσματα με το αντίστοιχο θαλάσσιο σαλιγκάρι Bolinus brandaris Hexaplex trunculus Stramonita haemastoma (Thais haemastoma) Έκθεση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Βιέννη

12.10.23

Αιγυπτιακό μπλε

ḫsbḏ-ỉrjt ( khesbedj irtiu )

τεχνητό λάπις λάζουλι ( ḫsbḏ )

Μια μπλε χρωστική που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ορόσημο, τόσο για τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο και για την ανάπτυξη της χημείας

Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς (Θεόφραστος, Βιτρούβιος και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος η πρώτη τεχνητή χρωστική ουσία της ανθρωπότητας επινοήθηκε στην Αίγυπτο, εξ ου και το όνομά του «Αιγυπτιακό Μπλε» .

Ο Θεόφραστος τον 4ο αιώνα π.Χ. μάλιστα του δίνει τον ελληνικό όρο κύανος ( κυανός , μπλε), μια ονομασία που αρχικά αναφερόταν στο λάπις λάζουλι και την περιγράφει ως «κατασκευασμένη, όπως αυτή στην Αίγυπτο» («σκευαστὸς ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ» στο αρχικό κείμενο),  ενώ οι Ρωμαίοι το ονομάζουν «caeruleum».

Ο Λουκιανός χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη για το αιγυπτιακό μπλε, κύανος, σε έναν διάλογο στον οποίο ο Λυκίνος νουθετεί τον Λεξιφάνη για το ρητορικό του στυλ, λέγοντάς του ότι μοιάζει με ειδώλια που πωλούνται στην αγορά, βαμμένα (κεχρωσμένος) με μπλε (κύανος) και κόκκινο (μίλτος) και φτιαγμένα. από εύθραυστο (εὔθρυπτος) πηλό εσωτερικά. Αυτό ήταν ένα υποτιμητικό σχόλιο καθώς υπονοεί ότι με μπλε και κόκκινες χρωστικές ,δηλαδή με φτηνές προσπάθειες, θέλουν να δώσουν αξία σε ένα άνευ αξίας αντικείμενο.


Μνημειακό Uas (τελετουργικό σκήπτρο ή ραβδί) σε γαλαζοπράσινη τιρκουάζ-υαλωμένη σύνθεση ή φαγεντιανή.

Αίγυπτος, 1427–1400 π.Χ. Amenhotep II

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αναζητούσαν χρωστικές που θα είχαν αιώνια αντοχή στις τοιχογραφίες των τάφων, των ναών και φυσικά στα διάφορα ιερά αντικείμενα. Αυτή η αναζήτηση είναι η εξήγηση για την έρευνα και την παραγωγή νέων χρωστικών και φυσικά την εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών από άλλους λαούς, ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα των δικών τους προϊόντων.

Από την Προδυναστική περίοδο και το πρώιμο Παλαιό Βασίλειο χρησιμοποιούσαν χρωστικές που παρήγαγαν από ορυκτά που έβρισκαν εύκολα γύρω τους.

Για το μαύρο χρώμα χρησιμοποιούσαν Γαληνίτη που είναι το κύριο μετάλλευμα μαλύβδου και διαχωρίζεται από το Galena επάνω σε μια συνηθισμένη φωτιά με ξύλα.

Για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν το Realgar, την Κιννάβαρη ή κόκκινη Ώχρα που περιέχει το ορυκτό Αιματίτη, ενώ για κίτρινα χρώματα υπήρχε η Ώχρα που περιέχει Γαιθίτη ή Λιμονίτη.

Το λευκό χρώμα το έπαιρναν από Γύψο και Ασβεστίτη, ενώ από το Μέσο Βασίλειο χρησιμοποιούσαν το ορυκτό Κυνίτη.

Αυτό που έλειπε όμως από όλους τους αρχαίους πολιτισμούς ήταν ένα υλικό που θα τους έδινε το μπλε χρώμα.

Από την Νεολιθική εποχή έχουν βρεθεί αποδείξεις ότι στο Çatal Höyük και στο Azmak της σημερινής Τουρκίας και ίσως σε τοιχογραφίες στην Κρήτη, χρησιμοποιούσαν το μπλε του Αζουρίτη, όμως ήταν ένα ασταθές υλικό που σε συνθήκες περιβάλλοντος μετατρέπεται σε πράσινο Μαλαχίτη.

Ένα ακόμα ορυκτό που θα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν ως χρωστική ουσία ήταν το μπλε Λάπις Λάζουλι που ερχόταν από τα μακρινά ορυχεία του Sar-i-Sang στο Badakhshan (σημερινό Αφγανιστάν). Υπήρχαν εργαστήρια στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Τουρκμενιστάν που μετέτρεπαν το ορυκτό σε χρωστική, όμως ήταν μια δύσκολη διαδικασία που έδινε μια σχετικά μικρή ποσότητα χρωστικής και το Λάπις Λάζουλι ήταν ένα πολύ ακριβό υλικό.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αν και είχαν στα χέρια τους το πολύτιμο Λάπις Λάζουλι από την Nagada II, όπως ονομαζόταν ο προϊστορικός πολιτισμός στην Αίγυπτο , μεταξύ των ετών 3500 και 3200 π.Χ. , δεν το χρησιμοποίησαν ποτέ σαν χρωστική ουσία

Η λύση που βρέθηκε για να καλύψουν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι την έλλειψη του μπλε ήταν η σύνθεση ενός ¨ορυκτού¨ , γνωστό και ως πυριτικός χαλκός ασβεστίου (CaCuSi 4 O 10 ή CaOCuO(SiO 2 ) 4 (τετραπυριτικός χαλκός ασβεστίου)) ή cuprorivaite, το Αιγυπτιακό Μπλε όπως διαδόθηκε σε όλο τον αρχαίο κόσμο και χρησιμοποιήθηκε σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής.

Το αιγυπτιακό μπλε , γνωστό και ως πυριτικός χαλκός ασβεστίου (CaCuSi 4 O 10 ή CaOCuO(SiO 2 ) 4 (τετραπυριτικός χαλκός ασβεστίου)) ή cuprorivaite

Η Αρχή της Χρωστικής

Περίπου στα 3100 π.Χ. κατασκευάστηκε μια μπλε χρωστική ουσία για την υάλωση των αγγείων. Όταν αυτό το μπλε γυαλί που χρησιμοποιήθηκε σαν «βερνίκι» αλέστηκε σε λεπτή σκόνη και αναμίχτηκε με αραβικό κόμμι, ώστε να δημιουργηθεί τέμπερα,  έδωσε μια χρωστική ουσία κατάλληλη για την ζωγραφική.

Αυτή η μπλε χρωστική ήταν γνωστή και ως γυάλινο Φριτ. Τεχνικά το Φριτ ήταν ένα υλικό που είχε λιώσει για να σχηματιστεί γυαλί, είχε σβήσει και είχε κονιορτοποιηθεί. Αυτή η γυάλινη βάση Φριτ, ήταν πολύ σταθερή σε όξινες και αλκαλικές συνθήκες, χωρίς να επηρεάζεται από το δυνατό φως του ήλιου και τις καιρικές συνθήκες.

Αυτό το αρχαίο Φριτ ήταν σημαντικό για την κατασκευή σμάλτου και κεραμικής επικάλυψης.

Οι διάφορες αποχρώσεις του μπλε εξαρτιόταν από τις αλλαγές που γινόταν στην επεξεργασία και στην παραγωγή διαφορετικών συνθέσεων του υλικού της χρωστικής. Έχουν βρεθεί διάφορες αποχρώσεις του μπλε και του βιολετί, σε τοιχογραφίες , αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα, που υπήρξαν ανθεκτικές στο πέρασμα των αιώνων.

Οι Ασσύριοι που γνώριζαν την διαδικασία παρασκευής της μπλε χρωστικής, είχαν δημιουργήσει ένα μωβ Φριτ για την επικάλυψη των κεραμικών αγγείων, αλλά δεν εμφανίζεται πουθενά αυτή η απόχρωση σαν χρωστική και δεν γνωρίζουμε αν το είχαν ποτέ χρησιμοποιήσει και στην ζωγραφική, καθώς δεν έχουμε καμία απόδειξη γι’ αυτό.

Γεγονός είναι, πως χωρίς καμία γνώση χημείας, οι αρχαίοι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι (κατόπιν και οι Κινέζοι) κατασκεύασαν μια μπλε ουσία που χρειάζεται γνώσεις χημείας για να παρασκευαστεί.

Ίσως όμως να είναι αυτή η έλλειψη γνώσης χημείας , που έδωσε διαφορετικές αφηγήσεις για τον τρόπο κατασκευής της χρωστικής που το μυστήριο της κατασκευής της χάνεται γύρω στο 660 μ.Χ καθώς η μπλε Αιγυπτιακή χρωστική εξαφανίζεται οριστικά.

Τελευταία αναφορά γίνεται από τον Ισίδωρο της Σεβίλλης (560-636 μ.Χ.) που αναφέρει ότι ήταν κατασκευασμένο από άμμο και νάτρον με την προαιρετική προσθήκη «cyprium in fornace adustum»  cyprium-μετάλλευμα χαλκού που έχει θερμανθεί σε κλίβανο, στην εγκυκλοπαίδειά του  (Isid. Etymologiarum sive originum libri XX (Liber XIX, Caput XVII) που δημοσιεύτηκε γύρω στα 630 μ.Χ

Τον πρώτο αιώνα π.Χ. ο Βιτρούβιος , ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας και συγγραφέας του 1ου αιώνα είπε ότι «η άμμος, ο χαλκός (από ένα ορυκτό όπως ο αζουρίτης ή ο μαλαχίτης) και το νάτρον (ένα φυσικό μείγμα ενώσεων νατρίου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρακικού νατρίου)» ήταν τα συστατικά της περίφημης χρωστικής κι έτσι  περιέγραψε το υπόβαθρο και τη διαδικασία παρασκευής του Αιγυπτιακού μπλε  στο αρχιτεκτονικό του εγχειρίδιο De architectura libri decem , χωρίς ωστόσο καμία πληροφορία για τις ποσότητες και τις θερμοκρασίες που χρειαζόταν για την παρασκευή της χρωστικής.

Από τον Βιτρούβιο , όπως και από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο έρχονται πληροφορίες σχετικά με την μονοπωλιακή παραγωγή στον κόλπο του Pozzuoli, ενώ έχει αποκλειστεί η Κεντρική Ευρώπη να είχε εργαστήρια παρασκευής καθώς δεν υπάρχει καμία πληροφορία επάνω σε αυτό.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, λαμβάνοντας υπόψη τα αρχαιολογικά στοιχεία,  η χρωστική κατασκευαζόταν σε σφαίρες διαμέτρου περίπου  15 έως 30 mm και ταξίδευε μέσω των εμπορικών δρόμων σε όλο τον αρχαίο κόσμο.

Η αρχαία αιγυπτιακή κοινωνία ήταν η πρώτη που υιοθέτησε μια λέξη για το μπλε χρώμα, επειδή ήταν ο πρώτος πολιτισμός που παρήγαγε μπλε βαφές.

Μέχρι τότε η μόνη φυσική πηγή μπλε ήταν το σπάνιο και ακριβό Λάπις Λάζουλι που ερχόταν από το σημερινό Αφγανιστάν.

Η παλαιότερη απόδειξη για τη χρήση του αιγυπτιακού μπλε, που εντοπίστηκε από τον αιγυπτιολόγο Lorelei H. Corcoran του Πανεπιστημίου της Μέμφις , βρίσκεται σε ένα αλαβάστρινο κύπελλο που χρονολογείται στην ύστερη προδυναστική περίοδο ή Naqada III ( περίπου 3250 π.Χ.), που ανασκάφηκε στην  Nekhen γνωστή και ως Πόλη του Γερακιού.

Το διάσημο χρώμα « Αιγυπτιακό Μπλε » εμφανίζεται σε έργα τέχνης όπως οι τάφοι της Μερερούκα από το Παλαιό Βασίλειο (2600-2100 π.Χ.), στην Τέταρτη Δυναστεία περίπου 2575-2467 π.Χ. σε ασβεστολιθικά γλυπτά και σε μια ποικιλία από χάντρες και σφραγίδες.

Στο Μέσο Βασίλειο 2050-1675 π.Χ. εμφανίζεται σε τοιχογραφίες τάφων, σε αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα, ενώ από το Νέο Βασίλειο 1570-1070 π.Χ. εμφανίζεται αρκετά πιο συχνά σε διάφορα αντικείμενα, όπως το περίφημο στέμμα της βασίλισσας Νεφερτίτης.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους το μπλε αντιπροσώπευε τον ποταμό Νείλο που ήταν πηγή ζωής για την Αίγυπτο, τον ουρανό και αργότερα το ίδιο το σύμπαν, όπως αντιπροσώπευε την δημιουργία της ζωής την αθανασία και την γονιμότητα. Στην Φαραωνική τέχνη, συχνά χρησιμοποιήθηκε για να απεικονίσει την σάρκα Θεοτήτων όπως του Αμούν (ο αρχαίος θεός του αέρα), ενώ οι μπλε ανταύγειες σε σκούρα μαλλιά σήμαιναν μεγάλη ομορφιά και ήταν χαρακτηριστικό χρώμα για την νεότητα.

Συχνά οι θεοί περιγράφονται να έχουν μπλε μαλλιά και γένια, όπως ο Δίας και ο Ποσειδώνας, ενώ το δέρμα τους είχε την λαμπρότητα του μπλε και στην Οδύσσεια η Αθηνά αλλάζει την εμφάνιση του βασιλιά Οδυσσέα κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη, κάνοντας τα μαλλιά και το δέρμα του κυανά, να λαμπυρίζουν στο μπλε και με αυτό τον τρόπο τον εξυψώνει πάνω από τον θνητό εαυτό του αναγκάζοντας τον γιο του Τηλέμαχο να αναρωτηθεί αν είναι θνητός ή θεός!

 Source: © Alamy Stock Photo

Egyptian blue is believed to be the first synthetic pigment: the raw materials had to be heated with a flux to get the right colour


Η Lorelei Corcoran (Διευθυντής, Ινστιτούτο Αιγυπτιακής Τέχνης & Αρχαιολογίας Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Τμήμα Τέχνης) που έχει ερευνήσει την χρήση των χρωστικών στην αρχαία Αίγυπτο για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, σημειώνει ότι το μπλε εμποτίζει ένα άψυχο έργο τέχνης με την αίσθηση ζωντανής παρουσίας καθώς έχει αυτό το ‘’σπινθηροβόλο’’ αποτέλεσμα και καταλήγει ότι τα υαλώδη σωματίδια στο Αιγυπτιακό μπλε εκτιμήθηκαν ακριβώς γι’ αυτή τους την ικανότητα, να αντανακλούν το φως.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) στη «Φυσική Ιστορία» αναφέρει μια χρωστική με το όνομα anularian white που το χρησιμοποιούσαν όταν ζωγράφιζαν γυναικείες μορφές για να τους αποδώσουν μια λαμπερή λευκότητα. Η χρωστική παρασκευαζόταν από κιμωλία και μια πάστα από γυαλί που γινόταν και σφραγιδόλιθος για τα δαχτυλίδια των κατώτερων τάξεων. Ωστόσο αυτό που γράφει ο Πλίνιος είναι πολύ πιθανό να ήταν και το μακιγιάζ που φορούσαν οι γυναίκες , παρόμοιο με το μολυβδούχο κήρο (34.54. 31), αλλά ίσως αυτή η γυάλινη πάστα να ήταν στην πραγματικότητα ένα μείγμα Λευκού-Αιγυπτιακό μπλε που είχε χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσουν ανταύγειες σε ορισμένα πορτρέτα μούμιας.

Στις ανασκαφές της Πομπηίας βρέθηκαν μείγματα αιγυπτιακού μπλε και κιμωλίας (συνήθως ασβεστίτης και αραγωνίτης) και πιθανότατα οι έμποροι χρωμάτων να πουλούσαν προαναμεμιγμένες τις χρωστικές .

Αποτελέσματα από έρευνες σε δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις έδειξαν ότι ο Αιγυπτιακό μπλε έχει αναμειχθεί με άλλες χρωστικές, όπως πχ με το purpurissum (μια κόκκινη βαφή) για να δημιουργηθεί το μωβ.

Η δημιουργία του Μπλε

Η διαδικασία ήταν εύκολο να γίνει λάθος και οποιοδήποτε λάθος θα οδηγούσε σε ένα «γυάλινο, πράσινο χάος», εξηγεί η Victoria Finlay στο The Brilliant History of Color in Art (2014).

Οι τοποθεσίες παραγωγής της χρωστικής ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστούν καθώς η διαδικασία είχε ελάχιστα απόβλητα. Στοιχεία υαλουργίας και παραγωγής πλινθωμάτων βρέθηκαν στο Qantir και στην αρχαία πόλη Tell el-Amarna, που ήταν η πρωτεύουσα του Akhenaton κατά τη διάρκεια του 1300 π.Χ.

Στα χωνευτήρια της Amarna βρήκαν μόνο θραύσματα γυαλιού μπλε κοβαλτίου, ενώ στο Qantir, όπου ο χαλκός που δίνει κόκκινο και  κατεργαζόταν για την κατασκευή του μπρούντζου, τα ανασκαμμένα χωνευτήρια περιέχουν κυρίως θραύσματα από κόκκινο γυαλί. Σε μια ακόμα τοποθεσία στο Lisht, ένα αιγυπτιακό χωριό που βρίσκεται νότια του Καΐρου και είναι τόπος των βασιλικών ταφών του Μεσαίου Βασιλείου , συμπεριλαμβανομένων δύο πυραμίδων που χτίστηκαν από τον Amenemhat I και τον Senusret I, τα χωνευτήρια που ανασκάφτηκαν βρέθηκαν να περιέχουν υπολείμματα γυαλιού, κυρίως θραύσματα τιρκουάζ χρώματος.

Αμάρνα

Η παρασκευή της χρωστικής ερευνήθηκε το 1815 από τον Βρετανό χημικό Sir Humphry Davy (1778 – 1829) και η χημική φόρμουλα της χρωστικής καθιερώθηκε το 1881 από τον Γάλλο γεωλόγο Ferdinand André Fouque (1828–1904) που κατάφερε να αναλύσει και να αναδημιουργήσει ξανά το Αιγυπτιακό μπλε.

Αυτή η χημική φόρμουλα δηλώνει την χρωστική ως Πυριτικό Χαλκό – Ασβέστιο CaCuSi 4 O 10 . Αργότερα αποδείχτηκε ότι ήτα ορυκτολογικά ισοδύναμο με το φυσικό ορυκτό Cuprorivaite.

Για την κατασκευή της χρωστικής το πρώτο συστατικό πιστεύεται ότι είναι η άμμος που περιέχει πυρίτιο και ανθρακικό ασβέστιο, το δεύτερο συστατικό ήταν ένα μετάλλευμα χαλκού και ως μίγμα σύντηξης χρειαζόταν ένα αλκαλικό άλας όπως το Natron (είδος Ανθρακικού Νατρίου  Na 2 CO 3 · 10H 2 O). To Natron χρησιμοποιήθηκε μαζί με την άμμο και τον ασβέστη στην κεραμική και την υαλουργία και από τους Ρωμαίους τουλάχιστον μέχρι το 640 μ.Χ. Η άμμος ήταν φυσικά άφθονη στην Αμάρνα και περιέχει μια εντυπωσιακά υψηλή περιεκτικότητα σε ασβεστίτη 19%. Αυτό το συστατικό φαίνεται πως προήλθε από την αιολική διάβρωση των ασβεστολιθικών βράχων.

Το μίγμα σύντηξης (ακάθαρτο Natron) προστέθηκε για να μειωθεί η θερμοκρασία ψησίματος, όπως έδειξαν τα πειράματα για την κατασκευή της μπλε χρωστικής. Αν και η χρωστική μπορούσε να σχηματιστεί με ελάχιστο μείγμα σύντηξης, η περίοδος ψησίματος έπρεπε να παραταθεί ή αλλιώς να αυξηθούν οι θερμοκρασίες.

Το Natron το έπαιρναν απευθείας ως μείγμα αλατιού από τις ξηρές λίμνες στην αρχαία Αίγυπτο στο Wadi el-Natrun (Κοιλάδα του Natron) και στο el-Kab, μια τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου στην ανατολική όχθη του Νείλου. H κοιλάδα el-Natrun βρίσκεται στην Β.Αίγυπτο και περιέχει πολλές αλκαλικές λίμνες , πλούσιες σε Natron κοιτάσματα αλατιού, αλμυρά έλη και έλη γλυκού νερού.

Σε αρκετά δείγματα από το Wadi el-Natrun, το ανθρακικό και το διττανθρακικό Νάτριο ήταν τα κύρια συστατικά (με μικρότερες ποσότητες Θεϊκού και Χλωρίδιο) και με τις αναλογίες συχνά να μεταβάλλονται.

Τα πειράματα έδειξαν ότι υπήρχαν δυο ακόμα πηγές αλκαλίων, αν και είναι λιγότερο πιθανές. Η μια είναι η Σόδα και η Ποτάσα που λαμβάνονται με την καύση των φυτών, ενώ το άλλο ήταν πλούσια σε άλατα κοιτάσματα που προκύπταν από την εξάτμιση των νερών μετά από την ετήσια πλημμύρα του ποταμού Νείλου. Αυτά τα άλατα ήταν τα ανθρακικά, τα χλωριούχα και τα θεϊκά άλατα του Νατρίου και του Καλίου, καθώς και τα ανθρακικά άλατα του Ασβεστίου και Μαγνησίου.

Το τελευταίο κύριο συστατικό για την παρασκευή του Αιγυπτιακού Μπλε είναι το μετάλλευμα Χαλκού, πιθανότατα από τη Ανατολική έρημο ή την Χερσόνησο του Σινά, όπου υπήρχαν ενδείξεις ότι Μαλαχίτης και Χρυσόκολλα εξορυσσόταν στην αρχαιότητα.

Qantir

Στη δεκαετία του 1930, ο Mahmud Hamza ανέσκαψε μια σειρά από αντικείμενα που σχετίζονται με την παραγωγή αιγυπτιακού μπλε στο Qantir , όπως αιγυπτιακά μπλε ‘κέικ’ και θραύσματα σε διάφορα στάδια παραγωγής, παρέχοντας στοιχεία ότι σε εκείνη την περιοχή υπήρχε εργαστήριο παραγωγής Αιγυπτιακού μπλε.

Οι ανασκαφές στην ίδια τοποθεσία αποκάλυψαν κεραμικά χωνευτήρια με προσκολλημένα υπολείμματα αιγυπτιακού μπλε και μια μεγάλη βιομηχανία με βάση τον χαλκό, με πολλές σχετικές τέχνες, όπως η χύτευση μπρούτζου, η κατασκευή κόκκινου γυαλιού, η παραγωγή φαγεντιανής και το αιγυπτιακό μπλε. Αυτά τα αιγυπτιακά μπλε ‘κέικ’, είναι πολύ πιθανό να εξήχθησαν σε άλλες περιοχές, για περαιτέρω επεξεργασία, καθώς στην τοποθεσία δεν βρέθηκαν αντικείμενα με την μπλε χρωστική. Αυτό σημαίνει ότι τα κέικ ήταν εμπορεύσιμα και βρέθηκαν ακόμα και σε ανασκαφές στην περιοχή Zawiyet Umm el-Rakham στις ακτές της Λιβύης, επεξεργασμένα και ανασχηματισμένα, τόσο μακριά από την κύρια τοποθεσία της παραγωγής τους.

 


Εργαστήριο παραγωγής Αιγυπτιακού Μπλε στην αρχαία Ελλάδα

Κατά την διάρκεια ανασκαφών στην αρχαία αγορά στο νησί της Κω, ήρθαν στο φως 136 σφαιρίδια ακατέργαστης χρωστικής ουσίας του Αιγυπτιακού Μπλε, σε διάφορες αποχρώσεις, από ανοιχτό μπλε έως σκούρο πράσινο και γκρι χρώμα!

Σε όλη την Ελλάδα έχουν βρεθεί άπειρα δείγματα χρήσης της μπλε χρωστικής. Στις τοιχογραφίες της Θήρας, της Κνωσού και των Μυκηνών της Εποχής του Χαλκού, πολυάριθμες χάντρες και ένθετα που βρέθηκαν σε τάφους την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μεταγενέστερα συναντάμε το Αιγυπτιακό μπλε  στα πολύχρωμα αρχαϊκά αγάλματα από της Αθηναϊκής Ακρόπολης στις διακοσμήσεις αρχιτεκτονικών στοιχείων στον Παρθενώνα και στην οροφή του Πύργου των Ανέμων. Ακόμα και στους πλούσια διακοσμημένους Μακεδονικούς τάφους της Ελληνιστικής περιόδου ταυτοποιήθηκε η χρωστική του Αιγυπτιακού μπλε.

Ποιο είναι το σπουδαίο λοιπόν σε αυτή την ανακάλυψη στην αρχαία αγορά της Κω; Μα φυσικά το εργαστήρι Koan όπως ονομάστηκε, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα σφαιρίδια, άλλα επιτυχημένα κι άλλα ατελή ή αποτυχημένα ‘προϊόντα’.

Στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο εγκαταστάσεις παραγωγής Αιγυπτιακού μπλε μπορούν να εντοπιστούν στο Μέμφις της Αιγύπτου και πιθανές τοποθεσίες στην κεντρική Ιταλία στο Cumae, Liternum και Puteoli. Με αυτή την ανασκαφή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Ch. Καντζιά στο Ελληνικό νησί του Αιγαίου , ακόμα μια τοποθεσία παραγωγής της χρωστικής ήρθε στο φως.

Ωστόσο εκτός από την παραγωγή του Αιγυπτιακού μπλε στο ίδιο εργαστήριο φαίνεται πως πραγματοποιούνταν και μεταλλουργικές εργασίες που είχαν σχέση με ότι αφορούσε τον μόλυβδο και την επεξεργασία χρωστικών γαιών.

Μέσα από την ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης σε συνδυασμό με SEM-EDS (φασματοσκοπία ακτίνων Χ διασποράς ενέργειας) πρόκειται για μεταγενέστερες αιγυπτιακές παραγωγές μπλε καθώς τα κράματα αρσενικού χαλκού που  έχουν αναγνωριστεί ως η πηγή χαλκού για την παραγωγή του αιγυπτιακού μπλε στο Παλαιό Βασίλειο αντικαταστάθηκαν από θραύσματα χαλκού από το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο.

Η μελέτη των δειγμάτων δείχνει διαφορετικές μεθόδους παραγωγής με περίπλοκες τεχνολογικές διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν  για την παραγωγή των μπλε χρωστικών στο εργαστήριο Koan. Η παρουσία κασσίτερου υποδηλώνει την χρήση κραμάτων μπρούτζου ως πηγή χαλκού που είναι πρώτη ύλη για την παραγωγή της χρωστικής και τα ίχνη διαφόρων μετάλλων όπως μόλυβδος και χρυσός δείχνουν ότι στο εργαστήριο συνυπήρχαν δυο δραστηριότητες. Η μεταλλουργία και η παραγωγή χρωστικών.

Αυτές οι ανακαλύψεις και οι μελέτες που ακολουθούν επάνω στα σημαντικά αυτά ευρήματα, διευρύνουν την κατανόησή μας για οτιδήποτε έχει να κάνει με την παραγωγή και εμπορία στον αρχαίο μας κόσμο της πρώτης τεχνητής χρωστικής, του Αιγυπτιακού μπλε!      

Tjehenet  (fayence)

Αν και κατασκευασμένο με τα ίδια υλικά που παρασκευάζεται η Φαγεντιανή (fayence) και θερμαινόμενο στην ίδια παρόμοια υψηλή θερμοκρασία, η σύνθεση της χρωστικής είναι αντιληπτή η διαφορά ανάμεσα στα δυο. Η αιγυπτιακή φαγεντιανή είναι πολύ πιο πορώδης από το γυαλί του Αιγυπτιακού μπλε αν και πολλές φορές στον αρχαίο κόσμο μπερδευόταν αυτοί οι δυο όροι και λανθασμένα είχαν χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμα. Η αρχαία Αιγυπτιακή ονομασία της Φαγεντιανής ήταν Tjehenet, (η λέξη σημαίνει λαμπερό, εκθαμβωτικό, λαμπρό) και ήταν ένα πυροσυσσωματωμένο κεραμικό υλικό από χαλαζία που σημαίνει ότι αυτή η διαδικασία ήταν μια υαλώδης επικάλυψη από τον χαλαζία που δημιουργούσε μια λαμπερή χρωστική διαφόρων αποχρώσεων, από διαφανές υαλώδες μπλε έως πράσινο.

Οι Kiefer, C. and Allibert, A. το 1971 ισχυριζόταν πως το Αιγυπτιακό μπλε χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή της Φαγεντιανής. (2007. Pharanoic Blue Ceramics: the Process of Self-glazing. Αρχαιολογία 24, 107–117)

 

Source: © De Agostini/Getty Images

The throne of Tutankhamun displays many of the ancient Egyptian techniques at their best, with gilding and precious stones

Θερμοκρασίες παρασκευής της χρωστικής

Από πειραματική εργασία

Ο Chase (1971), όσο και οι Tite και Meeks (1981) απέδειξαν ότι θερμοκρασίες έως και τους 1000ο C ήταν δυνατόν να υπάρχουν για την κατασκευή του Αιγυπτιακού μπλε.

Οι  Bayer και Wideman (1976) καθόρισαν την θερμοκρασία αποσύνθεσης των υλικών στους 1080ο C .

Αυτά τα αποτελέσματα ΄έρχονται σε αντίθεση με αποτελέσματα πειραμάτων παλαιότερων ερευνητών που υποστήριζαν ότι το ανώτερο όριο ήταν στους 850ο C.

Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις σε δείγματα από κατάλοιπα υαλουργείων στην περιοχή της Αμάρνα, δείχνουν ότι η άμμος και η στάχτη ή η σόδα, πρώτα έγιναν Φριτ και μετά θερμάνθηκαν σε υψηλότερη θερμοκρασία, περίπου στους 1050ο C, για να κατασκευαστεί το μπλε γυαλί.

Το Αιγυπτιακό μπλε - το πρώτο χρώμα που παρήχθη συνθετικά – ήταν μια πολύ διαδεδομένη χρωστική στον αρχαίο κόσμο και χρησιμοποιήθηκε ακόμα και στην αγγειοπλαστική καθώς με την πρόσμιξη γυαλιού κατασκευάστηκαν μεγάλα αντικείμενα, όπως αγάλματα, για διακόσμηση ή για τελετουργίες. Ενδιαφέρον έχει ότι σε όλα αυτά τα αγγεία η υάλωση χρησιμοποιείται σε δυο στρώσεις με την δεύτερη στρώση να αφαιρεί ανεπιθύμητα μπαλώματα και λάθη της χρωστικής από το πρώτο μείγμα. Αυτή η επαναλαμβανόμενη υάλωση και το ψήσιμο αυξάνει την σκληρότητα των αγγείων και πιθανότατα το ίδιο έγινε με ειδώλια και άλλα χρηστικά αντικείμενα.

Η χρηματική αξία της χρωστικής

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στα 70 μ.Χ. αναφέρει πως η αξία ανά λίβρα του Αιγυπτιακού μπλε (caeruleum), ανάλογα με την ποιότητα ήταν από οκτώ έως έντεκα δηνάρια, την ίδια τιμή που είχε η Κόκκινη Ώχρα από την Σινώπη και στην μισή τιμή που κόστιζε το indigo (indicum) με δεκαεπτά ως είκοσι δηνάρια ανά λίβρα.

Ωστόσο η τιμή της χρωστικής είχε δεκαπλασιαστεί μέχρι το 301 μ.Χ. όταν ο Διοκλητιανός με διάταγμα όρισε μέγιστη τιμή εκατό πενήντα δηνάρια την κάθε λίβρα κυανού ή Αιγυπτιακού μπλε.

Αν και φαίνεται αρκετά υψηλή αυτή η τιμή από εκείνη που αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο πληθωρισμός και η υποτίμηση του νομίσματος ανάμεσα στην διάρκεια των 225 ετών, η πραγματική αξία της χρωστικής είχε μειωθεί έως και 90% καθιστώντας την αρκετά προσιτή  και αυτές οι τιμές δείχνουν συνεπείς με λογαριασμούς χρωστικών που βρίσκονται στους αρχαίους παπύρους.

 

Η αόρατη λάμψη του Αιγυπτιακού μπλε

Ενώ η χρωστική παρέμεινε δημοφιλής σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η πολύπλοκη μέθοδος παραγωγής της ξεχάστηκε και παραγκωνίστηκε από νέες χρωστικές που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο.

Το 2006, σχεδόν δυο χιλιετίες αργότερα οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ότι το αιγυπτιακό μπλε λάμπει κάτω από φώτα φθορισμού, υποδεικνύοντας ότι η χρωστική ουσία εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία.

O Τζιοβάνι Βέρι, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη φυσική από το Πανεπιστήμιο της Φεράρα, Ιταλία, και με μεταπτυχιακό στη συντήρηση τοιχογραφιών από το Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld στο Λονδίνο, το 2007 ανέπτυξε μια τεχνική απεικόνισης ορατής προκαλούμενης φωταύγειας, μέσω της οποίας είναι δυνατόν να χαρτογραφηθεί η παρουσία του Αιγυπτιακού μπλε εκεί που δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Η ανακάλυψη του Βέρι οδήγησε σε καινούργιες ανακαλύψεις σχετικά με την χρήση της χρωστικής.

Κάτω από φώτα φθορισμού ο Βέρι καθώς περιεργάζεται μια Ελληνική μαρμάρινη λεκάνη 2.500 ετών, διαπιστώνει έκπληκτος ότι οι μπλε χρωστικές της λεκάνης αρχίζουν να λάμπουν, σημάδι ότι το Αιγυπτιακό μπλε εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία.

(δηλαδή όταν η χρωστική ουσία φωτίζεται με κόκκινο φως (μήκη κύματος περίπου 630 nm) εκπέμπει σχεδόν υπέρυθρη ακτινοβολία (με μέγιστη εκπομπή στα 910) Όταν το κόκκινο φως εκπέμπεται στη χρωστική ουσία, αντανακλά το υπέρυθρο φως, το οποίο μπορεί να ανιχνευθεί μέσω γυαλιών νυχτερινής όρασης ή φωτογραφικών μηχανών.

Αυτή η σπάνια ιδιότητα επιτρέπει στους επιστήμονες να βρουν ίχνη του χρώματος σε αρχαία τεχνουργήματα, ακόμα κι όταν αυτό είναι αόρατο με γυμνό μάτι και κάτι ακόμα πιο σημαντικό για την σημερινή εποχή, επιστήμονες έχουν δείξει ενδιαφέρον για την χρωστική για βιοϊατρικές αναλύσεις και ανάπτυξη λέιζερ. Η Tina Salguero (UGA) δηλώνει ότι το κύριο μόριο της χρωστικής θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε μια βαφή για τη βελτίωση της ιατρικής απεικόνισης, καθώς η υπέρυθρη ακτινοβολία που θα αντανακλούσε μπορεί να περάσει μέσα από τον ανθρώπινο ιστό.

Οι χημικοί στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια (UGA) έχουν πλέον καθορίσει ότι η φωτεινή ποιότητα του τετραπυριτικού χαλκού ασβεστίου διατηρείται ακόμη και όταν η ένωση αναχθεί σε αυτά που ονομάζονται «νανοφύλλα», δηλαδή χίλιες φορές πιο λεπτό από μια ανθρώπινη τρίχα. «Ακόμα κι αν έχετε ένα μόνο στρώμα, το λεπτότερο δυνατό, εξακολουθείτε να έχετε το αποτέλεσμα», εξηγεί η Tina Salguero.

 Οι μη επεμβατικές τεχνικές, όπως η φασματοσκοπία υπερύθρου μετασχηματισμού Fourier (ER-FTIR) εξωτερικής ανάκλασης και φωτογράφηση υπέρυθρης φωταύγειας (VIL) με ορατό αποτέλεσμα,   χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για τη μελέτη αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η μέθοδος ER-FTIR χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό ορισμένων από τις χρωστικές που χρησιμοποιήθηκαν σε γλυπτά και τοιχογραφίες, συμπεριλαμβανομένου του αιγυπτιακού μπλε.

Η κατανομή της μπλε χρωστικής χαρτογραφήθηκε στη συνέχεια με μια βελτιστοποιημένη φωτογραφική μέθοδο VIL

Με αυτή την μέθοδο εξετάστηκε ο ταφος του Nakht-Djehouty (TT189), την εποχή του Ramesses II ( περ. 1279-1212 π.Χ.), στην συνοικία El-Assasif, στην Νεκρόπολη El-Qurna, Λούξορ (Θήβα), Άνω Αίγυπτος.

Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν την στρωματογραφική δομή των τοιχογραφιών του τάφου και την χημική τους σύσταση. Η ανάλυση των δειγμάτων προσδιόρισε την μπλε χρωστική ως μπλε της Αιγύπτου (Cuprorivaite), η πράσινη χρωστική ως αιγυπτιακή πράσινη, η κόκκινη χρωστική ως κόκκινη ώχρα, η κίτρινη χρωστική ώχρα και η λευκή χρωστική σαν μείγμα γύψου και ασβεστίτη.

Η όψη όλων των φασμάτων έδειξε ότι στην ζωγραφική των τοιχογραφιών χρησιμοποιήθηκε οργανικό συνδετικό υλικό στις χρωστικές, όπως η αραβική ή ζωική κόλλα ή αυγό.

Αυτή ήταν η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε σε έναν από τους τάφους της περιόδου του Ramesses II, με στρώματα βαφής που εφαρμόστηκαν σ λεπτές στρώσεις όπως ήταν σύνηθες εκείνη την χρονική περίοδο.

Σε μια πιο σύγχρονη εφαρμογή η ποιότητα φωταύγειας της χρωστικής θα μπορούσε επίσης να είναι αποτελεσματική για την ανάπτυξη νέων τύπων μελανιού ασφαλείας, που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προστασία νομισμάτων και άλλων επίσημων εγγράφων από πλαστογραφία

Μια ακόμα δυνατότητα είναι η επέκταση σε συσκευές όπως δίοδοι εκπομπής φωτός και οπτικές ίνες, οι οποίες και οι δύο μεταδίδουν σήματα χρησιμοποιώντας το σχετικά μεγάλο μήκος κύματος του υπέρυθρου φωτός.

 

Αποδόμηση του αιγυπτιακού μπλε

Αν και έχουμε μια σίγουρη σταθερότητα της χρωστικής στον χρόνο, υπάρχουν διάφορες αναφορές που δείχνουν ότι η παρουσία των ορυκτών και ιδίως τα χλωρίδια του χαλκού Cu2(OH)3Cl, είναι υπεύθυνα για την αποικοδόμηση της χρωστικής σε ορισμένες περιπτώσεις.

Τα βασικά χλωρίδια του χαλκού, βρίσκονται στη φύση σε τρεις διαφορετικές φάσεις: τον βοταλακίτη

(μονοκλινική), ατακαμίτης (ορθορομβική) και παρατακαμίτης (ρομβοεδρική) (Pollard et al.

1989).

Η αποικοδόμηση με το σχηματισμό βασικών χλωριούχων χαλκού έχει παρατηρηθεί στα  Αιγυπτιακά τεχνουργήματα (και όχι μόνο) που έχει χρησιμοποιηθεί η χρωστική αλλά και όπου υπάρχει Frit, σε αντικείμενα από φαγεντιανή.

Σύμφωνα με τους Schiegl et al. (1989) η αποικοδόμηση της χρωστικής εμφανίζεται πολύ συχνότερα σε αντικείμενα από το Παλαιό Βασίλειο, λιγότερο συχνά κατά το Μέσο Βασίλειο και σχεδόν καθόλου κατά τον Νέο Βασίλειο.

Στην πυραμίδα του Φαραώ Djoser που χτίστηκε τον 27ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δυναστείας και είναι ένας αρχαιολογικός χώρος στη νεκρόπολη Saqqara , στην Αίγυπτο , βορειοδυτικά των ερειπίων του Memphis, βρέθηκαν πλακάκια από φαγεντιανή με αποδόμηση της χρωστικής.

Τα πλακάκια είναι σε πράσινο χρώμα και σε ορισμένα το λούστρο έχει εξαφανιστεί αφήνοντας γυμνό τον λευκό πυρήνα της φαγεντιανής. Ωστόσο πράσινη φαγεντιανή δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ από τους αρχαίους Αιγύπτιους και πιστεύεται ότι η υαλώδης επίστρωση ήταν μπλε φριτ που υπέστη αποικοδόμηση των ενώσεων του χαλκού (ασθένεια του χαλκού) με αποτέλεσμα την παρουσία χλωριδίων που κατέλυσαν την διαδικασία αποσύνθεσης της χρωστικής. Η χρωματική αλλαγή των μπλε χρωστικών υποδηλώνει κατακρήμνιση από διαλύματα μετανάστευσης μετά την αφαίρεση του χαλκού και του χλωρίου από το στρώμα χρωστικής.

Το ιόν χλωρίου αντικαθιστά το ιόν υδροξειδίου και σχηματίζει ένα διαλυτό χλωριούχο μέταλλο, το οποίο έχει υγροσκοπικό χαρακτήρα Αυτή η χρωματική αλλαγή της αιγυπτιακής μπλε φαγεντιανής εξαρτάται από την παρουσία των υδατοδιαλυτών αλάτων σε συνδυασμό με το αιγυπτιακό μπλε και την ικανότητά του να αποχρωματίζεται. Αυτή η αλλαγή του Αιγυπτιακού μπλε σε πράσινη χρωστική αποκαλείται καρκίνος του χλωριούχου χαλκού «copper chloride cancer»

 




Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...