Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12.10.23

Αιγυπτιακό μπλε

ḫsbḏ-ỉrjt ( khesbedj irtiu )

τεχνητό λάπις λάζουλι ( ḫsbḏ )

Μια μπλε χρωστική που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ορόσημο, τόσο για τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο και για την ανάπτυξη της χημείας

Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς (Θεόφραστος, Βιτρούβιος και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος η πρώτη τεχνητή χρωστική ουσία της ανθρωπότητας επινοήθηκε στην Αίγυπτο, εξ ου και το όνομά του «Αιγυπτιακό Μπλε» .

Ο Θεόφραστος τον 4ο αιώνα π.Χ. μάλιστα του δίνει τον ελληνικό όρο κύανος ( κυανός , μπλε), μια ονομασία που αρχικά αναφερόταν στο λάπις λάζουλι και την περιγράφει ως «κατασκευασμένη, όπως αυτή στην Αίγυπτο» («σκευαστὸς ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ» στο αρχικό κείμενο),  ενώ οι Ρωμαίοι το ονομάζουν «caeruleum».

Ο Λουκιανός χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη για το αιγυπτιακό μπλε, κύανος, σε έναν διάλογο στον οποίο ο Λυκίνος νουθετεί τον Λεξιφάνη για το ρητορικό του στυλ, λέγοντάς του ότι μοιάζει με ειδώλια που πωλούνται στην αγορά, βαμμένα (κεχρωσμένος) με μπλε (κύανος) και κόκκινο (μίλτος) και φτιαγμένα. από εύθραυστο (εὔθρυπτος) πηλό εσωτερικά. Αυτό ήταν ένα υποτιμητικό σχόλιο καθώς υπονοεί ότι με μπλε και κόκκινες χρωστικές ,δηλαδή με φτηνές προσπάθειες, θέλουν να δώσουν αξία σε ένα άνευ αξίας αντικείμενο.


Μνημειακό Uas (τελετουργικό σκήπτρο ή ραβδί) σε γαλαζοπράσινη τιρκουάζ-υαλωμένη σύνθεση ή φαγεντιανή.

Αίγυπτος, 1427–1400 π.Χ. Amenhotep II

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αναζητούσαν χρωστικές που θα είχαν αιώνια αντοχή στις τοιχογραφίες των τάφων, των ναών και φυσικά στα διάφορα ιερά αντικείμενα. Αυτή η αναζήτηση είναι η εξήγηση για την έρευνα και την παραγωγή νέων χρωστικών και φυσικά την εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών από άλλους λαούς, ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα των δικών τους προϊόντων.

Από την Προδυναστική περίοδο και το πρώιμο Παλαιό Βασίλειο χρησιμοποιούσαν χρωστικές που παρήγαγαν από ορυκτά που έβρισκαν εύκολα γύρω τους.

Για το μαύρο χρώμα χρησιμοποιούσαν Γαληνίτη που είναι το κύριο μετάλλευμα μαλύβδου και διαχωρίζεται από το Galena επάνω σε μια συνηθισμένη φωτιά με ξύλα.

Για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν το Realgar, την Κιννάβαρη ή κόκκινη Ώχρα που περιέχει το ορυκτό Αιματίτη, ενώ για κίτρινα χρώματα υπήρχε η Ώχρα που περιέχει Γαιθίτη ή Λιμονίτη.

Το λευκό χρώμα το έπαιρναν από Γύψο και Ασβεστίτη, ενώ από το Μέσο Βασίλειο χρησιμοποιούσαν το ορυκτό Κυνίτη.

Αυτό που έλειπε όμως από όλους τους αρχαίους πολιτισμούς ήταν ένα υλικό που θα τους έδινε το μπλε χρώμα.

Από την Νεολιθική εποχή έχουν βρεθεί αποδείξεις ότι στο Çatal Höyük και στο Azmak της σημερινής Τουρκίας και ίσως σε τοιχογραφίες στην Κρήτη, χρησιμοποιούσαν το μπλε του Αζουρίτη, όμως ήταν ένα ασταθές υλικό που σε συνθήκες περιβάλλοντος μετατρέπεται σε πράσινο Μαλαχίτη.

Ένα ακόμα ορυκτό που θα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν ως χρωστική ουσία ήταν το μπλε Λάπις Λάζουλι που ερχόταν από τα μακρινά ορυχεία του Sar-i-Sang στο Badakhshan (σημερινό Αφγανιστάν). Υπήρχαν εργαστήρια στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Τουρκμενιστάν που μετέτρεπαν το ορυκτό σε χρωστική, όμως ήταν μια δύσκολη διαδικασία που έδινε μια σχετικά μικρή ποσότητα χρωστικής και το Λάπις Λάζουλι ήταν ένα πολύ ακριβό υλικό.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αν και είχαν στα χέρια τους το πολύτιμο Λάπις Λάζουλι από την Nagada II, όπως ονομαζόταν ο προϊστορικός πολιτισμός στην Αίγυπτο , μεταξύ των ετών 3500 και 3200 π.Χ. , δεν το χρησιμοποίησαν ποτέ σαν χρωστική ουσία

Η λύση που βρέθηκε για να καλύψουν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι την έλλειψη του μπλε ήταν η σύνθεση ενός ¨ορυκτού¨ , γνωστό και ως πυριτικός χαλκός ασβεστίου (CaCuSi 4 O 10 ή CaOCuO(SiO 2 ) 4 (τετραπυριτικός χαλκός ασβεστίου)) ή cuprorivaite, το Αιγυπτιακό Μπλε όπως διαδόθηκε σε όλο τον αρχαίο κόσμο και χρησιμοποιήθηκε σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής.

Το αιγυπτιακό μπλε , γνωστό και ως πυριτικός χαλκός ασβεστίου (CaCuSi 4 O 10 ή CaOCuO(SiO 2 ) 4 (τετραπυριτικός χαλκός ασβεστίου)) ή cuprorivaite

Η Αρχή της Χρωστικής

Περίπου στα 3100 π.Χ. κατασκευάστηκε μια μπλε χρωστική ουσία για την υάλωση των αγγείων. Όταν αυτό το μπλε γυαλί που χρησιμοποιήθηκε σαν «βερνίκι» αλέστηκε σε λεπτή σκόνη και αναμίχτηκε με αραβικό κόμμι, ώστε να δημιουργηθεί τέμπερα,  έδωσε μια χρωστική ουσία κατάλληλη για την ζωγραφική.

Αυτή η μπλε χρωστική ήταν γνωστή και ως γυάλινο Φριτ. Τεχνικά το Φριτ ήταν ένα υλικό που είχε λιώσει για να σχηματιστεί γυαλί, είχε σβήσει και είχε κονιορτοποιηθεί. Αυτή η γυάλινη βάση Φριτ, ήταν πολύ σταθερή σε όξινες και αλκαλικές συνθήκες, χωρίς να επηρεάζεται από το δυνατό φως του ήλιου και τις καιρικές συνθήκες.

Αυτό το αρχαίο Φριτ ήταν σημαντικό για την κατασκευή σμάλτου και κεραμικής επικάλυψης.

Οι διάφορες αποχρώσεις του μπλε εξαρτιόταν από τις αλλαγές που γινόταν στην επεξεργασία και στην παραγωγή διαφορετικών συνθέσεων του υλικού της χρωστικής. Έχουν βρεθεί διάφορες αποχρώσεις του μπλε και του βιολετί, σε τοιχογραφίες , αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα, που υπήρξαν ανθεκτικές στο πέρασμα των αιώνων.

Οι Ασσύριοι που γνώριζαν την διαδικασία παρασκευής της μπλε χρωστικής, είχαν δημιουργήσει ένα μωβ Φριτ για την επικάλυψη των κεραμικών αγγείων, αλλά δεν εμφανίζεται πουθενά αυτή η απόχρωση σαν χρωστική και δεν γνωρίζουμε αν το είχαν ποτέ χρησιμοποιήσει και στην ζωγραφική, καθώς δεν έχουμε καμία απόδειξη γι’ αυτό.

Γεγονός είναι, πως χωρίς καμία γνώση χημείας, οι αρχαίοι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι (κατόπιν και οι Κινέζοι) κατασκεύασαν μια μπλε ουσία που χρειάζεται γνώσεις χημείας για να παρασκευαστεί.

Ίσως όμως να είναι αυτή η έλλειψη γνώσης χημείας , που έδωσε διαφορετικές αφηγήσεις για τον τρόπο κατασκευής της χρωστικής που το μυστήριο της κατασκευής της χάνεται γύρω στο 660 μ.Χ καθώς η μπλε Αιγυπτιακή χρωστική εξαφανίζεται οριστικά.

Τελευταία αναφορά γίνεται από τον Ισίδωρο της Σεβίλλης (560-636 μ.Χ.) που αναφέρει ότι ήταν κατασκευασμένο από άμμο και νάτρον με την προαιρετική προσθήκη «cyprium in fornace adustum»  cyprium-μετάλλευμα χαλκού που έχει θερμανθεί σε κλίβανο, στην εγκυκλοπαίδειά του  (Isid. Etymologiarum sive originum libri XX (Liber XIX, Caput XVII) που δημοσιεύτηκε γύρω στα 630 μ.Χ

Τον πρώτο αιώνα π.Χ. ο Βιτρούβιος , ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας και συγγραφέας του 1ου αιώνα είπε ότι «η άμμος, ο χαλκός (από ένα ορυκτό όπως ο αζουρίτης ή ο μαλαχίτης) και το νάτρον (ένα φυσικό μείγμα ενώσεων νατρίου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρακικού νατρίου)» ήταν τα συστατικά της περίφημης χρωστικής κι έτσι  περιέγραψε το υπόβαθρο και τη διαδικασία παρασκευής του Αιγυπτιακού μπλε  στο αρχιτεκτονικό του εγχειρίδιο De architectura libri decem , χωρίς ωστόσο καμία πληροφορία για τις ποσότητες και τις θερμοκρασίες που χρειαζόταν για την παρασκευή της χρωστικής.

Από τον Βιτρούβιο , όπως και από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο έρχονται πληροφορίες σχετικά με την μονοπωλιακή παραγωγή στον κόλπο του Pozzuoli, ενώ έχει αποκλειστεί η Κεντρική Ευρώπη να είχε εργαστήρια παρασκευής καθώς δεν υπάρχει καμία πληροφορία επάνω σε αυτό.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, λαμβάνοντας υπόψη τα αρχαιολογικά στοιχεία,  η χρωστική κατασκευαζόταν σε σφαίρες διαμέτρου περίπου  15 έως 30 mm και ταξίδευε μέσω των εμπορικών δρόμων σε όλο τον αρχαίο κόσμο.

Η αρχαία αιγυπτιακή κοινωνία ήταν η πρώτη που υιοθέτησε μια λέξη για το μπλε χρώμα, επειδή ήταν ο πρώτος πολιτισμός που παρήγαγε μπλε βαφές.

Μέχρι τότε η μόνη φυσική πηγή μπλε ήταν το σπάνιο και ακριβό Λάπις Λάζουλι που ερχόταν από το σημερινό Αφγανιστάν.

Η παλαιότερη απόδειξη για τη χρήση του αιγυπτιακού μπλε, που εντοπίστηκε από τον αιγυπτιολόγο Lorelei H. Corcoran του Πανεπιστημίου της Μέμφις , βρίσκεται σε ένα αλαβάστρινο κύπελλο που χρονολογείται στην ύστερη προδυναστική περίοδο ή Naqada III ( περίπου 3250 π.Χ.), που ανασκάφηκε στην  Nekhen γνωστή και ως Πόλη του Γερακιού.

Το διάσημο χρώμα « Αιγυπτιακό Μπλε » εμφανίζεται σε έργα τέχνης όπως οι τάφοι της Μερερούκα από το Παλαιό Βασίλειο (2600-2100 π.Χ.), στην Τέταρτη Δυναστεία περίπου 2575-2467 π.Χ. σε ασβεστολιθικά γλυπτά και σε μια ποικιλία από χάντρες και σφραγίδες.

Στο Μέσο Βασίλειο 2050-1675 π.Χ. εμφανίζεται σε τοιχογραφίες τάφων, σε αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα, ενώ από το Νέο Βασίλειο 1570-1070 π.Χ. εμφανίζεται αρκετά πιο συχνά σε διάφορα αντικείμενα, όπως το περίφημο στέμμα της βασίλισσας Νεφερτίτης.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους το μπλε αντιπροσώπευε τον ποταμό Νείλο που ήταν πηγή ζωής για την Αίγυπτο, τον ουρανό και αργότερα το ίδιο το σύμπαν, όπως αντιπροσώπευε την δημιουργία της ζωής την αθανασία και την γονιμότητα. Στην Φαραωνική τέχνη, συχνά χρησιμοποιήθηκε για να απεικονίσει την σάρκα Θεοτήτων όπως του Αμούν (ο αρχαίος θεός του αέρα), ενώ οι μπλε ανταύγειες σε σκούρα μαλλιά σήμαιναν μεγάλη ομορφιά και ήταν χαρακτηριστικό χρώμα για την νεότητα.

Συχνά οι θεοί περιγράφονται να έχουν μπλε μαλλιά και γένια, όπως ο Δίας και ο Ποσειδώνας, ενώ το δέρμα τους είχε την λαμπρότητα του μπλε και στην Οδύσσεια η Αθηνά αλλάζει την εμφάνιση του βασιλιά Οδυσσέα κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη, κάνοντας τα μαλλιά και το δέρμα του κυανά, να λαμπυρίζουν στο μπλε και με αυτό τον τρόπο τον εξυψώνει πάνω από τον θνητό εαυτό του αναγκάζοντας τον γιο του Τηλέμαχο να αναρωτηθεί αν είναι θνητός ή θεός!

 Source: © Alamy Stock Photo

Egyptian blue is believed to be the first synthetic pigment: the raw materials had to be heated with a flux to get the right colour


Η Lorelei Corcoran (Διευθυντής, Ινστιτούτο Αιγυπτιακής Τέχνης & Αρχαιολογίας Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Τμήμα Τέχνης) που έχει ερευνήσει την χρήση των χρωστικών στην αρχαία Αίγυπτο για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, σημειώνει ότι το μπλε εμποτίζει ένα άψυχο έργο τέχνης με την αίσθηση ζωντανής παρουσίας καθώς έχει αυτό το ‘’σπινθηροβόλο’’ αποτέλεσμα και καταλήγει ότι τα υαλώδη σωματίδια στο Αιγυπτιακό μπλε εκτιμήθηκαν ακριβώς γι’ αυτή τους την ικανότητα, να αντανακλούν το φως.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) στη «Φυσική Ιστορία» αναφέρει μια χρωστική με το όνομα anularian white που το χρησιμοποιούσαν όταν ζωγράφιζαν γυναικείες μορφές για να τους αποδώσουν μια λαμπερή λευκότητα. Η χρωστική παρασκευαζόταν από κιμωλία και μια πάστα από γυαλί που γινόταν και σφραγιδόλιθος για τα δαχτυλίδια των κατώτερων τάξεων. Ωστόσο αυτό που γράφει ο Πλίνιος είναι πολύ πιθανό να ήταν και το μακιγιάζ που φορούσαν οι γυναίκες , παρόμοιο με το μολυβδούχο κήρο (34.54. 31), αλλά ίσως αυτή η γυάλινη πάστα να ήταν στην πραγματικότητα ένα μείγμα Λευκού-Αιγυπτιακό μπλε που είχε χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσουν ανταύγειες σε ορισμένα πορτρέτα μούμιας.

Στις ανασκαφές της Πομπηίας βρέθηκαν μείγματα αιγυπτιακού μπλε και κιμωλίας (συνήθως ασβεστίτης και αραγωνίτης) και πιθανότατα οι έμποροι χρωμάτων να πουλούσαν προαναμεμιγμένες τις χρωστικές .

Αποτελέσματα από έρευνες σε δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις έδειξαν ότι ο Αιγυπτιακό μπλε έχει αναμειχθεί με άλλες χρωστικές, όπως πχ με το purpurissum (μια κόκκινη βαφή) για να δημιουργηθεί το μωβ.

Η δημιουργία του Μπλε

Η διαδικασία ήταν εύκολο να γίνει λάθος και οποιοδήποτε λάθος θα οδηγούσε σε ένα «γυάλινο, πράσινο χάος», εξηγεί η Victoria Finlay στο The Brilliant History of Color in Art (2014).

Οι τοποθεσίες παραγωγής της χρωστικής ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστούν καθώς η διαδικασία είχε ελάχιστα απόβλητα. Στοιχεία υαλουργίας και παραγωγής πλινθωμάτων βρέθηκαν στο Qantir και στην αρχαία πόλη Tell el-Amarna, που ήταν η πρωτεύουσα του Akhenaton κατά τη διάρκεια του 1300 π.Χ.

Στα χωνευτήρια της Amarna βρήκαν μόνο θραύσματα γυαλιού μπλε κοβαλτίου, ενώ στο Qantir, όπου ο χαλκός που δίνει κόκκινο και  κατεργαζόταν για την κατασκευή του μπρούντζου, τα ανασκαμμένα χωνευτήρια περιέχουν κυρίως θραύσματα από κόκκινο γυαλί. Σε μια ακόμα τοποθεσία στο Lisht, ένα αιγυπτιακό χωριό που βρίσκεται νότια του Καΐρου και είναι τόπος των βασιλικών ταφών του Μεσαίου Βασιλείου , συμπεριλαμβανομένων δύο πυραμίδων που χτίστηκαν από τον Amenemhat I και τον Senusret I, τα χωνευτήρια που ανασκάφτηκαν βρέθηκαν να περιέχουν υπολείμματα γυαλιού, κυρίως θραύσματα τιρκουάζ χρώματος.

Αμάρνα

Η παρασκευή της χρωστικής ερευνήθηκε το 1815 από τον Βρετανό χημικό Sir Humphry Davy (1778 – 1829) και η χημική φόρμουλα της χρωστικής καθιερώθηκε το 1881 από τον Γάλλο γεωλόγο Ferdinand André Fouque (1828–1904) που κατάφερε να αναλύσει και να αναδημιουργήσει ξανά το Αιγυπτιακό μπλε.

Αυτή η χημική φόρμουλα δηλώνει την χρωστική ως Πυριτικό Χαλκό – Ασβέστιο CaCuSi 4 O 10 . Αργότερα αποδείχτηκε ότι ήτα ορυκτολογικά ισοδύναμο με το φυσικό ορυκτό Cuprorivaite.

Για την κατασκευή της χρωστικής το πρώτο συστατικό πιστεύεται ότι είναι η άμμος που περιέχει πυρίτιο και ανθρακικό ασβέστιο, το δεύτερο συστατικό ήταν ένα μετάλλευμα χαλκού και ως μίγμα σύντηξης χρειαζόταν ένα αλκαλικό άλας όπως το Natron (είδος Ανθρακικού Νατρίου  Na 2 CO 3 · 10H 2 O). To Natron χρησιμοποιήθηκε μαζί με την άμμο και τον ασβέστη στην κεραμική και την υαλουργία και από τους Ρωμαίους τουλάχιστον μέχρι το 640 μ.Χ. Η άμμος ήταν φυσικά άφθονη στην Αμάρνα και περιέχει μια εντυπωσιακά υψηλή περιεκτικότητα σε ασβεστίτη 19%. Αυτό το συστατικό φαίνεται πως προήλθε από την αιολική διάβρωση των ασβεστολιθικών βράχων.

Το μίγμα σύντηξης (ακάθαρτο Natron) προστέθηκε για να μειωθεί η θερμοκρασία ψησίματος, όπως έδειξαν τα πειράματα για την κατασκευή της μπλε χρωστικής. Αν και η χρωστική μπορούσε να σχηματιστεί με ελάχιστο μείγμα σύντηξης, η περίοδος ψησίματος έπρεπε να παραταθεί ή αλλιώς να αυξηθούν οι θερμοκρασίες.

Το Natron το έπαιρναν απευθείας ως μείγμα αλατιού από τις ξηρές λίμνες στην αρχαία Αίγυπτο στο Wadi el-Natrun (Κοιλάδα του Natron) και στο el-Kab, μια τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου στην ανατολική όχθη του Νείλου. H κοιλάδα el-Natrun βρίσκεται στην Β.Αίγυπτο και περιέχει πολλές αλκαλικές λίμνες , πλούσιες σε Natron κοιτάσματα αλατιού, αλμυρά έλη και έλη γλυκού νερού.

Σε αρκετά δείγματα από το Wadi el-Natrun, το ανθρακικό και το διττανθρακικό Νάτριο ήταν τα κύρια συστατικά (με μικρότερες ποσότητες Θεϊκού και Χλωρίδιο) και με τις αναλογίες συχνά να μεταβάλλονται.

Τα πειράματα έδειξαν ότι υπήρχαν δυο ακόμα πηγές αλκαλίων, αν και είναι λιγότερο πιθανές. Η μια είναι η Σόδα και η Ποτάσα που λαμβάνονται με την καύση των φυτών, ενώ το άλλο ήταν πλούσια σε άλατα κοιτάσματα που προκύπταν από την εξάτμιση των νερών μετά από την ετήσια πλημμύρα του ποταμού Νείλου. Αυτά τα άλατα ήταν τα ανθρακικά, τα χλωριούχα και τα θεϊκά άλατα του Νατρίου και του Καλίου, καθώς και τα ανθρακικά άλατα του Ασβεστίου και Μαγνησίου.

Το τελευταίο κύριο συστατικό για την παρασκευή του Αιγυπτιακού Μπλε είναι το μετάλλευμα Χαλκού, πιθανότατα από τη Ανατολική έρημο ή την Χερσόνησο του Σινά, όπου υπήρχαν ενδείξεις ότι Μαλαχίτης και Χρυσόκολλα εξορυσσόταν στην αρχαιότητα.

Qantir

Στη δεκαετία του 1930, ο Mahmud Hamza ανέσκαψε μια σειρά από αντικείμενα που σχετίζονται με την παραγωγή αιγυπτιακού μπλε στο Qantir , όπως αιγυπτιακά μπλε ‘κέικ’ και θραύσματα σε διάφορα στάδια παραγωγής, παρέχοντας στοιχεία ότι σε εκείνη την περιοχή υπήρχε εργαστήριο παραγωγής Αιγυπτιακού μπλε.

Οι ανασκαφές στην ίδια τοποθεσία αποκάλυψαν κεραμικά χωνευτήρια με προσκολλημένα υπολείμματα αιγυπτιακού μπλε και μια μεγάλη βιομηχανία με βάση τον χαλκό, με πολλές σχετικές τέχνες, όπως η χύτευση μπρούτζου, η κατασκευή κόκκινου γυαλιού, η παραγωγή φαγεντιανής και το αιγυπτιακό μπλε. Αυτά τα αιγυπτιακά μπλε ‘κέικ’, είναι πολύ πιθανό να εξήχθησαν σε άλλες περιοχές, για περαιτέρω επεξεργασία, καθώς στην τοποθεσία δεν βρέθηκαν αντικείμενα με την μπλε χρωστική. Αυτό σημαίνει ότι τα κέικ ήταν εμπορεύσιμα και βρέθηκαν ακόμα και σε ανασκαφές στην περιοχή Zawiyet Umm el-Rakham στις ακτές της Λιβύης, επεξεργασμένα και ανασχηματισμένα, τόσο μακριά από την κύρια τοποθεσία της παραγωγής τους.

 


Εργαστήριο παραγωγής Αιγυπτιακού Μπλε στην αρχαία Ελλάδα

Κατά την διάρκεια ανασκαφών στην αρχαία αγορά στο νησί της Κω, ήρθαν στο φως 136 σφαιρίδια ακατέργαστης χρωστικής ουσίας του Αιγυπτιακού Μπλε, σε διάφορες αποχρώσεις, από ανοιχτό μπλε έως σκούρο πράσινο και γκρι χρώμα!

Σε όλη την Ελλάδα έχουν βρεθεί άπειρα δείγματα χρήσης της μπλε χρωστικής. Στις τοιχογραφίες της Θήρας, της Κνωσού και των Μυκηνών της Εποχής του Χαλκού, πολυάριθμες χάντρες και ένθετα που βρέθηκαν σε τάφους την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μεταγενέστερα συναντάμε το Αιγυπτιακό μπλε  στα πολύχρωμα αρχαϊκά αγάλματα από της Αθηναϊκής Ακρόπολης στις διακοσμήσεις αρχιτεκτονικών στοιχείων στον Παρθενώνα και στην οροφή του Πύργου των Ανέμων. Ακόμα και στους πλούσια διακοσμημένους Μακεδονικούς τάφους της Ελληνιστικής περιόδου ταυτοποιήθηκε η χρωστική του Αιγυπτιακού μπλε.

Ποιο είναι το σπουδαίο λοιπόν σε αυτή την ανακάλυψη στην αρχαία αγορά της Κω; Μα φυσικά το εργαστήρι Koan όπως ονομάστηκε, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα σφαιρίδια, άλλα επιτυχημένα κι άλλα ατελή ή αποτυχημένα ‘προϊόντα’.

Στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο εγκαταστάσεις παραγωγής Αιγυπτιακού μπλε μπορούν να εντοπιστούν στο Μέμφις της Αιγύπτου και πιθανές τοποθεσίες στην κεντρική Ιταλία στο Cumae, Liternum και Puteoli. Με αυτή την ανασκαφή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Ch. Καντζιά στο Ελληνικό νησί του Αιγαίου , ακόμα μια τοποθεσία παραγωγής της χρωστικής ήρθε στο φως.

Ωστόσο εκτός από την παραγωγή του Αιγυπτιακού μπλε στο ίδιο εργαστήριο φαίνεται πως πραγματοποιούνταν και μεταλλουργικές εργασίες που είχαν σχέση με ότι αφορούσε τον μόλυβδο και την επεξεργασία χρωστικών γαιών.

Μέσα από την ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης σε συνδυασμό με SEM-EDS (φασματοσκοπία ακτίνων Χ διασποράς ενέργειας) πρόκειται για μεταγενέστερες αιγυπτιακές παραγωγές μπλε καθώς τα κράματα αρσενικού χαλκού που  έχουν αναγνωριστεί ως η πηγή χαλκού για την παραγωγή του αιγυπτιακού μπλε στο Παλαιό Βασίλειο αντικαταστάθηκαν από θραύσματα χαλκού από το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο.

Η μελέτη των δειγμάτων δείχνει διαφορετικές μεθόδους παραγωγής με περίπλοκες τεχνολογικές διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν  για την παραγωγή των μπλε χρωστικών στο εργαστήριο Koan. Η παρουσία κασσίτερου υποδηλώνει την χρήση κραμάτων μπρούτζου ως πηγή χαλκού που είναι πρώτη ύλη για την παραγωγή της χρωστικής και τα ίχνη διαφόρων μετάλλων όπως μόλυβδος και χρυσός δείχνουν ότι στο εργαστήριο συνυπήρχαν δυο δραστηριότητες. Η μεταλλουργία και η παραγωγή χρωστικών.

Αυτές οι ανακαλύψεις και οι μελέτες που ακολουθούν επάνω στα σημαντικά αυτά ευρήματα, διευρύνουν την κατανόησή μας για οτιδήποτε έχει να κάνει με την παραγωγή και εμπορία στον αρχαίο μας κόσμο της πρώτης τεχνητής χρωστικής, του Αιγυπτιακού μπλε!      

Tjehenet  (fayence)

Αν και κατασκευασμένο με τα ίδια υλικά που παρασκευάζεται η Φαγεντιανή (fayence) και θερμαινόμενο στην ίδια παρόμοια υψηλή θερμοκρασία, η σύνθεση της χρωστικής είναι αντιληπτή η διαφορά ανάμεσα στα δυο. Η αιγυπτιακή φαγεντιανή είναι πολύ πιο πορώδης από το γυαλί του Αιγυπτιακού μπλε αν και πολλές φορές στον αρχαίο κόσμο μπερδευόταν αυτοί οι δυο όροι και λανθασμένα είχαν χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμα. Η αρχαία Αιγυπτιακή ονομασία της Φαγεντιανής ήταν Tjehenet, (η λέξη σημαίνει λαμπερό, εκθαμβωτικό, λαμπρό) και ήταν ένα πυροσυσσωματωμένο κεραμικό υλικό από χαλαζία που σημαίνει ότι αυτή η διαδικασία ήταν μια υαλώδης επικάλυψη από τον χαλαζία που δημιουργούσε μια λαμπερή χρωστική διαφόρων αποχρώσεων, από διαφανές υαλώδες μπλε έως πράσινο.

Οι Kiefer, C. and Allibert, A. το 1971 ισχυριζόταν πως το Αιγυπτιακό μπλε χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή της Φαγεντιανής. (2007. Pharanoic Blue Ceramics: the Process of Self-glazing. Αρχαιολογία 24, 107–117)

 

Source: © De Agostini/Getty Images

The throne of Tutankhamun displays many of the ancient Egyptian techniques at their best, with gilding and precious stones

Θερμοκρασίες παρασκευής της χρωστικής

Από πειραματική εργασία

Ο Chase (1971), όσο και οι Tite και Meeks (1981) απέδειξαν ότι θερμοκρασίες έως και τους 1000ο C ήταν δυνατόν να υπάρχουν για την κατασκευή του Αιγυπτιακού μπλε.

Οι  Bayer και Wideman (1976) καθόρισαν την θερμοκρασία αποσύνθεσης των υλικών στους 1080ο C .

Αυτά τα αποτελέσματα ΄έρχονται σε αντίθεση με αποτελέσματα πειραμάτων παλαιότερων ερευνητών που υποστήριζαν ότι το ανώτερο όριο ήταν στους 850ο C.

Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις σε δείγματα από κατάλοιπα υαλουργείων στην περιοχή της Αμάρνα, δείχνουν ότι η άμμος και η στάχτη ή η σόδα, πρώτα έγιναν Φριτ και μετά θερμάνθηκαν σε υψηλότερη θερμοκρασία, περίπου στους 1050ο C, για να κατασκευαστεί το μπλε γυαλί.

Το Αιγυπτιακό μπλε - το πρώτο χρώμα που παρήχθη συνθετικά – ήταν μια πολύ διαδεδομένη χρωστική στον αρχαίο κόσμο και χρησιμοποιήθηκε ακόμα και στην αγγειοπλαστική καθώς με την πρόσμιξη γυαλιού κατασκευάστηκαν μεγάλα αντικείμενα, όπως αγάλματα, για διακόσμηση ή για τελετουργίες. Ενδιαφέρον έχει ότι σε όλα αυτά τα αγγεία η υάλωση χρησιμοποιείται σε δυο στρώσεις με την δεύτερη στρώση να αφαιρεί ανεπιθύμητα μπαλώματα και λάθη της χρωστικής από το πρώτο μείγμα. Αυτή η επαναλαμβανόμενη υάλωση και το ψήσιμο αυξάνει την σκληρότητα των αγγείων και πιθανότατα το ίδιο έγινε με ειδώλια και άλλα χρηστικά αντικείμενα.

Η χρηματική αξία της χρωστικής

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στα 70 μ.Χ. αναφέρει πως η αξία ανά λίβρα του Αιγυπτιακού μπλε (caeruleum), ανάλογα με την ποιότητα ήταν από οκτώ έως έντεκα δηνάρια, την ίδια τιμή που είχε η Κόκκινη Ώχρα από την Σινώπη και στην μισή τιμή που κόστιζε το indigo (indicum) με δεκαεπτά ως είκοσι δηνάρια ανά λίβρα.

Ωστόσο η τιμή της χρωστικής είχε δεκαπλασιαστεί μέχρι το 301 μ.Χ. όταν ο Διοκλητιανός με διάταγμα όρισε μέγιστη τιμή εκατό πενήντα δηνάρια την κάθε λίβρα κυανού ή Αιγυπτιακού μπλε.

Αν και φαίνεται αρκετά υψηλή αυτή η τιμή από εκείνη που αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο πληθωρισμός και η υποτίμηση του νομίσματος ανάμεσα στην διάρκεια των 225 ετών, η πραγματική αξία της χρωστικής είχε μειωθεί έως και 90% καθιστώντας την αρκετά προσιτή  και αυτές οι τιμές δείχνουν συνεπείς με λογαριασμούς χρωστικών που βρίσκονται στους αρχαίους παπύρους.

 

Η αόρατη λάμψη του Αιγυπτιακού μπλε

Ενώ η χρωστική παρέμεινε δημοφιλής σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η πολύπλοκη μέθοδος παραγωγής της ξεχάστηκε και παραγκωνίστηκε από νέες χρωστικές που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο.

Το 2006, σχεδόν δυο χιλιετίες αργότερα οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ότι το αιγυπτιακό μπλε λάμπει κάτω από φώτα φθορισμού, υποδεικνύοντας ότι η χρωστική ουσία εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία.

O Τζιοβάνι Βέρι, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη φυσική από το Πανεπιστήμιο της Φεράρα, Ιταλία, και με μεταπτυχιακό στη συντήρηση τοιχογραφιών από το Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld στο Λονδίνο, το 2007 ανέπτυξε μια τεχνική απεικόνισης ορατής προκαλούμενης φωταύγειας, μέσω της οποίας είναι δυνατόν να χαρτογραφηθεί η παρουσία του Αιγυπτιακού μπλε εκεί που δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Η ανακάλυψη του Βέρι οδήγησε σε καινούργιες ανακαλύψεις σχετικά με την χρήση της χρωστικής.

Κάτω από φώτα φθορισμού ο Βέρι καθώς περιεργάζεται μια Ελληνική μαρμάρινη λεκάνη 2.500 ετών, διαπιστώνει έκπληκτος ότι οι μπλε χρωστικές της λεκάνης αρχίζουν να λάμπουν, σημάδι ότι το Αιγυπτιακό μπλε εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία.

(δηλαδή όταν η χρωστική ουσία φωτίζεται με κόκκινο φως (μήκη κύματος περίπου 630 nm) εκπέμπει σχεδόν υπέρυθρη ακτινοβολία (με μέγιστη εκπομπή στα 910) Όταν το κόκκινο φως εκπέμπεται στη χρωστική ουσία, αντανακλά το υπέρυθρο φως, το οποίο μπορεί να ανιχνευθεί μέσω γυαλιών νυχτερινής όρασης ή φωτογραφικών μηχανών.

Αυτή η σπάνια ιδιότητα επιτρέπει στους επιστήμονες να βρουν ίχνη του χρώματος σε αρχαία τεχνουργήματα, ακόμα κι όταν αυτό είναι αόρατο με γυμνό μάτι και κάτι ακόμα πιο σημαντικό για την σημερινή εποχή, επιστήμονες έχουν δείξει ενδιαφέρον για την χρωστική για βιοϊατρικές αναλύσεις και ανάπτυξη λέιζερ. Η Tina Salguero (UGA) δηλώνει ότι το κύριο μόριο της χρωστικής θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε μια βαφή για τη βελτίωση της ιατρικής απεικόνισης, καθώς η υπέρυθρη ακτινοβολία που θα αντανακλούσε μπορεί να περάσει μέσα από τον ανθρώπινο ιστό.

Οι χημικοί στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια (UGA) έχουν πλέον καθορίσει ότι η φωτεινή ποιότητα του τετραπυριτικού χαλκού ασβεστίου διατηρείται ακόμη και όταν η ένωση αναχθεί σε αυτά που ονομάζονται «νανοφύλλα», δηλαδή χίλιες φορές πιο λεπτό από μια ανθρώπινη τρίχα. «Ακόμα κι αν έχετε ένα μόνο στρώμα, το λεπτότερο δυνατό, εξακολουθείτε να έχετε το αποτέλεσμα», εξηγεί η Tina Salguero.

 Οι μη επεμβατικές τεχνικές, όπως η φασματοσκοπία υπερύθρου μετασχηματισμού Fourier (ER-FTIR) εξωτερικής ανάκλασης και φωτογράφηση υπέρυθρης φωταύγειας (VIL) με ορατό αποτέλεσμα,   χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για τη μελέτη αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η μέθοδος ER-FTIR χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό ορισμένων από τις χρωστικές που χρησιμοποιήθηκαν σε γλυπτά και τοιχογραφίες, συμπεριλαμβανομένου του αιγυπτιακού μπλε.

Η κατανομή της μπλε χρωστικής χαρτογραφήθηκε στη συνέχεια με μια βελτιστοποιημένη φωτογραφική μέθοδο VIL

Με αυτή την μέθοδο εξετάστηκε ο ταφος του Nakht-Djehouty (TT189), την εποχή του Ramesses II ( περ. 1279-1212 π.Χ.), στην συνοικία El-Assasif, στην Νεκρόπολη El-Qurna, Λούξορ (Θήβα), Άνω Αίγυπτος.

Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν την στρωματογραφική δομή των τοιχογραφιών του τάφου και την χημική τους σύσταση. Η ανάλυση των δειγμάτων προσδιόρισε την μπλε χρωστική ως μπλε της Αιγύπτου (Cuprorivaite), η πράσινη χρωστική ως αιγυπτιακή πράσινη, η κόκκινη χρωστική ως κόκκινη ώχρα, η κίτρινη χρωστική ώχρα και η λευκή χρωστική σαν μείγμα γύψου και ασβεστίτη.

Η όψη όλων των φασμάτων έδειξε ότι στην ζωγραφική των τοιχογραφιών χρησιμοποιήθηκε οργανικό συνδετικό υλικό στις χρωστικές, όπως η αραβική ή ζωική κόλλα ή αυγό.

Αυτή ήταν η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε σε έναν από τους τάφους της περιόδου του Ramesses II, με στρώματα βαφής που εφαρμόστηκαν σ λεπτές στρώσεις όπως ήταν σύνηθες εκείνη την χρονική περίοδο.

Σε μια πιο σύγχρονη εφαρμογή η ποιότητα φωταύγειας της χρωστικής θα μπορούσε επίσης να είναι αποτελεσματική για την ανάπτυξη νέων τύπων μελανιού ασφαλείας, που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προστασία νομισμάτων και άλλων επίσημων εγγράφων από πλαστογραφία

Μια ακόμα δυνατότητα είναι η επέκταση σε συσκευές όπως δίοδοι εκπομπής φωτός και οπτικές ίνες, οι οποίες και οι δύο μεταδίδουν σήματα χρησιμοποιώντας το σχετικά μεγάλο μήκος κύματος του υπέρυθρου φωτός.

 

Αποδόμηση του αιγυπτιακού μπλε

Αν και έχουμε μια σίγουρη σταθερότητα της χρωστικής στον χρόνο, υπάρχουν διάφορες αναφορές που δείχνουν ότι η παρουσία των ορυκτών και ιδίως τα χλωρίδια του χαλκού Cu2(OH)3Cl, είναι υπεύθυνα για την αποικοδόμηση της χρωστικής σε ορισμένες περιπτώσεις.

Τα βασικά χλωρίδια του χαλκού, βρίσκονται στη φύση σε τρεις διαφορετικές φάσεις: τον βοταλακίτη

(μονοκλινική), ατακαμίτης (ορθορομβική) και παρατακαμίτης (ρομβοεδρική) (Pollard et al.

1989).

Η αποικοδόμηση με το σχηματισμό βασικών χλωριούχων χαλκού έχει παρατηρηθεί στα  Αιγυπτιακά τεχνουργήματα (και όχι μόνο) που έχει χρησιμοποιηθεί η χρωστική αλλά και όπου υπάρχει Frit, σε αντικείμενα από φαγεντιανή.

Σύμφωνα με τους Schiegl et al. (1989) η αποικοδόμηση της χρωστικής εμφανίζεται πολύ συχνότερα σε αντικείμενα από το Παλαιό Βασίλειο, λιγότερο συχνά κατά το Μέσο Βασίλειο και σχεδόν καθόλου κατά τον Νέο Βασίλειο.

Στην πυραμίδα του Φαραώ Djoser που χτίστηκε τον 27ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δυναστείας και είναι ένας αρχαιολογικός χώρος στη νεκρόπολη Saqqara , στην Αίγυπτο , βορειοδυτικά των ερειπίων του Memphis, βρέθηκαν πλακάκια από φαγεντιανή με αποδόμηση της χρωστικής.

Τα πλακάκια είναι σε πράσινο χρώμα και σε ορισμένα το λούστρο έχει εξαφανιστεί αφήνοντας γυμνό τον λευκό πυρήνα της φαγεντιανής. Ωστόσο πράσινη φαγεντιανή δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ από τους αρχαίους Αιγύπτιους και πιστεύεται ότι η υαλώδης επίστρωση ήταν μπλε φριτ που υπέστη αποικοδόμηση των ενώσεων του χαλκού (ασθένεια του χαλκού) με αποτέλεσμα την παρουσία χλωριδίων που κατέλυσαν την διαδικασία αποσύνθεσης της χρωστικής. Η χρωματική αλλαγή των μπλε χρωστικών υποδηλώνει κατακρήμνιση από διαλύματα μετανάστευσης μετά την αφαίρεση του χαλκού και του χλωρίου από το στρώμα χρωστικής.

Το ιόν χλωρίου αντικαθιστά το ιόν υδροξειδίου και σχηματίζει ένα διαλυτό χλωριούχο μέταλλο, το οποίο έχει υγροσκοπικό χαρακτήρα Αυτή η χρωματική αλλαγή της αιγυπτιακής μπλε φαγεντιανής εξαρτάται από την παρουσία των υδατοδιαλυτών αλάτων σε συνδυασμό με το αιγυπτιακό μπλε και την ικανότητά του να αποχρωματίζεται. Αυτή η αλλαγή του Αιγυπτιακού μπλε σε πράσινη χρωστική αποκαλείται καρκίνος του χλωριούχου χαλκού «copper chloride cancer»

 




21.9.23

Egyptian and Mesopotamian glass beads and The Ølby Woman

 


23 γυάλινα σφαιρίδια που η φασματομετρία πλάσματος ανακαλύπτει, την πρώτη ύλη κατασκευής τους στην αρχαία Αμάρνα (τόπος εξαγωγής πρώτης ύλης για το Αιγυπτιακό Μπλε) και το Nippur στη Μεσοποταμία, με τελικό προορισμό να γίνουν στολίδια για μια πλούσια  γυναίκα της Σκανδιναβίας την εποχή του Χαλκού πριν από 3.400χρόνια (1400-1100 π.Χ.) .

Είναι εντυπωσιακή η αποκάλυψη των εμπορικών δρόμων μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Δανίας καθώς αυτές οι γυάλινες χάντρες είναι οι μοναδικές από Αιγυπτιακό γυαλί κοβαλτίου που έχουν ανακαλυφθεί σε χώρα εκτός της Μεσογείου .

Οι συνθήκες θανάτου της γυναίκας είναι άγνωστες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του σκελετού της είχε ήδη διαλυθεί όταν έγιναν οι ανασκαφές το 1880 (Boye 1896 , Jensen 1995), ωστόσο η ταφή της σε τύμβο και όχι σε απλό τάφο, μέσα σε έναν κούφιο κορμό βελανιδιάς, δείχνει γυναίκα με κύρος, πιθανότατα μέλος οικογένειας κάποιου αρχηγού. Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η ανακάλυψη ότι στην ταφή την συνόδευε ένα σπασμένο ξίφος, κάτι που μόνο σε ταφές ανδρών έχει συναντηθεί.

Φορούσε μια όμορφη ζώνη από μπρούτζο, η φούστα της ήταν στολισμένη με κρόσσια στολισμένα με μικρούς μπρούτζινους σωλήνες που θα κροτάλιζαν σε κάθε της βήμα, στον λαιμό φορούσε χάλκινο περιδέραιο και στο αριστερό της χέρι φορούσε δυο χάλκινες σπείρες και δυο βραχιόλια από χάντρες , το ένα από γυαλί της Αιγύπτου και το άλλο από κεχριμπάρι. (Το κεχριμπάρι προέρχεται από την Βαλτική και ήταν ακριβό προϊόν συναλλαγής σε αντάλλαγμα για άλλα αγαθά, όπως μεταλλεύματα.

Αυτά τα δυο βραχιόλια είναι η σύνδεση μεταξύ της Αιγυπτιακής λατρείας του ήλιου με την Σκανδιναβική λατρεία του ήλιου. Ίσως αυτά τα αντικείμενα υποδηλώνουν ότι η γυναίκα κατείχε κάποιον θρησκευτικό ή τελετουργικό ρόλο. Κατά την Σκανδιναβική πίστη,  όταν η γυναίκα πήρε μαζί της στον τάφο της τα κοσμήματα από μπλε γυαλί και κεχριμπάρι, αυτό ήταν μια προσευχή στον ήλιο για να διασφαλίσει ότι θα ενωθεί και θα μοιραστεί μαζί του το αιώνιο ταξίδι της.




30.8.23

Λάπις Λάζουλι - Ουλτραμαρίν

 

Lapis Lazuli   -   ultramarine   

«Και είδαν τον Θεό του Ισραήλ, και ήταν κάτω από τα πόδια του σαν πλακόστρωτο έργο από ζαφείρι...»

Έξοδος 24:10

Υπάρχουν πολλές αναφορές στο " ζαφείρι " στην Παλαιά Διαθήκη , αλλά οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι το ζαφείρι δεν ήταν γνωστό πριν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οπότε στην πραγματικότητα αναφέρονται στο Λάπις Λάζουλι.

 “αδιαφανές και πασπαλισμένο με κόκκους χρυσού,

ένα θραύσμα του έναστρου στερεώματος ”

Έτσι αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το Λάπις Λάζουλι την πέτρα του ουρανού.

Η λατινική λέξη lapis σημαίνει πέτρα και Lazuli το μπλε χρώμα,

κατά την περσική λέξη lājevard που σημαίνει ουρανός. .

Armenian- lačivērt

Turkish- lacivert

Λάπις Λάζουλι, αυτό το ορυκτό με το πλούσιο βαθύ βελούδινο μπλε χρώμα που έχει αιχμαλωτίσει την χρυσή λάμψη του ήλιου και κάνει αυτή την μοναδική πέτρα πολυτιμότερη από όλους τους λίθους. Για εκατοντάδες χρόνια, μια ουγκιά λάπις ήταν περίπου ισοδύναμη σε κόστος μιας ουγκιάς χρυσού.



Εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι 

στα αρχαία ορυχεία του Αφγανιστάν.

Το δαντελωτό ανάγλυφο των ψηλών βουνών και τα πολλά φυσικά πλούτη μαρτυρούν πως το Αφγανιστάν είχε ένα ταραχώδες γεωλογικό παρελθόν. Το Λάπις Λάζουλι σχηματίστηκε όταν τα Ασβεστολιθικά και Δολολιθικά πετρώματα της περιοχής τροποποιήθηκαν μέσω γεωλογικών διεργασιών από την πίεση και την υψηλή θερμοκρασία. Περισσότερο από δυο δισεκατομμύρια χρόνια πριν, τα βακτήρια σχημάτισαν ασβεστολιθικά πετρώματα στον βυθό της θάλασσας. Κατά την Ιουράσιο περίοδο το εσωτερικό της Κεντρικής Ασίας υψώθηκε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω της σύγκρουσης των τεκτονικών πλακών.

Το Αφγανιστάν που βρίσκεται στην μέση αυτών των συγκρούσεων μοιάζει σαν ένα τεράστιο παζλ που αποτελείται από μπλοκ και αυτά τα μπλοκ χωρίζονται μεταξύ τους με βαθιά ρήγματα. Τα ποτάμια διαβρώνουν βαθιές κοιλάδες κατά μήκος αυτών των ρηγμάτων και τότε αρχίζει η περίοδος ηφαιστειακής δραστηριότητας. Το μάγμα ανεβαίνει κατά μήκος των ρηγμάτων και καυτά υδροθερμικά υγρά συμπιέζονται μέσα από ρωγμές στον ασβεστόλιθο. Το μάγμα αντιδρά χημικά με τον ασβεστόλιθο δημιουργώντας ένα πλούσιο πέτρωμα που ψύχθηκε και κρυσταλλώθηκε σχηματίζοντας ένα κοίτασμα πλούσιο σε μετάλλευμα που ονομάζεται skarn. Το λάπις λάζουλι είναι ένας από τους πολλούς πολύτιμους λίθους που βρίσκονται στο skarn.

Αυτός ο πολύτιμος λίθος Λαζουρίτης εμφανίστηκε σε λευκά και μαύρα πετρώματα που έχουν πάχος εκατοντάδες μέτρα και περιλαμβάνουν  Πυρίτη, Διοψίδη, Σοδαλίτη, Φορστερίτη, Φλογόπιτη, Γρανάτη, Δολομίτη, Απατίτη και Αφγανίτη. Ωστόσο οι φλέβες που δίνουν το καλύτερο και σπανιότερο Λάπις δεν είναι μεγαλύτερες από 1 έως 10 μέτρα μήκος.

 Στις αφιλόξενες οροσειρές Hindu Kush, στη δεξιά όχθη του ποταμού Kokcha, παραπόταμου του Amu Darya,  στην περιοχή Kuran Wa Munjan της επαρχίας Badakhshan, βρίσκεται ένας αρχαίος οικισμός ο Sar-i Sang (ή Sar-e Sang) (λιθ. "πέτρινη σύνοδος" στα περσικά) που τα ορυχεία του πιθανολογείται ότι είναι από την προϊστορική εποχή και ήταν η κύρια πηγή λάπις λάζουλι στον αρχαίο κόσμο.

Τα πολύτιμα Λάπις από το Sar-i Sang εμφανίζονται σε διάσημες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όπως ο Βασιλικός Θησαυρός της Ουρ και ο Τάφος του Τουταγχαμών

Η κοιλάδα του ποταμού Kokcha έχει μικρό πλάτος, περίπου 200μ. και περιβάλλεται από ψηλά βουνά που φτάνουν τα 6χλμ. Ύψος. Πρόκειται για ένα σκληρό ορεινό μέρος, δίχως βλάστηση και καλυμμένο με χιόνι τους περισσότερους μήνες του χρόνου.

Οι εργάτες των ορυχείων έπρεπε να ανεβαίνουν από το ποτάμι για να εργαστούν στις στοές των ορυχείων, όπου η θερμοκρασία είναι γύρω στους 2°C. Για να εξορύξουν τον Λαζουρίτη χρησιμοποιούσαν την μέθοδο της «πυρόσβεσης». Άναβαν μεγάλες φωτιές στην επιφάνεια της σήραγγας του ορυχείου και στην συνέχεια τις έσβηναν με νερό. Η ξαφνική ψύξη προκαλούσε την θραύση των πετρωμάτων κάνοντας έτσι πιο εύκολη την απομάκρυνση του πολύτιμου λίθου από την μήτρα του πετρώματος. Στην συνέχεια σφυροκοπούσαν τα πετρώματα μέχρι να πάρουν την πολύτιμη μπλε πέτρα Λαζούλι "lazulī" όπως ήταν το αρχαίο περσικό όνομα αυτής της πέτρας.

Αυτή η μέθοδος που κράτησε μέχρι τις μέρες μας σχεδόν, αποψίλωσε τις γύρω περιοχές από ξυλεία . Σήμερα η εξόρυξη πλέον γίνεται με ανατινάξεις των πετρωμάτων.

Αυτά τα ορυχεία που βρίσκονται ψηλά σε έναν βράχο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, έχουν δώσει του μεγαλύτερους και πολυτιμότερους κρυστάλλους Λαζουρίτη. Σήμερα τα ορυχεία αποτελούνται από έναν παλιό αχρησιμοποίητο άξονα και δύο νέους άξονες που γίνεται εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι.

Οι ντόπιοι έμποροι και οι ανθρακωρύχοι του Sar-i Sang  χωρίζουν τον Λαζουρίτη σε τρεις ποιότητες.

Neeli (nili) – είναι η πιο πολύτιμη ποικιλία σε χρώμα βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο και υπάρχει μόνο στα ορυχεία του Sar-i Sang και ίσως πολύ σπανιότερα να έχει βρεθεί αλλού στον κόσμο.

Asmani (assemani) – είναι πέτρες μικρότερης αξίας, σε πιο ανοιχτή έντονη μπλε απόχρωση και συχνά παρουσιάζονται με λευκές φλέβες ασβεστίτη.

Suvsi (sabz) – είναι μια πολύ καλή, όμορφη, διακοσμητική πέτρα σε γαλαζοπράσινη απόχρωση.



Από την κοιλάδα του Ινδού στην Αίγυπτο

κι από εκεί σε όλο τον κόσμο

Στη πεδιάδα Κάτσι του Μπαλουχιστάν, δυτικά του ποταμού Ινδού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τον νεολιθικό οικισμό Mehrgarh που χρονολογείται περίπου το  7000 π.Χ. – περίπου το  2500/2000 π.Χ. Βρέθηκαν πολυάριθμες ταφές με περίτεχνα αγαθά όπως καλάθια, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, χάντρες, βραχιόλια, μενταγιόν, ειδώλια και εκεί εμφανίζεται για πρώτη φορά η μπλε πέτρα του Λάζουλι ανάμεσα σε άλλα στολίδια, όπως Τυρκουάζ, Ψαμμίτες ή ακόμα και όστρακα. Η ανακάλυψη δείχνει πόσο εκτιμήθηκε το Λάζουλι την εποχή του Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού.

Αντικείμενα από το μπλε ορυκτό που  χρονολογούνται στο 7570 π.Χ., έχουν βρεθεί και στη Bhirrana , η οποία είναι μια ακόμα αρχαία  τοποθεσία του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού(7570–1900 π.Χ.).

Χάντρες Λάπις Λάζουλι έχουν βρεθεί σε ταφές της νεολοθικής εποχής στον Καύκασο.

Ποσότητες από χάντρες έχουν βρεθεί  σε οικισμούς της 4ης χιλιετίας π.Χ. στη Βόρειο Μεσοποταμία και στο Shahr-e Sukhteh στο Ν.Α. Ιράν που χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).

Ένα στιλέτο με λαβή λάπις, ένα μπολ με ένθετο λάπις, φυλαχτά, χάντρες και ένθετα που αντιπροσώπευαν τα φρύδια και τα γένια αγαλμάτων, βρέθηκαν στους Βασιλικούς Τάφους της Σουμεριανής πόλης-κράτους της Ουρ από την 3η χιλιετία π.Χ. Πέτρες από Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν την νεκρική μάσκα του Φαραώ Τουταγχαμών (1341–1323 π.Χ.).

 Στην αρχαία Μεσοποταμία το Λάζουλι χρησιμοποιήθηκε από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους, τους Ακκάδιους για σφραγίδες, κοσμήματα και φυλαχτά, καθώς πίστευαν στην υπερφυσική δύναμη που είχε η μπλέ πέτρα ενάντια σε κάθε κακό.

Στο Έπος του Γκιλγκαμές που είναι ένα από τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα από την Μεσοποταμία (17ος–18ος αιώνας π.Χ.), η μπλε Πέτρα του Ουρανού αναφέρεται αρκετά συχνά.

Το άγαλμα του προσευχόμενου Ebih-Il , ένα άγαλμα αριστούργημα της δεξιοτεχνίας του αρχαίου καλλιτέχνη, της 3ης χιλιετίας π.Χ. που ανακαλύφθηκε στο ναό του Ishtar στην αρχαία πόλη-κράτος του Mari στη σύγχρονη Συρία και εκτίθεται τώρα στο Λούβρο, είναι φτιαγμένο από ημιδιαφανές λείο αλάβαστρο και λάπις λάζουλι σχηματίζουν τις βλεφαρίδες, τον κερατοειδή και την ίριδα.

Κοσμήματα από λάπις έχουν βρεθεί στην Αιγυπτιακή προδυναστική Naqada (3300–3100 π.Χ.).

Στο Καρνάκ , τα ανάγλυφα γλυπτά του Thutmose III (1479-1429 π.Χ.) δείχνουν θραύσματα και κομμάτια σε σχήμα βαρελιού από λάπις λάζουλι να του παραδίδονται ως φόρο τιμής.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους αυτή ηταν μια αγαπημένη πέτρα για φυλαχτά, όπως οι σκαραβαίοι, εκτός από κοσμήματα ή για διακοσμητικά αντικείμενα και χρωστικές.

Κοσμήματα από λάπις λάζουλι έχουν βρεθεί επίσης στις αρχαίες Μυκήνες κι αυτό πιστοποιεί τις σχέσεις μεταξύ των Μυκηναίων και των αναπτυγμένων πολιτισμών της Αιγύπτου και της Ανατολής.

 Το 2000 π.χ. στην περιοχή Darqad του βόρειου Αφγανιστάν, όχι μακριά από τα ορυχεία του Λάπις Λάζουλι, ιδρύθηκε μια εμπορική πόλη το Shortugai (Shortughai). Θεωρείται ότι είναι ο βορειότερος οικισμός του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού και ο πρώτος εμπορικός σταθμός των χρόνων των  Harappan για το Λάπις Λάζουλι καθώς δείχνει να συνδέεται με τα ορυχεία που βρίσκονται στην γύρω περιοχή..

Από την νεολιθική εποχή το Λάπις Λάζουλι έφτασε στην Μεσόγειο μέσω του αρχαίου εμπορικού Δρόμου των Ρουμπινιών, αργότερα γνωστός ως ο «δρόμος του μεταξιού», από τα ορυχεία της κοιλάδας Sar-i-Sang , τις παλαιότερες εμπορικές πηγές πολύτιμων λίθων στον κόσμο, στα βουνά Badakhshan στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν.

Απόκρημνα βουνά γυμνά από κάθε βλάστηση που υψώνονται μέχρι και τα 17.000 πόδια, γεμάτα απότομες χαράδρες και πλούσια σε πολύτιμους λίθους ορυχεία.

Το Μπανταχσάν από την αρχαιότητα ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο που το διέσχιζε ο Δρόμος του Μεταξιού , με τα κοιτάσματα από Λάπις Λάζουλι που εξορυσσόταν ήδη πριν την 7η χιλιετία π.Χ και τα ορυχεία στο όρος Syghinan  με τα πολύτιμα πετράδια τα Ρουμπίνια του Μπάλας. Η περιοχή του Μπανταχσάν ήταν γνωστή για τον γεωοικονομικό ρόλο που είχε στο εμπόριο και στις συναλλαγές εμπορευμάτων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Οι αρχαίοι Έλληνες συχνά αναφερόταν για την «κοιλάδα του βουνού» από όπου ερχόταν το πολύτιμο ορυκτό που έδινε την μπλε χρωστική και οι μελετητές ισχυρίζονται ότι με αυτόν τον όρο αναφερόταν στην περιοχή του Μπανταχσάν.

 Μέσω του περάσματος Khyber, μιας ζωτικής σημασίας εμπορικού δρόμου μεταξύ της Κεντρικής Ασίας και της Ινδικής υποηπείρου , κρίσιμο μέρος του Δρόμου του Μεταξιού, πολύτιμοι λίθοι και ρουμπίνια μεταφέρθηκαν σε όλες τις γωνιές της Μέσης Ανατολής.

Κοσμήματα, ρούχα διακοσμημένα με ρουμπίνια της 3ης χιλιετίας π.Χ. έχουν ανακαλυφθεί στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, το Ιράν, την Ινδό-Κίνα, ακόμη και σε δυτικές χώρες.

Υπάρχουν αναφορές του Μάρκο Πόλο το 1271 για τα ορυχεία Λάπις Λάζουλι της περιοχής, όπως και για το Ρουμπίνι Balas (Διάσημα είναι το «Ρουμπίνι του Μαύρου Πρίγκιπα» και το «Ρουμπίνι του Τιμούρ» στα κοσμήματα του Βρετανικού στέμματος).

Ο Μάρκο Πόλο διέσχισε τον ανατολικό παραπόταμο του ποταμού Amu Darya ή Oxus στα λατινικά και Ώξος όπως τον γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες και στο τέλος του ταξιδιού του έγραψε πως σε εκείνη την περιοχή υπάρχει ένα βουνό όπου βρίσκεται το σπανιότερο μπλε του κόσμου.

 Όταν ο Υπολοχαγός του Βρετανικού Στρατού Τζον Γουντ έφτασε στα ορυχεία λάπις Sar-i-sang, για την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών το 1837, έγραψε γι αυτό το επικίνδυνο ταξίδι του στην πηγή του ποταμού Όξως.

«Αν δεν θέλετε να πεθάνετε, αποφύγετε την Κοιλάδα του Κόκτσα». Δυστυχώς υπήρξε μάρτυρας για τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν οι εργάτες των ορυχείων σε εκείνη την περιοχή καθώς χιλιάδες φτωχοί άντρες κατέφθαναν για να δουλέψουν στην αφιλόξενη κοιλάδα.

Στο ταξίδι του γνώρισε μια αραιοκατοικημένη και άγονη περιοχή που την κατοικούσαν άγρια ζώα, με την θερμοκρασία να πέφτει κάτω από το μηδέν την νύχτα και ο καυτός Καλοκαιρινός ήλιος να ανεβάζει υπερβολικά την θερμοκρασία της ημέρας. Σε αυτή την περιοχή εξορύσσονται ακόμα και σήμερα σημαντικές ποσότητες πολύτιμων Λάζουλι άριστης ποιότητας και έχει δώσει ακόμα και μεγάλους, σπάνιους κρυστάλλους Λαζουρίτη, τουλάχιστον 5 εκατοστών.

Το 1964 βρέθηκε ενσωματωμένη σε ασβεστίτη μια σπάνια πέτρα, ένα καλοσχηματισμένο δωδεκάεδρο που συλλέχτηκε από τον Pierre Bariand, επιμελητή συλλογής ορυκτών στη Σορβόννη.

Για χιλιετίες οι ντόπιοι έσκαβαν στα βουνά για να βρουν όλες τις φλέβες του Λάπις Λάζουλι και έχουν μάλλον ανακαλύψει τις περισσότερες καθώς το κοίτασμα είναι διάσπαρτο και στην περιοχή κοντά στο Sar-i Sang υπήρχαν αρκετά ορυχεία τα οποία είναι αριθμημένα. Ονομασίες στις τοπικές γλώσσες (όπως πχ. γλώσσα Dari) αυτών των ορυχείων με μικρές διαφορές, όπως : Ladjuar Medan, επίσης Ladjuar Medam, Lajur Madan, Mahdani Lojward, σημαίνουν απλά «Μπλε Ορυχείο»

Υπάρχουν ακόμα το Madan Char και  το Pitwak Mine, όπως και το Darreh-Zu, πρώην ορυχείο που έχει εξαντληθεί και εγκαταλειφθεί.

Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι οι πιο πολύτιμες πέτρες Λάζουλι έχουν ήδη βρεθεί καθώς ήταν πιο κοντά στην επιφάνεια της γης, ωστόσο τα ψηλά αφιλόξενα βουνά κρύβουν στην καρδιά τους αρκετά ακόμα Λάπις Λάζουλι.

Την ορεινή χώρα του Τατζικιστάν με τα ατελείωτα βουνά του Pamir την διέσχιζαν οι αρχαίοι εμπορικοί δρόμοι. Εκεί σ αυτές τις απομακρυσμένες ορεινές κοιλάδες που έκρυβαν ελάχιστα γνωστούς πολιτισμούς όπως οι Yaghnobi, λαός Pamiri, οι άνθρωποι ζούσαν με τους θρύλους, τις θρησκείες τους και τις παραδόσεις τους που μιλούσαν για ότι έκρυβε η καρδιά των βουνών.

Εκεί υπήρχε ένα αρχαίο, ξεχασμένο ορυχείο που το ανακάλυψαν ξανά Ρώσοι γεωλόγοι το 1930 και βρήκαν μια ακόμα φλέβα καλής ποιότητας Λάζουλι στο Ladzhuar- Dara που βρίσκεται σχεδόν 100 χιλιόμετρα μακριά από το Sar-i Sang. Μόνο που η πρόσβαση σε αυτό το ορυχείο είναι άκρως επικίνδυνη και απαιτεί εξοπλισμό αναρρίχησης.

 Σήμερα υπάρχουν επίσης πηγές λάπις λάζουλι στην Χιλή, όμως περιέχει άφθονους κόκκους λευκού ασβεστίτη ή έχει πράσινη απόχρωση και δεν ανήκει στις πολύτιμες πέτρες. Ακόμα μια πηγή Λάπις είναι το Σιβηρικό σε πολλούς χρωματικούς τόνους και περιέχει πυρίτη και θεωρείται αρκετά πολύτιμο, ενώ έχουν βρεθεί μικρά κοιτάσματα σε πολιτείες της Αμερικής, όπως η Νεβάδα, το Αρκάνσας, η Β. Καρολίνα και το Ουαϊόμινγκ όμως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με το Λάπις Λάζουλι που προέρχεται από τα ορυχεία του Sar-i Sang.

 

Ουλτραμαρίν

Το Λάπις Λάζουλι σαν χρωστική 

Ultramarine , Color Index International  :  P. Blue 29 77007

Το όνομα ultramarine προέρχεται από το λατινικό ultramarinus. 

Η λέξη σημαίνει «πέρα από τη θάλασσα», καθώς η χρωστική ουσία εισαγόταν από τα μακρινά ορυχεία του Αφγανιστάν.Η πρώτη φορά που καταγράφεται η χρωστική σαν Ουλτραμαρίν στα αγγλικά ήταν το 1598.

Η χρωστική ήταν επίσης γνωστή ως azzurrum ultramarine , azzurrum transmarinum , azzuro oltramarino, azur d'Acre, pierre d'azur , Lazurstein.

Το σύγχρονο όνομά της είναι το ultramarine στα Αγγλικά, outremer lapis Γαλλικά, Ultramarin echt Γερμανικά, oltremare genuino Ιταλικά και ultramarino verdadero Ισπανικά.

 Το Ultramarine είναι μια χρωστική με βαθιά πλούσια μπλε απόχρωση που παρασκευάστηκε από το Λάπις Λάζουλι, με μια μακρόχρονη διαδικασία που κατέστησε την φυσική χρωστική ουσία δέκα φορές πιο πολύτιμη και ακριβή, όσο ο χρυσός,  από την πέτρα από την οποία προέρχεται.

Ultramarine και μόνο το όνομα της απόχρωσης του μπλε είναι η εγγύηση της ποιότητας του χρώματος. Είναι το υπερθετικό του μπλε, το απόλυτο μπλε, αυτό που όλοι οι ζωγράφοι φιλοδοξούσαν να το έχουν στην παλέτα τους αλλά λίγοι είχαν την δυνατότητα να το κατέχουν.

 Η χρωστική αποτελείται κυρίως από ένα ορυκτό με βάση τον ζεόλιθο που περιέχει μικρές ποσότητες πολυσουλφιδίων . Εμφανίζεται στη φύση ως εγγύς συστατικό του Λάπις Λάζουλι που περιέχει ένα μπλε κυβικό (ή ισομετρικό ) κρυσταλλικό ορυκτό που ονομάζεται λαζουρίτης, μια οπαλίζουσα χρωστική ουσία με φωτεινή μπλε ράβδωση ως συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου Λάπις Λάζουλι.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιες είναι οι διαφορές του Λάπις Λάζουλι με τον Λαζουρίτη που δίνει την χρωστική Ultramarine. Το Λάπις Λάζουλι αποτελείται συνήθως από ένα μίγμα τριών ορυκτών που είναι:

1.   Ο Λαζουρίτης, ένα πολυσύνθετο μπλε ορυκτό που είναι ένα σύμπλοκο πυριτικό Νάτριο, Ασβέστιο, Αργιλοπυριτικό ορυκτό που περιέχει Θείο (Na 8–10 Al 6 Si 6 O 24 S 2–4),

κάτι που κάνει την   Ultramarine την πιο πολύπλοκη από όλες τις άλλες ορυκτές χρωστικές. Το μπλε χρώμα της χρωστικής οφείλεται στο S−3 ριζικό ανιόν , το οποίο περιέχει ένα ασύζευκτο ηλεκτρόνιο.

2.    Ο Ασβεστίτης , το ανθρακικό ασβέστιο που είναι λευκό

3.    Ο Πυρίτης, το θειούχο σίδηρο που έχει λευκόχρυσο χρώμα.

Ο λαζουρίτης όμως  είναι το βασικό συστατικό του Λάπις Λάζουλι κι είναι αυτό το ορυκτό που του δίνει αυτό το πλούσιο μπλε χρώμα.

Μπορεί από το Λάπις Λάζουλι να έχουν δημιουργηθεί μοναδικά τεχνουργήματα, κοσμήματα, ψηφιδωτά, φυλαχτά, αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα όπως βάζα και κουτιά, να χρησιμοποιήθηκε το πολύτιμο ορυκτό ακόμα και για το φινίρισμα κτηρίων, όπως οι κολώνες στο τέμπλο του καθεδρικού ναού του αγίου Ισαάκ στην Αγία Πετρούπολη, ωστόσο ήταν ένα δύσκολο ορυκτό για να πάρουν την χρωστική του καθώς ο ασβεστίτης, ο πυρίτης, ο αυγίτης και η μαρμαρυγία που το αποτελούν, χάνουν τον ζωντανό χρωματισμό τους όταν αλέθονται και δίνουν ένα θαμπό γκρι χρώμα.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να εξάγουν την χρωστική από το ορυκτό όμως η απόχρωση που πήραν δεν είχε καμία σχέση με το μπλε της πέτρας του Λάπις καθώς η σκόνη που πρόκυπτε ήταν ένα θολό γκριζωπό μπλε χρώμα χωρίς βάθος, καθώς το Λάπις περιέχει αρκετό άχρωμο υλικό.

Ωστόσο εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μπλε χρώμα και του έδιναν μυστικιστικές δυνάμεις κι έτσι χρειάστηκε να κατασκευάσουν οι ίδιοι την μπλε χρωστική, το ḫsbḏ-ỉrjt που στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνει τεχνητό Λάπις Λάζουλι και που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Αιγύπτιους για χιλιάδες χρόνια.

 Χρειάστηκε να περάσουν πολλοί αιώνες για να εξαχθεί η μπλε χρωστική του Λάπις και χρειάστηκε μια εξειδικευμένη και χρονοβόρος διαδικασία που είναι η εκχύλιση.

Στις αρχές του 13ου αιώνα ανακαλύφθηκε μια μέθοδος για την εξαγωγή της πολύτιμης χρωστικής ultramarine από την αλεσμένη σκόνη Λάπις Λάζουλι.

Την περιγράφει ο Ιταλός ζωγράφος Cennino d'Andrea Cennini στο βιβλίο του  Il libro dell'arte το οποίο περιέχει πληροφορίες για χρωστικές ουσίες, πινέλα, σχέδιο, τεχνικές και τεχνάσματα στην ζωγραφική. Ο Cennini μέσα από το βιβλίο του έδωσε οδηγίες για το πως μπορεί να διαχωριστεί ο μπλε Λαζουρίτης από τον άχρωμο ασβεστίτη, ώστε να έχει μια δυνατή μπλε σκόνη απαλλαγμένη από τις  ακαθαρσίες, όπως τον ασβεστίτη και τον πυρίτη του Λάπις Λάζουλι.

 Η  διαδικασία ξεκινά με την άλεση της πέτρας λάπις λάζουλι σε πολύ λεπτή σκόνη σαν πούδρα και κατόπιν την έγχυση του υλικού με λιωμένο κερί, ρητίνες και έλαια.

Η μάζα τυλίγονταν σε ένα ύφασμα και στην συνέχεια γινόταν εμβάπτιση και ζύμωση σε ένα αραιό διάλυμα αλυσίβας που παρασκευαζόταν από καθαρή στάχτη ξύλου που την έβραζαν με νερό. Τα σωματίδια του μπλε Λαζουρίτη συγκεντρώνονταν στον πάτο του σκεύους ενώ το άχρωμο κρυσταλλικό υλικό και άλλες ορυκτές ακαθαρσίες παρέμεναν στην επιφάνεια.

Αυτή η χρονοβόρα διαδικασία γινόταν τουλάχιστον τρεις φορές, με κάθε επόμενη εκχύλιση η μάζα της σκόνης να χάνει το έντονο μπλε χρώμα της και να δημιουργείται ένα υλικό χαμηλότερης ποιότητας.

Η τελική εκχύλιση που αποτελείται ως επί το πλείστο από άχρωμο υλικό και ελάχιστα μπλε σωματίδια, είναι η στάχτη της Υπερμαρίνας η οποία έχει μια απαλή μπλε διαφάνεια και γίνεται λούστρο.

Στα διάφορα εργαστήρια που γινόταν η εκχύλιση βρέθηκε ότι η κατανομή μεγέθους των σωματιδίων είχε ποικιλία καθώς και οι πολυάριθμες τεχνικές λείανσης της χρωστικής που ακολουθούσαν οι ζωγράφοι οδηγούσε σε διαφορετικές αναλογίες του χρώματος.

Ακόμα και στον ίδιο πίνακα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικές ποιότητες χρωστικής.

Αυτή η μακρά διαδικασία που μπορεί να κρατήσει και περισσότερο από έξη μήνες καθιστά την χρωστική της Ultramarine τόσο πολύτιμη ώστε να είναι ακόμα και δέκα φορές πιο ακριβή από την ίδια την πέτρα από την οποία προέρχεται.

Το ήδη υψηλό κόστος της εισαγόμενης πρώτης ύλης Λάπις Λάζουλι  σε συνδυασμό με την μακροχρόνια επίπονη διαδικασία εξόρυξη της χρωστικής από την πέτρα καθιστούν το υψηλής ποιότητας ultramarine τόσο ακριβό όσο ο χρυσός.

Γεμάτη ορυκτά η πέτρα του Λάπις Λάζουλι δίνει μια χρωστική που προκαλεί με την διάθλαση του φωτός και μεταδίδει το χρώμα με διαφορετικούς τρόπους.

Δεν υπάρχουν δυο πινελιές βαφής να είναι ίδιες στην βασική τους σύνθεση και ανάλογα από ποια γωνία θα κοιτάξεις το έργο που έχει δημιουργήσει με Λάπις ο Καλλιτέχνης μπορεί να δεις μια ήσυχη λάμψη λευκού ή χρυσού, κάτι σαν ένα τσίμπημα φωτός από κάποιον μακρινό γαλαξία του σύμπαντος.

Ακριβώς γι’ αυτούς τους αντικατοπτρισμούς, το μπλε του Λάπις παραμένει ακόμα και σήμερα που έχει αντικατασταθεί από δεκάδες συνθετικές βαφές, η μούσα των χρωμάτων.


ΕΜΠΟΡΙΟ και ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ της Ultramarine

Τα χρονικά σύνορα μεταξύ της διακοπής χρήσης του Αιγυπτιακού μπλε και την αρχή της Ultramarine είναι συγκεχυμένα. Υπάρχουν περιπτώσεις χρήσης του λάπις λάζουλι σε πίνακες ζωγραφικής του ένατου αιώνα και του αιγυπτιακού μπλε σε πίνακες του ύστερου μεσαιωνικού. Ωστόσο η εμφάνιση και των δυο χρωστικών  στις τοιχογραφίες της Βασιλικής του San Saba (Ρώμη), που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του όγδοου αιώνα μ.Χ. και έχει εντοπιστεί αιγυπτιακό μπλε και λάπις λάζουλι αναμεμειγμένα στο ίδιο εικονογραφικό στρώμα δείχνει ότι αυτές οι δυο χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα και αυτές οι τοιχογραφίες του  San Saba είναι οι παλαιότερη απόδειξη ότι το Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ουσία και ότι η αλλαγή από την μια αρχαία χρωστική σε μια άλλη νεότερη υπήρξε σταδιακά.

Η Βενετία κατά τον 14ο και 15ο αιώνα υπήρξε το μεγαλύτερο λιμάνι εισόδου του Λάπις Λάζουλι στην Ευρώπη, οπότε μπορεί να της αποδοθεί και η εξάπλωση της  ultramarine.

Το βαθύ πλούσιο βασιλικό μπλε του ορυκτού έγινε ιδιαίτερα περιζήτητο ανάμεσα στους καλλιτέχνες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ωστόσο την πανάκριβη χρωστική που θεωρούνταν εξίσου πολύτιμη με το χρυσό, μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν μόνο οι πλούσιοι κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η τιμή ενός πίνακα, κατά την μεσαιωνική περίοδο,  να είναι ανάλογη με την ποσότητα της μπλε ultramarine που υπήρχε στην εικόνα.

Μόνο σημαντικές παραγγελίες μπορούσαν να αγοράσουν την μπλε χρωστική που χρειαζόταν οι καλλιτέχνες, όπως τα άμφια της Παναγίας στο έργο του Gérard David's «Virgin and Child with Female Saints».

Παραδοσιακά η χρωστική λόγω του απαγορευτικού της κόστους προοριζόταν για τα ρούχα του Χριστού ή της Παναγίας..

 Ο πίνακας The Entombment  του Michelangelo παρέμεινε ημιτελής σε ορισμένα μέρη του , όπως και στον μανδύα της Παναγίας , γιατί όπως πιστεύουν οι ιστορικοί τέχνης απαιτούνταν ποσότητες της πανάκριβης ultramarine που ο καλλιτέχνης δεν είχε την δυνατότητα να κατέχει στην παλέτα του.

 Ο Ραφαήλ «Raffaello Sanzio da Urbino, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520», Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της πρώιμης Αναγέννησης,  κρατούσε την μπλε ultramarine για το τελευταίο χρωματισμό, προτιμώντας για τα βασικά του στρώματα έναν κοινό αζουρίτη.

Αυτό ήταν κάτι κοινό για τους Ευρωπαίους ζωγράφους που βασίζονταν σε πλούσιους φιλότεχνους που θα αναλάμβαναν την αγορά της πανάκριβης χρωστικής και οι λιγότερο ‘’επαγγελματίες’’ χρησιμοποιούσαν smalt ή indigo για να κερδίσουν την χρηματική διαφορά, κάτι που αν γινόταν γνωστό θα έπεφταν σε δυσμένεια και η φήμη τους θα καταστρεφόταν ανεπανόρθωτα.

Ωστόσο κατά τον 17ο αιώνα δεν υπήρχε καλλιτέχνης που να έχει χρησιμοποιήσει τόσο αφειδώς την πανάκριβη μπλε ultramarine όσο ο Ολλανδός ζωγράφος Johannes Vermeer. Ακόμα και μετά την οικονομική κατάρρευση της οικογένειάς του δεν σταμάτησε να χρησιμοποιεί την μπλε χρωστική κι αυτό σημαίνει ότι αφού ο ίδιος δεν είχε πλέον την ικανότητα να την αγοράζει, υπήρχε κάποιος χρηματοδότης προστάτης των έργων του.

Το Ultramarine παρέμεινε εξαιρετικά ακριβό έως ότου εφευρέθηκε μια συνθετική μπλε χρωστική το 1826 από τον Jean-Baptiste Guimet . Η απόχρωση ήταν παρόμοια με την χρωστική του Λάπις Λάζουλι και πολύ εύστοχα ονομάστηκε «Γαλλική Ultramarine».

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το 1824, η Société d'encouragement pour l'industrie nationale , μια γαλλική ένωση που σκοπό είχε την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην χώρα, πρόσφερε μια ανταμοιβή έξι χιλιάδων φράγκων σε όποιον μπορούσε να αναπτύξει μια συνθετική εναλλακτική λύση για την πανάκριβη ultramarine.

Εμφανίστηκαν ο Γάλλος βιομηχανικός χημικός , και εφευρέτης των συνθετικών χρωμάτων o Jean-Baptiste Guimet και ο Γερμανός καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, ο Christian Gmelin. Ο ανταγωνισμός ήταν έντονος καθώς ο Γερμανός καθηγητής ισχυριζόταν ότι είχε βρει την λύση για την τεχνητή χρωστική έναν χρόνο νωρίτερα αλλά δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα την εργασία του, ενώ ο Γάλλος χημικός ισχυριζόταν ότι είχε κάνει την ανακάλυψη της φόρμουλας δυο χρόνια νωρίτερα. Τελικά το βραβείο προσφέρθηκε στον Γάλλο Guimet για την κατασκευή του τεχνητού Ουλτραμαρίν που είχε όλες τις ιδιότητες της φυσικής προέλευσης ουσίας που παρασκευαζόταν από το πανάκριβο Λάπις Λάζουλι.

 Η συνθετική Ουλτραμαρίν, είχε έναν πολύ πιο πλούσιο τόνο χρωματισμού από την φυσική ημιπολύτιμη χρωστική του Λάπις Λάζουλι λόγω της καθαρότητας της ουσίας που είχε την έλλειψη των εγκλεισμένων ορυκτών μέσα της.

 

Ένας πιο σύγχρονος καλλιτέχνης ο Αμερικάνος Ο Άντριου Νιούγουελ Γουάιεθ (1917-2009), ζωγράφος του ρεαλισμού, χρησιμοποιούσε με επιμονή την πρωτότυπη χρωστική του Λάπις Λάζουλι χωρίς να υπολογίζει την δαπάνη γιατί πίστευε ότι σε τίποτα δεν μπορούσαν να συγκριθούν οι σύγχρονες αποχρώσεις με την απόλυτη καθαρότητά τους με το φυσικό Ουλτραμαρίν που η κάθε του πινελιά είχε μια διαφορετική χρωματική απόχρωση.

 Ο Αλεξάντερ Θερού, μυθιστοριογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, στο τρίπτυχο των δοκιμίων του The Primary Colors, γράφει …«Το παλιομοδίτικο μπλε, το οποίο είχε μια παύλα κίτρινου μέσα… τώρα φαίνεται συχνά αταίριαστο σε νεότερες, επίμονες, υπερβολικά φωτεινές σκοτεινές σκιές». Στην επιδίωξή μας της τελειότητας, του παρθένου χρωματισμού, καθαρίσαμε τα χρώματα των μοναδικών χαρακτήρων τους.

 

Σήμερα πολλά μουσεία σε όλο τον κόσμο διαθέτουν γλυπτά και κοσμήματα από Λάπις Λάζουλι που έχουν κατασκευαστεί από το ορυχείο του Kokcha, αλλά κανένα μουσείο δεν μπορεί να ξεπεράσει την τεράστια συλλογή που εκτίθεται στο μουσείο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ.

 


 Υποσημείωση

Από τον 8ο μ.χ. αιώνα εμφανίζεται το Μπλε του Κοβαλτίου που ήταν μια φθηνή εναλλακτική λύση απέναντι στην πανάκριβη Ουλτραμαρίν, που χρησιμοποιήθηκε εκτός από την ζωγραφική για τον χρωματισμό των κεραμικών και κοσμημάτων. Ιδιαίτερα στην Κίνα με αυτή την χρωστική κατασκευαζόταν οι χαρακτηριστικές μπλε και λευκές πορσελάνες με τα ιδιαίτερα σχέδια. Μια ακόμα καθαρότερη έκδοση που βασιζόταν σε ένα μείγμα αρσενικού και φωσφορικού κοβαλτίου με αλουμίνα ανακαλύφθηκε αργότερα από τον Γάλλο χημικό Louis Jacques Thénard το 1802 και η εμπορική παραγωγή ξεκίνησε στη Γαλλία το 1807.

Η νέα χρωστική , το αντίπαλο δέος της Ουλτραμαρίν, προτιμήθηκε από τους μεγάλους ζωγράφους της Ευρώπης όπως όπως ο JMW Turner, ο Pierre-Auguste Renoir και ο Vincent Van Gogh.




Πληροφορίες

 https://en.wikipedia.org/wiki/Lapis_lazuli

https://www.bbc.com/news/world-asia-36424018

https://www.ancient-origins.net/artifacts-other-artifacts/lapis-lazuli-0017514

https://www.palagems.com/lapis-lazuli-bancroft

https://www.voanews.com/a/watchdog-afghanistans-lapis-lazuli-is-a-conflict-mineral/3363866.html

https://pearlsandprose.com/2014/11/21/the-winter-palace-and-hermitage-part-ii/

https://www.wondermondo.com/sar-i-sang-lapis-lazuli-mines/?utm_content=cmp-true

GondwanaTalks, 2019,  Lapis lazuli: μέσω του Δρόμου του Μεταξιού στον Τουταγχαμών.

Global Witness, 2016,  Πόλεμος στο θησαυροφυλάκιο του λαού: Αφγανιστάν, λάπις λάζουλι και η μάχη για τον ορυκτό πλούτο .

Theophrastus, On Stones (De Lapidibus) – IV-23, translated by D.E. Eichholtz,

Oxford University Press, 1965.

Ganio, Monica; Pouyet, Emeline S.; Webb, Samuel M.;

Patterson, Catherine M. Schmidt; Walton, Marc S. (2018-03-01).

"From lapis lazuli to ultramarine blue: investigating Cennino Cennini's

recipe using sulfur K-edge XANES". Pure and Applied Chemistry. 90

Bakhtiar, Lailee McNair, Afghanistan's Blue Treasure Lapis Lazuli,

Front Porch Publishing, 2011, ISBN 978-0615573700

Bariand, Pierre, "Lapis Lazuli", Mineral Digest, Vol 4 Winter 1972.

Bowersox, Gary W.; Chamberlin, Bonita E. (1995).

Gemstones of Afghanistan. Tucson, AZ: Geoscience Press.

Herrmann, Georgina, "Lapis Lazuli: The Early Phases of Its Trade",

Oxford University Dissertation, 1966.

Korzhinskij, D. S., "Gisements bimetasomatiques de philogophite

et de lazurite de l'Archen du pribajkale",

Traduction par Mr. Jean Sagarzky-B.R.G.M., 1944.

Lapparent A. F., Bariand, P. et Blaise, J.,

"Une visite au gisement de lapis lazuli de Sar-e-Sang du Hindu Kouch,

Afghanistan," C.R. Somm.S.G.P.p. 30, 1964.

Oldershaw, Cally (2003). Firefly Guide to Gems. Toronto: Firefly Books..

Wise, Richard W., Secrets of the Gem Trade:

The Connoisseur's Guide to Precious Gemstones, 2016 ISBN 9780972822329

Wyart J. Bariand P, Filippi J., "Le Lapis Lazuli de Sar-e-SAng",

Revue de Geographie Physique et de Geologie Dynamique (2)

Vol. XIV Pasc. 4 pp. 443–448, Paris, 1972.


Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...