Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορυκτά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορυκτά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17.9.23

ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ

 

Φανταστείτε πως για χιλιάδες χρόνια δηλητηριώδη φυτά και τοξικά ορυκτά χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική, στην βαφή υφασμάτων, στο μακιγιάζ, στην δερματοστιξία, στην γεωργία και σε εκατοντάδες άλλες χρήσεις ακόμα και στην Ιατρική.

Ορισμένα από αυτά τα υλικά ήταν θανατηφόρα, άλλα προκαλούσαν ανίατες ασθένειες, όμως ειδικά οι χρωστικές έμοιαζαν να είναι αναντικατάστατες για χιλιετίες, ακόμα κι όταν υπήρχαν παρόμοιες αποχρώσεις από μη τοξικά υλικά κι έτσι έφτασαν να τις χρησιμοποιούν μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Μια από αυτές τις χρωστικές είναι η Σανδαράχη.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος στο έργο του "Περί Λίθων" αναφέρει το αρρενικό (αρσενικό), ενώ ο Διοσκουρίδης στο "περί ύλης ιατρικής" το αναφέρει ως αρρενικόν σχιστόν , με χρυσαφίζον χρώμα.

Πρόκειται για μια από τις μορφές του Αρσενικού, το ορυκτό Σανδαράχη (λατινικά sandarach) ή αλλιώς Realgar ( από το αραβικό rahj al ghar-σκόνη του ορυχείου) ή άλλες πηγές του δίνουν την αραβική λέξη rahg-al-far («σκόνη αρουραίων») που είναι δίδυμο με το χρυσοκίτρινο ορυκτό Orpiment (από το λατινικό auripigmentum, aurum- χρυσός+pigmentum-pigment, ή Auripigment) επίσης θειούχο αρσενικό με χαρακτηριστική οσμή θείου από το δισουλφίδιο αρσενικού που αποτελείται και σχηματίζεται ως υποπροϊόν αποσύνθεσης του Realgar ή με εξάχνωση.

Μην σας μπερδεύουν οι πολλές ονομασίες, μιλάμε για δίδυμα ορυκτά που σχηματίζονται στα ίδια γεωλογικά περιβάλλοντα κι έχουν τις ίδιες φυσικές ιδιότητες και χρήσεις. Ότι γράφεται για την Σανδαράχη (Realgar) ισχύει και για το Orpiment.

Είναι ορυκτά αρκετά συνηθισμένα στην φύση, τοξικά, μη υδατοδιαλυτά, (στο νερό είναι πολύ τοξικά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) και φωτοευαίσθητα σε μορφή κρυστάλλων, με έντονο πορτοκαλοκόκκινο, κόκκινο, κίτρινο έως χρυσαφί χρώμα, αν και πολλές φορές τα συναντάμε και σε μορφή σκόνης, γιατί οι ασταθείς κρύσταλλοι της κόκκινης Σανδαράχης - Realgar αποσυντίθενται με την μακρόχρονη έκθεσή τους στο φως και μετατρέπονται σε pararealgar ( γ -As 4 S 4 ) που είναι πορτοκαλοκίτρινο .

Στη φύση, η κόκκινη Σανδαράχη (Realgar) εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με άλλα ορυκτά θειούχου αρσενικού όπως το pararealgar και το orpiment (As 2 S 3) ( Realgar του AsS). Εκτός από τα οξειδωμένα τμήματα των φλεβών του αρσενικού που συναντάμε τα δυο ορυκτά, εμφανίζονται και σε συνδυασμό με κοιτάσματα κιννάβαρης (HgS) και αντιμονίου και ως εξαχνώματα από ηφαίστεια, ιδιαίτερα από τον Βεζούβιο, τα Φλεγραία Πεδία που είναι μια μεγάλη καλντέρα διαμέτρου 13 χιλιομέτρων κοντά στη Νάπολη και τα Νησιά του Αιόλου στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα.

Το orpiment και το realgar ανήκουν στα σουλφίδια του αρσενικού καθώς ένα από τα βασικά συστατικά στην σύνθεσή τους είναι το τριοξείδιο του αρσενικού, που είναι ακόμα πιο τοξικό από το θειούχο αρσενικό και απορροφάται πιο εύκολα και συνήθως εμφανίζονται μαζί στη φύση. Τα δυο ορυκτά (ως καθαρές ουσίες) ταξινομούνται ως οξέα τοξικά κατηγορίας 3, σύμφωνα με την ταξινόμηση GHS. Επομένως δεν φθάνουν στην τοξική δράση άλλων ενώσεων αρσενικού εάν είναι σε καθαρή μορφή.

Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές που προειδοποιούν για την υψηλή τοξικότητα της χρωστικής ουσίας.

Το 1738 ο Sprong το περιέγραψε : «Royal Yellow: Αυτό είναι κατασκευασμένο από τα καλύτερα κομμάτια χρωστικής ουσίας και επομένως είναι πολύ δηλητηριώδες.

Ο χρήστης λοιπόν δεν πρέπει να το πλησιάσει και να το μυρίσει κρατώντας τη μύτη από πάνω του». Ο Βαλεντίν Μπολτς προειδοποιεί επίσης ρητά στο διαφωτιστικό του βιβλίο του 1549: «Και προσέξτε να μην γλείψετε ένα στυλό αυτού του χρώματος, γιατί είναι επιβλαβές». Ο Cennini το περιγράφει ως "propio tosco", πραγματικά δηλητηριώδες, και σε πολλά βιβλία (Schramm) και λίστες από κατασκευαστές χρωστικών (Kremer) ταξινομείται ως δηλητήριο κατηγορίας 1 ή 2.

Ωστόσο, υπάρχει επίσης η δήλωση ότι το τριθειώδες αρσενικό δεν είναι πολύ τοξικό. Όπως είναι στο νερό και το υδροχλωρικό οξύ είναι αδιάλυτο, δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον οργανισμό ή μόνο σε μικρές ποσότητες. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εντοπίζονται στη «μόλυνση» με το προϊόν διάσπασης αρσενικό (As 2 O 3 ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως διάσημο (αυτοκτονικό) δηλητήριο

 Στην καθαρή κρυσταλλική του μορφή το Realgar είναι λαμπερό κόκκινο αλλά όταν αλέθεται γίνεται πορτοκαλί. Το Orpiment ενώ έχει καλή κάλυψη σαν χρωστική και έντονο χρυσαφί χρώμα είναι ασταθές και αλλοιώνεται από τα οξέα.

Η Σανδαράχη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως χρωστική ουσία, λόγω του λαμπερού πλούσιου χρώματος της, αν και πιο δημοφιλές ήταν το συγγενές Orpiment.

Ο τρόπος που έπαιρναν από τα αρχαία χρόνια την χρωστική από τους κρυστάλλους ήταν η καθίζηση. Μετά την εξαγωγή τους από τα ορυχεία τα ορυκτά χωρίζονταν και τα συνέθλιβαν αλέθοντάς τα με νερό. Με αυτόν τον τρόπο πλενόταν τα ορυκτά και η χρωστική διαχωριζόταν με την καθίζηση.

Υπάρχει και η συνθετική παραγωγή χρωστικής με την θέρμανση ενός μείγματος οξειδίου του αρσενικού και θείου που προκαλεί την εξάχνωση της χρωστικής και ανάλογα με την διακύμανση των αναλογιών παίρνουμε Realgar ή Orpiment

 Οι κόκκινοι λαμπεροί κρύσταλλοι του ορυκτού έμοιαζαν τόσο πολύ με κόκκινους πολύτιμους λίθους ώστε συχνά το ονόμαζαν «ρουμπινί θείο» και «ρουμπινί αρσενικό» μόνο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν πολύτιμος λίθος γιατί ήταν ένα μαλακό ορυκτό που τριβόταν εύκολα σε μια αστραφτερή κόκκινη σκόνη, που έγινε από τις πιο αγαπητές και εμπορεύσιμες χρωστικές.

Η Σανδαράχη ταξίδευε σε όλο τον αρχαίο κόσμο για την παραγωγή χρωμάτων. 

Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν και από τις πιο επικίνδυνες ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από χρωστικές για τοιχογραφίες, καλλυντικά ή ακόμα και σαν φάρμακα.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι κοιτάσματα Realgar είχαν βρεθεί στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ ο Βιτρούβιος ανέφερε ότι τα καλύτερα κοιτάσματα βρισκόταν στον Πόντο, μια περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Υπήρχε ένα ακόμα γνωστό κοίτασμα κοντά στο Puteoli (σημερινό Pozzuoli) στη νότια Ιταλία

Ο Έλληνας ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι λόγω του υψηλού ποσοστού θανάτων μεταξύ των μεταλλωρύχων, στα ορυχεία της Σανδαράχης χρησιμοποιήθηκαν μόνο κατάδικοι, ίσως και γι’ αυτό τα ορυχεία του θανατηφόρου ορυκτού έμεναν για αρκετό χρόνο ανενεργά.

Ωστόσο εκτός από χρωστική οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το Orpiment και στην φαρμακολογία αν και γνώριζαν την τοξικότητά του,  πιστεύοντας πως ένα ‘ρόφημα’ από την κίτρινη σκόνη θωράκιζε τον οργανισμό κι απέτρεπε τις ασθένειες.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η τοξική κίτρινη ουσία όταν αναμιγνύεται με νέφτι και κάποια τροφή είναι αποτελεσματική θεραπεία για τον βήχα!

Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, το Realgar είναι ένα είδος «κρασιού» που παρασκευάζεται με αλεσμένη σκόνη realgar (As2S2), που συνήθως πίνεται στο Φεστιβάλ Dragon Boat, ενώ χρησιμοποιείται και για την καταπολέμηση των παρασίτων και των σκουληκιών. Αλεσμένο Realgar ήταν και το αντίδοτο για πληγές από δηλητηριασμένα βέλη. Μια ακόμα χρήση του ήταν σαν εντομοκτόνο!

Dragon Boat Festival rice dumpling wine jar, ink painting bamboo background,

Chinese characters are Dragon Boat Festival and realgar wine Pro Vector

Το Realgar χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και ως «ινδική λευκή φωτιά» σε  πυροτεχνήματα, καθώς καίγεται με την προσθήκη θείου μαζί με έναν οξειδωτικό παράγοντα όπως το νιτρικό κάλιο με μια φωτεινή λευκή φλόγα. Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή πεποίθηση, ουσίες που είναι δηλητηριώδεις για τα έντομα λέγεται ότι διώχνουν τους δαίμονες, γι' αυτό και το auripigment και το realgar χρησιμοποιούνταν και σαν θυμίαμα.

Οι Ίνκας και οι Αζτέκοι ήταν ήδη εξοικειωμένοι με την αντισηπτική δράση του Realgar, το χρησιμοποιούσαν για τη σύφιλη και τη λεϊσμανίαση, μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους μια σημαντική χρήση του Realgar ήταν στην βυρσοδεψία που το χρησιμοποιούσαν για να αφαιρούν τις τρίχες κατά την επεξεργασία των δερμάτων.

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη παράλληλα με την ζωγραφική το Realgar χρησιμοποιήθηκε σαν δηλητήριο για τρωκτικά και σαν εντομοκτόνο.

Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η χρυσαφένια λάμψη των κίτρινων κρυστάλλων της Σανδαράχης από τους Αλχημιστές όλου του τότε γνωστού κόσμου, που έψαχναν μανιωδώς τον τρόπο και το υλικό για να παρασκευάσουν χρυσάφι!

Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Πλίνιος αποκαλεί τον κόκκινο μόλυβδο "ψευδή σανταράχ" και υποστήριζε ότι αληθινό σανδαράχ είναι το σπάνιο πορτοκαλοκόκκινο Realgar που εμφανίζεται σε μεταλλεύματα μολύβδου και αργύρου μαζί με Orpiment.

Για τους αρχαίους Αιγυπτίους το κίτρινο χρώμα θεωρούνταν υποκατάστατο του χρυσού, το υλικό που σχετίζεται με τον ήλιο και το δέρμα των Θεών (ενώ για το κόκκινο θεωρούσαν ότι αντιπροσώπευε το τονικό χρώμα της ανδρικής σάρκας και χρησιμοποιείτο για να υποδηλώνει την καταστροφή, την έρημο και την δύση του ηλίου).

Papyrus, 13th century BC, Petrie Museum, University College London

Η παλαιότερη τεκμηριωμένη χρήση αυτών των χρωστικών χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο (16ος έως 11ος αιώνας π.Χ).

Αυτά τα δυο χρώματα βρέθηκαν σε ταφικά αντικείμενα και τοιχογραφίες τάφων και αρχικά τα έπαιρναν από τοπικές κόκκινες και κίτρινες ώχρες, μείγματα αργίλου και οξειδίου του σιδήρου .Αργότερα που η Αίγυπτος συνδέεται εμπορικά με την Εγγύς Ανατολή γίνονται διαθέσιμες νέες χρωστικές ουσίες όπως το έντονο κίτρινο Orpiment (qnit), το λαμπερό κόκκινο ή κοκκινοπορτοκαλί Realgar (Awt-ib)  και το καθαρό πορτοκαλί Pararealgar που ήταν προϊόν διάσπασης του Realgar.  Το συνεχές εμπόριο αυτών των χρωστικών επιβεβαιώθηκε από την ανακάλυψη Orpiment σε ένα σφραγισμένο αγγείο σε ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας .

Πριν από την εποχή του Μέσου Βασιλείου (2055-1650 π.Χ.) το Realgar είχε εντοπιστεί μόνο σε μια πέτρινη στήλη της Δεύτερης Δυναστείας από τη Σακκάρα (Λούβρο E27157). Οι αναλύσεις χρωστικών αντικειμένων του Μέσου Βασιλείου δείχνουν πως το Orpiment είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και το Realgar σχεδόν καθόλου.

Στο φέρετρο el-Bersha του Djehutynakht (11η έως 12η Δυναστεία) εμφανίζεται το Orpiment στην δημιουργία κίτρινων αγγείων, κάτι που δείχνει ότι ο Djehutynakht χαρακτηριζόταν ως Ελίτ στην ταξική ιεραρχία των αρχαίων Αιγυπτίων για να μπορεί να εισάγει χρωστικά υλικά από ένα ξένο Βασίλειο.

Orpiment ως διακοσμητικό στοιχείο βρίσκεται σε μια ξύλινη φιγούρα «φύλακα» από τη Δωδέκατη Δυναστεία, η οποία βρέθηκε στον μη βασιλικό τάφο του Imhotep, ενός «Βασιλικού Σφραγιστή». Το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τα ρούχα της θεότητας..

Orpiment βρίσκεται επίσης σε μια πλειάδα ταφικών αντικειμένων σε μη βασιλικές ταφές, συμπεριλαμβανομένων λίθινων σαρκοφάγων, αγγείων, κανωπικών πιθαίων, λινά σάβανων και παπύρων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Orpiment βρέθηκε επίσης εφαρμοσμένο στενά μαζί με επιχρύσωση σε αντικείμενα όπως μάσκες και φέρετρα.

Η χρήση του κόκκινου Realgar εντοπίζεται σε σημαντικά λιγότερα αντικείμενα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό συμβαίνει γιατί η  στενή συμβολική αναλογία του Orpiment με τον καθαρό χρυσό και τον ήλιο είναι η βάση για την πιο συχνή χρήση του, αν και καμία από αυτές τις χρωστικές δεν ήταν σε γενική χρήση.

Το Realgar έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με άλλες χρωστικές στους τοίχους του βασιλικού τάφου του Amenhotep III. Το καθαρό Realgar έχει βρεθεί κυρίως στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών και το Orpiment και το Realgar έχουν εντοπιστεί χωριστά στους ίδιους παπύρους, ειδικά στον χρωματισμό των ριγέ περιγραμμάτων και στις σχετικές φιγούρες των κειμένων.

Μείγματα Orpiment και του Realgar βρέθηκαν στις τοιχογραφίες του τάφου ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, της Menna, και της συζύγου του Henuttawy (Τάφος TT69), κατά την εποχή του Amenhotep III. Στον τάφο του Hha' Em Het (Χα Εμ Χετ) βρέθηκε μίγμα γκαιτίτη- κίτρινης σανδαράχης.

Από την περίοδο της Αμάρνα ως την περίοδο των Πτολεμαίων υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα αντικειμένων χρωματισμένων με orpiment και realgar. Αυτές οι χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν μόνες τους ή αναμεμειγμένες με ώχρες και βρέθηκαν σε τοιχογραφίες, πάπυρους, διάφορα τελετουργικά αντικείμενα, ακόμα και στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στην Αμάρνα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα χρήσης Orpiment σε αγάλματα, βρίσκεται στο έντονο κίτρινο κεφαλόδεσμο της διάσημης προτομής της Νεφερτίτης.

Από το Μέσο Βασίλειο και μετά η χρήση των Orpiment/Realgar γίνεται πιο συχνή ακόμα και σε μη Βασιλικά , συμβολικά ή τελετουργικά αντικείμενα και εδώ εγείρονται ερωτηματικά γιατί να χρησιμοποιηθούν αυτές οι τοξικές ουσίες, με το θειούχο αρσενικό, σε τόσο ευρείας γκάμας αντικείμενα, όπως καλλυντικά προϊόντα και μακιγιάζ.

Σε θραύσματα τοιχογραφιών της αρχαίας Πομπηίας βρέθηκαν κοινές ώχρες, καφέ, κίτρινες, κόκκινες με βάση τον αιματίτη και γαιθίτη, βρέθηκε αιγυπτιακό μπλε και ίχνη από χρωστικές Orpiment  και  Realgar.

Το Realgar σαν χρωστική χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, που περιγράφεται ευρέως σε χειρόγραφα, είναι η ευαισθησία του στο φως που οδηγεί στο σχηματισμό λευκού τριοξειδίου του αρσενικού (As 2 O 3 )

 Στην Ευρώπη οι χρωστική ουσία του Orpiment εισήλθε στο εμπόριο ως "κίτρινο αρσενικό", "Rush Yellow"  ή "βασιλικό κίτρινο" και γνώρισε μεγάλη άνθιση στην Βενετία του 16ου αιώνα, ενώ εμφανίζεται περιστασιακά μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι vendecolori έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πειραματισμούς με τις χρωστικές και το λαμπερό κίτρινο και πορτοκαλοκόκκινο του Realgar είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της Βενετσιάνικης ζωγραφικής.

Στην Σιξτίνα Μαντόνα του Ραφαήλ (1513) τα ενδύματα έχουν κίτρινο Orpiment κι ίσως είναι αναμεμιγμένο με μπλε για να βγουν οι πράσινες αποχρώσεις.

Paolo Veronese (1528–1588), The Feast in the House of Levi (1573), oil on canvas, 555 × 1280 cm, Galleria dell’Accademia, Venice.  Wikimedia Commons

Στην «Γιορτή στον Οίκο του Λεβί» ,του Πάολο Βερονέζε γίνεται χρήση στα ενδύματα και των δύο χρωστικών, κίτρινης και πορτοκαλοκόκκινης.

Στην «Γιορτή των Θεών», τον πίνακα του Τζιοβάνι Μπελίνι, που μετά τον θάνατό του τον ολοκλήρωσε ο Τιτσιάνο, υπάρχει το Orpiment στα πράσινα και κίτρινα ενδύματα, όσο και το Realgar στα πορτοκαλί.

Ο Βενετός ζωγράφος Τιτσιάνο Βετσέλλιο (1485-1576) που χρησιμοποιούσε μια ασυνήθιστα μεγάλη ποικιλία χρωστικών είχε συμπεριλάβει στην παλέτα του το πορτοκαλί Orpiment και το έντονο κόκκινο του Realgar.

Unknown, Altar Frontal (fully reconstructed) (c 1275-1300), oil on pine panel, 98.5 x 160 cm,

Tingelstad I, Tingelstad, Norway. Photo by Mårten Teigen, Den Fargerike Middelalderen blog,

by Kaja Kollandsrud,

https://kollandsrud.wordpress.com/2012/06/14/frontalet-fra-tingelstad-i-rekonstruert-i-all-sin-herlighet/

Οι εντυπωσιακές χρωστικές έχουν εντοπιστεί σε πολλούς πίνακες της Αναγέννησης, όπως για παράδειγμα στην ζωγραφική του Πάολο Βερονέζε (1528-1588) που χρησιμοποιούσε το Realgar στις σκηνές δωματίων, δίνοντας κόκκινο σε κουρτίνες ή σε στόφες επίπλων, ενώ υπάρχει και εκτεταμένη χρήση των χρωστικών από τον Τιντορέττο (Γιάκοπο Ρομπούστι 1518–1594) και εμφανίζονται στα πρώτα έργα του Ουίλλιαμ Τέρνερ (1775–1851).

Στους Ολλανδικούς πίνακες του 17ου αιώνα είναι συνηθισμένη επιλογή οι έντονες χρωστικές για την απεικόνιση λουλουδιών, ενώ αναμιγνύονται με το μπλε για να δώσουν τόνους τους πράσινου.

Στην Βρετανική ζωγραφική δεν γίνεται τακτική χρήση του Orpiment  και  Realgar και σε πορτραίτα του 18ου αιώνα το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να επισημάνει λεπτομέρειες που χρειαζόταν χρυσό χρώμα.

The Wilton Diptych (c 1395-9), egg tempera on panel, each panel 53 x 37 cm, The National Gallery,

London. Wikimedia Commons.

Στον πίνακα The Wilton Diptych (1395 άγνωστου καλλιτέχνη), ζωγραφισμένος με αυγοτέμπερα, έχουμε ένα παράδειγμα συνδιασμού Orpiment με Indigo

Ωστόσο τα έργα τέχνης ζωγραφισμένα με χρωστικές θειούχου αρσενικού είναι γνωστό ότι επηρεάζονται από φαινόμενα αποδόμησης και οι καλλιτέχνες είχαν επίγνωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο χρόνος σε αυτές τις χρωστικές.

Στο «Mappae Clavicula», ένα μεσαιωνικό κείμενο του 12ου αιώνα, περιγράφεται η ασυμβατότητα των χρωστικών θειούχου αρσενικού με κάποιες άλλες χρωστικές που περιέχουν χαλκό και μόλυβδο. Ακόμα και σε εγχειρίδια καλλιτεχνών όπως το «De groote waereld in 't klein geschildert» του Wilhelmus Beurs και το «Il Libro Dell'Arte» του Cennino Cennini, αναφέρεται αυτή η ασυμβατότητα, όπως και οι αντιδράσεις των χρωστικών που φέρνουν φαινόμενα αποδόμησης του χρώματος, όμως όλα αυτά περιγράφονται σε μικρή χρονική κλίμακα καθώς δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς να γνωρίζουν τα φαινόμενα αποδόμησης που σχετίζονται με μεγαλύτερη χρονική κλίμακα όπως πχ. Με την πάροδο μιας εκατονταετίας και περισσότερο.

Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα των χρωστικών καθώς κάτω από την επίδραση του φωτός, οι διαλύτες που χρησιμοποιούνται στην ζωγραφική αντιδρούν με το Orpiment, έτσι ώστε το χρυσοκίτρινο να αποσυντίθεται με τους αιώνες. Την ίδια επίδραση έχουν και με τους πράσινους τόνους γι’ αυτό και βλέπουμε σε παλιούς πίνακες τοπίων ένα ξεθώριασμα των κίτρινων και πράσινων χρωστικών.

Οπτικές αλλαγές στο χρώμα μπορεί να προκληθούν από απώλεια χρώματος της χρωστικής θειούχου αρσενικού και το σχηματισμό νέων χημικών ειδών, ενώ αυτή η αλλοίωση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές του χρώματος όπως ξεφλούδισμα ή κιμωλίαση. Όλες αυτές οι μορφές αλλοίωσης μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αισθητική βλάβη στα έργα τέχνης.

Μετά τον 18ο αιώνα η χρήση των Orpiment και  Realgar περιορίστηκε καθώς εμφανίστηκαν οι κίτρινες και κόκκινες χρωστικές καδμίου που δεν είχαν τα μειονεκτήματα της Σανδαράχης, την αλλοίωση στο φως, την τοξικότητα ή την ασυμβατότητα με τις άλλες κοινές χρωστικές του μολύβδου και του χαλκού, ενώ από τον 19ο αιώνα συνθετικές χρωστικές αντικατέστησαν στο σύνολό τους τις τόσο επικίνδυνα τοξικές ουσίες αν και υπάρχουν ακόμα στο εμπόριο σε περιορισμένη χρήση πλέον.

Το Orpiment έχει αναφερθεί μερικές φορές ως "mineral sandarak" λόγω της ομοιότητάς του με τη φυσική ρητίνη σανταράκ όσον αφορά το χρώμα και τη λάμψη. μπερδεύεται με το Sandarak (Λατινικά Resina sandaraca), που είναι το χρυσαφένιο ρετσίνι του δέντρου Sandarak «Tetraclinis articulata» ή «αφρικανικό Sandarak» που ανήκει στα διακοσμητικά κυπαρισσοειδή. Το ρετσίνι Sandarak χρησιμοποιείται για την παραγωγή σκόνης θυμιάματος, αλλά κυρίως αλκοολούχων βερνικιών. Σε καλλυντικά προιόντα αναφέρεται ως CALLITRIS QUADRIVALVIS GUM (INCI )

 

Σήμερα η κύρια χρήση του Orpiment είναι ως μετάλλευμα αρσενικού. Η Σανδαράχη χρησιμοποιείται πλέον στην παραγωγή της υπέρυθρης υάλου, σε λινέλαιο, ημιαγωγούς, φωτοαγωγούς, χρωστικές ουσίες και ως πρόσθετη ουσία σε πυροτεχνήματα για να δίνει τις λευκές αστραφτερές λάμψεις.

Η κίτρινη σκόνη του ορυκτού, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Ινδία ως φυτοφάρμακο αλλά και ως αποτριχωτική ουσία!

Δεδομένου ότι η χρωστική ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση του φωτός για να σχηματίσει Realgar και αρσενικό (οξείδιο αρσενικού), τόσο το φυσικό όσο και το τεχνητό χρωστικό συνήθως μολύνονται με αρσενικό, το οποίο είναι καρκινογόνο και ταξινομείται ως πιο τοξικό ωστόσο χρειάζονται ακόμη για την αποκατάσταση παλιών πινάκων.

Οι χρωστικές ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα σχολεία καθώς υπάρχει κίνδυνος κατάποσης, εισπνοής της σκόνης και ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα.

Στην Ελλάδα ορυχεία Σανδαράχης υπήρχαν στην Σαντορίνη και στην Κω, αφού το ορυκτό έχει σχέση με υδροθερμικές και ηφαιστειακές δραστηριότητες. Και στον κόλπο Παλαιοχωρίου της Μήλου η σύσταση των υποθαλάσσιων ιζημάτων αποτελείται από κίτρινη Σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, Θείο και Κινναβαρίτη. 

Φημισμένη ήταν και η Σανδαράχη που υπήρχε κοντά στον Ελλήσποντο (Μυσία).

 

Σανδαράχη _ Realgar=αρσενικό,As4S4

orpiment=αρσενικό, As2S3

Τοξικό με εισπνοή και κατάποση.

Η αποδόμηση του realgar (As 4 S 4 ) περιγράφεται στη βιβλιογραφία ως μια φωτοεπαγόμενη διαδικασία που λαμβάνει χώρα κατά τον φωτισμό με ορατό φως. 

Η οδός αποδόμησης έχει μελετηθεί εκτενώς. Το Realgar πιστεύεται ότι υφίσταται μετασχηματισμό μέσω μιας ενδιάμεσης χ-φάσης (As 4 S 5 ), με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός συνδυασμού para-realgar (As 4 S 4 ) και αρσενόλιθου (As 2 O 3 , με το As στο + 3 κατάσταση οξείδωσης).

Η ακριβής οδός αποικοδόμησης του ορπιμέντου έχει διερευνηθεί λιγότερο εντατικά. Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στο φως έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο σχηματισμό αρσενόλιθου (As 2 O 3 ).

 

Πληροφορίες

Τμήμα Γεωλογίας ΑΠΘ

Oρυκτά, πετρώματα και πολιτισμός-Μιχάλης Νικολάου

Ψηφιακή έκδοση ''Ορυκτά''-Mindat.org

David, Α.R, Edwards, H.G.M., Farwell, D.W. and De Faria D.L.A., 2001.

Raman Spectroscopic Analysis of Ancient Egyptian Pigments,

Archaeometry 43(4), 461-473.

Barbara Boczar ( διδακτορικό στις βιολογικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,

Santa Barbara, JD (νομική) από το Πανεπιστήμιο Stanford και μεταπτυχιακό στην

Αιγυπτιολογία από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ)

Wikipedia


30.8.23

Λάπις Λάζουλι - Ουλτραμαρίν

 

Lapis Lazuli   -   ultramarine   

«Και είδαν τον Θεό του Ισραήλ, και ήταν κάτω από τα πόδια του σαν πλακόστρωτο έργο από ζαφείρι...»

Έξοδος 24:10

Υπάρχουν πολλές αναφορές στο " ζαφείρι " στην Παλαιά Διαθήκη , αλλά οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι το ζαφείρι δεν ήταν γνωστό πριν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οπότε στην πραγματικότητα αναφέρονται στο Λάπις Λάζουλι.

 “αδιαφανές και πασπαλισμένο με κόκκους χρυσού,

ένα θραύσμα του έναστρου στερεώματος ”

Έτσι αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το Λάπις Λάζουλι την πέτρα του ουρανού.

Η λατινική λέξη lapis σημαίνει πέτρα και Lazuli το μπλε χρώμα,

κατά την περσική λέξη lājevard που σημαίνει ουρανός. .

Armenian- lačivērt

Turkish- lacivert

Λάπις Λάζουλι, αυτό το ορυκτό με το πλούσιο βαθύ βελούδινο μπλε χρώμα που έχει αιχμαλωτίσει την χρυσή λάμψη του ήλιου και κάνει αυτή την μοναδική πέτρα πολυτιμότερη από όλους τους λίθους. Για εκατοντάδες χρόνια, μια ουγκιά λάπις ήταν περίπου ισοδύναμη σε κόστος μιας ουγκιάς χρυσού.



Εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι 

στα αρχαία ορυχεία του Αφγανιστάν.

Το δαντελωτό ανάγλυφο των ψηλών βουνών και τα πολλά φυσικά πλούτη μαρτυρούν πως το Αφγανιστάν είχε ένα ταραχώδες γεωλογικό παρελθόν. Το Λάπις Λάζουλι σχηματίστηκε όταν τα Ασβεστολιθικά και Δολολιθικά πετρώματα της περιοχής τροποποιήθηκαν μέσω γεωλογικών διεργασιών από την πίεση και την υψηλή θερμοκρασία. Περισσότερο από δυο δισεκατομμύρια χρόνια πριν, τα βακτήρια σχημάτισαν ασβεστολιθικά πετρώματα στον βυθό της θάλασσας. Κατά την Ιουράσιο περίοδο το εσωτερικό της Κεντρικής Ασίας υψώθηκε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω της σύγκρουσης των τεκτονικών πλακών.

Το Αφγανιστάν που βρίσκεται στην μέση αυτών των συγκρούσεων μοιάζει σαν ένα τεράστιο παζλ που αποτελείται από μπλοκ και αυτά τα μπλοκ χωρίζονται μεταξύ τους με βαθιά ρήγματα. Τα ποτάμια διαβρώνουν βαθιές κοιλάδες κατά μήκος αυτών των ρηγμάτων και τότε αρχίζει η περίοδος ηφαιστειακής δραστηριότητας. Το μάγμα ανεβαίνει κατά μήκος των ρηγμάτων και καυτά υδροθερμικά υγρά συμπιέζονται μέσα από ρωγμές στον ασβεστόλιθο. Το μάγμα αντιδρά χημικά με τον ασβεστόλιθο δημιουργώντας ένα πλούσιο πέτρωμα που ψύχθηκε και κρυσταλλώθηκε σχηματίζοντας ένα κοίτασμα πλούσιο σε μετάλλευμα που ονομάζεται skarn. Το λάπις λάζουλι είναι ένας από τους πολλούς πολύτιμους λίθους που βρίσκονται στο skarn.

Αυτός ο πολύτιμος λίθος Λαζουρίτης εμφανίστηκε σε λευκά και μαύρα πετρώματα που έχουν πάχος εκατοντάδες μέτρα και περιλαμβάνουν  Πυρίτη, Διοψίδη, Σοδαλίτη, Φορστερίτη, Φλογόπιτη, Γρανάτη, Δολομίτη, Απατίτη και Αφγανίτη. Ωστόσο οι φλέβες που δίνουν το καλύτερο και σπανιότερο Λάπις δεν είναι μεγαλύτερες από 1 έως 10 μέτρα μήκος.

 Στις αφιλόξενες οροσειρές Hindu Kush, στη δεξιά όχθη του ποταμού Kokcha, παραπόταμου του Amu Darya,  στην περιοχή Kuran Wa Munjan της επαρχίας Badakhshan, βρίσκεται ένας αρχαίος οικισμός ο Sar-i Sang (ή Sar-e Sang) (λιθ. "πέτρινη σύνοδος" στα περσικά) που τα ορυχεία του πιθανολογείται ότι είναι από την προϊστορική εποχή και ήταν η κύρια πηγή λάπις λάζουλι στον αρχαίο κόσμο.

Τα πολύτιμα Λάπις από το Sar-i Sang εμφανίζονται σε διάσημες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όπως ο Βασιλικός Θησαυρός της Ουρ και ο Τάφος του Τουταγχαμών

Η κοιλάδα του ποταμού Kokcha έχει μικρό πλάτος, περίπου 200μ. και περιβάλλεται από ψηλά βουνά που φτάνουν τα 6χλμ. Ύψος. Πρόκειται για ένα σκληρό ορεινό μέρος, δίχως βλάστηση και καλυμμένο με χιόνι τους περισσότερους μήνες του χρόνου.

Οι εργάτες των ορυχείων έπρεπε να ανεβαίνουν από το ποτάμι για να εργαστούν στις στοές των ορυχείων, όπου η θερμοκρασία είναι γύρω στους 2°C. Για να εξορύξουν τον Λαζουρίτη χρησιμοποιούσαν την μέθοδο της «πυρόσβεσης». Άναβαν μεγάλες φωτιές στην επιφάνεια της σήραγγας του ορυχείου και στην συνέχεια τις έσβηναν με νερό. Η ξαφνική ψύξη προκαλούσε την θραύση των πετρωμάτων κάνοντας έτσι πιο εύκολη την απομάκρυνση του πολύτιμου λίθου από την μήτρα του πετρώματος. Στην συνέχεια σφυροκοπούσαν τα πετρώματα μέχρι να πάρουν την πολύτιμη μπλε πέτρα Λαζούλι "lazulī" όπως ήταν το αρχαίο περσικό όνομα αυτής της πέτρας.

Αυτή η μέθοδος που κράτησε μέχρι τις μέρες μας σχεδόν, αποψίλωσε τις γύρω περιοχές από ξυλεία . Σήμερα η εξόρυξη πλέον γίνεται με ανατινάξεις των πετρωμάτων.

Αυτά τα ορυχεία που βρίσκονται ψηλά σε έναν βράχο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, έχουν δώσει του μεγαλύτερους και πολυτιμότερους κρυστάλλους Λαζουρίτη. Σήμερα τα ορυχεία αποτελούνται από έναν παλιό αχρησιμοποίητο άξονα και δύο νέους άξονες που γίνεται εξόρυξη του Λάπις Λάζουλι.

Οι ντόπιοι έμποροι και οι ανθρακωρύχοι του Sar-i Sang  χωρίζουν τον Λαζουρίτη σε τρεις ποιότητες.

Neeli (nili) – είναι η πιο πολύτιμη ποικιλία σε χρώμα βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο και υπάρχει μόνο στα ορυχεία του Sar-i Sang και ίσως πολύ σπανιότερα να έχει βρεθεί αλλού στον κόσμο.

Asmani (assemani) – είναι πέτρες μικρότερης αξίας, σε πιο ανοιχτή έντονη μπλε απόχρωση και συχνά παρουσιάζονται με λευκές φλέβες ασβεστίτη.

Suvsi (sabz) – είναι μια πολύ καλή, όμορφη, διακοσμητική πέτρα σε γαλαζοπράσινη απόχρωση.



Από την κοιλάδα του Ινδού στην Αίγυπτο

κι από εκεί σε όλο τον κόσμο

Στη πεδιάδα Κάτσι του Μπαλουχιστάν, δυτικά του ποταμού Ινδού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τον νεολιθικό οικισμό Mehrgarh που χρονολογείται περίπου το  7000 π.Χ. – περίπου το  2500/2000 π.Χ. Βρέθηκαν πολυάριθμες ταφές με περίτεχνα αγαθά όπως καλάθια, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, χάντρες, βραχιόλια, μενταγιόν, ειδώλια και εκεί εμφανίζεται για πρώτη φορά η μπλε πέτρα του Λάζουλι ανάμεσα σε άλλα στολίδια, όπως Τυρκουάζ, Ψαμμίτες ή ακόμα και όστρακα. Η ανακάλυψη δείχνει πόσο εκτιμήθηκε το Λάζουλι την εποχή του Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού.

Αντικείμενα από το μπλε ορυκτό που  χρονολογούνται στο 7570 π.Χ., έχουν βρεθεί και στη Bhirrana , η οποία είναι μια ακόμα αρχαία  τοποθεσία του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού(7570–1900 π.Χ.).

Χάντρες Λάπις Λάζουλι έχουν βρεθεί σε ταφές της νεολοθικής εποχής στον Καύκασο.

Ποσότητες από χάντρες έχουν βρεθεί  σε οικισμούς της 4ης χιλιετίας π.Χ. στη Βόρειο Μεσοποταμία και στο Shahr-e Sukhteh στο Ν.Α. Ιράν που χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).

Ένα στιλέτο με λαβή λάπις, ένα μπολ με ένθετο λάπις, φυλαχτά, χάντρες και ένθετα που αντιπροσώπευαν τα φρύδια και τα γένια αγαλμάτων, βρέθηκαν στους Βασιλικούς Τάφους της Σουμεριανής πόλης-κράτους της Ουρ από την 3η χιλιετία π.Χ. Πέτρες από Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν την νεκρική μάσκα του Φαραώ Τουταγχαμών (1341–1323 π.Χ.).

 Στην αρχαία Μεσοποταμία το Λάζουλι χρησιμοποιήθηκε από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους, τους Ακκάδιους για σφραγίδες, κοσμήματα και φυλαχτά, καθώς πίστευαν στην υπερφυσική δύναμη που είχε η μπλέ πέτρα ενάντια σε κάθε κακό.

Στο Έπος του Γκιλγκαμές που είναι ένα από τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα από την Μεσοποταμία (17ος–18ος αιώνας π.Χ.), η μπλε Πέτρα του Ουρανού αναφέρεται αρκετά συχνά.

Το άγαλμα του προσευχόμενου Ebih-Il , ένα άγαλμα αριστούργημα της δεξιοτεχνίας του αρχαίου καλλιτέχνη, της 3ης χιλιετίας π.Χ. που ανακαλύφθηκε στο ναό του Ishtar στην αρχαία πόλη-κράτος του Mari στη σύγχρονη Συρία και εκτίθεται τώρα στο Λούβρο, είναι φτιαγμένο από ημιδιαφανές λείο αλάβαστρο και λάπις λάζουλι σχηματίζουν τις βλεφαρίδες, τον κερατοειδή και την ίριδα.

Κοσμήματα από λάπις έχουν βρεθεί στην Αιγυπτιακή προδυναστική Naqada (3300–3100 π.Χ.).

Στο Καρνάκ , τα ανάγλυφα γλυπτά του Thutmose III (1479-1429 π.Χ.) δείχνουν θραύσματα και κομμάτια σε σχήμα βαρελιού από λάπις λάζουλι να του παραδίδονται ως φόρο τιμής.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους αυτή ηταν μια αγαπημένη πέτρα για φυλαχτά, όπως οι σκαραβαίοι, εκτός από κοσμήματα ή για διακοσμητικά αντικείμενα και χρωστικές.

Κοσμήματα από λάπις λάζουλι έχουν βρεθεί επίσης στις αρχαίες Μυκήνες κι αυτό πιστοποιεί τις σχέσεις μεταξύ των Μυκηναίων και των αναπτυγμένων πολιτισμών της Αιγύπτου και της Ανατολής.

 Το 2000 π.χ. στην περιοχή Darqad του βόρειου Αφγανιστάν, όχι μακριά από τα ορυχεία του Λάπις Λάζουλι, ιδρύθηκε μια εμπορική πόλη το Shortugai (Shortughai). Θεωρείται ότι είναι ο βορειότερος οικισμός του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού και ο πρώτος εμπορικός σταθμός των χρόνων των  Harappan για το Λάπις Λάζουλι καθώς δείχνει να συνδέεται με τα ορυχεία που βρίσκονται στην γύρω περιοχή..

Από την νεολιθική εποχή το Λάπις Λάζουλι έφτασε στην Μεσόγειο μέσω του αρχαίου εμπορικού Δρόμου των Ρουμπινιών, αργότερα γνωστός ως ο «δρόμος του μεταξιού», από τα ορυχεία της κοιλάδας Sar-i-Sang , τις παλαιότερες εμπορικές πηγές πολύτιμων λίθων στον κόσμο, στα βουνά Badakhshan στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν.

Απόκρημνα βουνά γυμνά από κάθε βλάστηση που υψώνονται μέχρι και τα 17.000 πόδια, γεμάτα απότομες χαράδρες και πλούσια σε πολύτιμους λίθους ορυχεία.

Το Μπανταχσάν από την αρχαιότητα ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο που το διέσχιζε ο Δρόμος του Μεταξιού , με τα κοιτάσματα από Λάπις Λάζουλι που εξορυσσόταν ήδη πριν την 7η χιλιετία π.Χ και τα ορυχεία στο όρος Syghinan  με τα πολύτιμα πετράδια τα Ρουμπίνια του Μπάλας. Η περιοχή του Μπανταχσάν ήταν γνωστή για τον γεωοικονομικό ρόλο που είχε στο εμπόριο και στις συναλλαγές εμπορευμάτων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Οι αρχαίοι Έλληνες συχνά αναφερόταν για την «κοιλάδα του βουνού» από όπου ερχόταν το πολύτιμο ορυκτό που έδινε την μπλε χρωστική και οι μελετητές ισχυρίζονται ότι με αυτόν τον όρο αναφερόταν στην περιοχή του Μπανταχσάν.

 Μέσω του περάσματος Khyber, μιας ζωτικής σημασίας εμπορικού δρόμου μεταξύ της Κεντρικής Ασίας και της Ινδικής υποηπείρου , κρίσιμο μέρος του Δρόμου του Μεταξιού, πολύτιμοι λίθοι και ρουμπίνια μεταφέρθηκαν σε όλες τις γωνιές της Μέσης Ανατολής.

Κοσμήματα, ρούχα διακοσμημένα με ρουμπίνια της 3ης χιλιετίας π.Χ. έχουν ανακαλυφθεί στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, το Ιράν, την Ινδό-Κίνα, ακόμη και σε δυτικές χώρες.

Υπάρχουν αναφορές του Μάρκο Πόλο το 1271 για τα ορυχεία Λάπις Λάζουλι της περιοχής, όπως και για το Ρουμπίνι Balas (Διάσημα είναι το «Ρουμπίνι του Μαύρου Πρίγκιπα» και το «Ρουμπίνι του Τιμούρ» στα κοσμήματα του Βρετανικού στέμματος).

Ο Μάρκο Πόλο διέσχισε τον ανατολικό παραπόταμο του ποταμού Amu Darya ή Oxus στα λατινικά και Ώξος όπως τον γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες και στο τέλος του ταξιδιού του έγραψε πως σε εκείνη την περιοχή υπάρχει ένα βουνό όπου βρίσκεται το σπανιότερο μπλε του κόσμου.

 Όταν ο Υπολοχαγός του Βρετανικού Στρατού Τζον Γουντ έφτασε στα ορυχεία λάπις Sar-i-sang, για την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών το 1837, έγραψε γι αυτό το επικίνδυνο ταξίδι του στην πηγή του ποταμού Όξως.

«Αν δεν θέλετε να πεθάνετε, αποφύγετε την Κοιλάδα του Κόκτσα». Δυστυχώς υπήρξε μάρτυρας για τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν οι εργάτες των ορυχείων σε εκείνη την περιοχή καθώς χιλιάδες φτωχοί άντρες κατέφθαναν για να δουλέψουν στην αφιλόξενη κοιλάδα.

Στο ταξίδι του γνώρισε μια αραιοκατοικημένη και άγονη περιοχή που την κατοικούσαν άγρια ζώα, με την θερμοκρασία να πέφτει κάτω από το μηδέν την νύχτα και ο καυτός Καλοκαιρινός ήλιος να ανεβάζει υπερβολικά την θερμοκρασία της ημέρας. Σε αυτή την περιοχή εξορύσσονται ακόμα και σήμερα σημαντικές ποσότητες πολύτιμων Λάζουλι άριστης ποιότητας και έχει δώσει ακόμα και μεγάλους, σπάνιους κρυστάλλους Λαζουρίτη, τουλάχιστον 5 εκατοστών.

Το 1964 βρέθηκε ενσωματωμένη σε ασβεστίτη μια σπάνια πέτρα, ένα καλοσχηματισμένο δωδεκάεδρο που συλλέχτηκε από τον Pierre Bariand, επιμελητή συλλογής ορυκτών στη Σορβόννη.

Για χιλιετίες οι ντόπιοι έσκαβαν στα βουνά για να βρουν όλες τις φλέβες του Λάπις Λάζουλι και έχουν μάλλον ανακαλύψει τις περισσότερες καθώς το κοίτασμα είναι διάσπαρτο και στην περιοχή κοντά στο Sar-i Sang υπήρχαν αρκετά ορυχεία τα οποία είναι αριθμημένα. Ονομασίες στις τοπικές γλώσσες (όπως πχ. γλώσσα Dari) αυτών των ορυχείων με μικρές διαφορές, όπως : Ladjuar Medan, επίσης Ladjuar Medam, Lajur Madan, Mahdani Lojward, σημαίνουν απλά «Μπλε Ορυχείο»

Υπάρχουν ακόμα το Madan Char και  το Pitwak Mine, όπως και το Darreh-Zu, πρώην ορυχείο που έχει εξαντληθεί και εγκαταλειφθεί.

Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι οι πιο πολύτιμες πέτρες Λάζουλι έχουν ήδη βρεθεί καθώς ήταν πιο κοντά στην επιφάνεια της γης, ωστόσο τα ψηλά αφιλόξενα βουνά κρύβουν στην καρδιά τους αρκετά ακόμα Λάπις Λάζουλι.

Την ορεινή χώρα του Τατζικιστάν με τα ατελείωτα βουνά του Pamir την διέσχιζαν οι αρχαίοι εμπορικοί δρόμοι. Εκεί σ αυτές τις απομακρυσμένες ορεινές κοιλάδες που έκρυβαν ελάχιστα γνωστούς πολιτισμούς όπως οι Yaghnobi, λαός Pamiri, οι άνθρωποι ζούσαν με τους θρύλους, τις θρησκείες τους και τις παραδόσεις τους που μιλούσαν για ότι έκρυβε η καρδιά των βουνών.

Εκεί υπήρχε ένα αρχαίο, ξεχασμένο ορυχείο που το ανακάλυψαν ξανά Ρώσοι γεωλόγοι το 1930 και βρήκαν μια ακόμα φλέβα καλής ποιότητας Λάζουλι στο Ladzhuar- Dara που βρίσκεται σχεδόν 100 χιλιόμετρα μακριά από το Sar-i Sang. Μόνο που η πρόσβαση σε αυτό το ορυχείο είναι άκρως επικίνδυνη και απαιτεί εξοπλισμό αναρρίχησης.

 Σήμερα υπάρχουν επίσης πηγές λάπις λάζουλι στην Χιλή, όμως περιέχει άφθονους κόκκους λευκού ασβεστίτη ή έχει πράσινη απόχρωση και δεν ανήκει στις πολύτιμες πέτρες. Ακόμα μια πηγή Λάπις είναι το Σιβηρικό σε πολλούς χρωματικούς τόνους και περιέχει πυρίτη και θεωρείται αρκετά πολύτιμο, ενώ έχουν βρεθεί μικρά κοιτάσματα σε πολιτείες της Αμερικής, όπως η Νεβάδα, το Αρκάνσας, η Β. Καρολίνα και το Ουαϊόμινγκ όμως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με το Λάπις Λάζουλι που προέρχεται από τα ορυχεία του Sar-i Sang.

 

Ουλτραμαρίν

Το Λάπις Λάζουλι σαν χρωστική 

Ultramarine , Color Index International  :  P. Blue 29 77007

Το όνομα ultramarine προέρχεται από το λατινικό ultramarinus. 

Η λέξη σημαίνει «πέρα από τη θάλασσα», καθώς η χρωστική ουσία εισαγόταν από τα μακρινά ορυχεία του Αφγανιστάν.Η πρώτη φορά που καταγράφεται η χρωστική σαν Ουλτραμαρίν στα αγγλικά ήταν το 1598.

Η χρωστική ήταν επίσης γνωστή ως azzurrum ultramarine , azzurrum transmarinum , azzuro oltramarino, azur d'Acre, pierre d'azur , Lazurstein.

Το σύγχρονο όνομά της είναι το ultramarine στα Αγγλικά, outremer lapis Γαλλικά, Ultramarin echt Γερμανικά, oltremare genuino Ιταλικά και ultramarino verdadero Ισπανικά.

 Το Ultramarine είναι μια χρωστική με βαθιά πλούσια μπλε απόχρωση που παρασκευάστηκε από το Λάπις Λάζουλι, με μια μακρόχρονη διαδικασία που κατέστησε την φυσική χρωστική ουσία δέκα φορές πιο πολύτιμη και ακριβή, όσο ο χρυσός,  από την πέτρα από την οποία προέρχεται.

Ultramarine και μόνο το όνομα της απόχρωσης του μπλε είναι η εγγύηση της ποιότητας του χρώματος. Είναι το υπερθετικό του μπλε, το απόλυτο μπλε, αυτό που όλοι οι ζωγράφοι φιλοδοξούσαν να το έχουν στην παλέτα τους αλλά λίγοι είχαν την δυνατότητα να το κατέχουν.

 Η χρωστική αποτελείται κυρίως από ένα ορυκτό με βάση τον ζεόλιθο που περιέχει μικρές ποσότητες πολυσουλφιδίων . Εμφανίζεται στη φύση ως εγγύς συστατικό του Λάπις Λάζουλι που περιέχει ένα μπλε κυβικό (ή ισομετρικό ) κρυσταλλικό ορυκτό που ονομάζεται λαζουρίτης, μια οπαλίζουσα χρωστική ουσία με φωτεινή μπλε ράβδωση ως συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου Λάπις Λάζουλι.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιες είναι οι διαφορές του Λάπις Λάζουλι με τον Λαζουρίτη που δίνει την χρωστική Ultramarine. Το Λάπις Λάζουλι αποτελείται συνήθως από ένα μίγμα τριών ορυκτών που είναι:

1.   Ο Λαζουρίτης, ένα πολυσύνθετο μπλε ορυκτό που είναι ένα σύμπλοκο πυριτικό Νάτριο, Ασβέστιο, Αργιλοπυριτικό ορυκτό που περιέχει Θείο (Na 8–10 Al 6 Si 6 O 24 S 2–4),

κάτι που κάνει την   Ultramarine την πιο πολύπλοκη από όλες τις άλλες ορυκτές χρωστικές. Το μπλε χρώμα της χρωστικής οφείλεται στο S−3 ριζικό ανιόν , το οποίο περιέχει ένα ασύζευκτο ηλεκτρόνιο.

2.    Ο Ασβεστίτης , το ανθρακικό ασβέστιο που είναι λευκό

3.    Ο Πυρίτης, το θειούχο σίδηρο που έχει λευκόχρυσο χρώμα.

Ο λαζουρίτης όμως  είναι το βασικό συστατικό του Λάπις Λάζουλι κι είναι αυτό το ορυκτό που του δίνει αυτό το πλούσιο μπλε χρώμα.

Μπορεί από το Λάπις Λάζουλι να έχουν δημιουργηθεί μοναδικά τεχνουργήματα, κοσμήματα, ψηφιδωτά, φυλαχτά, αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα όπως βάζα και κουτιά, να χρησιμοποιήθηκε το πολύτιμο ορυκτό ακόμα και για το φινίρισμα κτηρίων, όπως οι κολώνες στο τέμπλο του καθεδρικού ναού του αγίου Ισαάκ στην Αγία Πετρούπολη, ωστόσο ήταν ένα δύσκολο ορυκτό για να πάρουν την χρωστική του καθώς ο ασβεστίτης, ο πυρίτης, ο αυγίτης και η μαρμαρυγία που το αποτελούν, χάνουν τον ζωντανό χρωματισμό τους όταν αλέθονται και δίνουν ένα θαμπό γκρι χρώμα.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να εξάγουν την χρωστική από το ορυκτό όμως η απόχρωση που πήραν δεν είχε καμία σχέση με το μπλε της πέτρας του Λάπις καθώς η σκόνη που πρόκυπτε ήταν ένα θολό γκριζωπό μπλε χρώμα χωρίς βάθος, καθώς το Λάπις περιέχει αρκετό άχρωμο υλικό.

Ωστόσο εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μπλε χρώμα και του έδιναν μυστικιστικές δυνάμεις κι έτσι χρειάστηκε να κατασκευάσουν οι ίδιοι την μπλε χρωστική, το ḫsbḏ-ỉrjt που στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνει τεχνητό Λάπις Λάζουλι και που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Αιγύπτιους για χιλιάδες χρόνια.

 Χρειάστηκε να περάσουν πολλοί αιώνες για να εξαχθεί η μπλε χρωστική του Λάπις και χρειάστηκε μια εξειδικευμένη και χρονοβόρος διαδικασία που είναι η εκχύλιση.

Στις αρχές του 13ου αιώνα ανακαλύφθηκε μια μέθοδος για την εξαγωγή της πολύτιμης χρωστικής ultramarine από την αλεσμένη σκόνη Λάπις Λάζουλι.

Την περιγράφει ο Ιταλός ζωγράφος Cennino d'Andrea Cennini στο βιβλίο του  Il libro dell'arte το οποίο περιέχει πληροφορίες για χρωστικές ουσίες, πινέλα, σχέδιο, τεχνικές και τεχνάσματα στην ζωγραφική. Ο Cennini μέσα από το βιβλίο του έδωσε οδηγίες για το πως μπορεί να διαχωριστεί ο μπλε Λαζουρίτης από τον άχρωμο ασβεστίτη, ώστε να έχει μια δυνατή μπλε σκόνη απαλλαγμένη από τις  ακαθαρσίες, όπως τον ασβεστίτη και τον πυρίτη του Λάπις Λάζουλι.

 Η  διαδικασία ξεκινά με την άλεση της πέτρας λάπις λάζουλι σε πολύ λεπτή σκόνη σαν πούδρα και κατόπιν την έγχυση του υλικού με λιωμένο κερί, ρητίνες και έλαια.

Η μάζα τυλίγονταν σε ένα ύφασμα και στην συνέχεια γινόταν εμβάπτιση και ζύμωση σε ένα αραιό διάλυμα αλυσίβας που παρασκευαζόταν από καθαρή στάχτη ξύλου που την έβραζαν με νερό. Τα σωματίδια του μπλε Λαζουρίτη συγκεντρώνονταν στον πάτο του σκεύους ενώ το άχρωμο κρυσταλλικό υλικό και άλλες ορυκτές ακαθαρσίες παρέμεναν στην επιφάνεια.

Αυτή η χρονοβόρα διαδικασία γινόταν τουλάχιστον τρεις φορές, με κάθε επόμενη εκχύλιση η μάζα της σκόνης να χάνει το έντονο μπλε χρώμα της και να δημιουργείται ένα υλικό χαμηλότερης ποιότητας.

Η τελική εκχύλιση που αποτελείται ως επί το πλείστο από άχρωμο υλικό και ελάχιστα μπλε σωματίδια, είναι η στάχτη της Υπερμαρίνας η οποία έχει μια απαλή μπλε διαφάνεια και γίνεται λούστρο.

Στα διάφορα εργαστήρια που γινόταν η εκχύλιση βρέθηκε ότι η κατανομή μεγέθους των σωματιδίων είχε ποικιλία καθώς και οι πολυάριθμες τεχνικές λείανσης της χρωστικής που ακολουθούσαν οι ζωγράφοι οδηγούσε σε διαφορετικές αναλογίες του χρώματος.

Ακόμα και στον ίδιο πίνακα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικές ποιότητες χρωστικής.

Αυτή η μακρά διαδικασία που μπορεί να κρατήσει και περισσότερο από έξη μήνες καθιστά την χρωστική της Ultramarine τόσο πολύτιμη ώστε να είναι ακόμα και δέκα φορές πιο ακριβή από την ίδια την πέτρα από την οποία προέρχεται.

Το ήδη υψηλό κόστος της εισαγόμενης πρώτης ύλης Λάπις Λάζουλι  σε συνδυασμό με την μακροχρόνια επίπονη διαδικασία εξόρυξη της χρωστικής από την πέτρα καθιστούν το υψηλής ποιότητας ultramarine τόσο ακριβό όσο ο χρυσός.

Γεμάτη ορυκτά η πέτρα του Λάπις Λάζουλι δίνει μια χρωστική που προκαλεί με την διάθλαση του φωτός και μεταδίδει το χρώμα με διαφορετικούς τρόπους.

Δεν υπάρχουν δυο πινελιές βαφής να είναι ίδιες στην βασική τους σύνθεση και ανάλογα από ποια γωνία θα κοιτάξεις το έργο που έχει δημιουργήσει με Λάπις ο Καλλιτέχνης μπορεί να δεις μια ήσυχη λάμψη λευκού ή χρυσού, κάτι σαν ένα τσίμπημα φωτός από κάποιον μακρινό γαλαξία του σύμπαντος.

Ακριβώς γι’ αυτούς τους αντικατοπτρισμούς, το μπλε του Λάπις παραμένει ακόμα και σήμερα που έχει αντικατασταθεί από δεκάδες συνθετικές βαφές, η μούσα των χρωμάτων.


ΕΜΠΟΡΙΟ και ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ της Ultramarine

Τα χρονικά σύνορα μεταξύ της διακοπής χρήσης του Αιγυπτιακού μπλε και την αρχή της Ultramarine είναι συγκεχυμένα. Υπάρχουν περιπτώσεις χρήσης του λάπις λάζουλι σε πίνακες ζωγραφικής του ένατου αιώνα και του αιγυπτιακού μπλε σε πίνακες του ύστερου μεσαιωνικού. Ωστόσο η εμφάνιση και των δυο χρωστικών  στις τοιχογραφίες της Βασιλικής του San Saba (Ρώμη), που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του όγδοου αιώνα μ.Χ. και έχει εντοπιστεί αιγυπτιακό μπλε και λάπις λάζουλι αναμεμειγμένα στο ίδιο εικονογραφικό στρώμα δείχνει ότι αυτές οι δυο χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα και αυτές οι τοιχογραφίες του  San Saba είναι οι παλαιότερη απόδειξη ότι το Λάπις Λάζουλι χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ουσία και ότι η αλλαγή από την μια αρχαία χρωστική σε μια άλλη νεότερη υπήρξε σταδιακά.

Η Βενετία κατά τον 14ο και 15ο αιώνα υπήρξε το μεγαλύτερο λιμάνι εισόδου του Λάπις Λάζουλι στην Ευρώπη, οπότε μπορεί να της αποδοθεί και η εξάπλωση της  ultramarine.

Το βαθύ πλούσιο βασιλικό μπλε του ορυκτού έγινε ιδιαίτερα περιζήτητο ανάμεσα στους καλλιτέχνες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ωστόσο την πανάκριβη χρωστική που θεωρούνταν εξίσου πολύτιμη με το χρυσό, μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν μόνο οι πλούσιοι κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η τιμή ενός πίνακα, κατά την μεσαιωνική περίοδο,  να είναι ανάλογη με την ποσότητα της μπλε ultramarine που υπήρχε στην εικόνα.

Μόνο σημαντικές παραγγελίες μπορούσαν να αγοράσουν την μπλε χρωστική που χρειαζόταν οι καλλιτέχνες, όπως τα άμφια της Παναγίας στο έργο του Gérard David's «Virgin and Child with Female Saints».

Παραδοσιακά η χρωστική λόγω του απαγορευτικού της κόστους προοριζόταν για τα ρούχα του Χριστού ή της Παναγίας..

 Ο πίνακας The Entombment  του Michelangelo παρέμεινε ημιτελής σε ορισμένα μέρη του , όπως και στον μανδύα της Παναγίας , γιατί όπως πιστεύουν οι ιστορικοί τέχνης απαιτούνταν ποσότητες της πανάκριβης ultramarine που ο καλλιτέχνης δεν είχε την δυνατότητα να κατέχει στην παλέτα του.

 Ο Ραφαήλ «Raffaello Sanzio da Urbino, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520», Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της πρώιμης Αναγέννησης,  κρατούσε την μπλε ultramarine για το τελευταίο χρωματισμό, προτιμώντας για τα βασικά του στρώματα έναν κοινό αζουρίτη.

Αυτό ήταν κάτι κοινό για τους Ευρωπαίους ζωγράφους που βασίζονταν σε πλούσιους φιλότεχνους που θα αναλάμβαναν την αγορά της πανάκριβης χρωστικής και οι λιγότερο ‘’επαγγελματίες’’ χρησιμοποιούσαν smalt ή indigo για να κερδίσουν την χρηματική διαφορά, κάτι που αν γινόταν γνωστό θα έπεφταν σε δυσμένεια και η φήμη τους θα καταστρεφόταν ανεπανόρθωτα.

Ωστόσο κατά τον 17ο αιώνα δεν υπήρχε καλλιτέχνης που να έχει χρησιμοποιήσει τόσο αφειδώς την πανάκριβη μπλε ultramarine όσο ο Ολλανδός ζωγράφος Johannes Vermeer. Ακόμα και μετά την οικονομική κατάρρευση της οικογένειάς του δεν σταμάτησε να χρησιμοποιεί την μπλε χρωστική κι αυτό σημαίνει ότι αφού ο ίδιος δεν είχε πλέον την ικανότητα να την αγοράζει, υπήρχε κάποιος χρηματοδότης προστάτης των έργων του.

Το Ultramarine παρέμεινε εξαιρετικά ακριβό έως ότου εφευρέθηκε μια συνθετική μπλε χρωστική το 1826 από τον Jean-Baptiste Guimet . Η απόχρωση ήταν παρόμοια με την χρωστική του Λάπις Λάζουλι και πολύ εύστοχα ονομάστηκε «Γαλλική Ultramarine».

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το 1824, η Société d'encouragement pour l'industrie nationale , μια γαλλική ένωση που σκοπό είχε την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην χώρα, πρόσφερε μια ανταμοιβή έξι χιλιάδων φράγκων σε όποιον μπορούσε να αναπτύξει μια συνθετική εναλλακτική λύση για την πανάκριβη ultramarine.

Εμφανίστηκαν ο Γάλλος βιομηχανικός χημικός , και εφευρέτης των συνθετικών χρωμάτων o Jean-Baptiste Guimet και ο Γερμανός καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, ο Christian Gmelin. Ο ανταγωνισμός ήταν έντονος καθώς ο Γερμανός καθηγητής ισχυριζόταν ότι είχε βρει την λύση για την τεχνητή χρωστική έναν χρόνο νωρίτερα αλλά δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα την εργασία του, ενώ ο Γάλλος χημικός ισχυριζόταν ότι είχε κάνει την ανακάλυψη της φόρμουλας δυο χρόνια νωρίτερα. Τελικά το βραβείο προσφέρθηκε στον Γάλλο Guimet για την κατασκευή του τεχνητού Ουλτραμαρίν που είχε όλες τις ιδιότητες της φυσικής προέλευσης ουσίας που παρασκευαζόταν από το πανάκριβο Λάπις Λάζουλι.

 Η συνθετική Ουλτραμαρίν, είχε έναν πολύ πιο πλούσιο τόνο χρωματισμού από την φυσική ημιπολύτιμη χρωστική του Λάπις Λάζουλι λόγω της καθαρότητας της ουσίας που είχε την έλλειψη των εγκλεισμένων ορυκτών μέσα της.

 

Ένας πιο σύγχρονος καλλιτέχνης ο Αμερικάνος Ο Άντριου Νιούγουελ Γουάιεθ (1917-2009), ζωγράφος του ρεαλισμού, χρησιμοποιούσε με επιμονή την πρωτότυπη χρωστική του Λάπις Λάζουλι χωρίς να υπολογίζει την δαπάνη γιατί πίστευε ότι σε τίποτα δεν μπορούσαν να συγκριθούν οι σύγχρονες αποχρώσεις με την απόλυτη καθαρότητά τους με το φυσικό Ουλτραμαρίν που η κάθε του πινελιά είχε μια διαφορετική χρωματική απόχρωση.

 Ο Αλεξάντερ Θερού, μυθιστοριογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, στο τρίπτυχο των δοκιμίων του The Primary Colors, γράφει …«Το παλιομοδίτικο μπλε, το οποίο είχε μια παύλα κίτρινου μέσα… τώρα φαίνεται συχνά αταίριαστο σε νεότερες, επίμονες, υπερβολικά φωτεινές σκοτεινές σκιές». Στην επιδίωξή μας της τελειότητας, του παρθένου χρωματισμού, καθαρίσαμε τα χρώματα των μοναδικών χαρακτήρων τους.

 

Σήμερα πολλά μουσεία σε όλο τον κόσμο διαθέτουν γλυπτά και κοσμήματα από Λάπις Λάζουλι που έχουν κατασκευαστεί από το ορυχείο του Kokcha, αλλά κανένα μουσείο δεν μπορεί να ξεπεράσει την τεράστια συλλογή που εκτίθεται στο μουσείο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ.

 


 Υποσημείωση

Από τον 8ο μ.χ. αιώνα εμφανίζεται το Μπλε του Κοβαλτίου που ήταν μια φθηνή εναλλακτική λύση απέναντι στην πανάκριβη Ουλτραμαρίν, που χρησιμοποιήθηκε εκτός από την ζωγραφική για τον χρωματισμό των κεραμικών και κοσμημάτων. Ιδιαίτερα στην Κίνα με αυτή την χρωστική κατασκευαζόταν οι χαρακτηριστικές μπλε και λευκές πορσελάνες με τα ιδιαίτερα σχέδια. Μια ακόμα καθαρότερη έκδοση που βασιζόταν σε ένα μείγμα αρσενικού και φωσφορικού κοβαλτίου με αλουμίνα ανακαλύφθηκε αργότερα από τον Γάλλο χημικό Louis Jacques Thénard το 1802 και η εμπορική παραγωγή ξεκίνησε στη Γαλλία το 1807.

Η νέα χρωστική , το αντίπαλο δέος της Ουλτραμαρίν, προτιμήθηκε από τους μεγάλους ζωγράφους της Ευρώπης όπως όπως ο JMW Turner, ο Pierre-Auguste Renoir και ο Vincent Van Gogh.




Πληροφορίες

 https://en.wikipedia.org/wiki/Lapis_lazuli

https://www.bbc.com/news/world-asia-36424018

https://www.ancient-origins.net/artifacts-other-artifacts/lapis-lazuli-0017514

https://www.palagems.com/lapis-lazuli-bancroft

https://www.voanews.com/a/watchdog-afghanistans-lapis-lazuli-is-a-conflict-mineral/3363866.html

https://pearlsandprose.com/2014/11/21/the-winter-palace-and-hermitage-part-ii/

https://www.wondermondo.com/sar-i-sang-lapis-lazuli-mines/?utm_content=cmp-true

GondwanaTalks, 2019,  Lapis lazuli: μέσω του Δρόμου του Μεταξιού στον Τουταγχαμών.

Global Witness, 2016,  Πόλεμος στο θησαυροφυλάκιο του λαού: Αφγανιστάν, λάπις λάζουλι και η μάχη για τον ορυκτό πλούτο .

Theophrastus, On Stones (De Lapidibus) – IV-23, translated by D.E. Eichholtz,

Oxford University Press, 1965.

Ganio, Monica; Pouyet, Emeline S.; Webb, Samuel M.;

Patterson, Catherine M. Schmidt; Walton, Marc S. (2018-03-01).

"From lapis lazuli to ultramarine blue: investigating Cennino Cennini's

recipe using sulfur K-edge XANES". Pure and Applied Chemistry. 90

Bakhtiar, Lailee McNair, Afghanistan's Blue Treasure Lapis Lazuli,

Front Porch Publishing, 2011, ISBN 978-0615573700

Bariand, Pierre, "Lapis Lazuli", Mineral Digest, Vol 4 Winter 1972.

Bowersox, Gary W.; Chamberlin, Bonita E. (1995).

Gemstones of Afghanistan. Tucson, AZ: Geoscience Press.

Herrmann, Georgina, "Lapis Lazuli: The Early Phases of Its Trade",

Oxford University Dissertation, 1966.

Korzhinskij, D. S., "Gisements bimetasomatiques de philogophite

et de lazurite de l'Archen du pribajkale",

Traduction par Mr. Jean Sagarzky-B.R.G.M., 1944.

Lapparent A. F., Bariand, P. et Blaise, J.,

"Une visite au gisement de lapis lazuli de Sar-e-Sang du Hindu Kouch,

Afghanistan," C.R. Somm.S.G.P.p. 30, 1964.

Oldershaw, Cally (2003). Firefly Guide to Gems. Toronto: Firefly Books..

Wise, Richard W., Secrets of the Gem Trade:

The Connoisseur's Guide to Precious Gemstones, 2016 ISBN 9780972822329

Wyart J. Bariand P, Filippi J., "Le Lapis Lazuli de Sar-e-SAng",

Revue de Geographie Physique et de Geologie Dynamique (2)

Vol. XIV Pasc. 4 pp. 443–448, Paris, 1972.


Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...