15.11.23

Θεόφραστος ο Ερέσιος

 

Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.   

Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρισε τον Θεόφραστο ως τον αφανή ήρωα της Δυτικής Επιστήμης κι αυτό γιατί ο Θεόφραστος σαν μαθητής και συνεχιστής του Αριστοτέλη, αν και συνέγραψε πλήθος πραματειών και εξέτασε πλήθος διαφορετικών φιλοσοφικοεπιστημονικών ζητημάτων, δεν απέκτησε την φήμη που άρμοζε στο έργο του και δεν έμεινε στην ιστορία ως φιλόσοφος μεγάλου βεληνεκούς.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος, ο οποίος υπήρξε Βοτανολόγος, Φυσικός, Φιλόσοφος, Συγγραφέας, εκτιμάται ότι έγραψε περίπου 240 έργα , από τα οποία σήμερα λίγα σώζονται και κυρίως σε αποσπάσματα, ενώ σε πλήρη κείμενα έχουμε το Περί Φυτών Ιστορίαι (9 βιβλία), το Περί Φυτών Αιτιών (6 βιβλία) καθώς και το πιο γνωστό του έργο, οι Χαρακτήρες που ονομάστηκε και Χρυσή Βίβλος. Μερικά άλλα έργα του μεγάλου φιλόσοφου  ήταν Περί Αισθήσεων, Περί Φυτών, Περί Οσμών, Περί Λιποψυχίας …

Στα έργα του πραγματεύτηκε πολλές επιστήμες όπως Ηθική, Φιλοσοφία, Πολιτική, Ψυχολογία, Βοτανική, Ζωολογία, Ορυκτολογία, Ρητορική κ.α.

Το έργο του Θεόφραστου απείχε από τη μεταφυσική, γι' αυτό και ο ίδιος ήταν ένας καθαρά υλιστής φιλόσοφος.

Στην ψυχολογία έδινε έμφαση στην μεσότητα, όπως είχε πρωτοπεί ο Αριστοτέλης, δηλαδή στα προτερήματα της ψυχής σε αντιδιαστολή με τα ελαττώματα που βρίσκονται στα άκρα της. Παραδείγματος χάριν, ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία υπάρχει το θάρρος, που είναι προτέρημα!

Ωστόσο ο μεγάλος φιλόσοφος θεωρείται και ως ο πατέρας της ορυκτολογίας, καθώς στο έργο του «Περί λίθων» αναπτύσσει τις γνώσεις της εποχής γύρω από τα ορυκτά , τα πετρώματα και τους πολύτιμους λίθους, καθώς και την χρησιμότητα τους.

Αυτό το κείμενό του αποτελεί την αρχαιότερη ελληνική γραπτή μαρτυρία στο θέμα,

Οι γνώσεις που έχει ο σύγχρονος κόσμος σχετικά με τις χρωστικές που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα, οφείλονται κυρίως σε πληροφορίες από το έργο του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το 77 μ.Χ. ‘Φυσική Ιστορία’ , που ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Τίτο.

Ωστόσο ο ίδιος ο Πλίνιος αναφέρει πως έχει στηρίξει αυτό το έργο του στο ‘Περί Λίθων’ του φιλόσοφου Θεόφραστου και πρόκειται για το πρώτο γραπτό έργο που περιέγραψε με επιστημονικό τρόπο τα ορυκτά και τις χρήσεις τους.

Σε αυτό το έργο ο Θεόφραστος ενώ πραγματεύεται τα ορυκτά και τις γήινες ώχρες, δεν αναφέρεται καθόλου στα μέταλλα κι αυτό συμβαίνει γιατί υπήρχε ένα άλλο δικό του έργο ‘Περί Μεταλλευομένων’, το οποίο δυστυχώς δεν έφτασε στις μέρες μας.

Ο Θεόφραστος στο ‘Περί Λίθων’ αναφέρει πολλές πληροφορίες σχετικά με θέσεις μεταλλείων που παρήγαγαν πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό, ασήμι, χαλκό ή σίδηρο, όμως αυτό γίνεται απλά σαν αναφορά στον τόπο που υπήρχαν και επειδή είχαν σχέση με τις περιγραφές που έκανε για τα ορυκτά και τις γαίες.

Το 1495 έγινε η πρώτη δημοσίευση του έργου ‘Περί Λίθων’ στην Βενετία, η οποία περιέχεται στην έκδοση των Απάντων του φιλόσοφου Αριστοτέλη. Μια δεύτερη ανατύπωση έγινε το 1552 και μεταφρασμένο στα Λατινικά εκδόθηκε το 1572 στο Παρίσι. Αυτοτελές το Περί Λίθων εκδόθηκε το 1746 στο Λονδίνο από τον Σερ Τζον Χιλ (1714 –  1775)ο οποίος ήταν  Άγγλος συνθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας και βοτανολόγος. Η μετάφραση του Theophrastus History of Stones ήταν και η πρώτη του δημοσίευση και περιελάβανε το αρχαίο κείμενο, με σχόλια επάνω στην χημεία, την γεωλογία και την ορυκτολογία την εποχή του Θεόφραστου.

 Ο Διογένης ο Λαέρτιος πιθανολογείται πως έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, όμως για τη ζωή του, την καταγωγή του, τη μόρφωση του, το σύνολο του έργου του, την προσωπικότητα του, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Ωστόσο στο έργο του « Βίοι και απόψεις επιφανών φιλοσόφων» που γράφτηκαν περισσότερα από τετρακόσια χρόνια μετά την εποχή του Θεόφραστου μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τον μεγάλο φιλόσοφο.

Ο Θεόφραστος (372-287π.Χ.)  , με καταγωγή από την Ερεσό της Λέσβου ήταν σημαντικός φιλόσοφος του 4ου αιώνα π.Χ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τύρταμος, όμως το Θεόφραστος του δόθηκε από τον δάσκαλό του Αριστοτέλη για το «θείο ύφος έκφρασης».

Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε στην Λέσβο από τον σπουδαίο Έλληνα φιλόσοφο Λεύκιππο, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλος του Δημόκριτου και διατύπωσε πρώτος την υπόθεση ότι η ύλη αποτελείται από άτομα.  Η συνέχεια των σπουδών του ήταν επάνω στην Φιλοσοφία στην Ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Πλάτων το 347 π.Χ. ακολούθησε την διδασκαλία του Αριστοτέλη ο οποίος διακρίνοντας τη φιλομάθεια και την ευφυΐα του, τον επονόμασε αρχικά Εὔφραστο και αργότερα Θεόφραστο.

Το  323 π.Χ. μετά την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου όταν ο ιεροφάντης της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντας και η σχολή του Ισοκράτη με τον Δημόφιλο κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια, ο μεγάλος φιλόσοφος κατέφυγε στην Χαλκίδα, στο σπίτι που υπήρχε από την μητέρα του και ήταν τόση η αγάπη και η εμπιστοσύνη που έτρεφε για τον μαθητή του Θεόφραστο ώστε του εμπιστεύτηκε την διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής. Εκτός από αυτό του δώρισε και την μεγάλη βιβλιοθήκη της σχολής που ήταν τόσο καλά οργανωμένη από τον ίδιο ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Στα δεκατρία χρόνια που είχε μείνει ο Αριστοτέλης στην Αθήνα είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο έργο , μοναδικό σε όγκο και ποιοτική αξία.

Ο Θεόφραστος διηύθυνε τη Σχολή επί 25 χρόνια. Στην περίοδο αυτή οι μαθητές της σχολής ξεπέρασαν τις δύο χιλιάδες και σ' αυτούς περιλαμβάνονταν ο Μένανδρος, οι βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος καθώς και ο βασιλεύς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α'.  Ως γνήσιος οπαδός του Αριστοτέλη, ο οποίος δίδασκε πως «ο άνθρωπος φύσει του ειδέναι ορέγεται», ο Θεόφραστος έλεγε πως η μόνη ηδονή χρήσιμη για τον άνθρωπο είναι η έρευνα και η μάθηση. Ετάσσετο κατά του γάμου και θεωρούσε τον έρωτα ασθένεια ψυχής αέργου ενώ  οι λόγοι του ήταν σοφοί και προς το τέλος της ζωής του μελαγχολικοί καθώς πίστευε πλέον ότι ο σύντομος βίος δεν αφήνει τον άνθρωπο να χαρεί όσα διδάχτηκε και να προσθέσει και να μάθει κι άλλα.

Κατά την διάρκεια της ζωής του ο φιλόσοφος φρόντιζε την εξωτερική του εμφάνιση και οπωσδήποτε δεν του έλειπαν οι ισχυροί φίλοι που συχνά τον καλούσαν σε πλούσια γεύματα και ο ίδιος σαν πραγματικός οπαδός της ‘μεσότητος’ γνώριζε να συνδέει το τερπνό μετά του ωφέλιμου.  Αρκετά ηλικιωμένος πλέον εφέρετο με φορείο στο Λύκειο για να διδάξει κι ένοιωθε λύπη γιατί όπως έλεγε , θα πέθαινε κατά την στιγμή που είχε αρχίσει να κατανοεί την φύση για την αδικία της.

Πέθανε περί το 287 π.Χ. και μέχρι το τέλος της ζωής του δίδασκε και εργαζόταν.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του στα παιδιά του αδερφού του Λέοντος, ζήτησε να στηθεί ανδριάντας του διδασκάλου του Αριστοτέλη στο Λύκειο και να μοιραστούν τα οικήματα και ο κήπος στους μαθητές του. Ζήτησε ακόμα να αφεθούν ελεύθεροι οι σκλάβοι του και ο ίδιος να ταφεί σε ένα μέρος του κήπου του Λυκείου χωρίς περιττά έξοδα, κάτι που δεν τηρήθηκε καθώς κατά την ταφή του συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων ακόμα και κάποιων που υπήρξαν πολέμιοί του για τον τελευταίο αποχαιρετισμό .

Χρωματολογία

Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι κατείχαν βαθιές γνώσεις σχετικά με τα χρώματα και τις χρωστικές, όπως αντικατοπτρίζεται κυρίως στο έργο του Βιτρούβιου (VII βιβλίο) και του Πλίνιου (XXXIII, XXXIV και XXXV Βιβλία της Φυσικής Ιστορίας), του Διοσκουρίδη (V βιβλίο) και του Θεόφραστου (Περί Λίθων).

Ο Θεόφραστος στο έργο του Περί Λίθων, έχει ένα πλήθος αναφορών για τα ορυκτά και τις γαίες,  υλικά που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στην εποχή του για να παράγουν χρωστικές.  Σε αυτό το έργο έχουμε την αρχαιότερη γραπτή πηγή που κατηγοριοποιεί τις ορυκτές χρωστικές, με βάση την κατάταξη που οι ίδιοι οι ζωγράφοι τις χρησιμοποιούσαν και  που περιγράφει εκτενώς τις ιδιότητες ξεχωριστά κάθε μιας από αυτές.

Στο λεπτομερές αυτό έργο βασίστηκαν ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στην ‘Φυσική Ιστορία’, ο Μάρκος Βιτρούβιος Πολλίωνας, Ρωμαίος συγγραφέας, αρχιτέκτονας και μηχανικός , ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος που ήταν ένας σημαντικός ΄Ελληνας Ιατρός, Ριζοτόμος, Φαρμακοποιός - Φαρμακολόγος και Βοτανολόγος. και άλλοι μεταγενέστεροι ερευνητές και φιλόσοφοι.  Οι πραγματείες των τεσσάρων αυτών ερευνητών-συγγραφέων, παρείχαν τα θεμέλια για την Ευρωπαική ζωγραφική της Αναγέννησης από τον 15ο αιώνα ειδικά όταν εμφανίστηκαν σε έντυπη μορφή με την εφεύρεση του τυπογραφείου.

Σχεδόν 40 χρωστικές έχουν περιγραφεί από τους συγγραφείς των τεσσάρων γνωστών πραγματειών που έχουν διασωθεί από τον 1ο αιώνα π.Χ. και μ.Χ.  Αυτές οι περιγραφές των χρωστικών από τον Θεόφραστο, τον Βιτρούβιο, τον Πλίνιο και τον Διοσκουρίδη είναι μια πλήρης πρωτογενής πηγή των χρωστικών ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν στη ζωγραφική τοιχογραφίας και πάνελ.

Το βιβλίο του Θεόφραστου Περί Λίθων που γράφτηκε το 315 π.Χ. θεωρείται ακόμα και στις μέρες μας εγχειρίδιο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας.

Η φύση και η προετοιμασία του Αιγυπτιακού Μπλε (αιγύπτιος κυανός στη διατύπωσή του)

Για το μπλε: «[…] Όπως υπάρχει και φυσικό και μια τεχνητή κόκκινη ώχρα, άρα υπάρχει γηγενής κυανός και ένα βιομηχανοποιημένο είδος, όπως αυτό στην Αίγυπτο. Υπάρχουν τρία είδη κυανού, το Αιγυπτιακό, το Σκυθικό και το Κυπριακό. Το αιγυπτιακό είναι το καλύτερο για την παρασκευή καθαρών χρωστικών, το σκυθικό για πιο αραιό μείγμα χρωστικής. Η Αιγυπτιακή ποικιλία είναι κατασκευαζόμενη (τεχνιτή) και όσοι γράφουν την ιστορία των βασιλιάδων της Αιγύπτου δηλώνουν ποιος ήταν εκείνος ο βασιλιάς που πρώτος κατασκεύασε λιωμένο κυανό σε μίμηση του φυσικού ορυκτού είδους.

Η αναφορά του Θεόφραστου για τον κατασκευασμένο Κυανό (το Αιγυπτιακό Μπλε) είναι σημαντική γιατί παρέχει πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή του, για μίμηση της γηγενούς πέτρας (Lapis Lazuli). Το παραγόμενο χρώμα μπορεί να διαχωριστεί σε τέσσερις αποχρώσεις του μπλε από το πιο σκούρο στο πιο φωτεινό ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων. Όσοι αλέθουν χρωστικά υλικά λένε ότι ο ίδιος ο κυανός στην πρώτη άλεση σχηματίζεται από τα πιο λεπτά σωματίδια και είναι πολύ χλωμός, ενώ στην δεύτερη άλεση αποτελείται από τα μεγαλύτερα σωματίδια και είναι σε πολύ σκοτεινή απόχρωση.

Δίνεται η συνταγή για το Lead White (ψιμύθιο στη διατύπωσή του)

Σχετικά με το λευκό: γράφει ο Θεόφραστος «[…] και έτσι είναι ανθρακικός μόλυβδος. Μόλυβδος σε μέγεθος τούβλου τοποθετείται σε βάζα πάνω από ξύδι, και όταν αυτό αποκτήσει παχύρρευστη μάζα, την οποία γενικά κάνει σε δέκα μέρες, μετά ανοίγουν τα βάζα και ένα είδος καλουπιού ξύνεται από το μόλυβδο, και αυτό γίνεται ξανά μέχρι να εξαντληθεί όλο. Το τμήμα που ξύνεται είναι αλεσμένο σε γουδί και μεταγγίζεται συχνά, και ό,τι τελικά μένει στο κάτω μέρος υπάρχει λευκός μόλυβδος». Αυτή η  συνταγή για την παρασκευή του Lead White είναι η αρχαιότερη γραπτή ελληνική πηγή, ενώ η σύνθεση του Αιγυπτιακού γαλάζιου ή Κυανού είναι το αρχαιότερο από το 3ο χιλιετία π.Χ.

 ΧΡΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Τοποθεσίες Ορυκτών και Γαιών.

Οι σύγχρονοι ερευνητές με βάση το έργο του Θεόφραστου, θέλησαν να τεκμηριώσουν κατά πόσο ισχύουν οι αναφορές του επάνω στα αντίστοιχα ορυκτολογικά είδη, να δώσουν απαντήσεις σχετικά με την κίτρινη ώχρα σε σχέση με την χρυσή Σανδαράχη και να αξιολογήσουν τις συγκρίσεις που κάνει ο συγγραφέας σχετικά με την ποιότητα των διαφόρων γιαών, όπως πχ. Η ποιότητα της μίλτου της Κέας σε σύγκριση με την Μήλια γη.  Για να γίνει αυτό συλλέχθηκαν δείγματα από τις ορυκτές χρωστικές στους τόπους που αναφέρει ο Θεόφραστος κι ήταν μια συστηματική συγκέντρωση ετερογενούς υλικού από δεκάδες διαφορετικές τοποθεσίες.

Οι Ώχρες βρίσκονται σε αφθονία σε πάρα πολλά μέρη, όμως οι καλύτερες ποιότητες ήταν στην Σινώπη του Πόντου, που ήταν μονόχρωμη χωρίς πέτρες και έδινε μια υπέροχη χρωστική,  ενώ υπήρχε και το Τσαβουσίν (Καππαδοκία) όπου έδινε κίτρινη και κόκκινη ώχρα.  Στην Κύπρο το ορυχείο της Σκουριώτισσας έδινε κίτρινη ώχρα, ενώ τα μεγαλλεία του Λαυρίου έδιναν εκτός από κίτρινη ώχρα, αιματίτη, μαλαχίτη, αζουρίτη. Χρυσόκολλα (μαλαχίτης)  υπήρχε από το ορυχείο Εϊλάτ στο σημερινό Ισραήλ, Καολίνη από την Μήλο, κιννάβαρι από το Αλμάντεν της Ισπανίας και από το ορυχείο Ελμπρούζ του Καυκάσου.  Από τον Καύκασο και το ορυχείο Ελμπρούζ έβγαινε κιννάβαρι και όρπιμεντ, ενώ από την κοιλάδα Κόκτσα του Αφγανιστάν ερχόταν ο πανάκριβος Λαζουρίτης. Υπήρχε μια ακόμα ποικιλία Λαζουρίτη από την λίμνη Βαϊκάλη της Σιβηρίας, όμως ήταν σε κατώτερη ποιότητα από τον Λαζουρίτη του Αφγανιστάν.  Η Λήμνος έδινε πηλό και αιματίτη, ενώ και η Κέα έδινε αιματίτη.  Από την Αρμενία ερχόταν η καλύτερη ποιότητα μαλαχίτη (chrysocolla), με δεύτερη ποιότητα να έρχεται από την Μακεδονία και μετά από την Κύπρο. Η Αρμενία επίσης στέλνει μια ουσία που φέρει το όνομά της: Αρμένιο. Πρόκειται για χρωστική με απόχρωση πράσινο προς μπλε και πιστεύεται πως πρόκειται για ένα  συνδυασμό αζουρίτη και μαλαχίτη, καθώς συχνά αυτά τα δυο ορυκτά απαντώνται μαζί στη φύση.  Από την Μυσία στον Ελλήσποντο και από την Καππαδοκία ερχόταν το αρρενικόν ή αλλιώς  sandaracha ή Realgar .

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΡΩΣΤΙΚΩΝ   ΟΠΩΣ ΔΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ  ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΕΣ

 Η επεξεργασία των χρωστικών που προέρχονται από φυσικές πηγές είναι μία σχετικά απλή διαδικασία, η οποία εξαρτάται από την σύσταση και την καθαρότητα των πρώτων υλών. Περιλαμβάνει το πλύσιμο και την απομάκρυνση των προσμίξεων, βαρυμετρικό διαχωρισμό ή εμπλουτισμό με επίπλευση, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή συγκέντρωση οξειδίων του σιδήρου και την λειοτρίβηση του τελικού προϊόντος. Η διαδικασία αυτή συχνά επιτελούνταν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.

Λευκές χρωστικές

Λευκές Γαίες – Φυσικές, Ορυκτές.

Λήμνια γη. υλικό με ποικίλες φαρμακευτικές ιδιότητες. Είχε αιμοστατική δράση, θεράπευε τη δυσεντερία, ανακούφιζε το έλκος στομάχου, εξουδετέρωνε το δηλητήριο των φιδιών και ως αλοιφή ήταν κατάλληλη για τις φλεγμονές των οφθαλμών

Λευκός μόλυβδος ή Κερουσίτης . Ceruse ή οξικός μόλυβδος, «Ψιμίθιο».  Απόχρωση Άχρωμο, λευκό, ανοικτοκίτρινο, γκρίζο, μαύρο αν περιέχει εγκλείσματα.

Ανουλάρε, anulare, ring-white. Παρασκευάζεται από μία κρητίδα με προσθήκη κάποιου είδους γυαλιού σε σκόνη και έχει χρησιμοποιείται ως καλλυντικό

Ερέτρια Γη, Eretria terra, eretrian earth. Λευκό χρώμα με σταχτί απόχρωση.

Κρητίς, creta, λευκή γη.

Μηλία Γη, μηλιάς, milenum. Χαρακτηρίζεται ως η καλύτερης ποιότητας λευκή χρωστική, προερχόμενη από τη Μήλο.

Παραιτόνιον, paraetunium. Προέρχεται από περιοχή κοντά στην Αλεξάνδρεια, κατά την περιγραφή του Πλίνιου (Φ.Ι., 5ο Βιβλίο, παρ.33), στη σημερινή Μαρσα

Ματρούχ στην Κυρηναϊκή. Πρόκειται για CaCO3, που περιέχει και SiO2, Mg και PO4, θαλάσσιας προέλευσης.

Ψιμύθιον, cerrussa. Τεχνητή χρωστική, χρησιμοποιήθηκε ως καλλυντικό. 

Κόκκινες Χρωστικές

Κόκκινες γαίες, ώχρες – Φυσικές, Ορυκτές.

Καμένη κόκκινη ώχρα – Τεχνητή.

Ερυθρόδανο, rubia, ρουβία η βαφική, rubia tinctoria, ριζάρι. Πρόκειται για φυτική

βαφή.

Κιννάβαρι, cinnabaris. Πρόκειται για τον θειούχο υδράργυρο, HgS.

Κιννάβαρι Ἰνδικόν, cinnabaris Indica, dragon’s blood. Είδος ρητίνης προερχόμενο από τον καρπό του φυτού calamus draco W.

Μιλτος, rubrica. Γενικότερος όρος αναφερόμενος στις κόκκινες χρωστικές (αναλυτικότερα Χρωστικές Οξειδίων του Σιδήρου).

Μίνιο, minium, red oxide of lead, red lead.

Σανδαράχη, sandaracha, realgar. Πρόκειται για το θειούχο αρσενικό (As2S2).

Σινωπική και Sinopis: Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Θεόφραστο για να περιγράψει ένα είδος κόκκινης γης που προέρχεται από την Καππαδοκία και μεταφερόταν μέσω του λιμανιού της Σινώπης που βρίσκεται στη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Ο Πλίνιος χρησιμοποιεί τον όρο sinopis με μια γενικότερη χροιά, για να περιγράψει την κόκκινη γη διαφόρων προελεύσεων. Ο Διοσκουρίδης (V, 111) χαρακτηρίζει την σινωπική μίλτο ως ηπατίζουσα, στο χρώμα δηλαδή του ήπατος.

 Ύσγινον, hysgino. Βαφή προερχόμενη από το φυτό υσγή. Πιθανόν ταυτίζεται με το κρεμέζι.

Ψιμύθιο καυστό, cerussa usta, Pb3O4. Τεχνιτή Σανδαράχη με απόχρωση κόκκινη έως πορτοκαλί.

 Ώχρα ψημένη, ochre exusta. Κόκκινη χρωστική τεχνιτής προέλευσης, η οποία παρασκευάζεται με θέρμανση της ώχρας (βλ. αναλυτικότερα Χρωστικές Οξειδίων του Σιδήρου).

Kermes, Coccus – Τεχνητό, ζωική.

Syricum – Τεχνητό. Ένα μείγμα κόκκινη βαφής (ανήκει στις χρωστικές Οξειδίων του Σιδήρου). Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Πλίνιο (35ο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας, παρ. XXIV): «Στα τεχνητά χρώματα περιλαμβάνεται και το syricum, για το οποίο είπαμε ότι χρησιμοποιείται σαν ένα υπόστρωμα πάνω από το οποίο περνάμε το μίνιο. Παράγεται από σινωπική μίλτο ανακατεμένη με σάνδικα»  Επομένως, το syricum είναι μίγμα σινωπικής μίλτου με σάνδικα

Σάνδυξ, Sandyx : Αναφέρεται στο έργο του Πλίνιου «Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής», sandyx στο πρωτότυπο (35ο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας, παρ. ΧΙΙ,

ΧΧΙΙΙ, ΧΧVI), περιγράφοντας ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα. Κατατάσσει την σάνδικα στα τεχνητά χρώματα και παραθέτει και τον τρόπο παρασκευής της: «Αν κάψουμε ψιμύθιο14 ανακατεμένο με ίση ποσότητα μίλτου παράγει τη σάνδικα, ενώ ο Βιργίλιος θεωρούσε τη σάνδικα κάποιου είδους χόρτο.

Haematites από την ελληνική λέξη «αίμα»  : Αναφέρεται από τον Πλίνιο για να περιγράψει το αντίστοιχο ορυκτό, αλλά δεν προβάλλεται η χρήση του ως χρωστική ύλη.

Κίτρινες ώχρες Φυσικές, Ορυκτές.

Κίτρινη Ώχρα και Ochra ή Sil: Ο Θεόφραστος χρησιμοποιεί τον όρο ώχρα για να περιγράψει τα κίτρινα οξείδια του σιδήρου. Η καλύτερη ποιότητα αναφέρει, προέρχεται από την Αττική, αλλά ήδη από την εποχή του είχε εξαντληθεί (27 π.Χ.), καθώς η χρήση της ήταν εκτεταμένη.  Η θέρμανση της κίτρινης ώχρας σε θερμοκρασίες άνω των 300 ο C έχει ως αποτέλεσμα την παρασκευή πορτοκαλί ή κόκκινων χρωστικών, με μετατροπή του Γκαιτίτη σε Αιματίτη, μία τεχνική γνωστή από την αρχαιότητα, όπως περιγράφεται και από τον Θεόφραστο.

Λιθάργυρος,  Litharge, Μονοξείδιο του μολύβδου. Απόχρωση Ερυθρό, πορτοκαλέρυθρο, κίτρινο.

Κίτρινη Σανδαράχη, Orpiment – Φυσικό, Ορυκτό.

Υσίγγινο,  Hysginum . Σκούρο φυτικό χρώμα που λαμβάνεται από το φυτό ὕσγη.

Ἀρσενικόν, αρρενικόν, auripigmentum, orpiment, κίτρινη σανδαράχη, θειούχο αρσενικό, As2S3.

Λειμονίτης,  με αργιλικά ορυκτά συχνά χαρακτηρίζεται ως ώχρα. Ο όρος ξανθή (ώχρα ξανθή) που συναντάται στον Θεόφραστο (Περί Λίθων, 37), είναι πιθανόν να συμπίπτει με τον γενικό όρο Λειμονίτη.

Λιθάργυρος . Είναι το  μονοξείδιο του μολύβδου (Colour Index είναι Pigment Yellow 46)

Πράσινες Χρωστικές

Αππιανό, πράσινη γη,     terre vert, terra verde. Μείγμα  ορυκτών, με κυριότερα τον Σελαδονίτη και τον Γλαυκονίτη. Ο Βιτρούβιος (VII, 7) αναφέρει μία χρωστική την οποία αποκαλεί creta viridis (πράσινος πηλός) ή Theodoteion, που πιθανώς ταυτίζεται με την πράσινη γη. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, στο έργο του Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής αναφέρεται στο αππιανό, ως κάποια φτηνή απομίμηση του μαλαχίτη.

Ιός χαλκού, aerugo, verdigris, σκωρία χαλκού (βασικός οξικός χαλκός [(CuC2H3O2)2∙H2O]).

Χρυσόκολλα, chrysocolla. Πρόκειται για μαλαχίτη, βασικό ανθρακικό χαλκό [CuCO3∙Cu(OH)2].

Μαλαχίτης – Φυσικός, Ορυκτός.

Verdigris . Άλατα χαλκού του οξικού οξέος, δηλητηριώδες με απόχρωση από πράσινο έως γαλαζοπράσινο ανάλογα με τη χημική τους σύσταση.

Μπλε Χρωστικές

Αζουρίτης, Φυσικός

Κύανος, caeruleum. Γενικός όρος για την περιγραφή των μπλε χρωστικών, συμπεριλαμβάνει τον αζουρίτη, το lapis lazuli και το αιγυπτιακό μπλε.  Ο Θεόφραστος στο Περί Λίθων (31, 37, 39, 40, 51, 55) διακρίνει τον φυσικό από τον τεχνητό κύανο, και αναφέρει ότι υπάρχουν τρία είδη: ο αιγυπτιακός (ὁ Αἰγύπτιος), που ήταν τεχνητός (σκευαστὸς), ο κυπριακός (ὁ Κύπριος), που ήταν φυσικός και ο σκυθικός (Σκύθης), επίσης φυσικός.

Αιγυπτιακό μπλε – Τεχνητό, Κατασκευασμένο.

Indigo – Τεχνητό, Φυτό.

Αρμένιο. Χρωστική με πράσινο προς μπλε, πιστεύεται πως πρόκειται για ένα συνδυασμό αζουρίτη και μαλαχίτη, καθώς συχνά τα δύο ορυκτά απαντούν μαζί στη φύση.

Ινδικό, indico, indigo, λουλάκι. Βαφή φυτικής προέλευσης (indigofera tinctoriaL.)

 Ίσατις η βαφική, vitrum, woad, Isatis tinctoria. Βαφή που προέρχεται από φυτό που ευδοκιμεί στην Ευρώπη.

Κύανος, caeruleum. Γενικός όρος για την περιγραφή των μπλε χρωστικών, συμπεριλαμβάνει τον αζουρίτη, το lapis lazuli και το αιγυπτιακό μπλε.

Μωβ Ιώδεις Χρωστικές

Murex and whelks, Buccinum undatum.

Πορφύρα, purpurissum, tyrian purple. Προέρχεται από τον θαλάσσιο οργανισμό του γένους Muricidae, με χαρακτηριστική ένωση το 6,6’-διβρωμοϊνδικό.

Αιματίτης, συμπαγές, λεπτόκοκκο ορυκτό με κρυσταλλική δομή . Αποχρώσεις Μεταλλικό γκρι, θαμπό έως λαμπερό "κόκκινο της σκουριάς", , γκρι από χάλυβα έως μαύρο

Μαγγάνιο,  Πυρολουσίτης ή διοξείδιο του μαγγανίου

Το Orcein ( μωβ βρύα). Γνωστή βαφή στους αρχαίους Έλληνες, παρασκευαζόταν από μια μεσογειακή λειχήνα που ονομαζόταν archil ή βαφής ( Roccella tinctoria ), σε συνδυασμό με ένα αμμωνιακό , συνήθως ούρα.

The Black Pigments – Artificial, Plant. Μαύρες Χρωστικές

Φωτιστικό μαύρο

Vine μαύρο

Ivory bla

Αμπελίτις, ampelitis. Πρόκειται για μαύρη γαιώδη χρωστική.

Atramentum sutorium. Σημαίνει μια πολύ μαύρη, συνήθως υγρή, ουσία όπως πχ το μελάνι κεφαλόποδων. Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Πλίνιο για το μελαντηρίτη ή βιτριόλιον, δηλαδή τον ακάθαρτο θειικό σίδηρο. Μέλαν, atramentum. Μαύρες χρωστικές του άνθρακα. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο γραφίτης, το Lampblack (από άνθρακα που συλλέγεται από επικαθίσεις αιθάλης), το carbon black (από καύση ή πυρόλυση φυσικού αερίου ή λαδιού), άνθρακας από απανθράκωση φυτικών υλικών (όπως το τρύγινον, tryginum, ή vine-black, από στέμφυλα), ζωικός άνθρακας (Eλεφάντινον, Ivory black και Bone black)

 

ΥΓ. Η Καππαδοκία που αναφέρει ο Θεόφραστος στο «Περί Λίθων», πιθανόν δεν ταυτίζεται με την

σημερινή, αλλά μάλλον πρόκειται για τα μεταλλεία σιδήρου της Τοκάτης και Αμισού στον Πόντο.

 

 

 

Εναλλακτικός τίτλος  Chromatology of Theophrastus from Eressos: Analyses-identification and contribution to the works of cultural heritage  Συγγραφέας Διατριβή  του :  Κατσαρός, Θωμάς του Θεμιστοκλή

Ίδρυμα  Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών. Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών. Τομέας Αρχαιολογίας. Εργαστήριο Αρχαιομετρίας

https://freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=53283&lang=el#p=8

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CF%8C%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82

https://painterspalettes.net/1st-century-colour-palettes/

https://ikee.lib.auth.gr/record/287660/files/GRI-2017-18493.pdf




Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...