Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόκκινο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόκκινο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17.9.23

ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ

 

Φανταστείτε πως για χιλιάδες χρόνια δηλητηριώδη φυτά και τοξικά ορυκτά χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική, στην βαφή υφασμάτων, στο μακιγιάζ, στην δερματοστιξία, στην γεωργία και σε εκατοντάδες άλλες χρήσεις ακόμα και στην Ιατρική.

Ορισμένα από αυτά τα υλικά ήταν θανατηφόρα, άλλα προκαλούσαν ανίατες ασθένειες, όμως ειδικά οι χρωστικές έμοιαζαν να είναι αναντικατάστατες για χιλιετίες, ακόμα κι όταν υπήρχαν παρόμοιες αποχρώσεις από μη τοξικά υλικά κι έτσι έφτασαν να τις χρησιμοποιούν μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Μια από αυτές τις χρωστικές είναι η Σανδαράχη.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος στο έργο του "Περί Λίθων" αναφέρει το αρρενικό (αρσενικό), ενώ ο Διοσκουρίδης στο "περί ύλης ιατρικής" το αναφέρει ως αρρενικόν σχιστόν , με χρυσαφίζον χρώμα.

Πρόκειται για μια από τις μορφές του Αρσενικού, το ορυκτό Σανδαράχη (λατινικά sandarach) ή αλλιώς Realgar ( από το αραβικό rahj al ghar-σκόνη του ορυχείου) ή άλλες πηγές του δίνουν την αραβική λέξη rahg-al-far («σκόνη αρουραίων») που είναι δίδυμο με το χρυσοκίτρινο ορυκτό Orpiment (από το λατινικό auripigmentum, aurum- χρυσός+pigmentum-pigment, ή Auripigment) επίσης θειούχο αρσενικό με χαρακτηριστική οσμή θείου από το δισουλφίδιο αρσενικού που αποτελείται και σχηματίζεται ως υποπροϊόν αποσύνθεσης του Realgar ή με εξάχνωση.

Μην σας μπερδεύουν οι πολλές ονομασίες, μιλάμε για δίδυμα ορυκτά που σχηματίζονται στα ίδια γεωλογικά περιβάλλοντα κι έχουν τις ίδιες φυσικές ιδιότητες και χρήσεις. Ότι γράφεται για την Σανδαράχη (Realgar) ισχύει και για το Orpiment.

Είναι ορυκτά αρκετά συνηθισμένα στην φύση, τοξικά, μη υδατοδιαλυτά, (στο νερό είναι πολύ τοξικά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) και φωτοευαίσθητα σε μορφή κρυστάλλων, με έντονο πορτοκαλοκόκκινο, κόκκινο, κίτρινο έως χρυσαφί χρώμα, αν και πολλές φορές τα συναντάμε και σε μορφή σκόνης, γιατί οι ασταθείς κρύσταλλοι της κόκκινης Σανδαράχης - Realgar αποσυντίθενται με την μακρόχρονη έκθεσή τους στο φως και μετατρέπονται σε pararealgar ( γ -As 4 S 4 ) που είναι πορτοκαλοκίτρινο .

Στη φύση, η κόκκινη Σανδαράχη (Realgar) εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με άλλα ορυκτά θειούχου αρσενικού όπως το pararealgar και το orpiment (As 2 S 3) ( Realgar του AsS). Εκτός από τα οξειδωμένα τμήματα των φλεβών του αρσενικού που συναντάμε τα δυο ορυκτά, εμφανίζονται και σε συνδυασμό με κοιτάσματα κιννάβαρης (HgS) και αντιμονίου και ως εξαχνώματα από ηφαίστεια, ιδιαίτερα από τον Βεζούβιο, τα Φλεγραία Πεδία που είναι μια μεγάλη καλντέρα διαμέτρου 13 χιλιομέτρων κοντά στη Νάπολη και τα Νησιά του Αιόλου στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα.

Το orpiment και το realgar ανήκουν στα σουλφίδια του αρσενικού καθώς ένα από τα βασικά συστατικά στην σύνθεσή τους είναι το τριοξείδιο του αρσενικού, που είναι ακόμα πιο τοξικό από το θειούχο αρσενικό και απορροφάται πιο εύκολα και συνήθως εμφανίζονται μαζί στη φύση. Τα δυο ορυκτά (ως καθαρές ουσίες) ταξινομούνται ως οξέα τοξικά κατηγορίας 3, σύμφωνα με την ταξινόμηση GHS. Επομένως δεν φθάνουν στην τοξική δράση άλλων ενώσεων αρσενικού εάν είναι σε καθαρή μορφή.

Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές που προειδοποιούν για την υψηλή τοξικότητα της χρωστικής ουσίας.

Το 1738 ο Sprong το περιέγραψε : «Royal Yellow: Αυτό είναι κατασκευασμένο από τα καλύτερα κομμάτια χρωστικής ουσίας και επομένως είναι πολύ δηλητηριώδες.

Ο χρήστης λοιπόν δεν πρέπει να το πλησιάσει και να το μυρίσει κρατώντας τη μύτη από πάνω του». Ο Βαλεντίν Μπολτς προειδοποιεί επίσης ρητά στο διαφωτιστικό του βιβλίο του 1549: «Και προσέξτε να μην γλείψετε ένα στυλό αυτού του χρώματος, γιατί είναι επιβλαβές». Ο Cennini το περιγράφει ως "propio tosco", πραγματικά δηλητηριώδες, και σε πολλά βιβλία (Schramm) και λίστες από κατασκευαστές χρωστικών (Kremer) ταξινομείται ως δηλητήριο κατηγορίας 1 ή 2.

Ωστόσο, υπάρχει επίσης η δήλωση ότι το τριθειώδες αρσενικό δεν είναι πολύ τοξικό. Όπως είναι στο νερό και το υδροχλωρικό οξύ είναι αδιάλυτο, δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον οργανισμό ή μόνο σε μικρές ποσότητες. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εντοπίζονται στη «μόλυνση» με το προϊόν διάσπασης αρσενικό (As 2 O 3 ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως διάσημο (αυτοκτονικό) δηλητήριο

 Στην καθαρή κρυσταλλική του μορφή το Realgar είναι λαμπερό κόκκινο αλλά όταν αλέθεται γίνεται πορτοκαλί. Το Orpiment ενώ έχει καλή κάλυψη σαν χρωστική και έντονο χρυσαφί χρώμα είναι ασταθές και αλλοιώνεται από τα οξέα.

Η Σανδαράχη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως χρωστική ουσία, λόγω του λαμπερού πλούσιου χρώματος της, αν και πιο δημοφιλές ήταν το συγγενές Orpiment.

Ο τρόπος που έπαιρναν από τα αρχαία χρόνια την χρωστική από τους κρυστάλλους ήταν η καθίζηση. Μετά την εξαγωγή τους από τα ορυχεία τα ορυκτά χωρίζονταν και τα συνέθλιβαν αλέθοντάς τα με νερό. Με αυτόν τον τρόπο πλενόταν τα ορυκτά και η χρωστική διαχωριζόταν με την καθίζηση.

Υπάρχει και η συνθετική παραγωγή χρωστικής με την θέρμανση ενός μείγματος οξειδίου του αρσενικού και θείου που προκαλεί την εξάχνωση της χρωστικής και ανάλογα με την διακύμανση των αναλογιών παίρνουμε Realgar ή Orpiment

 Οι κόκκινοι λαμπεροί κρύσταλλοι του ορυκτού έμοιαζαν τόσο πολύ με κόκκινους πολύτιμους λίθους ώστε συχνά το ονόμαζαν «ρουμπινί θείο» και «ρουμπινί αρσενικό» μόνο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν πολύτιμος λίθος γιατί ήταν ένα μαλακό ορυκτό που τριβόταν εύκολα σε μια αστραφτερή κόκκινη σκόνη, που έγινε από τις πιο αγαπητές και εμπορεύσιμες χρωστικές.

Η Σανδαράχη ταξίδευε σε όλο τον αρχαίο κόσμο για την παραγωγή χρωμάτων. 

Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν και από τις πιο επικίνδυνες ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από χρωστικές για τοιχογραφίες, καλλυντικά ή ακόμα και σαν φάρμακα.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι κοιτάσματα Realgar είχαν βρεθεί στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ ο Βιτρούβιος ανέφερε ότι τα καλύτερα κοιτάσματα βρισκόταν στον Πόντο, μια περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Υπήρχε ένα ακόμα γνωστό κοίτασμα κοντά στο Puteoli (σημερινό Pozzuoli) στη νότια Ιταλία

Ο Έλληνας ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι λόγω του υψηλού ποσοστού θανάτων μεταξύ των μεταλλωρύχων, στα ορυχεία της Σανδαράχης χρησιμοποιήθηκαν μόνο κατάδικοι, ίσως και γι’ αυτό τα ορυχεία του θανατηφόρου ορυκτού έμεναν για αρκετό χρόνο ανενεργά.

Ωστόσο εκτός από χρωστική οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το Orpiment και στην φαρμακολογία αν και γνώριζαν την τοξικότητά του,  πιστεύοντας πως ένα ‘ρόφημα’ από την κίτρινη σκόνη θωράκιζε τον οργανισμό κι απέτρεπε τις ασθένειες.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η τοξική κίτρινη ουσία όταν αναμιγνύεται με νέφτι και κάποια τροφή είναι αποτελεσματική θεραπεία για τον βήχα!

Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, το Realgar είναι ένα είδος «κρασιού» που παρασκευάζεται με αλεσμένη σκόνη realgar (As2S2), που συνήθως πίνεται στο Φεστιβάλ Dragon Boat, ενώ χρησιμοποιείται και για την καταπολέμηση των παρασίτων και των σκουληκιών. Αλεσμένο Realgar ήταν και το αντίδοτο για πληγές από δηλητηριασμένα βέλη. Μια ακόμα χρήση του ήταν σαν εντομοκτόνο!

Dragon Boat Festival rice dumpling wine jar, ink painting bamboo background,

Chinese characters are Dragon Boat Festival and realgar wine Pro Vector

Το Realgar χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και ως «ινδική λευκή φωτιά» σε  πυροτεχνήματα, καθώς καίγεται με την προσθήκη θείου μαζί με έναν οξειδωτικό παράγοντα όπως το νιτρικό κάλιο με μια φωτεινή λευκή φλόγα. Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή πεποίθηση, ουσίες που είναι δηλητηριώδεις για τα έντομα λέγεται ότι διώχνουν τους δαίμονες, γι' αυτό και το auripigment και το realgar χρησιμοποιούνταν και σαν θυμίαμα.

Οι Ίνκας και οι Αζτέκοι ήταν ήδη εξοικειωμένοι με την αντισηπτική δράση του Realgar, το χρησιμοποιούσαν για τη σύφιλη και τη λεϊσμανίαση, μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους μια σημαντική χρήση του Realgar ήταν στην βυρσοδεψία που το χρησιμοποιούσαν για να αφαιρούν τις τρίχες κατά την επεξεργασία των δερμάτων.

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη παράλληλα με την ζωγραφική το Realgar χρησιμοποιήθηκε σαν δηλητήριο για τρωκτικά και σαν εντομοκτόνο.

Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η χρυσαφένια λάμψη των κίτρινων κρυστάλλων της Σανδαράχης από τους Αλχημιστές όλου του τότε γνωστού κόσμου, που έψαχναν μανιωδώς τον τρόπο και το υλικό για να παρασκευάσουν χρυσάφι!

Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Πλίνιος αποκαλεί τον κόκκινο μόλυβδο "ψευδή σανταράχ" και υποστήριζε ότι αληθινό σανδαράχ είναι το σπάνιο πορτοκαλοκόκκινο Realgar που εμφανίζεται σε μεταλλεύματα μολύβδου και αργύρου μαζί με Orpiment.

Για τους αρχαίους Αιγυπτίους το κίτρινο χρώμα θεωρούνταν υποκατάστατο του χρυσού, το υλικό που σχετίζεται με τον ήλιο και το δέρμα των Θεών (ενώ για το κόκκινο θεωρούσαν ότι αντιπροσώπευε το τονικό χρώμα της ανδρικής σάρκας και χρησιμοποιείτο για να υποδηλώνει την καταστροφή, την έρημο και την δύση του ηλίου).

Papyrus, 13th century BC, Petrie Museum, University College London

Η παλαιότερη τεκμηριωμένη χρήση αυτών των χρωστικών χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο (16ος έως 11ος αιώνας π.Χ).

Αυτά τα δυο χρώματα βρέθηκαν σε ταφικά αντικείμενα και τοιχογραφίες τάφων και αρχικά τα έπαιρναν από τοπικές κόκκινες και κίτρινες ώχρες, μείγματα αργίλου και οξειδίου του σιδήρου .Αργότερα που η Αίγυπτος συνδέεται εμπορικά με την Εγγύς Ανατολή γίνονται διαθέσιμες νέες χρωστικές ουσίες όπως το έντονο κίτρινο Orpiment (qnit), το λαμπερό κόκκινο ή κοκκινοπορτοκαλί Realgar (Awt-ib)  και το καθαρό πορτοκαλί Pararealgar που ήταν προϊόν διάσπασης του Realgar.  Το συνεχές εμπόριο αυτών των χρωστικών επιβεβαιώθηκε από την ανακάλυψη Orpiment σε ένα σφραγισμένο αγγείο σε ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας .

Πριν από την εποχή του Μέσου Βασιλείου (2055-1650 π.Χ.) το Realgar είχε εντοπιστεί μόνο σε μια πέτρινη στήλη της Δεύτερης Δυναστείας από τη Σακκάρα (Λούβρο E27157). Οι αναλύσεις χρωστικών αντικειμένων του Μέσου Βασιλείου δείχνουν πως το Orpiment είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και το Realgar σχεδόν καθόλου.

Στο φέρετρο el-Bersha του Djehutynakht (11η έως 12η Δυναστεία) εμφανίζεται το Orpiment στην δημιουργία κίτρινων αγγείων, κάτι που δείχνει ότι ο Djehutynakht χαρακτηριζόταν ως Ελίτ στην ταξική ιεραρχία των αρχαίων Αιγυπτίων για να μπορεί να εισάγει χρωστικά υλικά από ένα ξένο Βασίλειο.

Orpiment ως διακοσμητικό στοιχείο βρίσκεται σε μια ξύλινη φιγούρα «φύλακα» από τη Δωδέκατη Δυναστεία, η οποία βρέθηκε στον μη βασιλικό τάφο του Imhotep, ενός «Βασιλικού Σφραγιστή». Το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τα ρούχα της θεότητας..

Orpiment βρίσκεται επίσης σε μια πλειάδα ταφικών αντικειμένων σε μη βασιλικές ταφές, συμπεριλαμβανομένων λίθινων σαρκοφάγων, αγγείων, κανωπικών πιθαίων, λινά σάβανων και παπύρων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Orpiment βρέθηκε επίσης εφαρμοσμένο στενά μαζί με επιχρύσωση σε αντικείμενα όπως μάσκες και φέρετρα.

Η χρήση του κόκκινου Realgar εντοπίζεται σε σημαντικά λιγότερα αντικείμενα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό συμβαίνει γιατί η  στενή συμβολική αναλογία του Orpiment με τον καθαρό χρυσό και τον ήλιο είναι η βάση για την πιο συχνή χρήση του, αν και καμία από αυτές τις χρωστικές δεν ήταν σε γενική χρήση.

Το Realgar έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με άλλες χρωστικές στους τοίχους του βασιλικού τάφου του Amenhotep III. Το καθαρό Realgar έχει βρεθεί κυρίως στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών και το Orpiment και το Realgar έχουν εντοπιστεί χωριστά στους ίδιους παπύρους, ειδικά στον χρωματισμό των ριγέ περιγραμμάτων και στις σχετικές φιγούρες των κειμένων.

Μείγματα Orpiment και του Realgar βρέθηκαν στις τοιχογραφίες του τάφου ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, της Menna, και της συζύγου του Henuttawy (Τάφος TT69), κατά την εποχή του Amenhotep III. Στον τάφο του Hha' Em Het (Χα Εμ Χετ) βρέθηκε μίγμα γκαιτίτη- κίτρινης σανδαράχης.

Από την περίοδο της Αμάρνα ως την περίοδο των Πτολεμαίων υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα αντικειμένων χρωματισμένων με orpiment και realgar. Αυτές οι χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν μόνες τους ή αναμεμειγμένες με ώχρες και βρέθηκαν σε τοιχογραφίες, πάπυρους, διάφορα τελετουργικά αντικείμενα, ακόμα και στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στην Αμάρνα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα χρήσης Orpiment σε αγάλματα, βρίσκεται στο έντονο κίτρινο κεφαλόδεσμο της διάσημης προτομής της Νεφερτίτης.

Από το Μέσο Βασίλειο και μετά η χρήση των Orpiment/Realgar γίνεται πιο συχνή ακόμα και σε μη Βασιλικά , συμβολικά ή τελετουργικά αντικείμενα και εδώ εγείρονται ερωτηματικά γιατί να χρησιμοποιηθούν αυτές οι τοξικές ουσίες, με το θειούχο αρσενικό, σε τόσο ευρείας γκάμας αντικείμενα, όπως καλλυντικά προϊόντα και μακιγιάζ.

Σε θραύσματα τοιχογραφιών της αρχαίας Πομπηίας βρέθηκαν κοινές ώχρες, καφέ, κίτρινες, κόκκινες με βάση τον αιματίτη και γαιθίτη, βρέθηκε αιγυπτιακό μπλε και ίχνη από χρωστικές Orpiment  και  Realgar.

Το Realgar σαν χρωστική χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, που περιγράφεται ευρέως σε χειρόγραφα, είναι η ευαισθησία του στο φως που οδηγεί στο σχηματισμό λευκού τριοξειδίου του αρσενικού (As 2 O 3 )

 Στην Ευρώπη οι χρωστική ουσία του Orpiment εισήλθε στο εμπόριο ως "κίτρινο αρσενικό", "Rush Yellow"  ή "βασιλικό κίτρινο" και γνώρισε μεγάλη άνθιση στην Βενετία του 16ου αιώνα, ενώ εμφανίζεται περιστασιακά μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι vendecolori έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πειραματισμούς με τις χρωστικές και το λαμπερό κίτρινο και πορτοκαλοκόκκινο του Realgar είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της Βενετσιάνικης ζωγραφικής.

Στην Σιξτίνα Μαντόνα του Ραφαήλ (1513) τα ενδύματα έχουν κίτρινο Orpiment κι ίσως είναι αναμεμιγμένο με μπλε για να βγουν οι πράσινες αποχρώσεις.

Paolo Veronese (1528–1588), The Feast in the House of Levi (1573), oil on canvas, 555 × 1280 cm, Galleria dell’Accademia, Venice.  Wikimedia Commons

Στην «Γιορτή στον Οίκο του Λεβί» ,του Πάολο Βερονέζε γίνεται χρήση στα ενδύματα και των δύο χρωστικών, κίτρινης και πορτοκαλοκόκκινης.

Στην «Γιορτή των Θεών», τον πίνακα του Τζιοβάνι Μπελίνι, που μετά τον θάνατό του τον ολοκλήρωσε ο Τιτσιάνο, υπάρχει το Orpiment στα πράσινα και κίτρινα ενδύματα, όσο και το Realgar στα πορτοκαλί.

Ο Βενετός ζωγράφος Τιτσιάνο Βετσέλλιο (1485-1576) που χρησιμοποιούσε μια ασυνήθιστα μεγάλη ποικιλία χρωστικών είχε συμπεριλάβει στην παλέτα του το πορτοκαλί Orpiment και το έντονο κόκκινο του Realgar.

Unknown, Altar Frontal (fully reconstructed) (c 1275-1300), oil on pine panel, 98.5 x 160 cm,

Tingelstad I, Tingelstad, Norway. Photo by Mårten Teigen, Den Fargerike Middelalderen blog,

by Kaja Kollandsrud,

https://kollandsrud.wordpress.com/2012/06/14/frontalet-fra-tingelstad-i-rekonstruert-i-all-sin-herlighet/

Οι εντυπωσιακές χρωστικές έχουν εντοπιστεί σε πολλούς πίνακες της Αναγέννησης, όπως για παράδειγμα στην ζωγραφική του Πάολο Βερονέζε (1528-1588) που χρησιμοποιούσε το Realgar στις σκηνές δωματίων, δίνοντας κόκκινο σε κουρτίνες ή σε στόφες επίπλων, ενώ υπάρχει και εκτεταμένη χρήση των χρωστικών από τον Τιντορέττο (Γιάκοπο Ρομπούστι 1518–1594) και εμφανίζονται στα πρώτα έργα του Ουίλλιαμ Τέρνερ (1775–1851).

Στους Ολλανδικούς πίνακες του 17ου αιώνα είναι συνηθισμένη επιλογή οι έντονες χρωστικές για την απεικόνιση λουλουδιών, ενώ αναμιγνύονται με το μπλε για να δώσουν τόνους τους πράσινου.

Στην Βρετανική ζωγραφική δεν γίνεται τακτική χρήση του Orpiment  και  Realgar και σε πορτραίτα του 18ου αιώνα το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να επισημάνει λεπτομέρειες που χρειαζόταν χρυσό χρώμα.

The Wilton Diptych (c 1395-9), egg tempera on panel, each panel 53 x 37 cm, The National Gallery,

London. Wikimedia Commons.

Στον πίνακα The Wilton Diptych (1395 άγνωστου καλλιτέχνη), ζωγραφισμένος με αυγοτέμπερα, έχουμε ένα παράδειγμα συνδιασμού Orpiment με Indigo

Ωστόσο τα έργα τέχνης ζωγραφισμένα με χρωστικές θειούχου αρσενικού είναι γνωστό ότι επηρεάζονται από φαινόμενα αποδόμησης και οι καλλιτέχνες είχαν επίγνωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο χρόνος σε αυτές τις χρωστικές.

Στο «Mappae Clavicula», ένα μεσαιωνικό κείμενο του 12ου αιώνα, περιγράφεται η ασυμβατότητα των χρωστικών θειούχου αρσενικού με κάποιες άλλες χρωστικές που περιέχουν χαλκό και μόλυβδο. Ακόμα και σε εγχειρίδια καλλιτεχνών όπως το «De groote waereld in 't klein geschildert» του Wilhelmus Beurs και το «Il Libro Dell'Arte» του Cennino Cennini, αναφέρεται αυτή η ασυμβατότητα, όπως και οι αντιδράσεις των χρωστικών που φέρνουν φαινόμενα αποδόμησης του χρώματος, όμως όλα αυτά περιγράφονται σε μικρή χρονική κλίμακα καθώς δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς να γνωρίζουν τα φαινόμενα αποδόμησης που σχετίζονται με μεγαλύτερη χρονική κλίμακα όπως πχ. Με την πάροδο μιας εκατονταετίας και περισσότερο.

Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα των χρωστικών καθώς κάτω από την επίδραση του φωτός, οι διαλύτες που χρησιμοποιούνται στην ζωγραφική αντιδρούν με το Orpiment, έτσι ώστε το χρυσοκίτρινο να αποσυντίθεται με τους αιώνες. Την ίδια επίδραση έχουν και με τους πράσινους τόνους γι’ αυτό και βλέπουμε σε παλιούς πίνακες τοπίων ένα ξεθώριασμα των κίτρινων και πράσινων χρωστικών.

Οπτικές αλλαγές στο χρώμα μπορεί να προκληθούν από απώλεια χρώματος της χρωστικής θειούχου αρσενικού και το σχηματισμό νέων χημικών ειδών, ενώ αυτή η αλλοίωση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές του χρώματος όπως ξεφλούδισμα ή κιμωλίαση. Όλες αυτές οι μορφές αλλοίωσης μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αισθητική βλάβη στα έργα τέχνης.

Μετά τον 18ο αιώνα η χρήση των Orpiment και  Realgar περιορίστηκε καθώς εμφανίστηκαν οι κίτρινες και κόκκινες χρωστικές καδμίου που δεν είχαν τα μειονεκτήματα της Σανδαράχης, την αλλοίωση στο φως, την τοξικότητα ή την ασυμβατότητα με τις άλλες κοινές χρωστικές του μολύβδου και του χαλκού, ενώ από τον 19ο αιώνα συνθετικές χρωστικές αντικατέστησαν στο σύνολό τους τις τόσο επικίνδυνα τοξικές ουσίες αν και υπάρχουν ακόμα στο εμπόριο σε περιορισμένη χρήση πλέον.

Το Orpiment έχει αναφερθεί μερικές φορές ως "mineral sandarak" λόγω της ομοιότητάς του με τη φυσική ρητίνη σανταράκ όσον αφορά το χρώμα και τη λάμψη. μπερδεύεται με το Sandarak (Λατινικά Resina sandaraca), που είναι το χρυσαφένιο ρετσίνι του δέντρου Sandarak «Tetraclinis articulata» ή «αφρικανικό Sandarak» που ανήκει στα διακοσμητικά κυπαρισσοειδή. Το ρετσίνι Sandarak χρησιμοποιείται για την παραγωγή σκόνης θυμιάματος, αλλά κυρίως αλκοολούχων βερνικιών. Σε καλλυντικά προιόντα αναφέρεται ως CALLITRIS QUADRIVALVIS GUM (INCI )

 

Σήμερα η κύρια χρήση του Orpiment είναι ως μετάλλευμα αρσενικού. Η Σανδαράχη χρησιμοποιείται πλέον στην παραγωγή της υπέρυθρης υάλου, σε λινέλαιο, ημιαγωγούς, φωτοαγωγούς, χρωστικές ουσίες και ως πρόσθετη ουσία σε πυροτεχνήματα για να δίνει τις λευκές αστραφτερές λάμψεις.

Η κίτρινη σκόνη του ορυκτού, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Ινδία ως φυτοφάρμακο αλλά και ως αποτριχωτική ουσία!

Δεδομένου ότι η χρωστική ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση του φωτός για να σχηματίσει Realgar και αρσενικό (οξείδιο αρσενικού), τόσο το φυσικό όσο και το τεχνητό χρωστικό συνήθως μολύνονται με αρσενικό, το οποίο είναι καρκινογόνο και ταξινομείται ως πιο τοξικό ωστόσο χρειάζονται ακόμη για την αποκατάσταση παλιών πινάκων.

Οι χρωστικές ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα σχολεία καθώς υπάρχει κίνδυνος κατάποσης, εισπνοής της σκόνης και ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα.

Στην Ελλάδα ορυχεία Σανδαράχης υπήρχαν στην Σαντορίνη και στην Κω, αφού το ορυκτό έχει σχέση με υδροθερμικές και ηφαιστειακές δραστηριότητες. Και στον κόλπο Παλαιοχωρίου της Μήλου η σύσταση των υποθαλάσσιων ιζημάτων αποτελείται από κίτρινη Σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, Θείο και Κινναβαρίτη. 

Φημισμένη ήταν και η Σανδαράχη που υπήρχε κοντά στον Ελλήσποντο (Μυσία).

 

Σανδαράχη _ Realgar=αρσενικό,As4S4

orpiment=αρσενικό, As2S3

Τοξικό με εισπνοή και κατάποση.

Η αποδόμηση του realgar (As 4 S 4 ) περιγράφεται στη βιβλιογραφία ως μια φωτοεπαγόμενη διαδικασία που λαμβάνει χώρα κατά τον φωτισμό με ορατό φως. 

Η οδός αποδόμησης έχει μελετηθεί εκτενώς. Το Realgar πιστεύεται ότι υφίσταται μετασχηματισμό μέσω μιας ενδιάμεσης χ-φάσης (As 4 S 5 ), με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός συνδυασμού para-realgar (As 4 S 4 ) και αρσενόλιθου (As 2 O 3 , με το As στο + 3 κατάσταση οξείδωσης).

Η ακριβής οδός αποικοδόμησης του ορπιμέντου έχει διερευνηθεί λιγότερο εντατικά. Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στο φως έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο σχηματισμό αρσενόλιθου (As 2 O 3 ).

 

Πληροφορίες

Τμήμα Γεωλογίας ΑΠΘ

Oρυκτά, πετρώματα και πολιτισμός-Μιχάλης Νικολάου

Ψηφιακή έκδοση ''Ορυκτά''-Mindat.org

David, Α.R, Edwards, H.G.M., Farwell, D.W. and De Faria D.L.A., 2001.

Raman Spectroscopic Analysis of Ancient Egyptian Pigments,

Archaeometry 43(4), 461-473.

Barbara Boczar ( διδακτορικό στις βιολογικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,

Santa Barbara, JD (νομική) από το Πανεπιστήμιο Stanford και μεταπτυχιακό στην

Αιγυπτιολογία από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ)

Wikipedia


16.8.23

COCHINEAL ( Χρωστική, μέρος Β΄ ) Food and Cosmetics

 

  COCHINEAL ( Χρωστική, μέρος A')

Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος μιλήσαμε για την κόκκινη χρωστική του cochineal ,

την ιστορία και τις χρήσεις της στην κλωστοϋφαντουργία και στην ζωγραφική. Είχαμε

μείνει εκεί που σταματά σχεδόν η ζήτηση της βαφής, καθώς έχει ξεπεραστεί από την

τεχνολογία και τα τεχνικά χρώματα όπως η Ανιλίνη και η Αλιζαρίνη.

 



Ωστόσο....Αν και από τα μέσα του 1800 η χρήση της χρωστικής στην κλωστοϋφαντουργία

μειώθηκε με την εμφάνιση των συνθετικών βαφών, το κοχινεάλ όπως και η συγγενής

Καρμίνη ή καρμινικό οξύ, εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται για να χρωματίσουν

φάρμακα, τρόφιμα χυμούς φρούτων, γιαούρτια, ζελατίνες, παγωτά, κρουασάν, καραμέλες,

κρέατα, πατέ, λουκάνικα,παστουρμά (προστίθεται στο εξωτερικό περίβλημα), σαμπουάν

και αλκοολούχα ποτά όπως το Καμπάρι και καλλυντικά (πχ κραγιόν,ρουζ) 

και το Κοχινεάλ είναι ένα από τα μόνα φυσικά κόκκινα χρώματα που εγκρίνει ο FDA

για χρήση σε τρόφιμα και καλλυντικά

 

Πολλές από τις συνθετικές βαφές αποδείχθηκαν επικίνδυνες για τον άνθρωπο, όταν

λαμβάνονται εσωτερικά μέσω τροφής ή ποτού ή όταν διαρρεύσουν στο σώμα μέσω

του δέρματος. Από την δεκαετία του 1970 οι ανησυχίες για την υγεία σχετικά με αυτά

τα συνθετικά άρχισαν να αυξάνονται, καθώς και από μελέτες σε κύτταρα και ζώα

που υποδηλώνουν ότι ορισμένες χρωστικές μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου . 

Αυτό οδήγησε την τελική απαγόρευση ορισμένων συνθετικών βαφών όπως το Red 2

και το Red 4. Μεταξύ 1967 και 2009, η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ

ενέκρινε σταδιακά το εκχύλισμα κοχίνης και την καρμίνη.

Photo illustration by Jeff Quinn.

(Από την FDA έχει ανακοινωθεί ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάποια

αλλεργία στις ενώσεις που παράγονται από τα Κοχίνια, αλλά σε όχι υψηλότερα επίπεδα

από άλλα αλλεργιογόνα και όσοι έχουν ευαισθησία στην ασπιρίνη, υποφέρουν από

αλλεργίες ή άσθμα καλό είναι να αποφεύγουν αυτές τις χρωστικές).

 

Επόμενο ήταν οι βαφές φυσικής προέλευσης, όπως το καρμινικό οξύ, που γνώριζαν ότι

δεν ήταν καρκινογόνο να γίνουν δημοφιλείς με αποτέλεσμα η παραγωγή του κοχινεάλ

να ενταθεί και πάλι. 

Σήμερα υπάρχουν μεγάλες φάρμες που καλλιεργούν χιλιάδες στρέμματα με τους κάκτους

Opuntia και το cochineal.

Ο μεγαλύτερος εμπορικός παραγωγός του D. coccus cochineal είναι το Περού και

 ακολουθούν το Μεξικό, η Χιλή, η Αργεντινή και τα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας.

Πολλές πτυχές της παραγωγής παραμένουν και σήμερα οι ίδιες όπως ήταν πριν από

χιλιάδες χρόνια.

Τα έντομα καλλιεργούνται, αποξηραίνονται και πωλούνται σε μεταποιητές, οι οποίοι

εκχυλίζουν το καρμινικό οξύ, το οποίο αποτελεί περίπου το 20 τοις εκατό σε ξηρό βάρος

του σώματος του κοχινιακού εντόμου.

Τεράστιοι μύλοι αλέθουν πλέον τα κοχινεάλ σε σκόνη και στην συνέχεια προστίθενται

άλατα για να απομονωθεί η καρμίνη. Το τελικό προϊόν που πωλείται από έντομα κοχίνης,

συνήθως περιέχει 50 έως 60 τοις εκατό καρμινικό οξύ.

 
Έχουν προκύψει όμως ορισμένα προβλήματα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να

καταναλώνουν ζωικές ουσίες και υπάρχει η μεγάλη ζήτηση γι αυτή την φυσική χρωστική,

ώστε δύσκολα μπορούν οι καλλιεργητές να ανταποκριθούν και η τιμή της γίνεται

πλέον ασύμφορη. 

 (Η PETA, ομάδα για τα δικαιώματα των ζώων ζητά να καταργηθεί πλέον η φυσική Καρμίνη).

 Ο Αμερικανικός κολοσσός Starbucks, που χρησιμοποιούσε Καρμίνη σε καφέδες, κέικ

και smoothies, μετά από διαμαρτυρίες απάντησε ότι θα αντικαταστήσει την Καρμίνη με

λυκοπένιο (φυσικό εκχύλισμα ντομάτας). Αλλά και η Αγγλική Premier Foods, των κέικ,

Mr Kipling και σούπες Bachelor που χρησιμοποιεί σε ορισμένα προϊόντα της Καρμίνη

εξέτασε το ενδεχόμενο να στραφεί σε εναλλακτικούς τρόπους χρωματισμών.

Γι’ αυτούς τους λόγους, εδώ και χρόνια οι επιστήμονες στα Βιοχημικά εργαστήρια,

διερευνούν τη γενετική μηχανική για την παραγωγή καρμινικού οξέος, ώστε να βρεθεί

ένα προϊόν φθηνότερο και πιο γρήγορο στην παραγωγή του που εκτός από φυσικό να

είναι κατάλληλο για χορτοφάγους.

Οι ερευνητές έχουν στραφεί στη μηχανική του μεταβολισμού, τον χειρισμό των φυσικών

κυτταρικών αντιδράσεων ώστε να υπάρξει βιοσυνθετικός χειρισμός των μεταβολικών οδών

μέσα σε μικρόβια για να δώσουν το καρμινικό οξύ.το οποίο έχει μια περίπλοκη δομή.

 
Η ουσία είναι πως η προσθήκη ενός γονιδίου από το ίδιο το έντομο της κοχίνης παρείχε

ένα ένζυμο που μετέτρεψε το Κερμεσιικό οξύ σε Καρμινικό οξύ κι έτσι στα εργαστήρια

δημιουργήθηκε Καρμινικό οξύ, αλλά ακόμα δεν είναι έτοιμο να βγει σε μαζική παραγωγή

όπως είναι το φυσικό που προέρχεται από τα κοχίνια.

Οπότε την επόμενη φορά που θα βάλετε στο καρότσι του Σ.Μ. τα αγαπημένα σας τρόφιμα,

τις μαρμελάδες φράουλα ή βατόμουρο , τα λαμπερά κεράσια κονσέρβα , το αφράτο κέικ,

το γιαούρτι με φρούτα, κοιτάξτε προσεκτικά τα μικρά γράμματα στις ετικέτες. 

Το πιθανότερο είναι ότι θα ανακαλύψετε μια σημείωση για τις χρωστικές που περιέχουν :

cochineal, carmine, carminic acid, Natural Red 4 ή E120. 

 

Το Κοχινεάλ στα Καλλυντικά

 

Many lipsticks contain carmine

Οι φυσικές χρωστικές όπως και τα χρώματα που προέρχονται από τα οξείδια του σιδήρου

 έχουν ζεστούς πορτοκαλί τόνους που αγγίζουν το χρώμα της σκουριάς. Έχουμε όμως και 

τις φυσικές χρωστικές που προέρχονται από φρούτα, αλλά κι αυτές δεν μπορούν να δώσουν

 ζωντανά , λαμπερά χρώματα, όπως ένα έντονο λαμπερό κόκκινο. 

Η καρμίνη, η χρωστική που προέρχεται από το σκαθάρι Κοχινεάλ είναι αυτή που προσφέρει

 αυτή την υπέροχη παλέτα των ροζ και κόκκινων χρωμάτων που ζητούν οι καταναλωτές 

στα φυσικά προϊόντα που αγοράζουν, είτε πρόκειται για καλλυντικά, είτε για τρόφιμα.

Οι Εταιρείες καλλυντικών έχουν τέσσερεις εναλλακτικές λύσεις για να χρωματίζουν τα

 προϊόντα τους.

 

Η πρώτη είναι τα τεχνητά FD&C και Lake Dyes που είναι συνθετικές χρωστικές και

 προέρχονται από διπροϊόντα πετρελαίου όπως η λιθανθρακόπισσα. Βρίσκονται σε πολλά

 από τα καλλυντικά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα. Το περίεργο είναι πως αυτές οι βαφές

 βρίσκονται πολύ συχνά σε καλλυντικά προϊόντα με την ταμπέλα «φυσικό προιόν», 

παρ΄ όλο που αυτές οι χρωστικές λιθανθρακόπισσας συμπεριλαμβάνουν ποσότητες

 μολύβδου και αρσενικού. Κάθε χώρα έχει κανονισμούς σχετικά με την χρήση των βαφών

 FD&C και Lake.

Ο FDA των ΗΠΑ έχει τους αυστηρότερους ελέγχους για τις FD&C και Lake

 

 Η δεύτερη είναι τα Οξείδια σιδήρου, που προέρχονται από φυσικά μέταλλα που

 εξευγενίζονται και θεωρούνται συνθετικά και ορυκτά. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι

 προστατεύουν το δέρμα από το ορατό και το μπλε φως γι αυτό και χρησιμοποιούνται

 ιδιαίτερα στα αντηλιακά. Οι χρωστικές από τα Οξείδια του σιδήρου θεωρούνται ασφαλή

 καθώς δεν είναι τοξικά και αλλεργιογόνα, γι’ αυτό και είναι ανεκτά από άτομα με

 ευαίσθητο δέρμα. Οι αποχρώσεις αυτών των χρωστικών είναι μια ποικιλία από σκούρες

 κόκκινες, ζεστό πορτοκαλί, καφέ και σκούρες γκρι ή μαύρες. Αυτό σημαίνει ότι δεν

 μπορούν να δώσουν τα λαμπερά φωτεινά χρώματα που δίνει το Κοχινεάλ. 

Ένα μειονέκτημα με τις χρωστικές από οξείδια του σιδήρου είναι ότι η οξείδωση 

δεν σταματά και τα προιόντα καλλυντικών όσο περνά ο χρόνος αλλάζουν απόχρωση 

σε πιο σκούρους ζεστούς τόνους.

 Η επόμενη είναι οι χρωστικές που παίρνουμε από τα φρούτα. Εδώ μιλάμε για 100%

 φυσικές βαφές χωρίς τεχνητές βαφές ή μέταλλα. Οπωσδήποτε και εδώ δεν έχουμε έντονες

 χρωστικές καθώς υπάρχει η οξείδωση που συμβαίνει σε οποιοδήποτε φρούτο ή λαχανικό

 εκτεθεί στις καιρικές συνθήκες και όσο περισσότερο ανεβαίνει η θερμοκρασία τόσο

 επιταχύνεται η οξείδωση, γι’ αυτό υπάρχει μια σχετική δυσπιστία όταν οι διάφορες μάρκες

 φυσικών καλλυντικών λανσάρουν προϊόντα με πλούσια λαμπερά έντονα χρώματα

 ισχυριζόμενες ότι περιέχουν «100% καθαρές χρωστικές ουσίες φρούτων».

Τα περισσότερα από τα φρούτα και λαχανικά που χρησιμοποιούνται, όπως τα παντζάρια 

και οι μοβ πατάτες , παράγουν σκούρα κόκκινα χρώματα που λειτουργούν με το νερό ως

 βάση. Όμως το γεγονός είναι ότι τα καλλυντικά για το πρόσωπο και τα χείλη έχουν 

ως βάση το λάδι, οπότε το 100% καθαρή χρωστική φρούτων εξαλείφεται ως επιλογή.

(οι ισχυρισμοί για καθαρές φυσικές χρωστικές ουσίες φρούτων, μπορούν να επαληθευθούν

 μόνο αν γίνει δοκιμή από ανεξάρτητα εργαστήρια ώστε να αποδειχθεί ότι οι εταιρείες

 καλλυντικών δεν χρησιμοποιούν πρόσθετες χρωστικές που δεν αναφέρονται στα συστατικά

 που αναγράφουν στα προϊόντα τους).

 

Η τέταρτη λύση είναι ο χρωματισμός με την Καρμίνη που για χρόνια χρησιμοποιείται 

σε φυσικές ή ακόμα και σε παραδοσιακές σειρές καλλυντικών που προσθέτουν

 πετροχημικά συνθετικά στα προϊόντα τους.

Η πρόκληση για τις εταιρείες είναι να προσφέρουν έντονα, ζωηρά, λαμπερά χρώματα 

στους πελάτες τους και η Καρμίνη το προσφέρει αυτό, στα κραγιόν, στα ρουζ, 

στα λιπ γκλος και φυσικά όλα αυτά να είναι μέσα στο πλαίσιο «φυσικά καλλυντικά».

 


Γνωρίζουμε ότι το δέρμα με την επαφή παντός είδους  καλλυντικά απορροφά τις ουσίες 

που αυτά περιέχουν και εδώ ακόμα γνωρίζουμε ότι η καρμίνη, που είχε εγκριθεί από τον

FDA από το 1977, είναι πολύ σπάνιο να προκαλέσει μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση.

Ελάχιστες φορές έχουν αναφερθεί σοβαρές αντιδράσεις στην χρωστική της καρμίνης, όπως

αναφυλαξία ή πρήξιμο του λαιμού που θα έφερνε στα επείγοντα κάποιον που κατανάλωσε

δια μέσου της τροφής ή άγγιξε με το δέρμα του την χρωστική και ο FDA πλέον απαιτεί 

από τις εταιρείες καλλυντικών να συμπεριλαμβάνονται εμφανώς στην ετικέτα τους, 

νέες επισημάνσεις σε προϊόντα που περιέχουν το κοχινεάλ, ώστε να γνωρίζουν οι

 αλλεργικοί καταναλωτές πως να αποφεύγουν την επαφή με αυτά τα προϊόντα.


Τι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι διάφορες εταιρείες καλλυντικών σε

 αντικατάσταση της χρωστικής της καρμίνης;

Οι βίγκαν επώνυμες μάρκες ομορφιάς που έχουν αποκλείσει τις συνθετικές ουσίες από 

τα προιόντα τους, επιλέγουν τις φυσικές χρωστικές οξειδίου του σιδήρου και πούδρα

μαρμαρυγίας (mica) που περιέχει ίχνη μετάλλων (λιγότερο από 20 ppm μολύβδου 

και 3 ppm αρσενικό), για να πετύχουν κόκκινες, μοβ και ροζ αποχρώσεις όμως …


Τίποτα δεν μπορεί να δώσει την λαμπρότητα ενός κόκκινου από κοχινεάλ που κρύβει 

μέσα του τον μπλε ψυχρό τόνο που δίνει αυτό το άψογο αποτέλεσμα του καθαρού

 χρώματος.

 

Ετικέτες  Κοχινεάλ σε διάφορα προϊόντα 

Carmine

Carmine (Coccus Cactil)

Carmine 5297

Carmine Ultra-Fine

Carminic Acid

Carminic Acid Lake

Cochineal

Cochineal Extract

Natural Red 4

B Rose Liquid

Natural Dyes

Natural Pigments

Crimson Lake

Natural Red 4

C.I. 75470

E120


φωτογραφίες από διαδίκτυο

https://www.bbc.com/news/business-43786055

https://www.heartspm.com/bugs-in-your-food-cochineal-a-k-a-carmine.php

https://bioconcolors.com/natural-colors/

https://www.afterglowcosmetics.com/what-is-carmine-color-in-cosmetics/

https://www.100percentpure.com/blogs/feed/100-pure-legacy-story-fruit-pigmented-makeup


Μερική βιβλιογραφία

Okafor, Sunday N.; Obonga, Wilfred; Ezeokonkwo, Mercy A.; Nurudeen, Jamiu; Orovwigho, Ufoma; Ahiabuike, Joshua (2016). "Assessment of the Health implications of Synthetic and Natural Food Colourants – A Critical Review". UK Journal of Pharmaceutical and Biosciences. 4 (4): 1–11. Archived from the original on 14 September 2022. Retrieved 30 March 2022.

 "Natural Doesn't Necessarily Mean Safer, or Better". NCCIH (in Spanish). Archived from the original on 28 March 2022. Retrieved 30 March 2022.

 Silva, Maria Manuela; Reboredo, Fernando Henrique; Lidon, Fernando Cebola (January 2022). "Food Colour Additives: A Synoptical Overview on Their Chemical Properties, Applications in Food Products, and Health Side Effects". Foods. 11 (3): 379. doi:10.3390/foods11030379. ISSN 2304-8158. PMC

 8834239. PMID 35159529.

https://blogs.getty.edu/iris/the-bug-that-had-the-world-seeing-red/


15.8.23

COCHINEAL ( Χρωστική, μέρος Α΄ )

 Τι κοινό έχουν ένας στρατιωτικός μανδύας των Αζτέκων, ένα έργο του Τιτσιάνο του 1550,

μια ελαιογραφία του Βερμέερ του 1654 με ένα κραγιόν, μια καραμέλα, ένα ζελέ ή ένα

 παγωτό; Μα φυσικά αυτό το βαθύ βελούδινο κόκκινο που τους δίνει η ίδια οργανική

 χρωστική.

“Red Room” amatl installation, Elena Osterwalder. Credit: Yarrington Studios via Elena Osterwalder .Courtesy of the artist

Στην αρχαία Μεσοαμερική, τόσο οι Αζτέκοι όσο και οι Μάγια από τον 2ο αιώνα π.χ. όσο 

και οι Ίνκας από το 700π.χ. γνώριζαν την παραγωγή της βαφής κοχινεάλης.

Το κοχίνιο (Dactylopius coccus) είναι ένα ημιπτεροειδές παράσιτο και έχει μέγεθος περίπου

 ενός κόκκου ρυζιού Arborio με ασημί μωβ απόχρωση. Προσβάλλει τις nopal (ισπανικός

 όρος, από το nopalli στα Nahuatl) άγριες φραγκοσυκιές, γνωστές ως Opuntia στην Ν. 

και κεντρική Αμερική.

Από το θηλυκό παράσιτο, λαμβάνεται το φυσικό εκχύλισμα του κόκκινου - μωβ - βυσσινί

 χρώματος, που χρησιμοποιούσαν σαν καλλυντικό αλλά και σαν βαφή για βαμβακερά και

 μάλλινα νήματα.  Η κόκκινη χρωστική χρησιμοποιήθηκε και ως μελάνι στις τοιχογραφίες, 

για την γραφή ή ακόμα και για την απεικόνιση χαρτών. 

Παραδείγματα τοιχογραφιών με cochineal υπάρχουν σε τοποθεσίες όπως το Monte Alban,

πρωτεύουσα του πολιτισμού των Zapotec από το 500 π.Χ. έως 900 μ.χ.

Illustrations of cochineal collection in José Antonio de Alzate y Ramírez, Memoria sobre la naturaleza, cultivo, y beneficio de la grana …, (Essay on the Nature, Cultivation, and Benefits of the Cochineal Insect), 1777. Colored pigment on . Newberry Library, Edward E. Ayer Manuscript Collection, VAULT Ayer MS 1031

Τα έντομα καλλιεργούνταν στους άγριους κάκτους όπου περιστρέφουν μια κηρώδη ουσία που

 μοιάζει με ιστό, δημιουργώντας ένα κουκούλι.  Στη συνέχεια, τα ώριμα έντομα τα

 συνέλεγαν, χρησιμοποιώντας ένα μικρό εργαλείο σαν κουτάλι ή με λεπτό πινέλο και τα

 άπλωναν κάτω από το ζεστό φως του ήλιου να αποξηρανθούν ή τα τοποθετούσαν μέσα σε

 θερμαινόμενα δωμάτια μέχρι να στεγνώσουν.  Επόμενη κίνηση ήταν η κονιορτοποίηση των

 αποξηραμένων εντόμων επάνω σε πέτρινες πλάκες.  Χαρακτηριστικά χρειάζονται περίπου

 70.000 έντομα για να παρασκευαστεί ένα κιλό κοχίνι και η ιδιαιτερότητα αυτής της

 χρωστικής είναι πως αποκτά ένα έντονο κόκκινο χρώμα όταν αναμιγνύεται με οξέα όπως 

ο χυμός λεμονιού ή μωβ - βυσσινί απόχρωση εάν αναμιχθεί με αλκάλια.  

Είναι συναρπαστικό να βλέπεις πώς διαφορετικές όξινες ή αλκαλικές προσθήκες αλλάζουν

 το χρώμα.

Με την πάροδο του χρόνου οι καλλιεργητές έκαναν επιλογή των εντόμων (τα πιο μεγάλα

 και υγιή) που έμπαιναν σε αναπαραγωγή και καλλιέργεια κι έτσι αυτό οδήγησε σε μια

 ακόμα πιο λαμπερή κόκκινη χρωστική ,από αυτή που έπαιρναν στην άγρια φύση. 

Μόνο τα θηλυκά ζωύφια της κοχίνης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία κόκκινου χρώματος – χρειάζονται 70.000 από αυτά για να φτιάξουν 1 κιλό βαφής.

Οι περιοχές Mixteca, Oaxaca και Puebla ήταν γνωστές για την παραγωγή κοχινεάλης και

 τόσο οι Αζτέκοι όσο και οι Μάγια εκτός του ότι παρήγαγαν, έκαναν εμπόριο με την βαφή κοχινεάλης.

Τα έντομα εκτρέφονταν σε μεγάλες φυτείες. Τριακόσια κιλά έντομα μπορούσαν να

 εκτρέφονται σε κάθε εκτάριο της φυτείας. Πολλούς αιώνες αργότερα όταν ο Hernán Cortés

και οι Ισπανοί κατακτητές, είδαν μια μεγάλη εμπορική ευκαιρία σε αυτή την βαφή κι έτσι η

 "grana cochinilla" έφτασε και στην Ευρώπη, εκτοξεύοντας την Ισπανία σε μια οικονομική

 υπερδύναμη καθώς είχαν το μονοπώλιο της κόκκινης χρωστικής, που μετά τον χρυσό, 

το ασήμι και τα μαργαριτάρια ήταν η πιο ακριβή εμπορεύσιμη ύλη που εξήλθε ως φόρος

 τιμής από τις κατακτημένες φυλές.

Η καλλιέργεια κάκτων και η παραγωγή cochineal εμφανίζεται στο Codex Osuna (ένας

 κώδικας των Αζτέκων σε ευρωπαϊκό χαρτί, με ιθαγενείς εικόνες και αλφαβητικό κείμενο

 Nahuatl από το 1565.   "folio 500v, σελ. 258").

Ο Don Joseph Antonio de Alzate y Ramírez δημιούργησε έναν χειρόγραφο τόμο σχετικά με

 την βαφή "grana cochinilla", στην Πόλη του Μεξικού το 1777.

 Το χειρόγραφο που το συνοδεύουν λεπτομερείς απεικονίσεις, έχει δημοσιευτεί από

 τους Carlos Sánchez Silva και Alejandro de Avila Blomberg, La grana y el nopal en los

 textos de Alzate  (Μεξικό: CONACULTA, AGN και Arte Popular de México, 2005)

Η Ισπανία αναφερόταν στο cochineal ως δημητριακό και ευτυχώς πρόσθεσε στις λάθος ιδέες

της εποχής ότι ήταν εντελώς φυτικό προϊόν. Τα σωζόμενα έγγραφα σε χαρτί από φλοιό,

 αναφέρουν το κοχίνιο ως μια μικρή τσάντα δεμένη στο επάνω μέρος και καλυμμένη με

 κόκκινες κουκκίδες.

Αυτό που μαθαίνουμε είναι ότι η επεξεργασμένη βαφή κοχίνης μεταφέρονταν σε μικρούς

δερμάτινους σάκους και ότι η πρώτη ύλη των αποξηραμένων εντόμων θα μπορούσε να

αναμιχθεί με αλεύρι ή άλλη ουσία για να γίνουν επίπεδα κέικ, για ευκολία στη μεταφορά.

Προκολομβιανό ύφασμα από το Περού, περ. 800-1300 μ.Χ.[27] By Rowanwindwhistler - Own work,                   CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=46614198

Το 1777, ένας Γάλλος βοτανολόγος, ο Nicholas-Joseph Thierry de Menonville, κατάφερε να

ταξιδέψει κρυφά στην περιοχή της Οαχάκα (αν τον είχαν βρει, θα είχε θανατωθεί), να

 συλλέξει δείγματα και να τα μεταφέρει λαθραία στην Αϊτή που ήταν αποικία της Γαλλίας .

 Όλοι γνώριζαν πλέον ότι η βαφή προερχόταν από ένα έντομο,

Μέχρι τότε οι οργανικές χρωστικές που χρησιμοποιούσαν σαν βαφές υφασμάτων και στην

ζωγραφική ήταν η


1)      Πολωνική Καρμίνη (Porphyrophora polonica, Margarodes polonicus ), επίσης γνωστό ως

"Αίμα του Αγίου Ιωάννη". Οι προνύμφες της Πολωνικής Καρμίνης ήταν παράσιτα που

ζούσαν σε ρίζες διαφόρων φυτών που αναπτύσσονται σε αμμώδη εδάφη της Κεντρικής

Ευρώπης και άλλα μέρη της Ευρασίας και έδιναν μια χρωστική σε Βυσσινί απόχρωση.

2)      Το αρμενικό κοχίνι ( Porphyrophora hamelii ),γνωστό ως κοχίνιο του Αραράτ, ήταν ένα

έντομο που ζούσε στο γρασίδι, από την πεδιάδα του Αραράτ μέχρι και την κοιλάδα του

ποταμού Άρας (Αράξ) στα Αρμενικά υψίπεδα, αλλά και στην Τουρκία. Από αυτό έβγαινε

η Βυσσινί Καρμίνη, γνωστή στην Αρμενία ως vordan karmir "κόκκινο του σκουληκιού"

ή αλλιώς γνωστό στην Περσία ως Kirmiz και χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πίσω στα

έντονα κόκκινα φοινικικά ενδύματα.

3)      Μια ακόμα χρωστική ήταν η Ινδική Kerria lacca. Ένα παράσιτο που προσβάλει το

δέντρο της Ινδικής Τζιτζιφιάς( Ziziphus mauritiana )και παράγει μια έντονα κόκκινη

βαφή αλλά κι ένα κερί που είναι η ινδική λάκα ( Kerria ). Είναι ένα είδος εντόμου της οικογένειας Kerriidae , τα έντομα lac {Της υπεροικογένεια Coccoidea} . Αυτό το Ινδικό είδος ήταν το πιο σημαντικό εμπορικά έντομο lac, καθώς είναι η κύρια πηγή μιας ρητίνης που μπορεί να εξευγενιστεί σε λάκα και άλλα προϊόντα. 

4)      Ένα ακόμα κόκκινο στην Ευρώπη προερχόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

"κόκκινο της Τουρκίας" από τη ρίζα του φυτού ρουμπίας ( Rubia tinctorum), με μια αρκετά χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία εξαγωγής της χρωστικής που περιλάμβανε ένα επικίνδυνο μείγμα κοπριάς αγελάδας, ταγγισμένο ελαιόλαδο και αίμα ταύρου {Amy Butler Greenfield •A perfect red•} .

Ωστόσο όλες αυτές οι οργανικές χρωστικές δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τη

 φωτεινότητα ή τις ιδιότητες του κοχινιού που ερχόταν από την Ν. Αμερική κι έτσι έπεσαν

 σε παρακμή μετά την εισαγωγή της μεξικάνικης κοχίνης στην Ευρώπη του 16ο αιώνα.

Η βαφή από το ζωύφιο της κοχίνης ήταν δέκα φορές πιο ισχυρή από το αίμα του Αγίου

 Ιωάννη και παρήγαγε 30 φορές περισσότερη βαφή ανά ουγγιά από το αρμενικό κόκκινο.

Κατά συνέπεια, η παραγωγή Κοχινεάλης έγινε μια εξαιρετικά προσοδοφόρα επιχείρηση

 στην Ισπανική Αμερική, χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως για το χρωματισμό υφασμάτων και

 έγινε σημαντικό εξαγωγικό προϊόν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας.

Το κόκκινο κοχίνι τελικά ξέφυγε από το μονοπώλιο της Ισπανίας και του Μεξικού,                                                                   χάρη στον βοτανολόγο Thiéry de Menonville.

Φυσικά το μονοπώλιο για ένα τόσο σημαντικό προϊόν δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει για

 πάντα και πρώτα οι Ολλανδοί στην Ιάβα στα μέσα του 19ου αιώνα,αλλά και οι ίδιοι οι

 Ισπανοί στα Κανάρια νησιά δημιούργησαν φυτείες κοχίνης.

Το είδος Opuntia (φραγκοσυκιά) μολυσμένα με κοχίνη μεταφέρθηκε το 1788 στην

 Αυστραλία από τον καπετάνιο Arthur Phillip, σε μια προσπάθεια να σπάσει το μονοπώλιο

 της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς η κόκκινη βαφή χρησιμοποιούταν για να

 χρωματίσει τα παλτά των Βρετανών στρατιωτών και η Βρετανία ήθελε να έχει την πηγή

 του χρώματος υπό τον έλεγχό της. Τα κοχίνια έντομα δεν άντεξαν στο κλίμα της

 Αυστραλίας και ευδοκίμησαν μόνο οι κάκτοι που μόνο κατά την δεκαετία του 1920

 κατάφεραν να θέσουν υπό έλεγχο την ανεξέλεγκτη ανάπτυξή τους.

(Το ακριβώς αντίθετο με την Αυστραλία συνέβη στην Αιθιοπία το 2000 που εισήχθη το

 κοχινεάλ. Το κλίμα της Αιθιοπίας ήταν κατάλληλο για την καλλιέργεια και μάλιστα σε

 διάστημα 3 ετών έδωσε 2000 τόνους αποξηραμένης κόκκινης καρμίνης, όμως τα

 αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ κοινοτήτων έγινε αιτία να κλείσει η επιχείρηση και το

 έντομο να εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα και να επεκτείνεται σαν παράσιτο χωρίς να μπορεί να

 καταπολεμηθεί και μέχρι το 2014 είχε προσβάλει 16.000 στρέμματα γης).

Σελίδα από τον Codex Zouche-Nuttall , 1200–1521 μ.Χ., Mixtec. Βαμμένο δέρμα ελαφιού, 19 x 23,5 cm. The British Museum, Λονδίνο, Am1902,0308.1 (BM Add. MSS 39671). Με άδεια χρήσης Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 4.0 International (CC BY-NC-SA 4.0)

Τα υφαντουργεία των Κάτω Χωρών ήταν από τους μεγαλύτερους αγοραστές της

 Κοχινεάλης, όπως και οι ταπισερί της Β. Γαλλίας και της Ολλανδίας.

Οι βαφείς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων συνήθως αγόραζαν τα αποξηραμένα έντομα

 καθώς είναι περίπου το 1/5 της τιμής ανά λίβρα των εκχυλισμάτων. Ωστόσο, τα

 εκχυλίσματα μπορεί να είναι εξαιρετικά ισχυρά, με έως και 4 φορές μεγαλύτερη ποσότητα

 καρμινικού οξέος από τα έντομα, οπότε υπάρχει μια μικρή αντιστάθμιση.

 Στην Βενετία ήταν διάσημα τα βελούδα και τα μεταξωτά που τα έβαφαν με Κοχινεάλη 

η οποία αντικατέστησε το "Βενετσιάνικο κόκκινο" που ήταν μια ντόπια πιο θαμπή βαφή.

Οι κόκκινες χρωστικές ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο των Βενετών ζωγράφων του

16ου αιώνα, ιδιαίτερα του Τιτσιάνο. Ο Καραβάτζιο ήταν επίσης ένθερμος υποστηρικτής του

κοχινεάλ., όπως οι Diego Velázquez και Francisco de Zurbarán στη Σεβίλλη και οι Rubens,

Van Dyck και Rembrandt στην Αμβέρσα και το Άμστερνταμ.

Θραύσμα πουκάμισου με σχισμή ταπισερί, Περού, Chancay, κεντρική ακτή, γ. 1000-1470 μ.Χ., μαλλί αλπακά βαμμένο με σαφράν, κοχίνι και λουλακί - Μουσείο Τέχνης Krannert, UIUC - DSC06400.jpg


Εννοείται ότι και οι Άγγλοι επηρεάστηκαν από το υπέροχο κόκκινο.

Ο Βαν Ντικ απεικόνισε τον Πρίγκιπα Κάρολο Λούις φορώντας κατακόκκινα στην αυλή του

Καρόλου Α' περίπου το 1637, και περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ο Τζόσουα

 Ρέινολντς ζωγράφισε τον Σερ Τζέιμς Χότζες, έναν αξιωματούχο του Λονδίνου, με κόκκινο

 κοχινεάλ.  Στα μέσα του 19ου αιώνα το cochineal αντικαθίσταται από συνθετικές

 χρωστικές, όπως η αλιζαρίνη στα τέλη του 19ου αιώνα και η χρήση προϊόντων φυσικής

 βαφής σταδιακά μειώθηκε.

Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι ωστόσο συνέχισαν να χρησιμοποιούν τις βαθιές κόκκινες

αποχρώσεις που συνεχίζουν να εισάγονται από το Μεξικό. 

 Στο Palacio de Bellas Artes, έργα των Paul Gauguin, Auguste Renoir και Vincent van Gogh

έχουν αναλυθεί και έχουν βρεθεί θετικά σε κοχινοειδή. 

 Όπως ο Ρούμπενς, τα θέματα του Ρενουάρ μοιάζουν να είναι ζωντανά στον καμβά, αλλά ως

ιμπρεσιονιστής τα πορτρέτα του διαλύθηκαν σε ενεργητικές αφαιρέσεις. 

 Ο Γκωγκέν χρησιμοποίησε επίσης αρκετά το κόκκινο, για να δημιουργήσει μοναδικές

ελαιογραφίες, όπως και ο Βαν Γκογκ με Το έργο του, The Bedroom (1888), δανεισμένο

από το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο.

 Αν και έχει ξεθωριάσει το κοχινεάλ στους αρχικούς τοίχους και τις πόρτες, που κάποτε

περιέγραψε ο ίδιος ο Βαν Γκονγκ ως λιλά και βιολετί, και το δάπεδο ως ζεστό 

τριανταφυλλί , είναι ένας ύμνος στο κορεσμένο κόκκινο.

 {Εν ολίγοις, είχε γράψει ο Βαν Γκογκ , κοιτάζοντας τον πίνακα πρέπει να ξεκουράζει

το μυαλό ή μάλλον τη φαντασία}.

Portrait of Agostino Pallavicini, about 1621, Anthony van Dyck. Oil on canvas, 85 1/8 × 55 1/2 in. The J. Paul Getty Museum, 68.PA.2. Digital image courtesy of the Getty’s Open Content Program

Η κοχινίλη χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην ζωγραφική και σαν βαφή για υφάσματα.

Δεδομένου όμως ότι οι οργανικές κόκκινες χρωστικές είχαν την τάση να γίνονται ασταθείς

και να ξεθωριάζουν όταν εκτίθενται στο φως του ήλιου, με την παραγωγή σύνθετων

 σταθερών χρωστικών η χρησιμότητά τους εξασθένησε και κάποια στιγμή σταμάτησε και 

η εισαγωγή της κοχίνης απο την Νότια Αμερική.

Οι στολές του βρετανικού στρατού χρωματίστηκαν με κόκκινο κοχίνι 


 

"Μεσοαμερικανικοί πολιτισμοί και οι ιστορίες τους"

"Museo Grana Cochinilla "Santa Lucía del Camino, Oaxaca," http://www.youtube.com/watch?v=RdsVHdDZE7k (nd, 2:43) — βιώσιμη καλλιέργεια

του nocheztli (κοχίνη) και χρήσεις του κοχινεάλ : http://www.youtube.com/watch?v=hdQk6J_tzd8 ;

Φυσικές βαφές στα Oaxacan huipiles: "Tres Colores: Indigo, Cochineal, Caracol",

(εικόνες και μουσική, με υφάσματα που προσδιορίζονται ανά πόλη, χωρίς άλλες εξηγήσεις)

(2011, 3:12), http://www.youtube.com/ ρολόι?v=-cWTrNrWM5 8;

Λίστα αναπαραγωγής βίντεο του Tlapanochestli Cochineal Farm που τραβήχτηκε από

τον Vinny Civarelli Jr.


Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...