12.10.23

Αιγυπτιακό μπλε

ḫsbḏ-ỉrjt ( khesbedj irtiu )

τεχνητό λάπις λάζουλι ( ḫsbḏ )

Μια μπλε χρωστική που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ορόσημο, τόσο για τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο και για την ανάπτυξη της χημείας

Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς (Θεόφραστος, Βιτρούβιος και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος η πρώτη τεχνητή χρωστική ουσία της ανθρωπότητας επινοήθηκε στην Αίγυπτο, εξ ου και το όνομά του «Αιγυπτιακό Μπλε» .

Ο Θεόφραστος τον 4ο αιώνα π.Χ. μάλιστα του δίνει τον ελληνικό όρο κύανος ( κυανός , μπλε), μια ονομασία που αρχικά αναφερόταν στο λάπις λάζουλι και την περιγράφει ως «κατασκευασμένη, όπως αυτή στην Αίγυπτο» («σκευαστὸς ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ» στο αρχικό κείμενο),  ενώ οι Ρωμαίοι το ονομάζουν «caeruleum».

Ο Λουκιανός χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη για το αιγυπτιακό μπλε, κύανος, σε έναν διάλογο στον οποίο ο Λυκίνος νουθετεί τον Λεξιφάνη για το ρητορικό του στυλ, λέγοντάς του ότι μοιάζει με ειδώλια που πωλούνται στην αγορά, βαμμένα (κεχρωσμένος) με μπλε (κύανος) και κόκκινο (μίλτος) και φτιαγμένα. από εύθραυστο (εὔθρυπτος) πηλό εσωτερικά. Αυτό ήταν ένα υποτιμητικό σχόλιο καθώς υπονοεί ότι με μπλε και κόκκινες χρωστικές ,δηλαδή με φτηνές προσπάθειες, θέλουν να δώσουν αξία σε ένα άνευ αξίας αντικείμενο.


Μνημειακό Uas (τελετουργικό σκήπτρο ή ραβδί) σε γαλαζοπράσινη τιρκουάζ-υαλωμένη σύνθεση ή φαγεντιανή.

Αίγυπτος, 1427–1400 π.Χ. Amenhotep II

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αναζητούσαν χρωστικές που θα είχαν αιώνια αντοχή στις τοιχογραφίες των τάφων, των ναών και φυσικά στα διάφορα ιερά αντικείμενα. Αυτή η αναζήτηση είναι η εξήγηση για την έρευνα και την παραγωγή νέων χρωστικών και φυσικά την εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών από άλλους λαούς, ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα των δικών τους προϊόντων.

Από την Προδυναστική περίοδο και το πρώιμο Παλαιό Βασίλειο χρησιμοποιούσαν χρωστικές που παρήγαγαν από ορυκτά που έβρισκαν εύκολα γύρω τους.

Για το μαύρο χρώμα χρησιμοποιούσαν Γαληνίτη που είναι το κύριο μετάλλευμα μαλύβδου και διαχωρίζεται από το Galena επάνω σε μια συνηθισμένη φωτιά με ξύλα.

Για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν το Realgar, την Κιννάβαρη ή κόκκινη Ώχρα που περιέχει το ορυκτό Αιματίτη, ενώ για κίτρινα χρώματα υπήρχε η Ώχρα που περιέχει Γαιθίτη ή Λιμονίτη.

Το λευκό χρώμα το έπαιρναν από Γύψο και Ασβεστίτη, ενώ από το Μέσο Βασίλειο χρησιμοποιούσαν το ορυκτό Κυνίτη.

Αυτό που έλειπε όμως από όλους τους αρχαίους πολιτισμούς ήταν ένα υλικό που θα τους έδινε το μπλε χρώμα.

Από την Νεολιθική εποχή έχουν βρεθεί αποδείξεις ότι στο Çatal Höyük και στο Azmak της σημερινής Τουρκίας και ίσως σε τοιχογραφίες στην Κρήτη, χρησιμοποιούσαν το μπλε του Αζουρίτη, όμως ήταν ένα ασταθές υλικό που σε συνθήκες περιβάλλοντος μετατρέπεται σε πράσινο Μαλαχίτη.

Ένα ακόμα ορυκτό που θα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν ως χρωστική ουσία ήταν το μπλε Λάπις Λάζουλι που ερχόταν από τα μακρινά ορυχεία του Sar-i-Sang στο Badakhshan (σημερινό Αφγανιστάν). Υπήρχαν εργαστήρια στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Τουρκμενιστάν που μετέτρεπαν το ορυκτό σε χρωστική, όμως ήταν μια δύσκολη διαδικασία που έδινε μια σχετικά μικρή ποσότητα χρωστικής και το Λάπις Λάζουλι ήταν ένα πολύ ακριβό υλικό.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αν και είχαν στα χέρια τους το πολύτιμο Λάπις Λάζουλι από την Nagada II, όπως ονομαζόταν ο προϊστορικός πολιτισμός στην Αίγυπτο , μεταξύ των ετών 3500 και 3200 π.Χ. , δεν το χρησιμοποίησαν ποτέ σαν χρωστική ουσία

Η λύση που βρέθηκε για να καλύψουν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι την έλλειψη του μπλε ήταν η σύνθεση ενός ¨ορυκτού¨ , γνωστό και ως πυριτικός χαλκός ασβεστίου (CaCuSi 4 O 10 ή CaOCuO(SiO 2 ) 4 (τετραπυριτικός χαλκός ασβεστίου)) ή cuprorivaite, το Αιγυπτιακό Μπλε όπως διαδόθηκε σε όλο τον αρχαίο κόσμο και χρησιμοποιήθηκε σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής.

Το αιγυπτιακό μπλε , γνωστό και ως πυριτικός χαλκός ασβεστίου (CaCuSi 4 O 10 ή CaOCuO(SiO 2 ) 4 (τετραπυριτικός χαλκός ασβεστίου)) ή cuprorivaite

Η Αρχή της Χρωστικής

Περίπου στα 3100 π.Χ. κατασκευάστηκε μια μπλε χρωστική ουσία για την υάλωση των αγγείων. Όταν αυτό το μπλε γυαλί που χρησιμοποιήθηκε σαν «βερνίκι» αλέστηκε σε λεπτή σκόνη και αναμίχτηκε με αραβικό κόμμι, ώστε να δημιουργηθεί τέμπερα,  έδωσε μια χρωστική ουσία κατάλληλη για την ζωγραφική.

Αυτή η μπλε χρωστική ήταν γνωστή και ως γυάλινο Φριτ. Τεχνικά το Φριτ ήταν ένα υλικό που είχε λιώσει για να σχηματιστεί γυαλί, είχε σβήσει και είχε κονιορτοποιηθεί. Αυτή η γυάλινη βάση Φριτ, ήταν πολύ σταθερή σε όξινες και αλκαλικές συνθήκες, χωρίς να επηρεάζεται από το δυνατό φως του ήλιου και τις καιρικές συνθήκες.

Αυτό το αρχαίο Φριτ ήταν σημαντικό για την κατασκευή σμάλτου και κεραμικής επικάλυψης.

Οι διάφορες αποχρώσεις του μπλε εξαρτιόταν από τις αλλαγές που γινόταν στην επεξεργασία και στην παραγωγή διαφορετικών συνθέσεων του υλικού της χρωστικής. Έχουν βρεθεί διάφορες αποχρώσεις του μπλε και του βιολετί, σε τοιχογραφίες , αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα, που υπήρξαν ανθεκτικές στο πέρασμα των αιώνων.

Οι Ασσύριοι που γνώριζαν την διαδικασία παρασκευής της μπλε χρωστικής, είχαν δημιουργήσει ένα μωβ Φριτ για την επικάλυψη των κεραμικών αγγείων, αλλά δεν εμφανίζεται πουθενά αυτή η απόχρωση σαν χρωστική και δεν γνωρίζουμε αν το είχαν ποτέ χρησιμοποιήσει και στην ζωγραφική, καθώς δεν έχουμε καμία απόδειξη γι’ αυτό.

Γεγονός είναι, πως χωρίς καμία γνώση χημείας, οι αρχαίοι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι (κατόπιν και οι Κινέζοι) κατασκεύασαν μια μπλε ουσία που χρειάζεται γνώσεις χημείας για να παρασκευαστεί.

Ίσως όμως να είναι αυτή η έλλειψη γνώσης χημείας , που έδωσε διαφορετικές αφηγήσεις για τον τρόπο κατασκευής της χρωστικής που το μυστήριο της κατασκευής της χάνεται γύρω στο 660 μ.Χ καθώς η μπλε Αιγυπτιακή χρωστική εξαφανίζεται οριστικά.

Τελευταία αναφορά γίνεται από τον Ισίδωρο της Σεβίλλης (560-636 μ.Χ.) που αναφέρει ότι ήταν κατασκευασμένο από άμμο και νάτρον με την προαιρετική προσθήκη «cyprium in fornace adustum»  cyprium-μετάλλευμα χαλκού που έχει θερμανθεί σε κλίβανο, στην εγκυκλοπαίδειά του  (Isid. Etymologiarum sive originum libri XX (Liber XIX, Caput XVII) που δημοσιεύτηκε γύρω στα 630 μ.Χ

Τον πρώτο αιώνα π.Χ. ο Βιτρούβιος , ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας και συγγραφέας του 1ου αιώνα είπε ότι «η άμμος, ο χαλκός (από ένα ορυκτό όπως ο αζουρίτης ή ο μαλαχίτης) και το νάτρον (ένα φυσικό μείγμα ενώσεων νατρίου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρακικού νατρίου)» ήταν τα συστατικά της περίφημης χρωστικής κι έτσι  περιέγραψε το υπόβαθρο και τη διαδικασία παρασκευής του Αιγυπτιακού μπλε  στο αρχιτεκτονικό του εγχειρίδιο De architectura libri decem , χωρίς ωστόσο καμία πληροφορία για τις ποσότητες και τις θερμοκρασίες που χρειαζόταν για την παρασκευή της χρωστικής.

Από τον Βιτρούβιο , όπως και από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο έρχονται πληροφορίες σχετικά με την μονοπωλιακή παραγωγή στον κόλπο του Pozzuoli, ενώ έχει αποκλειστεί η Κεντρική Ευρώπη να είχε εργαστήρια παρασκευής καθώς δεν υπάρχει καμία πληροφορία επάνω σε αυτό.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, λαμβάνοντας υπόψη τα αρχαιολογικά στοιχεία,  η χρωστική κατασκευαζόταν σε σφαίρες διαμέτρου περίπου  15 έως 30 mm και ταξίδευε μέσω των εμπορικών δρόμων σε όλο τον αρχαίο κόσμο.

Η αρχαία αιγυπτιακή κοινωνία ήταν η πρώτη που υιοθέτησε μια λέξη για το μπλε χρώμα, επειδή ήταν ο πρώτος πολιτισμός που παρήγαγε μπλε βαφές.

Μέχρι τότε η μόνη φυσική πηγή μπλε ήταν το σπάνιο και ακριβό Λάπις Λάζουλι που ερχόταν από το σημερινό Αφγανιστάν.

Η παλαιότερη απόδειξη για τη χρήση του αιγυπτιακού μπλε, που εντοπίστηκε από τον αιγυπτιολόγο Lorelei H. Corcoran του Πανεπιστημίου της Μέμφις , βρίσκεται σε ένα αλαβάστρινο κύπελλο που χρονολογείται στην ύστερη προδυναστική περίοδο ή Naqada III ( περίπου 3250 π.Χ.), που ανασκάφηκε στην  Nekhen γνωστή και ως Πόλη του Γερακιού.

Το διάσημο χρώμα « Αιγυπτιακό Μπλε » εμφανίζεται σε έργα τέχνης όπως οι τάφοι της Μερερούκα από το Παλαιό Βασίλειο (2600-2100 π.Χ.), στην Τέταρτη Δυναστεία περίπου 2575-2467 π.Χ. σε ασβεστολιθικά γλυπτά και σε μια ποικιλία από χάντρες και σφραγίδες.

Στο Μέσο Βασίλειο 2050-1675 π.Χ. εμφανίζεται σε τοιχογραφίες τάφων, σε αγάλματα και χρηστικά αντικείμενα, ενώ από το Νέο Βασίλειο 1570-1070 π.Χ. εμφανίζεται αρκετά πιο συχνά σε διάφορα αντικείμενα, όπως το περίφημο στέμμα της βασίλισσας Νεφερτίτης.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους το μπλε αντιπροσώπευε τον ποταμό Νείλο που ήταν πηγή ζωής για την Αίγυπτο, τον ουρανό και αργότερα το ίδιο το σύμπαν, όπως αντιπροσώπευε την δημιουργία της ζωής την αθανασία και την γονιμότητα. Στην Φαραωνική τέχνη, συχνά χρησιμοποιήθηκε για να απεικονίσει την σάρκα Θεοτήτων όπως του Αμούν (ο αρχαίος θεός του αέρα), ενώ οι μπλε ανταύγειες σε σκούρα μαλλιά σήμαιναν μεγάλη ομορφιά και ήταν χαρακτηριστικό χρώμα για την νεότητα.

Συχνά οι θεοί περιγράφονται να έχουν μπλε μαλλιά και γένια, όπως ο Δίας και ο Ποσειδώνας, ενώ το δέρμα τους είχε την λαμπρότητα του μπλε και στην Οδύσσεια η Αθηνά αλλάζει την εμφάνιση του βασιλιά Οδυσσέα κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη, κάνοντας τα μαλλιά και το δέρμα του κυανά, να λαμπυρίζουν στο μπλε και με αυτό τον τρόπο τον εξυψώνει πάνω από τον θνητό εαυτό του αναγκάζοντας τον γιο του Τηλέμαχο να αναρωτηθεί αν είναι θνητός ή θεός!

 Source: © Alamy Stock Photo

Egyptian blue is believed to be the first synthetic pigment: the raw materials had to be heated with a flux to get the right colour


Η Lorelei Corcoran (Διευθυντής, Ινστιτούτο Αιγυπτιακής Τέχνης & Αρχαιολογίας Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Τμήμα Τέχνης) που έχει ερευνήσει την χρήση των χρωστικών στην αρχαία Αίγυπτο για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, σημειώνει ότι το μπλε εμποτίζει ένα άψυχο έργο τέχνης με την αίσθηση ζωντανής παρουσίας καθώς έχει αυτό το ‘’σπινθηροβόλο’’ αποτέλεσμα και καταλήγει ότι τα υαλώδη σωματίδια στο Αιγυπτιακό μπλε εκτιμήθηκαν ακριβώς γι’ αυτή τους την ικανότητα, να αντανακλούν το φως.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) στη «Φυσική Ιστορία» αναφέρει μια χρωστική με το όνομα anularian white που το χρησιμοποιούσαν όταν ζωγράφιζαν γυναικείες μορφές για να τους αποδώσουν μια λαμπερή λευκότητα. Η χρωστική παρασκευαζόταν από κιμωλία και μια πάστα από γυαλί που γινόταν και σφραγιδόλιθος για τα δαχτυλίδια των κατώτερων τάξεων. Ωστόσο αυτό που γράφει ο Πλίνιος είναι πολύ πιθανό να ήταν και το μακιγιάζ που φορούσαν οι γυναίκες , παρόμοιο με το μολυβδούχο κήρο (34.54. 31), αλλά ίσως αυτή η γυάλινη πάστα να ήταν στην πραγματικότητα ένα μείγμα Λευκού-Αιγυπτιακό μπλε που είχε χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσουν ανταύγειες σε ορισμένα πορτρέτα μούμιας.

Στις ανασκαφές της Πομπηίας βρέθηκαν μείγματα αιγυπτιακού μπλε και κιμωλίας (συνήθως ασβεστίτης και αραγωνίτης) και πιθανότατα οι έμποροι χρωμάτων να πουλούσαν προαναμεμιγμένες τις χρωστικές .

Αποτελέσματα από έρευνες σε δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις έδειξαν ότι ο Αιγυπτιακό μπλε έχει αναμειχθεί με άλλες χρωστικές, όπως πχ με το purpurissum (μια κόκκινη βαφή) για να δημιουργηθεί το μωβ.

Η δημιουργία του Μπλε

Η διαδικασία ήταν εύκολο να γίνει λάθος και οποιοδήποτε λάθος θα οδηγούσε σε ένα «γυάλινο, πράσινο χάος», εξηγεί η Victoria Finlay στο The Brilliant History of Color in Art (2014).

Οι τοποθεσίες παραγωγής της χρωστικής ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστούν καθώς η διαδικασία είχε ελάχιστα απόβλητα. Στοιχεία υαλουργίας και παραγωγής πλινθωμάτων βρέθηκαν στο Qantir και στην αρχαία πόλη Tell el-Amarna, που ήταν η πρωτεύουσα του Akhenaton κατά τη διάρκεια του 1300 π.Χ.

Στα χωνευτήρια της Amarna βρήκαν μόνο θραύσματα γυαλιού μπλε κοβαλτίου, ενώ στο Qantir, όπου ο χαλκός που δίνει κόκκινο και  κατεργαζόταν για την κατασκευή του μπρούντζου, τα ανασκαμμένα χωνευτήρια περιέχουν κυρίως θραύσματα από κόκκινο γυαλί. Σε μια ακόμα τοποθεσία στο Lisht, ένα αιγυπτιακό χωριό που βρίσκεται νότια του Καΐρου και είναι τόπος των βασιλικών ταφών του Μεσαίου Βασιλείου , συμπεριλαμβανομένων δύο πυραμίδων που χτίστηκαν από τον Amenemhat I και τον Senusret I, τα χωνευτήρια που ανασκάφτηκαν βρέθηκαν να περιέχουν υπολείμματα γυαλιού, κυρίως θραύσματα τιρκουάζ χρώματος.

Αμάρνα

Η παρασκευή της χρωστικής ερευνήθηκε το 1815 από τον Βρετανό χημικό Sir Humphry Davy (1778 – 1829) και η χημική φόρμουλα της χρωστικής καθιερώθηκε το 1881 από τον Γάλλο γεωλόγο Ferdinand André Fouque (1828–1904) που κατάφερε να αναλύσει και να αναδημιουργήσει ξανά το Αιγυπτιακό μπλε.

Αυτή η χημική φόρμουλα δηλώνει την χρωστική ως Πυριτικό Χαλκό – Ασβέστιο CaCuSi 4 O 10 . Αργότερα αποδείχτηκε ότι ήτα ορυκτολογικά ισοδύναμο με το φυσικό ορυκτό Cuprorivaite.

Για την κατασκευή της χρωστικής το πρώτο συστατικό πιστεύεται ότι είναι η άμμος που περιέχει πυρίτιο και ανθρακικό ασβέστιο, το δεύτερο συστατικό ήταν ένα μετάλλευμα χαλκού και ως μίγμα σύντηξης χρειαζόταν ένα αλκαλικό άλας όπως το Natron (είδος Ανθρακικού Νατρίου  Na 2 CO 3 · 10H 2 O). To Natron χρησιμοποιήθηκε μαζί με την άμμο και τον ασβέστη στην κεραμική και την υαλουργία και από τους Ρωμαίους τουλάχιστον μέχρι το 640 μ.Χ. Η άμμος ήταν φυσικά άφθονη στην Αμάρνα και περιέχει μια εντυπωσιακά υψηλή περιεκτικότητα σε ασβεστίτη 19%. Αυτό το συστατικό φαίνεται πως προήλθε από την αιολική διάβρωση των ασβεστολιθικών βράχων.

Το μίγμα σύντηξης (ακάθαρτο Natron) προστέθηκε για να μειωθεί η θερμοκρασία ψησίματος, όπως έδειξαν τα πειράματα για την κατασκευή της μπλε χρωστικής. Αν και η χρωστική μπορούσε να σχηματιστεί με ελάχιστο μείγμα σύντηξης, η περίοδος ψησίματος έπρεπε να παραταθεί ή αλλιώς να αυξηθούν οι θερμοκρασίες.

Το Natron το έπαιρναν απευθείας ως μείγμα αλατιού από τις ξηρές λίμνες στην αρχαία Αίγυπτο στο Wadi el-Natrun (Κοιλάδα του Natron) και στο el-Kab, μια τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου στην ανατολική όχθη του Νείλου. H κοιλάδα el-Natrun βρίσκεται στην Β.Αίγυπτο και περιέχει πολλές αλκαλικές λίμνες , πλούσιες σε Natron κοιτάσματα αλατιού, αλμυρά έλη και έλη γλυκού νερού.

Σε αρκετά δείγματα από το Wadi el-Natrun, το ανθρακικό και το διττανθρακικό Νάτριο ήταν τα κύρια συστατικά (με μικρότερες ποσότητες Θεϊκού και Χλωρίδιο) και με τις αναλογίες συχνά να μεταβάλλονται.

Τα πειράματα έδειξαν ότι υπήρχαν δυο ακόμα πηγές αλκαλίων, αν και είναι λιγότερο πιθανές. Η μια είναι η Σόδα και η Ποτάσα που λαμβάνονται με την καύση των φυτών, ενώ το άλλο ήταν πλούσια σε άλατα κοιτάσματα που προκύπταν από την εξάτμιση των νερών μετά από την ετήσια πλημμύρα του ποταμού Νείλου. Αυτά τα άλατα ήταν τα ανθρακικά, τα χλωριούχα και τα θεϊκά άλατα του Νατρίου και του Καλίου, καθώς και τα ανθρακικά άλατα του Ασβεστίου και Μαγνησίου.

Το τελευταίο κύριο συστατικό για την παρασκευή του Αιγυπτιακού Μπλε είναι το μετάλλευμα Χαλκού, πιθανότατα από τη Ανατολική έρημο ή την Χερσόνησο του Σινά, όπου υπήρχαν ενδείξεις ότι Μαλαχίτης και Χρυσόκολλα εξορυσσόταν στην αρχαιότητα.

Qantir

Στη δεκαετία του 1930, ο Mahmud Hamza ανέσκαψε μια σειρά από αντικείμενα που σχετίζονται με την παραγωγή αιγυπτιακού μπλε στο Qantir , όπως αιγυπτιακά μπλε ‘κέικ’ και θραύσματα σε διάφορα στάδια παραγωγής, παρέχοντας στοιχεία ότι σε εκείνη την περιοχή υπήρχε εργαστήριο παραγωγής Αιγυπτιακού μπλε.

Οι ανασκαφές στην ίδια τοποθεσία αποκάλυψαν κεραμικά χωνευτήρια με προσκολλημένα υπολείμματα αιγυπτιακού μπλε και μια μεγάλη βιομηχανία με βάση τον χαλκό, με πολλές σχετικές τέχνες, όπως η χύτευση μπρούτζου, η κατασκευή κόκκινου γυαλιού, η παραγωγή φαγεντιανής και το αιγυπτιακό μπλε. Αυτά τα αιγυπτιακά μπλε ‘κέικ’, είναι πολύ πιθανό να εξήχθησαν σε άλλες περιοχές, για περαιτέρω επεξεργασία, καθώς στην τοποθεσία δεν βρέθηκαν αντικείμενα με την μπλε χρωστική. Αυτό σημαίνει ότι τα κέικ ήταν εμπορεύσιμα και βρέθηκαν ακόμα και σε ανασκαφές στην περιοχή Zawiyet Umm el-Rakham στις ακτές της Λιβύης, επεξεργασμένα και ανασχηματισμένα, τόσο μακριά από την κύρια τοποθεσία της παραγωγής τους.

 


Εργαστήριο παραγωγής Αιγυπτιακού Μπλε στην αρχαία Ελλάδα

Κατά την διάρκεια ανασκαφών στην αρχαία αγορά στο νησί της Κω, ήρθαν στο φως 136 σφαιρίδια ακατέργαστης χρωστικής ουσίας του Αιγυπτιακού Μπλε, σε διάφορες αποχρώσεις, από ανοιχτό μπλε έως σκούρο πράσινο και γκρι χρώμα!

Σε όλη την Ελλάδα έχουν βρεθεί άπειρα δείγματα χρήσης της μπλε χρωστικής. Στις τοιχογραφίες της Θήρας, της Κνωσού και των Μυκηνών της Εποχής του Χαλκού, πολυάριθμες χάντρες και ένθετα που βρέθηκαν σε τάφους την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μεταγενέστερα συναντάμε το Αιγυπτιακό μπλε  στα πολύχρωμα αρχαϊκά αγάλματα από της Αθηναϊκής Ακρόπολης στις διακοσμήσεις αρχιτεκτονικών στοιχείων στον Παρθενώνα και στην οροφή του Πύργου των Ανέμων. Ακόμα και στους πλούσια διακοσμημένους Μακεδονικούς τάφους της Ελληνιστικής περιόδου ταυτοποιήθηκε η χρωστική του Αιγυπτιακού μπλε.

Ποιο είναι το σπουδαίο λοιπόν σε αυτή την ανακάλυψη στην αρχαία αγορά της Κω; Μα φυσικά το εργαστήρι Koan όπως ονομάστηκε, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα σφαιρίδια, άλλα επιτυχημένα κι άλλα ατελή ή αποτυχημένα ‘προϊόντα’.

Στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο εγκαταστάσεις παραγωγής Αιγυπτιακού μπλε μπορούν να εντοπιστούν στο Μέμφις της Αιγύπτου και πιθανές τοποθεσίες στην κεντρική Ιταλία στο Cumae, Liternum και Puteoli. Με αυτή την ανασκαφή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υπό την επιστημονική επίβλεψη του Ch. Καντζιά στο Ελληνικό νησί του Αιγαίου , ακόμα μια τοποθεσία παραγωγής της χρωστικής ήρθε στο φως.

Ωστόσο εκτός από την παραγωγή του Αιγυπτιακού μπλε στο ίδιο εργαστήριο φαίνεται πως πραγματοποιούνταν και μεταλλουργικές εργασίες που είχαν σχέση με ότι αφορούσε τον μόλυβδο και την επεξεργασία χρωστικών γαιών.

Μέσα από την ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης σε συνδυασμό με SEM-EDS (φασματοσκοπία ακτίνων Χ διασποράς ενέργειας) πρόκειται για μεταγενέστερες αιγυπτιακές παραγωγές μπλε καθώς τα κράματα αρσενικού χαλκού που  έχουν αναγνωριστεί ως η πηγή χαλκού για την παραγωγή του αιγυπτιακού μπλε στο Παλαιό Βασίλειο αντικαταστάθηκαν από θραύσματα χαλκού από το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο.

Η μελέτη των δειγμάτων δείχνει διαφορετικές μεθόδους παραγωγής με περίπλοκες τεχνολογικές διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν  για την παραγωγή των μπλε χρωστικών στο εργαστήριο Koan. Η παρουσία κασσίτερου υποδηλώνει την χρήση κραμάτων μπρούτζου ως πηγή χαλκού που είναι πρώτη ύλη για την παραγωγή της χρωστικής και τα ίχνη διαφόρων μετάλλων όπως μόλυβδος και χρυσός δείχνουν ότι στο εργαστήριο συνυπήρχαν δυο δραστηριότητες. Η μεταλλουργία και η παραγωγή χρωστικών.

Αυτές οι ανακαλύψεις και οι μελέτες που ακολουθούν επάνω στα σημαντικά αυτά ευρήματα, διευρύνουν την κατανόησή μας για οτιδήποτε έχει να κάνει με την παραγωγή και εμπορία στον αρχαίο μας κόσμο της πρώτης τεχνητής χρωστικής, του Αιγυπτιακού μπλε!      

Tjehenet  (fayence)

Αν και κατασκευασμένο με τα ίδια υλικά που παρασκευάζεται η Φαγεντιανή (fayence) και θερμαινόμενο στην ίδια παρόμοια υψηλή θερμοκρασία, η σύνθεση της χρωστικής είναι αντιληπτή η διαφορά ανάμεσα στα δυο. Η αιγυπτιακή φαγεντιανή είναι πολύ πιο πορώδης από το γυαλί του Αιγυπτιακού μπλε αν και πολλές φορές στον αρχαίο κόσμο μπερδευόταν αυτοί οι δυο όροι και λανθασμένα είχαν χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμα. Η αρχαία Αιγυπτιακή ονομασία της Φαγεντιανής ήταν Tjehenet, (η λέξη σημαίνει λαμπερό, εκθαμβωτικό, λαμπρό) και ήταν ένα πυροσυσσωματωμένο κεραμικό υλικό από χαλαζία που σημαίνει ότι αυτή η διαδικασία ήταν μια υαλώδης επικάλυψη από τον χαλαζία που δημιουργούσε μια λαμπερή χρωστική διαφόρων αποχρώσεων, από διαφανές υαλώδες μπλε έως πράσινο.

Οι Kiefer, C. and Allibert, A. το 1971 ισχυριζόταν πως το Αιγυπτιακό μπλε χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή της Φαγεντιανής. (2007. Pharanoic Blue Ceramics: the Process of Self-glazing. Αρχαιολογία 24, 107–117)

 

Source: © De Agostini/Getty Images

The throne of Tutankhamun displays many of the ancient Egyptian techniques at their best, with gilding and precious stones

Θερμοκρασίες παρασκευής της χρωστικής

Από πειραματική εργασία

Ο Chase (1971), όσο και οι Tite και Meeks (1981) απέδειξαν ότι θερμοκρασίες έως και τους 1000ο C ήταν δυνατόν να υπάρχουν για την κατασκευή του Αιγυπτιακού μπλε.

Οι  Bayer και Wideman (1976) καθόρισαν την θερμοκρασία αποσύνθεσης των υλικών στους 1080ο C .

Αυτά τα αποτελέσματα ΄έρχονται σε αντίθεση με αποτελέσματα πειραμάτων παλαιότερων ερευνητών που υποστήριζαν ότι το ανώτερο όριο ήταν στους 850ο C.

Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις σε δείγματα από κατάλοιπα υαλουργείων στην περιοχή της Αμάρνα, δείχνουν ότι η άμμος και η στάχτη ή η σόδα, πρώτα έγιναν Φριτ και μετά θερμάνθηκαν σε υψηλότερη θερμοκρασία, περίπου στους 1050ο C, για να κατασκευαστεί το μπλε γυαλί.

Το Αιγυπτιακό μπλε - το πρώτο χρώμα που παρήχθη συνθετικά – ήταν μια πολύ διαδεδομένη χρωστική στον αρχαίο κόσμο και χρησιμοποιήθηκε ακόμα και στην αγγειοπλαστική καθώς με την πρόσμιξη γυαλιού κατασκευάστηκαν μεγάλα αντικείμενα, όπως αγάλματα, για διακόσμηση ή για τελετουργίες. Ενδιαφέρον έχει ότι σε όλα αυτά τα αγγεία η υάλωση χρησιμοποιείται σε δυο στρώσεις με την δεύτερη στρώση να αφαιρεί ανεπιθύμητα μπαλώματα και λάθη της χρωστικής από το πρώτο μείγμα. Αυτή η επαναλαμβανόμενη υάλωση και το ψήσιμο αυξάνει την σκληρότητα των αγγείων και πιθανότατα το ίδιο έγινε με ειδώλια και άλλα χρηστικά αντικείμενα.

Η χρηματική αξία της χρωστικής

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στα 70 μ.Χ. αναφέρει πως η αξία ανά λίβρα του Αιγυπτιακού μπλε (caeruleum), ανάλογα με την ποιότητα ήταν από οκτώ έως έντεκα δηνάρια, την ίδια τιμή που είχε η Κόκκινη Ώχρα από την Σινώπη και στην μισή τιμή που κόστιζε το indigo (indicum) με δεκαεπτά ως είκοσι δηνάρια ανά λίβρα.

Ωστόσο η τιμή της χρωστικής είχε δεκαπλασιαστεί μέχρι το 301 μ.Χ. όταν ο Διοκλητιανός με διάταγμα όρισε μέγιστη τιμή εκατό πενήντα δηνάρια την κάθε λίβρα κυανού ή Αιγυπτιακού μπλε.

Αν και φαίνεται αρκετά υψηλή αυτή η τιμή από εκείνη που αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο πληθωρισμός και η υποτίμηση του νομίσματος ανάμεσα στην διάρκεια των 225 ετών, η πραγματική αξία της χρωστικής είχε μειωθεί έως και 90% καθιστώντας την αρκετά προσιτή  και αυτές οι τιμές δείχνουν συνεπείς με λογαριασμούς χρωστικών που βρίσκονται στους αρχαίους παπύρους.

 

Η αόρατη λάμψη του Αιγυπτιακού μπλε

Ενώ η χρωστική παρέμεινε δημοφιλής σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η πολύπλοκη μέθοδος παραγωγής της ξεχάστηκε και παραγκωνίστηκε από νέες χρωστικές που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο.

Το 2006, σχεδόν δυο χιλιετίες αργότερα οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ότι το αιγυπτιακό μπλε λάμπει κάτω από φώτα φθορισμού, υποδεικνύοντας ότι η χρωστική ουσία εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία.

O Τζιοβάνι Βέρι, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη φυσική από το Πανεπιστήμιο της Φεράρα, Ιταλία, και με μεταπτυχιακό στη συντήρηση τοιχογραφιών από το Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld στο Λονδίνο, το 2007 ανέπτυξε μια τεχνική απεικόνισης ορατής προκαλούμενης φωταύγειας, μέσω της οποίας είναι δυνατόν να χαρτογραφηθεί η παρουσία του Αιγυπτιακού μπλε εκεί που δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Η ανακάλυψη του Βέρι οδήγησε σε καινούργιες ανακαλύψεις σχετικά με την χρήση της χρωστικής.

Κάτω από φώτα φθορισμού ο Βέρι καθώς περιεργάζεται μια Ελληνική μαρμάρινη λεκάνη 2.500 ετών, διαπιστώνει έκπληκτος ότι οι μπλε χρωστικές της λεκάνης αρχίζουν να λάμπουν, σημάδι ότι το Αιγυπτιακό μπλε εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία.

(δηλαδή όταν η χρωστική ουσία φωτίζεται με κόκκινο φως (μήκη κύματος περίπου 630 nm) εκπέμπει σχεδόν υπέρυθρη ακτινοβολία (με μέγιστη εκπομπή στα 910) Όταν το κόκκινο φως εκπέμπεται στη χρωστική ουσία, αντανακλά το υπέρυθρο φως, το οποίο μπορεί να ανιχνευθεί μέσω γυαλιών νυχτερινής όρασης ή φωτογραφικών μηχανών.

Αυτή η σπάνια ιδιότητα επιτρέπει στους επιστήμονες να βρουν ίχνη του χρώματος σε αρχαία τεχνουργήματα, ακόμα κι όταν αυτό είναι αόρατο με γυμνό μάτι και κάτι ακόμα πιο σημαντικό για την σημερινή εποχή, επιστήμονες έχουν δείξει ενδιαφέρον για την χρωστική για βιοϊατρικές αναλύσεις και ανάπτυξη λέιζερ. Η Tina Salguero (UGA) δηλώνει ότι το κύριο μόριο της χρωστικής θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε μια βαφή για τη βελτίωση της ιατρικής απεικόνισης, καθώς η υπέρυθρη ακτινοβολία που θα αντανακλούσε μπορεί να περάσει μέσα από τον ανθρώπινο ιστό.

Οι χημικοί στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια (UGA) έχουν πλέον καθορίσει ότι η φωτεινή ποιότητα του τετραπυριτικού χαλκού ασβεστίου διατηρείται ακόμη και όταν η ένωση αναχθεί σε αυτά που ονομάζονται «νανοφύλλα», δηλαδή χίλιες φορές πιο λεπτό από μια ανθρώπινη τρίχα. «Ακόμα κι αν έχετε ένα μόνο στρώμα, το λεπτότερο δυνατό, εξακολουθείτε να έχετε το αποτέλεσμα», εξηγεί η Tina Salguero.

 Οι μη επεμβατικές τεχνικές, όπως η φασματοσκοπία υπερύθρου μετασχηματισμού Fourier (ER-FTIR) εξωτερικής ανάκλασης και φωτογράφηση υπέρυθρης φωταύγειας (VIL) με ορατό αποτέλεσμα,   χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για τη μελέτη αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η μέθοδος ER-FTIR χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό ορισμένων από τις χρωστικές που χρησιμοποιήθηκαν σε γλυπτά και τοιχογραφίες, συμπεριλαμβανομένου του αιγυπτιακού μπλε.

Η κατανομή της μπλε χρωστικής χαρτογραφήθηκε στη συνέχεια με μια βελτιστοποιημένη φωτογραφική μέθοδο VIL

Με αυτή την μέθοδο εξετάστηκε ο ταφος του Nakht-Djehouty (TT189), την εποχή του Ramesses II ( περ. 1279-1212 π.Χ.), στην συνοικία El-Assasif, στην Νεκρόπολη El-Qurna, Λούξορ (Θήβα), Άνω Αίγυπτος.

Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν την στρωματογραφική δομή των τοιχογραφιών του τάφου και την χημική τους σύσταση. Η ανάλυση των δειγμάτων προσδιόρισε την μπλε χρωστική ως μπλε της Αιγύπτου (Cuprorivaite), η πράσινη χρωστική ως αιγυπτιακή πράσινη, η κόκκινη χρωστική ως κόκκινη ώχρα, η κίτρινη χρωστική ώχρα και η λευκή χρωστική σαν μείγμα γύψου και ασβεστίτη.

Η όψη όλων των φασμάτων έδειξε ότι στην ζωγραφική των τοιχογραφιών χρησιμοποιήθηκε οργανικό συνδετικό υλικό στις χρωστικές, όπως η αραβική ή ζωική κόλλα ή αυγό.

Αυτή ήταν η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε σε έναν από τους τάφους της περιόδου του Ramesses II, με στρώματα βαφής που εφαρμόστηκαν σ λεπτές στρώσεις όπως ήταν σύνηθες εκείνη την χρονική περίοδο.

Σε μια πιο σύγχρονη εφαρμογή η ποιότητα φωταύγειας της χρωστικής θα μπορούσε επίσης να είναι αποτελεσματική για την ανάπτυξη νέων τύπων μελανιού ασφαλείας, που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προστασία νομισμάτων και άλλων επίσημων εγγράφων από πλαστογραφία

Μια ακόμα δυνατότητα είναι η επέκταση σε συσκευές όπως δίοδοι εκπομπής φωτός και οπτικές ίνες, οι οποίες και οι δύο μεταδίδουν σήματα χρησιμοποιώντας το σχετικά μεγάλο μήκος κύματος του υπέρυθρου φωτός.

 

Αποδόμηση του αιγυπτιακού μπλε

Αν και έχουμε μια σίγουρη σταθερότητα της χρωστικής στον χρόνο, υπάρχουν διάφορες αναφορές που δείχνουν ότι η παρουσία των ορυκτών και ιδίως τα χλωρίδια του χαλκού Cu2(OH)3Cl, είναι υπεύθυνα για την αποικοδόμηση της χρωστικής σε ορισμένες περιπτώσεις.

Τα βασικά χλωρίδια του χαλκού, βρίσκονται στη φύση σε τρεις διαφορετικές φάσεις: τον βοταλακίτη

(μονοκλινική), ατακαμίτης (ορθορομβική) και παρατακαμίτης (ρομβοεδρική) (Pollard et al.

1989).

Η αποικοδόμηση με το σχηματισμό βασικών χλωριούχων χαλκού έχει παρατηρηθεί στα  Αιγυπτιακά τεχνουργήματα (και όχι μόνο) που έχει χρησιμοποιηθεί η χρωστική αλλά και όπου υπάρχει Frit, σε αντικείμενα από φαγεντιανή.

Σύμφωνα με τους Schiegl et al. (1989) η αποικοδόμηση της χρωστικής εμφανίζεται πολύ συχνότερα σε αντικείμενα από το Παλαιό Βασίλειο, λιγότερο συχνά κατά το Μέσο Βασίλειο και σχεδόν καθόλου κατά τον Νέο Βασίλειο.

Στην πυραμίδα του Φαραώ Djoser που χτίστηκε τον 27ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δυναστείας και είναι ένας αρχαιολογικός χώρος στη νεκρόπολη Saqqara , στην Αίγυπτο , βορειοδυτικά των ερειπίων του Memphis, βρέθηκαν πλακάκια από φαγεντιανή με αποδόμηση της χρωστικής.

Τα πλακάκια είναι σε πράσινο χρώμα και σε ορισμένα το λούστρο έχει εξαφανιστεί αφήνοντας γυμνό τον λευκό πυρήνα της φαγεντιανής. Ωστόσο πράσινη φαγεντιανή δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ από τους αρχαίους Αιγύπτιους και πιστεύεται ότι η υαλώδης επίστρωση ήταν μπλε φριτ που υπέστη αποικοδόμηση των ενώσεων του χαλκού (ασθένεια του χαλκού) με αποτέλεσμα την παρουσία χλωριδίων που κατέλυσαν την διαδικασία αποσύνθεσης της χρωστικής. Η χρωματική αλλαγή των μπλε χρωστικών υποδηλώνει κατακρήμνιση από διαλύματα μετανάστευσης μετά την αφαίρεση του χαλκού και του χλωρίου από το στρώμα χρωστικής.

Το ιόν χλωρίου αντικαθιστά το ιόν υδροξειδίου και σχηματίζει ένα διαλυτό χλωριούχο μέταλλο, το οποίο έχει υγροσκοπικό χαρακτήρα Αυτή η χρωματική αλλαγή της αιγυπτιακής μπλε φαγεντιανής εξαρτάται από την παρουσία των υδατοδιαλυτών αλάτων σε συνδυασμό με το αιγυπτιακό μπλε και την ικανότητά του να αποχρωματίζεται. Αυτή η αλλαγή του Αιγυπτιακού μπλε σε πράσινη χρωστική αποκαλείται καρκίνος του χλωριούχου χαλκού «copper chloride cancer»

 




21.9.23

Egyptian and Mesopotamian glass beads and The Ølby Woman

 


23 γυάλινα σφαιρίδια που η φασματομετρία πλάσματος ανακαλύπτει, την πρώτη ύλη κατασκευής τους στην αρχαία Αμάρνα (τόπος εξαγωγής πρώτης ύλης για το Αιγυπτιακό Μπλε) και το Nippur στη Μεσοποταμία, με τελικό προορισμό να γίνουν στολίδια για μια πλούσια  γυναίκα της Σκανδιναβίας την εποχή του Χαλκού πριν από 3.400χρόνια (1400-1100 π.Χ.) .

Είναι εντυπωσιακή η αποκάλυψη των εμπορικών δρόμων μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Δανίας καθώς αυτές οι γυάλινες χάντρες είναι οι μοναδικές από Αιγυπτιακό γυαλί κοβαλτίου που έχουν ανακαλυφθεί σε χώρα εκτός της Μεσογείου .

Οι συνθήκες θανάτου της γυναίκας είναι άγνωστες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του σκελετού της είχε ήδη διαλυθεί όταν έγιναν οι ανασκαφές το 1880 (Boye 1896 , Jensen 1995), ωστόσο η ταφή της σε τύμβο και όχι σε απλό τάφο, μέσα σε έναν κούφιο κορμό βελανιδιάς, δείχνει γυναίκα με κύρος, πιθανότατα μέλος οικογένειας κάποιου αρχηγού. Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η ανακάλυψη ότι στην ταφή την συνόδευε ένα σπασμένο ξίφος, κάτι που μόνο σε ταφές ανδρών έχει συναντηθεί.

Φορούσε μια όμορφη ζώνη από μπρούτζο, η φούστα της ήταν στολισμένη με κρόσσια στολισμένα με μικρούς μπρούτζινους σωλήνες που θα κροτάλιζαν σε κάθε της βήμα, στον λαιμό φορούσε χάλκινο περιδέραιο και στο αριστερό της χέρι φορούσε δυο χάλκινες σπείρες και δυο βραχιόλια από χάντρες , το ένα από γυαλί της Αιγύπτου και το άλλο από κεχριμπάρι. (Το κεχριμπάρι προέρχεται από την Βαλτική και ήταν ακριβό προϊόν συναλλαγής σε αντάλλαγμα για άλλα αγαθά, όπως μεταλλεύματα.

Αυτά τα δυο βραχιόλια είναι η σύνδεση μεταξύ της Αιγυπτιακής λατρείας του ήλιου με την Σκανδιναβική λατρεία του ήλιου. Ίσως αυτά τα αντικείμενα υποδηλώνουν ότι η γυναίκα κατείχε κάποιον θρησκευτικό ή τελετουργικό ρόλο. Κατά την Σκανδιναβική πίστη,  όταν η γυναίκα πήρε μαζί της στον τάφο της τα κοσμήματα από μπλε γυαλί και κεχριμπάρι, αυτό ήταν μια προσευχή στον ήλιο για να διασφαλίσει ότι θα ενωθεί και θα μοιραστεί μαζί του το αιώνιο ταξίδι της.




17.9.23

ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ

 

Φανταστείτε πως για χιλιάδες χρόνια δηλητηριώδη φυτά και τοξικά ορυκτά χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική, στην βαφή υφασμάτων, στο μακιγιάζ, στην δερματοστιξία, στην γεωργία και σε εκατοντάδες άλλες χρήσεις ακόμα και στην Ιατρική.

Ορισμένα από αυτά τα υλικά ήταν θανατηφόρα, άλλα προκαλούσαν ανίατες ασθένειες, όμως ειδικά οι χρωστικές έμοιαζαν να είναι αναντικατάστατες για χιλιετίες, ακόμα κι όταν υπήρχαν παρόμοιες αποχρώσεις από μη τοξικά υλικά κι έτσι έφτασαν να τις χρησιμοποιούν μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Μια από αυτές τις χρωστικές είναι η Σανδαράχη.

Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος στο έργο του "Περί Λίθων" αναφέρει το αρρενικό (αρσενικό), ενώ ο Διοσκουρίδης στο "περί ύλης ιατρικής" το αναφέρει ως αρρενικόν σχιστόν , με χρυσαφίζον χρώμα.

Πρόκειται για μια από τις μορφές του Αρσενικού, το ορυκτό Σανδαράχη (λατινικά sandarach) ή αλλιώς Realgar ( από το αραβικό rahj al ghar-σκόνη του ορυχείου) ή άλλες πηγές του δίνουν την αραβική λέξη rahg-al-far («σκόνη αρουραίων») που είναι δίδυμο με το χρυσοκίτρινο ορυκτό Orpiment (από το λατινικό auripigmentum, aurum- χρυσός+pigmentum-pigment, ή Auripigment) επίσης θειούχο αρσενικό με χαρακτηριστική οσμή θείου από το δισουλφίδιο αρσενικού που αποτελείται και σχηματίζεται ως υποπροϊόν αποσύνθεσης του Realgar ή με εξάχνωση.

Μην σας μπερδεύουν οι πολλές ονομασίες, μιλάμε για δίδυμα ορυκτά που σχηματίζονται στα ίδια γεωλογικά περιβάλλοντα κι έχουν τις ίδιες φυσικές ιδιότητες και χρήσεις. Ότι γράφεται για την Σανδαράχη (Realgar) ισχύει και για το Orpiment.

Είναι ορυκτά αρκετά συνηθισμένα στην φύση, τοξικά, μη υδατοδιαλυτά, (στο νερό είναι πολύ τοξικά με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) και φωτοευαίσθητα σε μορφή κρυστάλλων, με έντονο πορτοκαλοκόκκινο, κόκκινο, κίτρινο έως χρυσαφί χρώμα, αν και πολλές φορές τα συναντάμε και σε μορφή σκόνης, γιατί οι ασταθείς κρύσταλλοι της κόκκινης Σανδαράχης - Realgar αποσυντίθενται με την μακρόχρονη έκθεσή τους στο φως και μετατρέπονται σε pararealgar ( γ -As 4 S 4 ) που είναι πορτοκαλοκίτρινο .

Στη φύση, η κόκκινη Σανδαράχη (Realgar) εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με άλλα ορυκτά θειούχου αρσενικού όπως το pararealgar και το orpiment (As 2 S 3) ( Realgar του AsS). Εκτός από τα οξειδωμένα τμήματα των φλεβών του αρσενικού που συναντάμε τα δυο ορυκτά, εμφανίζονται και σε συνδυασμό με κοιτάσματα κιννάβαρης (HgS) και αντιμονίου και ως εξαχνώματα από ηφαίστεια, ιδιαίτερα από τον Βεζούβιο, τα Φλεγραία Πεδία που είναι μια μεγάλη καλντέρα διαμέτρου 13 χιλιομέτρων κοντά στη Νάπολη και τα Νησιά του Αιόλου στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα.

Το orpiment και το realgar ανήκουν στα σουλφίδια του αρσενικού καθώς ένα από τα βασικά συστατικά στην σύνθεσή τους είναι το τριοξείδιο του αρσενικού, που είναι ακόμα πιο τοξικό από το θειούχο αρσενικό και απορροφάται πιο εύκολα και συνήθως εμφανίζονται μαζί στη φύση. Τα δυο ορυκτά (ως καθαρές ουσίες) ταξινομούνται ως οξέα τοξικά κατηγορίας 3, σύμφωνα με την ταξινόμηση GHS. Επομένως δεν φθάνουν στην τοξική δράση άλλων ενώσεων αρσενικού εάν είναι σε καθαρή μορφή.

Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές που προειδοποιούν για την υψηλή τοξικότητα της χρωστικής ουσίας.

Το 1738 ο Sprong το περιέγραψε : «Royal Yellow: Αυτό είναι κατασκευασμένο από τα καλύτερα κομμάτια χρωστικής ουσίας και επομένως είναι πολύ δηλητηριώδες.

Ο χρήστης λοιπόν δεν πρέπει να το πλησιάσει και να το μυρίσει κρατώντας τη μύτη από πάνω του». Ο Βαλεντίν Μπολτς προειδοποιεί επίσης ρητά στο διαφωτιστικό του βιβλίο του 1549: «Και προσέξτε να μην γλείψετε ένα στυλό αυτού του χρώματος, γιατί είναι επιβλαβές». Ο Cennini το περιγράφει ως "propio tosco", πραγματικά δηλητηριώδες, και σε πολλά βιβλία (Schramm) και λίστες από κατασκευαστές χρωστικών (Kremer) ταξινομείται ως δηλητήριο κατηγορίας 1 ή 2.

Ωστόσο, υπάρχει επίσης η δήλωση ότι το τριθειώδες αρσενικό δεν είναι πολύ τοξικό. Όπως είναι στο νερό και το υδροχλωρικό οξύ είναι αδιάλυτο, δεν μπορεί να απορροφηθεί από τον οργανισμό ή μόνο σε μικρές ποσότητες. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εντοπίζονται στη «μόλυνση» με το προϊόν διάσπασης αρσενικό (As 2 O 3 ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως διάσημο (αυτοκτονικό) δηλητήριο

 Στην καθαρή κρυσταλλική του μορφή το Realgar είναι λαμπερό κόκκινο αλλά όταν αλέθεται γίνεται πορτοκαλί. Το Orpiment ενώ έχει καλή κάλυψη σαν χρωστική και έντονο χρυσαφί χρώμα είναι ασταθές και αλλοιώνεται από τα οξέα.

Η Σανδαράχη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως χρωστική ουσία, λόγω του λαμπερού πλούσιου χρώματος της, αν και πιο δημοφιλές ήταν το συγγενές Orpiment.

Ο τρόπος που έπαιρναν από τα αρχαία χρόνια την χρωστική από τους κρυστάλλους ήταν η καθίζηση. Μετά την εξαγωγή τους από τα ορυχεία τα ορυκτά χωρίζονταν και τα συνέθλιβαν αλέθοντάς τα με νερό. Με αυτόν τον τρόπο πλενόταν τα ορυκτά και η χρωστική διαχωριζόταν με την καθίζηση.

Υπάρχει και η συνθετική παραγωγή χρωστικής με την θέρμανση ενός μείγματος οξειδίου του αρσενικού και θείου που προκαλεί την εξάχνωση της χρωστικής και ανάλογα με την διακύμανση των αναλογιών παίρνουμε Realgar ή Orpiment

 Οι κόκκινοι λαμπεροί κρύσταλλοι του ορυκτού έμοιαζαν τόσο πολύ με κόκκινους πολύτιμους λίθους ώστε συχνά το ονόμαζαν «ρουμπινί θείο» και «ρουμπινί αρσενικό» μόνο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν πολύτιμος λίθος γιατί ήταν ένα μαλακό ορυκτό που τριβόταν εύκολα σε μια αστραφτερή κόκκινη σκόνη, που έγινε από τις πιο αγαπητές και εμπορεύσιμες χρωστικές.

Η Σανδαράχη ταξίδευε σε όλο τον αρχαίο κόσμο για την παραγωγή χρωμάτων. 

Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν και από τις πιο επικίνδυνες ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από χρωστικές για τοιχογραφίες, καλλυντικά ή ακόμα και σαν φάρμακα.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι κοιτάσματα Realgar είχαν βρεθεί στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ ο Βιτρούβιος ανέφερε ότι τα καλύτερα κοιτάσματα βρισκόταν στον Πόντο, μια περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Υπήρχε ένα ακόμα γνωστό κοίτασμα κοντά στο Puteoli (σημερινό Pozzuoli) στη νότια Ιταλία

Ο Έλληνας ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι λόγω του υψηλού ποσοστού θανάτων μεταξύ των μεταλλωρύχων, στα ορυχεία της Σανδαράχης χρησιμοποιήθηκαν μόνο κατάδικοι, ίσως και γι’ αυτό τα ορυχεία του θανατηφόρου ορυκτού έμεναν για αρκετό χρόνο ανενεργά.

Ωστόσο εκτός από χρωστική οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το Orpiment και στην φαρμακολογία αν και γνώριζαν την τοξικότητά του,  πιστεύοντας πως ένα ‘ρόφημα’ από την κίτρινη σκόνη θωράκιζε τον οργανισμό κι απέτρεπε τις ασθένειες.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η τοξική κίτρινη ουσία όταν αναμιγνύεται με νέφτι και κάποια τροφή είναι αποτελεσματική θεραπεία για τον βήχα!

Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, το Realgar είναι ένα είδος «κρασιού» που παρασκευάζεται με αλεσμένη σκόνη realgar (As2S2), που συνήθως πίνεται στο Φεστιβάλ Dragon Boat, ενώ χρησιμοποιείται και για την καταπολέμηση των παρασίτων και των σκουληκιών. Αλεσμένο Realgar ήταν και το αντίδοτο για πληγές από δηλητηριασμένα βέλη. Μια ακόμα χρήση του ήταν σαν εντομοκτόνο!

Dragon Boat Festival rice dumpling wine jar, ink painting bamboo background,

Chinese characters are Dragon Boat Festival and realgar wine Pro Vector

Το Realgar χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και ως «ινδική λευκή φωτιά» σε  πυροτεχνήματα, καθώς καίγεται με την προσθήκη θείου μαζί με έναν οξειδωτικό παράγοντα όπως το νιτρικό κάλιο με μια φωτεινή λευκή φλόγα. Σύμφωνα με μια παλιά λαϊκή πεποίθηση, ουσίες που είναι δηλητηριώδεις για τα έντομα λέγεται ότι διώχνουν τους δαίμονες, γι' αυτό και το auripigment και το realgar χρησιμοποιούνταν και σαν θυμίαμα.

Οι Ίνκας και οι Αζτέκοι ήταν ήδη εξοικειωμένοι με την αντισηπτική δράση του Realgar, το χρησιμοποιούσαν για τη σύφιλη και τη λεϊσμανίαση, μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα.

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους μια σημαντική χρήση του Realgar ήταν στην βυρσοδεψία που το χρησιμοποιούσαν για να αφαιρούν τις τρίχες κατά την επεξεργασία των δερμάτων.

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη παράλληλα με την ζωγραφική το Realgar χρησιμοποιήθηκε σαν δηλητήριο για τρωκτικά και σαν εντομοκτόνο.

Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η χρυσαφένια λάμψη των κίτρινων κρυστάλλων της Σανδαράχης από τους Αλχημιστές όλου του τότε γνωστού κόσμου, που έψαχναν μανιωδώς τον τρόπο και το υλικό για να παρασκευάσουν χρυσάφι!

Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Πλίνιος αποκαλεί τον κόκκινο μόλυβδο "ψευδή σανταράχ" και υποστήριζε ότι αληθινό σανδαράχ είναι το σπάνιο πορτοκαλοκόκκινο Realgar που εμφανίζεται σε μεταλλεύματα μολύβδου και αργύρου μαζί με Orpiment.

Για τους αρχαίους Αιγυπτίους το κίτρινο χρώμα θεωρούνταν υποκατάστατο του χρυσού, το υλικό που σχετίζεται με τον ήλιο και το δέρμα των Θεών (ενώ για το κόκκινο θεωρούσαν ότι αντιπροσώπευε το τονικό χρώμα της ανδρικής σάρκας και χρησιμοποιείτο για να υποδηλώνει την καταστροφή, την έρημο και την δύση του ηλίου).

Papyrus, 13th century BC, Petrie Museum, University College London

Η παλαιότερη τεκμηριωμένη χρήση αυτών των χρωστικών χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο (16ος έως 11ος αιώνας π.Χ).

Αυτά τα δυο χρώματα βρέθηκαν σε ταφικά αντικείμενα και τοιχογραφίες τάφων και αρχικά τα έπαιρναν από τοπικές κόκκινες και κίτρινες ώχρες, μείγματα αργίλου και οξειδίου του σιδήρου .Αργότερα που η Αίγυπτος συνδέεται εμπορικά με την Εγγύς Ανατολή γίνονται διαθέσιμες νέες χρωστικές ουσίες όπως το έντονο κίτρινο Orpiment (qnit), το λαμπερό κόκκινο ή κοκκινοπορτοκαλί Realgar (Awt-ib)  και το καθαρό πορτοκαλί Pararealgar που ήταν προϊόν διάσπασης του Realgar.  Το συνεχές εμπόριο αυτών των χρωστικών επιβεβαιώθηκε από την ανακάλυψη Orpiment σε ένα σφραγισμένο αγγείο σε ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας .

Πριν από την εποχή του Μέσου Βασιλείου (2055-1650 π.Χ.) το Realgar είχε εντοπιστεί μόνο σε μια πέτρινη στήλη της Δεύτερης Δυναστείας από τη Σακκάρα (Λούβρο E27157). Οι αναλύσεις χρωστικών αντικειμένων του Μέσου Βασιλείου δείχνουν πως το Orpiment είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και το Realgar σχεδόν καθόλου.

Στο φέρετρο el-Bersha του Djehutynakht (11η έως 12η Δυναστεία) εμφανίζεται το Orpiment στην δημιουργία κίτρινων αγγείων, κάτι που δείχνει ότι ο Djehutynakht χαρακτηριζόταν ως Ελίτ στην ταξική ιεραρχία των αρχαίων Αιγυπτίων για να μπορεί να εισάγει χρωστικά υλικά από ένα ξένο Βασίλειο.

Orpiment ως διακοσμητικό στοιχείο βρίσκεται σε μια ξύλινη φιγούρα «φύλακα» από τη Δωδέκατη Δυναστεία, η οποία βρέθηκε στον μη βασιλικό τάφο του Imhotep, ενός «Βασιλικού Σφραγιστή». Το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τα ρούχα της θεότητας..

Orpiment βρίσκεται επίσης σε μια πλειάδα ταφικών αντικειμένων σε μη βασιλικές ταφές, συμπεριλαμβανομένων λίθινων σαρκοφάγων, αγγείων, κανωπικών πιθαίων, λινά σάβανων και παπύρων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Orpiment βρέθηκε επίσης εφαρμοσμένο στενά μαζί με επιχρύσωση σε αντικείμενα όπως μάσκες και φέρετρα.

Η χρήση του κόκκινου Realgar εντοπίζεται σε σημαντικά λιγότερα αντικείμενα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό συμβαίνει γιατί η  στενή συμβολική αναλογία του Orpiment με τον καθαρό χρυσό και τον ήλιο είναι η βάση για την πιο συχνή χρήση του, αν και καμία από αυτές τις χρωστικές δεν ήταν σε γενική χρήση.

Το Realgar έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με άλλες χρωστικές στους τοίχους του βασιλικού τάφου του Amenhotep III. Το καθαρό Realgar έχει βρεθεί κυρίως στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών και το Orpiment και το Realgar έχουν εντοπιστεί χωριστά στους ίδιους παπύρους, ειδικά στον χρωματισμό των ριγέ περιγραμμάτων και στις σχετικές φιγούρες των κειμένων.

Μείγματα Orpiment και του Realgar βρέθηκαν στις τοιχογραφίες του τάφου ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, της Menna, και της συζύγου του Henuttawy (Τάφος TT69), κατά την εποχή του Amenhotep III. Στον τάφο του Hha' Em Het (Χα Εμ Χετ) βρέθηκε μίγμα γκαιτίτη- κίτρινης σανδαράχης.

Από την περίοδο της Αμάρνα ως την περίοδο των Πτολεμαίων υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα αντικειμένων χρωματισμένων με orpiment και realgar. Αυτές οι χρωστικές χρησιμοποιήθηκαν μόνες τους ή αναμεμειγμένες με ώχρες και βρέθηκαν σε τοιχογραφίες, πάπυρους, διάφορα τελετουργικά αντικείμενα, ακόμα και στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στην Αμάρνα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα χρήσης Orpiment σε αγάλματα, βρίσκεται στο έντονο κίτρινο κεφαλόδεσμο της διάσημης προτομής της Νεφερτίτης.

Από το Μέσο Βασίλειο και μετά η χρήση των Orpiment/Realgar γίνεται πιο συχνή ακόμα και σε μη Βασιλικά , συμβολικά ή τελετουργικά αντικείμενα και εδώ εγείρονται ερωτηματικά γιατί να χρησιμοποιηθούν αυτές οι τοξικές ουσίες, με το θειούχο αρσενικό, σε τόσο ευρείας γκάμας αντικείμενα, όπως καλλυντικά προϊόντα και μακιγιάζ.

Σε θραύσματα τοιχογραφιών της αρχαίας Πομπηίας βρέθηκαν κοινές ώχρες, καφέ, κίτρινες, κόκκινες με βάση τον αιματίτη και γαιθίτη, βρέθηκε αιγυπτιακό μπλε και ίχνη από χρωστικές Orpiment  και  Realgar.

Το Realgar σαν χρωστική χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, που περιγράφεται ευρέως σε χειρόγραφα, είναι η ευαισθησία του στο φως που οδηγεί στο σχηματισμό λευκού τριοξειδίου του αρσενικού (As 2 O 3 )

 Στην Ευρώπη οι χρωστική ουσία του Orpiment εισήλθε στο εμπόριο ως "κίτρινο αρσενικό", "Rush Yellow"  ή "βασιλικό κίτρινο" και γνώρισε μεγάλη άνθιση στην Βενετία του 16ου αιώνα, ενώ εμφανίζεται περιστασιακά μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι vendecolori έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πειραματισμούς με τις χρωστικές και το λαμπερό κίτρινο και πορτοκαλοκόκκινο του Realgar είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της Βενετσιάνικης ζωγραφικής.

Στην Σιξτίνα Μαντόνα του Ραφαήλ (1513) τα ενδύματα έχουν κίτρινο Orpiment κι ίσως είναι αναμεμιγμένο με μπλε για να βγουν οι πράσινες αποχρώσεις.

Paolo Veronese (1528–1588), The Feast in the House of Levi (1573), oil on canvas, 555 × 1280 cm, Galleria dell’Accademia, Venice.  Wikimedia Commons

Στην «Γιορτή στον Οίκο του Λεβί» ,του Πάολο Βερονέζε γίνεται χρήση στα ενδύματα και των δύο χρωστικών, κίτρινης και πορτοκαλοκόκκινης.

Στην «Γιορτή των Θεών», τον πίνακα του Τζιοβάνι Μπελίνι, που μετά τον θάνατό του τον ολοκλήρωσε ο Τιτσιάνο, υπάρχει το Orpiment στα πράσινα και κίτρινα ενδύματα, όσο και το Realgar στα πορτοκαλί.

Ο Βενετός ζωγράφος Τιτσιάνο Βετσέλλιο (1485-1576) που χρησιμοποιούσε μια ασυνήθιστα μεγάλη ποικιλία χρωστικών είχε συμπεριλάβει στην παλέτα του το πορτοκαλί Orpiment και το έντονο κόκκινο του Realgar.

Unknown, Altar Frontal (fully reconstructed) (c 1275-1300), oil on pine panel, 98.5 x 160 cm,

Tingelstad I, Tingelstad, Norway. Photo by Mårten Teigen, Den Fargerike Middelalderen blog,

by Kaja Kollandsrud,

https://kollandsrud.wordpress.com/2012/06/14/frontalet-fra-tingelstad-i-rekonstruert-i-all-sin-herlighet/

Οι εντυπωσιακές χρωστικές έχουν εντοπιστεί σε πολλούς πίνακες της Αναγέννησης, όπως για παράδειγμα στην ζωγραφική του Πάολο Βερονέζε (1528-1588) που χρησιμοποιούσε το Realgar στις σκηνές δωματίων, δίνοντας κόκκινο σε κουρτίνες ή σε στόφες επίπλων, ενώ υπάρχει και εκτεταμένη χρήση των χρωστικών από τον Τιντορέττο (Γιάκοπο Ρομπούστι 1518–1594) και εμφανίζονται στα πρώτα έργα του Ουίλλιαμ Τέρνερ (1775–1851).

Στους Ολλανδικούς πίνακες του 17ου αιώνα είναι συνηθισμένη επιλογή οι έντονες χρωστικές για την απεικόνιση λουλουδιών, ενώ αναμιγνύονται με το μπλε για να δώσουν τόνους τους πράσινου.

Στην Βρετανική ζωγραφική δεν γίνεται τακτική χρήση του Orpiment  και  Realgar και σε πορτραίτα του 18ου αιώνα το Orpiment χρησιμοποιήθηκε για να επισημάνει λεπτομέρειες που χρειαζόταν χρυσό χρώμα.

The Wilton Diptych (c 1395-9), egg tempera on panel, each panel 53 x 37 cm, The National Gallery,

London. Wikimedia Commons.

Στον πίνακα The Wilton Diptych (1395 άγνωστου καλλιτέχνη), ζωγραφισμένος με αυγοτέμπερα, έχουμε ένα παράδειγμα συνδιασμού Orpiment με Indigo

Ωστόσο τα έργα τέχνης ζωγραφισμένα με χρωστικές θειούχου αρσενικού είναι γνωστό ότι επηρεάζονται από φαινόμενα αποδόμησης και οι καλλιτέχνες είχαν επίγνωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο χρόνος σε αυτές τις χρωστικές.

Στο «Mappae Clavicula», ένα μεσαιωνικό κείμενο του 12ου αιώνα, περιγράφεται η ασυμβατότητα των χρωστικών θειούχου αρσενικού με κάποιες άλλες χρωστικές που περιέχουν χαλκό και μόλυβδο. Ακόμα και σε εγχειρίδια καλλιτεχνών όπως το «De groote waereld in 't klein geschildert» του Wilhelmus Beurs και το «Il Libro Dell'Arte» του Cennino Cennini, αναφέρεται αυτή η ασυμβατότητα, όπως και οι αντιδράσεις των χρωστικών που φέρνουν φαινόμενα αποδόμησης του χρώματος, όμως όλα αυτά περιγράφονται σε μικρή χρονική κλίμακα καθώς δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς να γνωρίζουν τα φαινόμενα αποδόμησης που σχετίζονται με μεγαλύτερη χρονική κλίμακα όπως πχ. Με την πάροδο μιας εκατονταετίας και περισσότερο.

Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα των χρωστικών καθώς κάτω από την επίδραση του φωτός, οι διαλύτες που χρησιμοποιούνται στην ζωγραφική αντιδρούν με το Orpiment, έτσι ώστε το χρυσοκίτρινο να αποσυντίθεται με τους αιώνες. Την ίδια επίδραση έχουν και με τους πράσινους τόνους γι’ αυτό και βλέπουμε σε παλιούς πίνακες τοπίων ένα ξεθώριασμα των κίτρινων και πράσινων χρωστικών.

Οπτικές αλλαγές στο χρώμα μπορεί να προκληθούν από απώλεια χρώματος της χρωστικής θειούχου αρσενικού και το σχηματισμό νέων χημικών ειδών, ενώ αυτή η αλλοίωση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε δομικές αλλαγές του χρώματος όπως ξεφλούδισμα ή κιμωλίαση. Όλες αυτές οι μορφές αλλοίωσης μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αισθητική βλάβη στα έργα τέχνης.

Μετά τον 18ο αιώνα η χρήση των Orpiment και  Realgar περιορίστηκε καθώς εμφανίστηκαν οι κίτρινες και κόκκινες χρωστικές καδμίου που δεν είχαν τα μειονεκτήματα της Σανδαράχης, την αλλοίωση στο φως, την τοξικότητα ή την ασυμβατότητα με τις άλλες κοινές χρωστικές του μολύβδου και του χαλκού, ενώ από τον 19ο αιώνα συνθετικές χρωστικές αντικατέστησαν στο σύνολό τους τις τόσο επικίνδυνα τοξικές ουσίες αν και υπάρχουν ακόμα στο εμπόριο σε περιορισμένη χρήση πλέον.

Το Orpiment έχει αναφερθεί μερικές φορές ως "mineral sandarak" λόγω της ομοιότητάς του με τη φυσική ρητίνη σανταράκ όσον αφορά το χρώμα και τη λάμψη. μπερδεύεται με το Sandarak (Λατινικά Resina sandaraca), που είναι το χρυσαφένιο ρετσίνι του δέντρου Sandarak «Tetraclinis articulata» ή «αφρικανικό Sandarak» που ανήκει στα διακοσμητικά κυπαρισσοειδή. Το ρετσίνι Sandarak χρησιμοποιείται για την παραγωγή σκόνης θυμιάματος, αλλά κυρίως αλκοολούχων βερνικιών. Σε καλλυντικά προιόντα αναφέρεται ως CALLITRIS QUADRIVALVIS GUM (INCI )

 

Σήμερα η κύρια χρήση του Orpiment είναι ως μετάλλευμα αρσενικού. Η Σανδαράχη χρησιμοποιείται πλέον στην παραγωγή της υπέρυθρης υάλου, σε λινέλαιο, ημιαγωγούς, φωτοαγωγούς, χρωστικές ουσίες και ως πρόσθετη ουσία σε πυροτεχνήματα για να δίνει τις λευκές αστραφτερές λάμψεις.

Η κίτρινη σκόνη του ορυκτού, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Ινδία ως φυτοφάρμακο αλλά και ως αποτριχωτική ουσία!

Δεδομένου ότι η χρωστική ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση του φωτός για να σχηματίσει Realgar και αρσενικό (οξείδιο αρσενικού), τόσο το φυσικό όσο και το τεχνητό χρωστικό συνήθως μολύνονται με αρσενικό, το οποίο είναι καρκινογόνο και ταξινομείται ως πιο τοξικό ωστόσο χρειάζονται ακόμη για την αποκατάσταση παλιών πινάκων.

Οι χρωστικές ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα σχολεία καθώς υπάρχει κίνδυνος κατάποσης, εισπνοής της σκόνης και ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επαφή με το δέρμα.

Στην Ελλάδα ορυχεία Σανδαράχης υπήρχαν στην Σαντορίνη και στην Κω, αφού το ορυκτό έχει σχέση με υδροθερμικές και ηφαιστειακές δραστηριότητες. Και στον κόλπο Παλαιοχωρίου της Μήλου η σύσταση των υποθαλάσσιων ιζημάτων αποτελείται από κίτρινη Σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, Θείο και Κινναβαρίτη. 

Φημισμένη ήταν και η Σανδαράχη που υπήρχε κοντά στον Ελλήσποντο (Μυσία).

 

Σανδαράχη _ Realgar=αρσενικό,As4S4

orpiment=αρσενικό, As2S3

Τοξικό με εισπνοή και κατάποση.

Η αποδόμηση του realgar (As 4 S 4 ) περιγράφεται στη βιβλιογραφία ως μια φωτοεπαγόμενη διαδικασία που λαμβάνει χώρα κατά τον φωτισμό με ορατό φως. 

Η οδός αποδόμησης έχει μελετηθεί εκτενώς. Το Realgar πιστεύεται ότι υφίσταται μετασχηματισμό μέσω μιας ενδιάμεσης χ-φάσης (As 4 S 5 ), με αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός συνδυασμού para-realgar (As 4 S 4 ) και αρσενόλιθου (As 2 O 3 , με το As στο + 3 κατάσταση οξείδωσης).

Η ακριβής οδός αποικοδόμησης του ορπιμέντου έχει διερευνηθεί λιγότερο εντατικά. Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στο φως έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο σχηματισμό αρσενόλιθου (As 2 O 3 ).

 

Πληροφορίες

Τμήμα Γεωλογίας ΑΠΘ

Oρυκτά, πετρώματα και πολιτισμός-Μιχάλης Νικολάου

Ψηφιακή έκδοση ''Ορυκτά''-Mindat.org

David, Α.R, Edwards, H.G.M., Farwell, D.W. and De Faria D.L.A., 2001.

Raman Spectroscopic Analysis of Ancient Egyptian Pigments,

Archaeometry 43(4), 461-473.

Barbara Boczar ( διδακτορικό στις βιολογικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,

Santa Barbara, JD (νομική) από το Πανεπιστήμιο Stanford και μεταπτυχιακό στην

Αιγυπτιολογία από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ)

Wikipedia


Θεόφραστος ο Ερέσιος

  Η προμετωπίδα από την πρώτη έκδοση του έργου Περί λίθων του Θεόφραστου από τον  Aldus Manutio 1497.    Η συγγραφέας Andrea Wulf χαρακτήρ...